Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Η σχέση του Νεοέλληνα με την Ιστορία του» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Η σχέση του Νεοέλληνα με την Ιστορία του»

νικολαος_γυζης_ιστορια

Του Χρήστου Σκιαδαρέση,
-Φιλολόγου,
-Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Μάλλον προβληματική. Από όπου και να την πιάσεις, απογοητεύεσαι.

Ακούς πολλούς «μεταμοντέρνους διανοητές» και λάτρεις της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας να εκλαμβάνουν την οποιαδήποτε επαφή του Νεοέλληνα με τη δοκιμασμένη πείρα και την αποθησαυρισμένη σοφία του παρελθόντος του ως επιλογή που αντιστρατεύεται κάθε έννοια εξέλιξης και προόδου.

Μάλιστα.

Συζητάς μαζί τους και προσπαθείς να καταλάβεις πού βασίζουν την ταύτιση του «παλιού» με την οπισθοδρόμηση και του «νέου» με την πρόοδο και τους ακούς να σου λένε διάφορα ανεδαφικά αποκυήματα του νου, όπως ότι η σύνδεση με την παράδοση είναι μια μορφή πολιτιστικού ετεροχρονισμού που υψώνει φράκτες, παρεμποδίζοντας τη γόνιμη επικοινωνία με το ευρωπαϊκό πνεύμα…

Τους ακούς να σου λένε ότι η επιστήμη είναι ικανή από μόνη της να δημιουργήσει έναν πλήρη πολιτισμό…

Τους ακούς να σου λένε ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να εξανδραποδιστούμε από νοσηρά δόγματα που οδήγησαν στην τυφλή εξιδανίκευση και προσκόλληση στο παρελθόν και, υπό συνθήκες, στη φούντωση της εθνικής αυταρέσκειας…

Μάλιστα.

Και αναρωτιέμαι, αλήθεια, μήπως πάσχουν από σοβαρή άγνοια της ιστορίας ή, έστω, από βαρύτατο έλλειμμα παιδείας;

Τι άλλο, άραγε, μπορώ να σκεφτώ, όταν, οτιδήποτε έχουμε κρατήσει με αγώνες και αίμα μέσα στους αιώνες, αντί να το αντιμετωπίζουμε σαν ώριμο καρπό που λαμποκοπά, σα δοκιμασμένη και σίγουρη κατάκτηση, το αντιμετωπίζουμε σα βάρος ασήκωτο που μας υποδουλώνει;

Τι άλλο, άραγε, μπορώ να εικάσω, όταν οι άνθρωποι αυτοί, φατρία ολόκληρη πια, παραποιούν έννοιες και διαστρεβλώνουν αξίες, με πιθανότερο στόχο να καταστήσουν το λογικό έλεγχο των όσων λένε αδύνατο;

Αυτό διαπιστώνει εύκολα κανείς είτε διαβάζοντας τις ανακοινώσεις των «νεωτεριστών» αυτών «επιστημόνων» σε ημερίδες που σχετίζονται με τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία, είτε ανατρέχοντας σε κείμενα συμβούλων εκπαίδευσης, οι οποίοι έχουν βρεθεί στη θέση αυτή, επειδή, πιο πριν, υπηρέτησαν ευλαβικά κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό μετερίζι, είτε βλέποντας πολλούς από αυτούς να εργάζονται ως εκπαιδευτικοί στη β/θμια εκπαίδευση και, αντί να φέρνουν τα νεαρά μέλη της σχολικής κοινότητας σε άμεση γνωριμία με τα αρχέτυπα του ελληνικού πολιτισμού, με τα ιδεώδη και τα ιδανικά με τα οποία μας εξέθρεψαν -επί γενεές γενεών- σπουδαίες πνευματικές, πολιτικές και στρατιωτικές φυσιογνωμίες αλλοτινών, ένδοξων εποχών, τους μιλούν για τον ελληνισμό, ωσάν να πρόκειται για ένα αφηρημένο ιδεολογικό κατασκεύασμα, για ένα πολυσυλλεκτικό φυλετικό σύνολο, που αποτελείται από πολλές εθνικές οικογένειες κ.λπ., κ.λπ.

