Λευκάδα: Η φύση και το πνεύμα – Του Ι. Μ. Παναγιωτοπούλου | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Λευκάδα: Η φύση και το πνεύμα – Του Ι. Μ. Παναγιωτοπούλου

60 χρόνια λειτουργίας κλείνουν φέτος οι Γιορτές Λόγου και Τέχνης Λευκάδας που διοργανώνονται από τις 26 Ιουλίου έως 2 Αυγούστου 2015 (Δες το πρόγραμμα).

Με την ευκαιρία αυτή το πιο κάτω ρεπορτάζ του Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, συντάκτη της «Ελευθερίας», που βρέθηκε στο νησί μας το 1957, με αφορμή τις «Γιορτές λόγου και τέχνης», που είχε οργανώσει για τρίτη συνεχή χρονιά την εποχή εκείνη ο «Σύλλογος Λευκαδίων». Κάποια πράγματα λες και έμειναν αναλλοίωτα στο χρόνο, κι ας έχει περάσει τόσος καιρός, όπως οι ομορφιές του νησιού μας … αλλά και η «φρίκη του δρόμου από την Αμφιλοχία στην Βόνιτσα, κι΄ από τη Βόνιτσα στη Λευκάδα».

Του Ι. Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ*

madouri

Μ΄ έφεραν στη Λευκάδα οι «Γιορτές λόγου και τέχνης», που οργανώθηκαν εφέτος για τρίτη συνεχή χρονιά από τον εδώ «Σύλλογο Λευκαδίων» με την πρόθυμη συνεργασία των τοπικών αρχών. Ο πρόεδρος του συλλόγου, ένας ακαταπόνητος άνθρωπος, ο κ. Αντ. Τζεβελέκης, προσπαθεί με όλους τους δυνατούς τρόπους να καθιερώση μία περίοδο καλλιτεχνικών και αθλητικών εκδηλώσεων στη Λευκάδα, ικανή να προσελκύση και των ξένων το ενδιαφέρον.

Βρίσκω, πως το πρόγραμμα είναι αρκετά φορτωμένο, η διάρκεια των εκδηλώσεων, δεκαπέντες μέρες, μεγάλη και τα μέσα, που διαθέτει το νησί, πενιχρά. Η συγκοινωνία απογοητεύει. Μίλησα στο άρθρο μου της περασμένης Παρασκευής για την φρίκη του δρόμου από την Αμφιλοχία στην Βόνιτσα (και τι όμορφη που είναι η Βόνιτσα με τα περιβόλια της, το θαυμάσιο διατηρημένο κάστρο της και το λαμπρό περιγιάλι της!) κι΄ από τη Βόνιτσα στη Λευκάδα. Θα μπορούσε κανείς να συλλογισθή τη θάλασσα. Μα το καράβι, που πιάνει μόνο δυό φορές τη βδομάδα, είναι μικρό και κάνει μεγάλο γύρο. Έτσι το ταξίδι δεν είναι καθόλου ευχάριστο.

Τα σημειώνω όλα τούτα με θλίψη γιατί η Λευκάδα είν΄ ένας τόπος με ιδιότυπη ομορφιά, με πλουσιώτατη ιστορία και με άφθονα καλλιτεχνικά κειμήλια. Όταν αφήνοντας προς τ΄ αριστερά την επιβλητική «κούλια» του Γρίβα, αυτό το οχυρωμένο αρχοντικό, που χτισμένο σε άγριο βράχο διαφεντεύει την ολόγυρα χώρα, αντικρύζης για πρώτη φορά τη χαμηλή γη του νησιού, έχεις την εντύπωση πως τούτο νησί δεν είναι, μόνο μια προεξοχή της Ακαρνανίας προς τα νερά του Ιονίου. Τόσο σιμά στην ηπειρωτική στεριά βρίσκεται η Λευκάδα. Ακόμη και το μεγάλο της κάστρο, υψωμένο σε ισόπεδη γη, βρίσκεται στην Ακαρνανία. Μικρός δίαυλος μπροστά του, που το «πέραμα», κινούμενο με χειροκίνητο «εργάτη» και συρματόσκοινο, τον καλύπτει σε πέντε λεπτά της ώρας, είναι όλη όλη η θάλασσα που χωρίζει τη Λευκάδα από τη Ρούμελη σ΄ εκείνο το κατατόπι. Δρόμοι στεριωμένοι μέσα στο νερό, χαμηλές παραλίες, πράσινα νησιά και πυκνοί κατάφυτοι λόφοι ιχνογραφούν μιαν αλλόκοτη γεωγραφία, ένα κλειστό κόσμο ονείρου.

