O εμπρησμός του Ράιχσταγκ (Γερμανικό κοινοβούλιο) τον Φεβρουάριο του 1933-1ον Μέρος | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

O εμπρησμός του Ράιχσταγκ (Γερμανικό κοινοβούλιο) τον Φεβρουάριο του 1933-1ον Μέρος

reichstag

Του Θεόδωρου Αραβανή

Στις 27 Φεβρουαρίου του έτους 1933, κατά τις 9.15′ το βράδυ, ένας φοιτητής που βρισκόταν στο Κένιγκσπλατς, όπου ορθώνονταν το Μέγαρο του Γερμανικού κοινοβουλίου (Ράιχσταγκ), άκουσε ένα τζάμι να σπάζει. Κοίταξε και είδε γυαλιά πεσμένα στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε στο φυλάκιο του μεγάρου και ανέφερε το γεγονός.

Στάλθηκαν από το φυλάκιο αμέσως μερικοί άνδρες για να δουν τι συνέβαινε. Από έξω οι φρουροί είδαν μια σκιά που έβαζε φωτιές στο κτίριο του Ράιχσταγκ. Κάλεσαν αμέσως αστυνομία, η οποία έφθασε σε 5-10 λεπτά. Μια ομάδα από τους φύλακες και αστυνομικούς με επικεφαλής τον υπολοχαγό Λατάιτ και τον επιθεωρητή Σράνοβιτς, ανέβηκε στο μέγαρο για να συλλάβουν τους εμπρηστές. Η φωτιά είχε εκδηλωθεί σε πολλά σημεία. Στην αίθουσα συνεδριάσεων οι φλόγες είχαν ανεβεί σε ύψος τριών μέτρων. Καπνός όμως δεν υπήρχε. Ήταν φανερό ότι οι εμπρηστές είχαν χρησιμοποιήσει χημικές ουσίες. Ο επιθεωρητής Σράνοβιτς σταμάτησε στην μεγάλη αίθουσα Μπίσμαρκ. Εδώ οι αστυνομικοί συνάντησαν ένα άνθρωπο ημίγυμνο, μουσκεμένο στον ιδρώτα, με βλέμμα θολό, να περιφέρεται ανάμεσα στις φλόγες χωρίς αίσθηση που βρισκόταν. Ο άγνωστος αφέθηκε να συλληφθεί χωρίς να φέρει αντίδραση. Αλλά στις ερωτήσεις του επιθεωρητού Σράνοβιτς δεν μπόρεσε να απαντήσει παρά είχε ένα ανέκφραστο χαμόγελο, σηκώνοντας τα χέρια του σε μια αόριστη κίνηση. Επάνω του είχε ένα μαχαίρι και ένα Ολλανδικό διαβατήριο επ΄ ονόματι κάποιου Βαν ντέρ Λούμπε, ετών 24, άνευ επαγγέλματος. Οδηγήθηκε αμέσως στην διεύθυνση της αστυνομίας του Βερολίνου, για να υποβληθεί σε ανάκριση. Λίγα λεπτά αργότερα ραδιοφωνικός σταθμός του Βερολίνου, διέκοψε την μετάδοση ελαφράς μουσικής για να αναγγείλει στην Γερμανία το γεγονός: «Οι κομμουνισταί έκαψαν το Ράιχσταγκ». Το λιγόλογο αυτό ραδιοφωνικό μήνυμα, σύμφωνα με ζωντανές αφηγήσεις πολιτών, τα επόμενα χρόνια, που εκείνη την ώρα άκουγαν το πρόγραμμα με ελαφρά μουσική, αποτελούσε ένα συμβάν που είχε τρομάξει τον πληθυσμό εκείνη την νύχτα του Φεβρουαρίου.

