Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Ο μεγάλος αδελφός του ασώτου είμαστε όλοι εμείς» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Ο μεγάλος αδελφός του ασώτου είμαστε όλοι εμείς»

ασωτος

Του Χρήστου Σκιαδαρέση,
-Φιλολόγου,
-Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Φτάσαμε αισίως στη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου. Την Κυριακή αυτή η εκκλησία διαβάζει την παραβολή του ασώτου γιου.

Αυτή την υπέροχη παραβολή που από τους εκκλησιαστικούς κύκλους εκλαμβάνεται σαν ένα μαργαριτάρι ανάμεσα στις πολλές και ευφρόσυνες παραβολές που δίδαξε ο Χριστός ή, ακόμη, και σαν ένα Ευαγγέλιο ανάμεσα στο κύριο σώμα του Ευαγγελίου.

Η ιστορία της παραβολής είναι λίγο – πολύ γνωστή.

Ο μικρός γιος της οικογένειας, παρασυρμένος ίσως από τον υπερβάλλοντα εγωισμό της ηλικίας, πίστεψε ότι ήταν έτοιμος για το μεγάλο άλμα της ζωής, αυτό, δηλαδή, της αποδέσμευσης και του απογαλακτισμού από την κηδεμονία του πατέρα του.

Ήθελε να ζήσει τη ζωή του, έτσι όπως ο ίδιος την ονειρευόταν, και ήταν σίγουρος ότι, στο τέλος, θα τα κατάφερνε.

Γι’ αυτό το λόγο, ζήτησε και πήρε ένα μεγάλο μερίδιο της πατρικής περιουσίας, για να έχει περίσσεια χρημάτων και να υλοποιήσει ευκολότερα τα σχέδιά του.

Όμως, εκεί στην ξενιτιά που πήγε, έπεσε λιμός. Και εκείνος τα ξόδεψε όλα «ζων ασώτως», ξεπέφτοντας μάλιστα όχι μόνο στην εξαθλίωση αλλά και στην πείνα.

Προσκολλήθηκε τότε σε έναν ευκατάστατο πολίτη της χώρας αυτής, ο οποίος τον έκανε χοιροβοσκό του. Και, πάλι, όμως ο άσωτος γιος «δεν έβγαινε» και, αναγκαστικά, χόρταινε την πείνα του από τα υπολείμματα της τροφής των χοίρων, τα ξυλοκέρατα.

Το κατάντημα αυτό κάποια στιγμή τον συνέφερε και, καθώς ήρθε στα σύγκαλά του, λαχτάρισε να επιστρέψει ξανά στο πατρικό του και στη σπλαχνική αγκαλιά του πατέρα του.

Η συνάντηση του πατέρα με τον γιο είναι μία από τις πιο ανθρώπινες και συγκινητικές σκηνές στην Καινή Διαθήκη.

Ο πατέρας, που πάντα μέσα του ήλπιζε πως θα τον ξαναέβλεπε, έτρεξε πρώτος να αγκαλιάσει και να ασπαστεί τον γιο του, περιβάλλοντάς τον με τον ωκεανό της αγάπης του.

Ο παραστρατημένος υιός ομολόγησε το λάθος του επιδεικνύοντας, μάλιστα, ειλικρινή μεταμέλεια («Πατέρα, αμάρτησα απέναντι στο Θεό και σε σένα και δεν αξίζω πια να με λες παιδί σου»).

Τότε ο πατέρας έδωσε την εντολή στους υπηρέτες να ετοιμαστεί το πανηγύρι της χαράς και να στολιστεί το γιορτινό τραπέζι με τον πιο σιτευτό μόσχο.

Όλο αυτό το κλίμα ευφορίας και ευτυχίας, ωστόσο, πήγε να ανατραπεί άρδην, εξαιτίας της διαγωγής του μεγαλύτερου γιου της οικογένειας.

Ήταν η μόνη παραφωνία μέσα σε αυτή την ευθυμία. Διότι, παρότι ήταν φρόνιμος και υπάκουος, η αντίδρασή του παρέπεμπε σε έναν άνθρωπο που δεν είχε καθόλου αγάπη στην καρδιά του.

Επιστρέφοντας από το χωράφι όπου εργαζόταν, άκουσε όργανα και νταούλια. Κάλεσε τότε έναν υπηρέτη να του πει την αιτία αυτής της εορταστικής συνεστίασης. Μόλις πληροφορήθηκε τον λόγο, «ωργίσθη δε και ουκ ήθελεν εισελθείν».