Η Λευκάδα ανήκει τόσο στα Επτάνησα όσο και στη Στερεά Ελλάδα. Το τραχύ και γραφικό Ξηρόμερο βρίσκεται αντίκρυ της. Υπάρχει λοιπόν και η λυρική ποίηση και το έπος. Και τα δύο τούτα στοιχεία συνταιριάζονται σε μια σύνθεση, που παραστατικώτερα από κάθε άλλον την αντιπροσωπεύει ο Βαλαωρίτης.

Σ΄ αυτόν τον τόπο ανάμεσα στις αναπαμένες ακρογιαλιές της Λευκάδας, στα εύγραμμα σχήματα των λόφων της και τις απόκρημνες οροσειρές της Ακαρνανίας βρίσκεται η Μαδουρή, το νησί του Βαλαωρίτη, και τ΄ άλλα νησιά, η Σπάρτη, ο Σκορπιός, το Χελώνι, το Μεγανήσι. Αρμενίζαμε, γλυκό πρωινό του Αυγούστου σε μια θάλασσα από κύανο και χρυσάφι, κι΄ ήταν ώρα τόσο θαυμαστά ελληνική, τόσο άμεμπτα κλασική, που ενιώθαμε, πως όπου και να ήταν, θα εβλέπαμε από κάπου να ξεμυτίζη το καράβι των Φαιάκων, που έφερε τον κοιμισμένον Οδυσσέα στην πατρίδα του, κατά τον Νταίρπφελντ, που ίσαμε τη στερνή του στιγμή δεν έπαυε να πιστεύη, πως η ομηρική Ιθάκη βρισκόταν σε τούτα τα νερά, σε τούτα τα χώματα και πως η άλλη η Ιθάκη δεν είναι παρά ο τόπος της μετοικεσίας των αποδιωγμένων κατά την επιδρομή των Δωριέων Ιθακησίων. Έτσι ο Νταίρπφελντ μήτε τη Λευκάδα απογύμνωνε από το ομηρικό της προνόμιο μήτε και από τους Ιθακήσιους στερούσε την ταυτότητά τους. Περιττό να πω πως όλοι οι Λευκάδιοι είναι οπαδοί της θεωρίας του Νταίρπφελντ και όλη οι Ιθακήσιοι την αντιμάχονται.

Βγαίνουμε στη Μαδουρή, ανάμεσα σε πυκνά πεύκα, που ευωδιάζουν κοντά στο κύμα. Το αρχοντικό του Βαλαωρίτη είναι ανοιχτό. Μένει τώρα για λίγο εκεί, φερμένος από τα ξένα, ο δισέγγονός του, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο νεωτερικός ποιητής, παλιός μου και αγαπημένος γνώριμος, που τον ξαναβλέπω με πολλή συγκίνηση. Σιμά στο σπίτι τεράστιο πλατάνι, πολύκλαδο και πολύφυλλο, αργασμένο από το χρόνο, υψώνεται σαν ένα μήνυμα από τις χώρες του πεπρωμένου. Στον ίσκιο του και σε μεγάλο πέτρινο τραπέζι καθόταν κι΄ έγραφε τους στίχους του, κοιτάζοντας τη θάλασσα και τα γύρω βουνά, ο επικολυρικός της Λευκάδας. Το τραπέζι έχει τώρα μεταφερθή στο πίσω μέρος του σπιτιού. Εκεί, κάτω από το πλατάνι, ο Βαλαωρίτης έχει γράψει και τον «Αστραπόγιαννο», το καλύτερο από τα στιχουργήματά του. Το σπίτι είναι γεμάτο απουσία. Ωστόσο αισθάνεται ο περαστικός τη μεγάλη μνήμη να τον κατέχη, καθώς διαβαίνει από κάμερη σε κάμερη: Τη θλίψη μιας ζωής γεμάτης θάνατο, την αγωνία της λευτεριάς και την πλατιά ανάσα του πατριδολάτρη ρομαντισμού. Ήταν ένας άρχοντας ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, όλος καρδιά και φωνή. Ο αντίλαλος του τραγουδιού του δεν έχει σβήσει.