reichstag_2

Για τις 5 του Μαρτίου (σε 6 μέρες δηλαδή από το συμβάν του εμπρησμού του Ράιχσταγκ), είχαν προκηρυχθεί κοινοβουλευτικές εκλογές στην Γερμανία. Οι προηγούμενες κοινοβουλευτικές εκλογές είχαν γίνει την 6 Νοεμβρίου του 1932 και σε ένα Ράιχσταγκ (Κοινοβούλιο) που αποτελείτο από 583 βουλευτές η ήδη υπάρχουσα κυβέρνηση, από την αρχή του 1933, Φον Πάπεν – Χίτλερ μπορούσε να ελπίζει σε 247 ψήφους. Αν το κόμμα του Κέντρου που διέθετε στην βουλή 70 έδρες δεν της έδινε ψήφο εμπιστοσύνης, η κυβέρνηση αυτή θα έπρεπε να παραιτηθεί.

Ο Φον Πάπεν έπεισε την 28/01/1933 τον Γέρο (κορακοζώητο κατά τον τύπο της εποχής) πρόεδρο Χίντεμπουργκ να ορίσει καγκελάριο για τον σχηματισμό κυβέρνησης τον Χίτλερ, για να τον ελέγχει όπως είπε. Το απόγευμα της 30 Ιανουαρίου του 1933, άρχισε η συνεδρίαση για την ψήφο εμπιστοσύνης της κυβέρνησης του Χίτλερ και ο πρόεδρος του Ράιχσταγκ Χέρμαν Γκαίρινγκ ανήγγειλε ότι είχε έρθει σε επαφή με τους ηγέτες του Καθολικού κόμματος του Κέντρου και ζήτησε την υποστήριξή των, αλλά έλαβε αρνητική απάντηση. Ο Χίτλερ αντιπρότεινε, προσυνεννοημένα με τον Γκαίρινγκ, την διάλυση της βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Οι Εθνικισταί αντιτάχθηκαν γιατί ήξεραν ότι ο Χίτλερ και οι ναζί είχαν στα χέρια των όλα τα μέσα δημοσιότητας και προπαγάνδας και τον τύπο της εποχής. Τότε ο Χίτλερ με σύμφωνη γνώμη του προέδρου Γκαίρινγκ, (με χαρακτηριστική κίνηση συνεννόησης), δήλωσε ότι θα κάνει εκ νέου προσπάθεια για να συναντηθεί με τον ηγέτη του Κέντρου Σεβασμιώτατο Κάας, για διαπραγματεύσεις.

Μετά από δυό μέρες προσποιήσεις και ελιγμούς για την δήθεν αξιολόγηση των απόψεων των Καθολικών του Κέντρου, ο Χίτλερ πληροφόρησε την 03/02/1933 την βουλή (στοχεύοντας στους Εθνικιστές), ότι οι συζητήσεις ναυάγησαν και για τούτο προκήρυξε εκλογές για τις 5 Μαρτίου 1933. Την ίδια στιγμή διαβεβαίωσε την ομάδα των Βιομηχάνων και των οικονομικών παραγόντων που τον στήριζαν, ότι οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για 10 χρόνια. Και ότι η εξουσία θα κρατηθεί απ΄ τους ναζί ακόμα και με άλλα όπλα, αν το αποτέλεσμα των εκλογών δεν ήταν ευνοϊκό. Τότε για την εκλογική εκστρατεία η ομάδα των οικονομικών παραγόντων που στήριζε τους ναζί (κυρίως οι βιομήχανοι της εποχής) διέθεσαν υπέρ του προεκλογικού αγώνα το ποσό των τριών εκατομμυρίων μάρκων της εποχής, για την νίκη του Χίτλερ.