Λες και συναντάς κάθε μέρα έθνη με παρελθόν χιλιετηρίδων, λες και απαγορεύεται ένας λαός να αλλάζει τρόπους ή εκδοχές ζωής, λες και εμφανιστήκαμε πρόσφατα στον ιστορικό στίβο και δεν υποβληθήκαμε ποτέ σε τεράστιες θυσίες – είτε για να αναδείξουμε την ιδιοτυπία μας είτε για να καλυτερέψουμε τους όρους της ύπαρξής μας.

Λες και δεν ήταν οι κοινές εθνικές αξίες και τα κοινά εθνικά ιδεώδη τα σύμβολα εκείνα στα οποία καταφεύγαμε, για να σφυρηλατήσουμε την ομοψυχία και την ενότητα, όποτε αντιπαρατιθέμεθα απέναντι σε κάποιον μεγάλο εθνικό κίνδυνο.

Ρωτάς τα πιο πολλά παιδιά σήμερα τι εντύπωση έχουν αποκομίσει από το μάθημα της Ιστορίας και σου μεταφέρουν τις χειρότερες των εντυπώσεων.

Δεν μπορούν να αντιληφθούν τον σκοπό για τον οποίο τη διδάσκονται.

Δεν αισθάνονται ότι το κοινό παρελθόν και η κοινή μοίρα συνιστούν τους πιο ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς με τους ομοεθνείς τους.

Και πώς να το αισθανθούν, όταν στα σχολεία δεν διδάσκονται παραστατικά ούτε τους αγώνες, ούτε τις κατακτήσεις του ελληνικού γένους στη σφαίρα του υλικού και, πόσω μάλλον, του πνευματικού πολιτισμού, ούτε καν τη δυναμική στάση που αυτό επέδειξε για την επιβίωσή του.

Και πώς να το βιώσουν, όταν δεν μυούνται στα διαχρονικά υγιή ατομικά και κοινωνικά συναισθήματα, με τα οποία μας προικοδότησε ο ελληνικός πολιτισμός (αποφασιστικότητα, ισχυρή βούληση, κουράγιο, αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, ψυχραιμία, γενναιότητα, ηρωισμός, ανδρεία, παλικαριά, λεβεντιά, ανδραγαθία, επιμονή, υπομονή, πνεύμα αγωνιστικότητας και αυτοθυσίας, φιλαλληλία, κ.λπ., κ.λπ.), συναισθήματα που συνιστούν ίσως τους βασικότερους εξωγενείς παράγοντες για την οικοδόμηση μιας στέρεης και εύψυχης προσωπικότητας.

Όμως, τι φταίνε και τα παιδιά, όταν εμείς οι καθηγητές τους υιοθετούμε άκριτα οποιαδήποτε νεωτερική τάση ή αντιμετωπίζουμε το παρελθόν με μία κοντόφθαλμη και στενά εννοούμενη κομματική αντίληψη, με κάποιο πνεύμα ιδεοληψίας, δηλαδή, εξαιτίας του οποίου αποδομούμε τις συντεταγμένες του ελληνισμού -στο όνομα μιας αλλοπρόσαλλης και ανερμάτιστης προοδευτικοφάνειας- που όχι μόνο αποστερεί τα παιδιά από τα αναγκαία -για την φυσιολογική ωρίμασή τους- ηθικοπνευματικά εφόδια, αλλά και τα αποτέμνει βίαια από θεσμούς που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν επί αιώνες και καθιερώθηκαν ή καταξιώθηκαν στη συνείδησή μας με αίμα πολύ.

Μόνο τυχαίο δεν τον λες τον κυνισμό, την ασέβεια, την αδιαντροπιά την αυθάδεια και όλες τις παρεμφερείς, τέλος πάντων, απαξίες, με τις οποίες αντιμετωπίζουν τα σύγχρονα Ελληνόπουλα παραδοσιακούς κοινωνικούς θεσμούς, όπως την οικογένεια, την πατρίδα, την εκκλησία.

Ρωτάς τα παιδιά για την αξία, τη χρησιμότητα του θεσμού της παρέλασης και σε κοιτάνε με αμηχανία, με απορία, με εμπαιγμό.

Αισθάνονται ότι κάνουν αγγαρεία, ότι τους επιβάλαμε μια καθιερωμένη δική μας συνήθεια, ότι είναι μία ακόμη καταναγκαστική σχολική υποχρέωση που πρέπει να διεκπεραιωθεί από τα ίδια, ότι είναι μια μορφή προσχηματικής διαφύλαξης και αναβίωσης των παραδεδομένων ηθών και εθίμων κ.λπ., κ.λπ.