Λίγο μακρύτερα βρίσκεται ο κάβος της Αγίας Κυριακής, αντίκρυ στο παραθαλάσσιο χωριό το Νυδρί, με το μικρό εκκλησάκι κοντά στο κύμα. Ανηφορίζουμε προς το σπίτι του Νταίρπφελντ, που το κατέχη τώρα ο ναυπηγός καθηγητής κ. Β. Φραγκούλης. Είναι ένα θαυμάσιο ερημητήρριο. Συναπαντούμε εκεί τις κόρες του κ. Β. Φραγκούλη, λαμπρές Ελληνίδες γεμάτες νιάτα, σοφία και αγάπη του τόπου. Μας οδηγούν σε γραφική ακροβραχιά και μας δείχνουν το κάθε τι από την Ιθάκη του Νταίρπφελντ. Είναι τόσο καθάριος και πειστικός ο λόγος τους, που πάει πια, την απολησμονήσαμε την άλλη Ιθάκη!

Ο Νταίρπφελντ αναπαύεται εκεί σιμά, σε τάφο μαρμάρινο. Ο βαθύς πόθος της ζωής του ήταν να απομείνουν για πάντα στη Λευκάδα τα κόκκαλά του. Το πεπρωμένο ευδόκησε να του προσφέρη εκεί και το θάνατο. Και κάθεται τώρα ο σοφός Γερμανός κι΄ αφουγκράζεται τους ανέμους που φυσούν ανάμεσα στο νησί κι΄ ονειρεύεται τον ταλαιπωρημένο του Οδυσσέα. Μια ανεπίγραφη στήλη (από τσιμέντο, τι φρίκη!) έχει τούτα τα λόγια σημαδεμένα απάνω της: «ΒΡΑΧΟΣ ΝΥΜΦΩΝ – ΜΝΗΜΕΙΟΝ ΟΔΥΣΣΕΩΣ – ΟΜΗΡΙΚΗ ΙΘΑΚΗ». Ο Νταίρπφελντ είναι επίσης ένας Λευκάδιος πια, καθώς ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, καθώς οι Ζαμπέλιοι, πατέρας και γιος, ο Ιωάννης δικαστής και ποιητής τραγωδιών και ο Σπυρίδων ο ιστοριοφίδης, ο κλασικός πεζογράφος των «Ιστορικών σκηνογραφημάτων» και των «Κρητικών γάμων», ο κριτικός, καθώς ο Άγγελος Σικελιανός, ο αθάνατος έφηβος, αυτή η συνταρακτική παρουσία του παντοτεινού και του μυστικού «Ελληνισμού».