Αυτός ο προεκλογικός αγώνας τον μήνα Φεβρουάριο του 1933 στην Γερμανία, ήταν η ναζιστική τρομοκρατία προσωποποιημένη. Απαγορεύθηκαν με νόμο οι συνελεύσεις των σοσιαλδημοκρατών και των κουμμουνιστών και με ομάδα κρούσης την σκληρή ναζιστική πτέρυγα των παραστρατιωτικών ταγμάτων εφόδου (S.A.) με επικεφαλής τον διακηρυγμένο ομοφυλόφιλο αρχηγό των, Έρνστ Ράιμ, διατρέχοντας όλη την Γερμανία για την διάλυση των προεκλογικών συγκεντρώσεων, δολοφονούσαν χωρίς φραγμό. Κατ΄ ελάχιστο κατεγράφησαν 50-60 δολοφονίες αντιπάλων, σύμφωνα με τα επίσημα αστυνομικά στοιχεία 86, και κατά άλλες εκτιμήσεις απροσδιόριστος αριθμός πολιτικά δολοφονημένων αντιπάλων πάνω από 200.

Ο προεκλογικός αγώνας προχωρούσε, η κοινή γνώμη έβλεπε με τρόμο την τυχούσα επικράτηση των ναζί, σύμφωνα με τους ξένους τολμηρούς ανταποκριτές των εφημερίδων του εξωτερικού που δούλευαν υπό κάλυψη στην Γερμανία, κάποιοι ως καθηγητές ξένων γλωσσών και ιδιαίτερα της Αγγλικής γλώσσας. Και ο υπουργός προπαγάνδας Γκαίμπελς σημείωνε την 31 Ιανουαρίου του 1933 στο ημερολόγιό του: «Καθορίσαμε με τον Αδόλφο τις κεντρικές γραμμές εναντίων των ερυθρών τρομοκρατών. Για την ώρα θα καθαρίσουμε την κατάσταση με άμεσα αντίμετρα. Πρέπει πρώτα να πραγματοποιηθεί η μπολσεβίκικη απόπειρα. Την κατάλληλη ώρα θα χτυπήσωμε.»

Η εκλογική εκστρατεία πλησίαζε προς το τέλος και κάποιο μπολσεβίκικο συμβάν θα ήταν ικανό (έπρεπε να συμβεί), για να μισήσουν οι Γερμανοί ψηφοφόροι τους κομμουνιστάς και τους όποιους άλλους «της πατρίδας εχθρούς». Το βράδυ ώρα 9.15 της 27 Φεβρουαρίου το ραδιόφωνο του Βερολίνου διέκοψε το πρόγραμμα ελαφράς μουσικής και ανήγγειλε ότι: «οι κομμουνισταί έκαψαν το Ράιχσταγκ».

Το Γερμανικό σύνταγμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης 1919-1933, προϊόν του Γερμανοεβραίου μεγάλου Νομομαθούς Ούγκο Πρόις, έδινε την δυνατότητα με το άρθρο 48, στον διακοσμητικό κατά τα άλλα Πρόεδρο της Γερμανικής Δημοκρατίας, να διορίζει καγκελάριο (πρωθυπουργό) παρακάμπτοντας την λαϊκή εντολή. Και να εξουσιοδοτεί τον διορισμένο καγκελάριο να εκδίδει νόμους.

Το Αμερικανικό κραχ του 1929 και η επακολουθήσασα παγκόσμια οικονομική κρίση, βρήκε την ηττημένη το 1918 Γερμανία ταλαιπωρημένη πιότερο από άλλες χώρες όλη την δεκαετία του 1920 με την θηριώδη ανεργία, το πληθωρισμό που είχε φτάσει σε επίπεδα πεντάκις εκατομμυρίων, και υπερδανεισμένη για να αποπληρώνει τις πολεμικές αποζημιώσεις που της επεβλήθησαν εξοντωτικά μετά το τέλος του Μεγάλου πολέμου. Το σύμπτωμα του προστατευτισμού που ασκήθηκε απ΄ όλες τις χώρες, ως αποτέλεσμα της μεγάλης ύφεσης, επέφεραν πλήγμα στην Γερμανική ακόμη και μέσα σε αυτές τις συνθήκες δυνατότητα εξαγωγών, τα δάνεια για την αποπληρωμή των πολεμικών χρεών δεν ανανεώθηκαν, οι χρεοκοπίες πολλαπλασιάστηκαν, τα έσοδα από φόρους μειώθηκαν, η ανεργία εκτινάχτηκε, το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς αποσταθεροποιήθηκε, οι ναζί υπόσχονταν εργασία, Εθνική ανάταση, «το μέλλον μας ανήκει», ήταν το λάιβ μοτίβ της Γερμανικής νεολαίας της εποχής. Και από την 16 Ιουλίου του 1930, όταν η κυβέρνηση του Καγκελάριου συντηρητικού οικονομολόγου Χάινριχ Μπρύνινγκ, δεν πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στην βουλή, η Γερμανία κυβερνιόνταν με προεδρικά διατάγματα, δηλαδή με καθ΄ υπαγόρευσιν Καγκελάριους και κυβερνήσεις.