Και οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί απορρίπτουμε ανοικτά το παρελθόν ως αυθεντία, ως «πηγή» κανόνων βίου.

Οπότε, τι περιμένουμε να κάνουν και τα παιδιά μας; Το αντίθετο;

Και αφού τα διδάξαμε ότι το παρελθόν είναι κίβδηλο και υπερχρυσωμένο, τα εξωθήσαμε σε μία άκριτη απόρριψη των πάντων και όχι σε μία δημιουργική και υπεύθυνη τοποθέτηση απέναντί τους.

Αλήθεια, τι προζύμι, τι πρώτες ύλες δίνουμε σε αυτά τα παιδιά, προκειμένου να πλάσουν -με τρόπο επωφελή για τα ίδια- τη νέα τους ζωή;

Με τι «όπλα», με τι αντισώματα θα μπορέσουν να ορθοποδήσουν μέσα σε ένα τόσο ρευστό, τόσο δυσανάγνωστο και χαοτικό παγκοσμιοποιούμενο περιβάλλον, όπως το σύγχρονο;

Πώς μπορούμε και θυσιάζουμε αλόγιστα ό,τι με τόσο πόνο έγινε επιτέλους δικό μας;

Πώς «σαρκωνόμαστε» τόσο απερίσκεπτα -ξένα προς την κουλτούρα μας- «ήθη» και επιταγές, που θέλγουν μεν αλλά δεν γίνεται επ’ ουδενί να αφομοιωθούν «με την πρώτη», πόσω μάλλον όταν δεν έχουν προλάβει να πείσουν ή δεν έχουν καν δοκιμαστεί σε βάθος χρόνου, άρα και καταξιωθεί;

Η σπουδαία ποιήτρια Κατερίνα Γώγου (1940-1993) είχε πει κάποτε ότι «οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω, αλλά για να βγάζουμε κλαδιά».

Σύμφωνοι. Πάσο.

Και τα δύο μαζί, και η πρόοδος και η συντήρηση, όπως ο λόγος και ο αντίλογος, συνθέτουν τη ζωή του πνεύματος και διασφαλίζουν την αδιάκοπη ανανέωσή του, τον αναστοχασμό και την ευεργετική προώθηση της συζήτησης προς τα εμπρός.

Εδώ, όμως, κινδυνεύουμε, εάν σταματήσουμε να διδασκόμαστε το παρελθόν και την ιστορία μας ως αξίες σταθερές, πολυδύναμες και ανεπανάληπτες (Κώστας Τσιρόπουλος), να αιωρούμαστε -μαζί με τις ρίζες μας- στον αέρα…

Τα παιδιά μας πρέπει να διδάσκονται το παρελθόν τους, για να μαθαίνουν, εκτός των άλλων, και σε τι εγκλήματα έχουν παρωθήσει τους ανθρώπους οι κάθε λογής πολιτικοί φανατισμοί.

Αν δεν το κάνεις, υποκινημένος και εσύ από τις κομματικές «σφυριές» σου ή τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις σου, θα τα καταδικάσεις να πέσουν στην αρπάγη επιτήδειων δημεγερτών και λαοπλάνων και να εξανδραποδιστούν σε μια νέα δουλεία, σε μια νέα υποτέλεια

Εκτός εάν εμφορείσαι από την ίδια ανομολόγητη πρόθεση και εσύ.

Συμπέρασμα: Ή εναντιωνόμαστε στα δόγματα και παρακινούμε τα παιδιά μας να απολαύσουν τους ζώπυρους χυμούς της γενέθλιά τους γης (Μανόλης Ανδρόνικος) ή τα ξεριζώνουμε από τον πολιτισμό τους, καθιστώντας τα ανώνυμες, απρόσωπες υπάρξεις, χαμένες ανάμεσα σε μάζες εξίσου απρόσωπων οντοτήτων, ζωντανές γελοιογραφίες ενός κακώς εννοούμενου, μονολιθικού μεταμοντερνισμού.

Διότι και τα δυο μαζί δεν συναιρούνται.

(Φωτό: Νικόλαος Γύζης, Ιστορία (Λεπτομέρεια), 1892