Αναζητούμε στην Λευκάδα, την πολιτεία, τα σπίτια των επιφανών Λευκαδίων. Το σπίτι του Βαλαωρίτη επισκευάζεται. Το ντύνουν απ΄ έξω ολόκληρο με τσίγκο κατά το έθος που στον τόπο εκείνο συναπάντησα. Η αίθουσα του φαγητού σώζεται καθώς στον καιρό που κατοικούσε εκεί μέσα ο ποιητής. Δεν πέθανε στην αγαπημένη του Μαδουρή. Πέθανε στη Λευκάδα μόνος κι΄ έρημος μακρυά από τους δικούς του. Σπίτι αρχοντικό, σε απλή γραμμή, διώροφο και φαρδύ είναι το σπίτι των Ζαμπελίων. Η οικογένεια του Σικελιανού σπίτι δικό της δεν είχε. Ο ποιητής γεννήθηκε στην ακρινή απάνω κάμαρη ταπεινού διώροφου σπιτιού. Μόλις που έβαψαν πράσινα τα παραθυρόφυλλά του. Ρώτησα μα δε βρήκα σημάδι άλλο του Λευκάδιου Χερν, του διηγηματογράφου που έζησε στην Ιαπωνία κι΄ έγραψε αφηγήματα εμπνευσμένα από τη ζωή της, έξω από μιαν άχαρη στήλη, στημένη από τους Γιαπωνέζους στη μνήμη του, σε δημόσιο κήπο παραθαλάσσιο, σιμά στην προτομή του Βαλαωρίτη. Η προτομή του Ι. Ζαμπέλιου στήθηκε πέρυσι αντίκρυ στο μέγαρο των δικαστηρίων, οικοδόμημα της παλιάς εποχής, για να δηλωθή η σχέση του δικαστικού Ζαμπέλιου με το μέγαρο τούτο.

Πολλοί είναι οι ονομαστοί Λευκάδιοι, που κατέχουν βαρυσήμαντη θέση στην όλη ιστορία του έθνους. και η ιστορία της Λευκάδας πλουσιώτατη είναι. Την έχουν ήδη μελετήσει άφθονοι λόγιοι – και μάλιστα ο Σπυρ. Α. Βλαντής και ο Κωνστ. Α. Μαχαίρας στους καιρούς μας. Αλλά και το ιστορικό υλικό που μένει ανεξερεύνητο ακόμη είναι τεράστιο. Ξαφνιάστηκα όταν έριξα μια ματιά στο Αρχειοφυλακείο εγκατεστημένο σ΄ ένα ισόγειο διαμέρισμα των δικαστηρίων. Είκοσι εφτά χρόνια της ζωής του ξόδεψε ο κ. Γ. Παρίσης -κι΄ ολοένα μοχθεί-, για να βάλη τάξη σε χιλιάδες έγγραφα, μαρτύρια του ιστορικού βίου των τριών τελευταίων αιώνων. Από την επιστημονική εκμετάλλευση των εγγράφων αυτών δεν έχει να ωφεληθή η ιστορία της Λευκάδας μόνο, αλλά όλου του Έθνους η ιστορία.

Άφθονες είναι κι΄ οι ιστορικές εκκλησιές της Λευκάδας (ο τάφος του Αριστ. Βαλαωρίτη βρίσκεται πίσω από τον Παντοκράτορα, την εκκλησία των Βαλαωρήτιδων), όπου η μεταβυζαντινή τέχνη της Επτανήσου έχει να παρουσιάση μερικά από τα καλύτερα επιτεύγματά της. Ο φιλόλογος κ. Π. Ροντογιάννης, που πάει να γίνει ο Καμπούρογλου της Λευκάδας, είχε την καλωσύνη να με ξεναγήση σε μια πολύ εποικοδομητική περιήγηση.

(Πηγή: Εφημερίδα «Ελευθερία», Φύλλο της Κυριακής 8 Σεπτεμβρίου 1957)