Τον Οκτώβριο του 1931 σε μια συνάντηση στο Χάρτσμπουργκ, παρευρέθησαν για την σύσφιξη των σχέσεων, όλη η ανώτατη ηγεσία των ναζί με επικεφαλής τον Χίτλερ μαζί με τους βιομήχανους και τους χρηματιστές, Τύσσεν, Χούγκενμπεργκ,Γκούσταβ Κρούπ, Γιάλμαρ Σάχτ, Χολστάιν, Φέγκλερ, κ.α. Και συναποφασίστηκε το «μέτωπο του Χαρτσμπουργκ».

Τα υπόλοιπα από δω και πέρα για την Γερμανική δημοκρατία της Βαϊμάρης, μέχρι και το υψηλού συμβολισμού έργο των ναζιστών με το κάψιμο του Ράιχσταγκ (Κοινοβουλίου), είναι μια ιστορία φόβου, τρομοκρατίας, ανευθυνότητας, και συμφερόντων μαζί.

Η βουλή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συνεδρίασε για πρώτη φορά στο κτίριο του Ράιχσταγκ, την 9 Φεβρουρίου του 1919. Και το κτίριο του Ράιχσταγκ κάηκε την 27 Φεβρουαρίου του 1933. Ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ την άλλη μέρα εξέδωσε: «το διάταγμα για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ».

Όταν τον Σεπτέμβριο του 1930 τρεις υπολοχαγοί δικάστηκαν για προδοσία -είχαν επιδιώξει να στρατολογήσουν συναδέλφους τους στην ναζιστική υπόθεση- ο Χίτλερ κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης σε πλήρη δημοσιότητα στην δικαστική αίθουσα, και προέβλεψε ότι αν το κινημά του νικούσε θα εκδικούνταν για «τα εγκλήματα του Νοεμβρίου» και δήλωσε ότι μετά «θα πέσουν πράγματι κεφάλια». (Αναφερόμενος στην ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης την 9 Νοεμβρίου του 1918 και την επανάσταση των Σπαρτακιστών).

Αναφορές:
-Πήτερ Γκραίυ : Συντομη πολιτική ιστορία της Βαϊμάρης.
– Ιστορικά Περιοδικά της εφημερίδος Ελευθεροτυπία.
– Ιστορία και εγκυκλοπαίδεια της Πάπυρος Λαρούς.
– Διάσπαρτα άρθρα σε ιστορικά περιοδικά και εφημερίδες
-Ιστορικές και σεμιναριακές αναφορές του μεσοπολέμου.
– Wolfgang Sauer and Gerhard Schulz: Die nationalsozialistische Machtergreifung: Δομή της Βαϊμάρης, η πτώση της, και η νόμιμη κατάληψη της εξουσίας και τα πρώτα χρόνια της ναζιστικής κυριαρχίας (1960).

Ευχαριστώ για την βοήθεια τον μεταφραστή, απ΄ το έργο των Wolfgan Sauer and Gerhard Schulz, ο οποίος δεν ήθελε να αναφερθεί το όνομά του.

Συνεχίζεται



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>