Ο πατέρας, όταν έμαθε την αντίδραση του γιου του, έσπευσε να τον κατευνάσει. Όμως, αυτός διαφώνησε φιλονικώντας, μάλιστα, μαζί του.

«Τόσα χρόνια δουλεύω πλάι σου και ποτέ δεν παραμέλησα εντολή σου. Όμως και εσύ ποτέ δεν μου έδωσες ένα κατσίκι, για να διασκεδάσω με τους φίλους μου».

Και η απάντηση του πατέρα υπήρξε άμεση αλλά απείρως συγκαταβατική και μακρόθυμη.

«Παιδί μου, εσύ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι και δικά σου. Έπρεπε, όμως, να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδερφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε. Ήταν χαμένος και βρέθηκε».

Σε αυτό θα σταθώ σήμερα. Στη στάση του μεγάλου αδελφού του ασώτου.

Που, αντί να θερμάνει την καρδιά του και να αποξηράνει με μιας τους πειρασμικούς λογισμούς που τον κυρίευσαν, ενεδύθηκε έναν εγωισμό προσωπιδοφόρο.

Τον κατέβαλε το πάθος της έπαρσης, της υπερηφάνειας, της ματαιοδοξίας. Σκοτίστηκε τόσο, που προσβλήθηκε από τις αδιόρατες δαιμονικές επιρροές και άρχισε να μνησικακεί, να πεισματώνει, να χλομιάζει από τη ζήλεια και το φθόνο και τα άλλα έκγονα της πλάνης (την ανθρωπαρέσκεια κ.λπ.).

Μόλις άκουσε ότι θυσιάστηκε το πιο καλοθρεμμένο μοσχάρι της οικογένειας προς τιμή του ασώτου αδελφού του, αλλοιώθηκε ο νους του, λιποτάκτησε από την πνευματική κατάσταση της ειρήνης και της ανάπαυσης στην οποία ως εκείνη την ώρα βρισκόταν, εφθάρη από τα εμπαθή νοήματα, έγινε ασυμμάζευτος.

Δεν επέτρεψε στη χαρά να ξεχυθεί στην καρδιά του. Δεν εκλέπτυνε τη σκέψη του ούτε τη φύλαξε από τις ρυπαρές κηλίδες της καχυποψίας και του νοσηρού συναισθηματισμού.

Διασπάστηκε, υπέστη εσωτερικό διχασμό. Άρχισε να εξαπολύει μομφές και κατακρίσεις.

Από στενομυαλιά γλίστρησε στον βούρκο των ψυχικών πληγών του και λασπώθηκε.

Και, ενώ ο άσωτος αδελφός επανενδύθηκε τη θεοΰφαντη στολή της μετανοίας, αυτός, από ανακάτεμα εσωτερικό, περιεβλήθη το σκότος το ψηλαφητό, εκεί όπου «ο σκώληξ ου τελευτά», εκεί όπου «το πυρ ου σβέννυται», εκεί όπου μόνο «ο βρυγμός και ο τριγμός των οδόντων» δονεί.

Γόγγυσε επειδή, παρόλο που δούλευε νυχθημερόν στα χωράφια της οικογένειας, δεν (αντ-)αμείφθηκε ποτέ επαρκώς ή, τέλος πάντων, όσο αμείφθηκε -πριν και μετά την πτώση του- ο μικρός αδερφός του.

Και πάνω που ο πατέρας αγάλλετο ψυχικά, ο πρεσβύτερος γιος «τον ράπισε στην παρειά», «τού πρόσθεσε νέο αγκάθι στο επουλωμένο -απ’ τις ακίδες του ακάνθινου στεφάνου- κεφάλι του», «του κάρφωσε νέα καρφιά στα χέρια και στα πόδια» και «του ξαναλόγχισε τα πλευρά».

Δεν ήθελε επ’ ουδενί να συμμεριστεί και να συναισθανθεί το βάρος αυτών που γράφει ο Ιερός Χρυσόστομος, ότι δηλαδή «πάντα εστίν φορητά δια την σωτηρίαν του αδελφού» (δηλαδή, όλα είναι επιτρεπτά για τη σωτηρία του αδελφού).

Έγινε σαν τα άγρια, τα ανήμερα θηρία που κοιτάζουν πώς θα κατασπαράξει το ένα το άλλο. Έκλεισε παταγωδώς τη θύρα του ελέους του.