26640* Ο Ιωάννης Μ. Παναγιωτόπουλος γεννήθηκε στο Αιτωλικό, πρωτότοκος γιος του Μιχαήλ και της Ειρήνης. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη παιδιά που πέθαναν όμως σε παιδική ηλικία. Το 1910 η οικογένεια Παναγιωτόπουλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του και γράφτηκε Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Αποφοίτησε το 1923 και εργάστηκε για πολλά χρόνια στην ιδιωτική εκπαίδευση. Υπήρξε βασικό στέλεχος της ιδιωτικής σχολής Μακρή, την οποία αργότερα αγόρασε και μετονόμασε σε Ελληνικά Εκπαιδευτήρια (πρόκειται για τη γνωστή σήμερα ως Σχολή Ι.Μ .Παναγιωτόπουλου στο Παλαιό Ψυχικό). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ταξίδεψε στην Ευρώπη, τη Μικρά Ασία, την Κίνα και αλλού. Το 1947 διορίστηκε καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης. Διετέλεσε μέλος Διοικητικού Συμβουλίου στην Εθνική Πινακοθήκη, το Εθνικό Θέατρο και το μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 1974. Το 1976 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πέθανε στην Αθήνα το 1982.

Το σύνολο του συγγραφικού έργου του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου είναι τεράστιο σε έκταση. Ασχολήθηκε επί εξήντα χρόνια παράλληλα με την ποίηση, την πεζογραφία, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την αρθρογραφία, το δοκίμιο, την κριτική. Το πρώτο του δημοσίευμα ήταν ένα πεζό κείμενο γραμμένο στην καθαρεύουσα στις στήλες της εφημερίδας «Ελλάδα» το 1916, ενώ συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του στα περιοδικά «Ναυτική Δόξα», «Σφαίρα και Εθνικό Εγερτήριο». Το 1920 πραγματοποίησε την πρώτη του ουσιαστική εμφάνιση στα γράμματα από τις στήλες του περιοδικού «Μούσα» των Νάσου Χρηστίδη και Παύλου Καλλιγά (1920-1923), του οποίου υπήρξε συνδιευθυντής μαζί με τους Λέοντα Κουκούλα, Μιχαήλ Στασινόπουλο και Κλέωνα Παράσχο. Ακολούθησαν συνεργασίες του με περιοδικά και εφημερίδες όπως η «Ζωή», η «Νέα Ζωή», τα «Νέα Γράμματα», το «Νέον Κράτος», η «Νέα Εστία», η «Πρωία», η «Ελευθερία», ενώ συνεργάστηκε επίσης στη «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» του Πυρσού. Στα πρώτα του ποιήματα κινήθηκε στο πλαίσιο του αισθητισμού, του νεοσυμβολισμού και του νεορομαντισμού με έντονες επιρροές από τον Κωστή Παλαμά (εδώ ανήκει η πρώτη του ποιητική συλλογή «Το βιβλίο της Μιράντας» του 1924) και στράφηκε αργότερα προς την ανανεωτική τάση των ποιητών του μεσοπολέμου, την εσωτερικότητα και τον υπερρεαλισμό (ορόσημο η ποιητική συλλογή «Αλκυόνη», γραμμένη από το 1934 ως το 1948). Στην πεζογραφία του παρατηρείται συνύπαρξη ποιητικών στοιχείων με στοιχεία κριτικού στοχασμού, καθώς επίσης μια ιδιαίτερη φροντίδα της έκφρασης (σημειώνονται ενδεικτικά τα έργα του «Αστροφεγγιά» (1945), «Χαμοζωή» (1946), και «Τα εφτά κοιμισμένα παιδιά» (1956 – Α’ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος). Στην κοσμοθεωρία του ανιχνεύονται αρχικές επιρροές από την πεσιμιστική αντίληψη για τη ζωή που υιοθέτησαν και σύγχρονοί του αισθητιστές λογοτέχνες (Κώστας Ουράνης, Τέλλος Άγρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης κ.ά.), ενώ στα έργα της ωριμότητάς του στράφηκε προς μια τραγική στάση αποδοχής του ανεκπλήρωτου της ηδονής και της ματαιότητας της ανθρώπινης ζωής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Ι. Μ.Παναγιωτόπουλου βλ. Ζήρας Αλεξ., «Παναγιωτόπουλος Ι. Μ.», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 8. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988, Κούσουλας Λουκάς, «Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Στ΄, σ.364-417. Αθήνα, Σοκόλης, 1993 και Χατζηφώτης Ι.Μ., «Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 11. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>