Και πίκρανε, στενοχώρησε, αδίκησε, λύπησε τον πατέρα – ευεργέτη του. Δεν κατανόησε τη στάση του αλλά ούτε και υπέμεινε αγογγύστως τη δοκιμασία του πειρασμού και της «αδικίας», τον ανηλεή πόλεμο των λογισμών που υπέστη εκείνη τη στιγμή.

Η συνείδησή του ταράχτηκε, το εγωιστικό κάλυμμα της καρδιάς του σκλήρυνε.

Ήταν τόσο οιηματίας που δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ακόμη και ο πιο βαριά αμαρτάνων -όπως στην περίπτωση της οικογένειάς του ο αδελφός του- μπορεί να έρθει σε επίγνωση της αλήθειας και να μεταμελήσει. Αυτό, αν δεν δείχνει εγωιστική υπεροχή από μέρους του, τότε τι δείχνει;

Αντί να σβήσει απ’ το μυαλό του το άσωτο παρελθόν του αδελφού του και να τον αθωώσει για όλο εκείνο το διάστημα που ήταν χαμένος, τον καταδικάζει, επειδή πρόδωσε κάποτε την εμπιστοσύνη τους, επειδή παρασύρθηκε από μία χωρίς χαλινό αφροσύνη.

Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Και πάντα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ασώτου είμαστε, δυστυχώς, όλοι εμείς.

Όλοι εμείς που, αντί να αγαπάμε, να πιστεύουμε, να ελπίζουμε, να μακροθυμούμε, να συγχωρούμε, να υπομένουμε, να ελεούμε τον αδελφό μας, να τον βλέπουμε σαν κομμάτι του εαυτού μας, να τον διακονούμε, να αγρυπνούμε για αυτόν και να ειρηνεύουμε πλάι του, καταλαμβανόμαστε από σκοτεινές υποτροπές, εμπαθή νοήματα, μοχθηρούς λογισμούς και δόλιους μετεωρισμούς εις βάρος του.

Αιχμαλωτίζουμε τον ηγεμόνα νου μας στις αντιζηλίες, στα μίση, στους φθόνους, στις κακίες –στα ψεκτά πάθη εν συντομία- και παραφρονούμε, εξαχρειωνόμαστε και παραλύουμε και μόνο στη θέα του, και μόνο στο άκουσμά του.

Ανοίγουμε «την Κερκόπορτα» του θυμικού μας στη μνησικακία και τις κακές κλίσεις και κάνουμε αντιρρητικό διάλογο με τις εφάμαρτες σκέψεις και τους ακάθαρτους λογισμούς.

Αντί να μεταστρέψουμε το μίσος σε αγάπη, τη σκλαβιά των παθών σε ελευθερία, τον εσωτερικό θάνατο σε ζωή, εμείς κωφεύουμε στη φωνή της συνείδησης και δεν επιτρέπουμε στον λύχνο της αγάπης να κατακάψει, σαν αναμμένος άνθρακας, κάθε αχυρώδη διαβολή.

Μόνο όμως ανακρούοντας πρύμνη και αλλάζοντας ζωή, θα διορθώσουμε τα σφάλματα στις αδελφικές μας σχέσεις και θα μονιάσουμε με τους άλλους συνανθρώπους μας.

Διότι, αν νικήσει η αγάπη, θα αναπαυτεί στην καρδιά μας η μακροθυμία, θα μεταμορφωθεί η λάσπη σε φως, θα μεταστοιχειωθεί ο πόνος σε χαρά και ο πόλεμος σε ειρήνη.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Θεός – Πατέρας μας δεν θυσίασε τον Υιό Του, το μόσχο το σιτευτό, για τη σωτηρία και του τελευταίου από εμάς;

Αγάπη, λοιπόν, και μόνο αγάπη «εξ όλης της ψυχής και καρδίας…».

Διότι μόνο η ανύστακτη προσοχή και νύψη, μόνο το φρόνημα το ταπεινό και η συγκατάβαση η ανιδιοτελής ευφραίνουν -όσο τίποτα- την καρδιά του συνανθρώπου και ελκύουν το θείο έλεος.

Και όλα τα παλιά παρέρχονται δια μιας, ανεπιστρεπτί, και ακτινοβολούν έσωθεν και ες αεί σαν καινούργια.

(Φωτό: Bartolomé Esteban Murillo, Η επιστροφή του ασώτου, 1670, Εθνική Πινακοθήκη Τέχνης Ουάσινγκτον).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>