Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Η ειμαρμένη ως ανθρώπινο κατασκεύασμα» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Η ειμαρμένη ως ανθρώπινο κατασκεύασμα»

Gordon Bennett

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Μόλις προχτές ένας 22χρονος Λίβυος σκόρπισε τον πανικό και τον όλεθρο στο Μάντσεστερ σκοτώνοντας 22 ανθρώπους και τραυματίζοντας 59.

Μάλιστα. Έτσι απλά. Τόσο απλά.

Και φτάνεις στιγμές – στιγμές στα όρια της παράκρουσης και σκέφτεσαι ποια ειμαρμένη και ποιο πεπρωμένο εξωθούν τους ανθρώπους σε τέτοιες εκδηλώσεις μίσους και βίας, καταστροφής και φόβου;

Ποιος φταίει, αλήθεια; Η μοίρα φταίει; Η νομοτέλεια φταίει; Κάποια ανάγκη φταίει; Ή, μήπως, η…μεταφυσική; Ποιος άραγε;

Μήπως, όντως, οι εξωανθρώπινοι παράγοντες προκαθορίζουν το ριζικό του καθενός μας;

Το «τυχερό» που λέει κάπου – κάπου και ο λαός μας;

Στο Μεσαίωνα οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο Θεός είναι ο ρυθμιστής των πάντων, άρα και του προορισμού μας. Ο Θεός, με άλλα λόγια, είναι ο κατεξοχήν υπεύθυνος για τη χάραξη της καλής ή κακής πορείας μας σε τούτη τη ζωή.

Μάλιστα.

Ενστερνιζόμενοι, όμως, μια τέτοια πίστη, γίναμε δεισιδαίμονες και προκατειλημμένοι, μοιρολάτρες και προληπτικοί.

Σταματήσαμε για ένα πολύ μεγάλο διάστημα να εμπιστευόμαστε τους εαυτούς μας ή να στηριζόμαστε, έστω, στις δυνάμεις μας και παραγνωρίσαμε τη λογική αρχή της αιτιώδους σχέσης των πραγμάτων, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι είμαστε που διαμορφώνουμε -με τη συμπεριφορά μας και την κρίση μας- τις περιστάσεις και όχι οι περιστάσεις εμάς (Μέγας Ναπολέων).

Παρακάμψαμε αβασάνιστα την παγιωμένη -ανά τους αιώνες- εμπειρική διαπίστωση ότι ο άνθρωπος είναι ο κύριος των πράξεών του, άρα και η πρόοδος ή η οπισθοχώρησή του είναι μάλλον αποτέλεσμα της προσωπικής ή συλλογικής του δραστηριοποίησης, της ενεργοποίησης των δυνάμεών του, της ψυχοπνευματικής του συγκρότησης και κατάστασης, της εξατομικευμένης του, τέλος πάντων, βούλησης και ελεύθερης εκλογής, και όχι τόσο της μεσολάβησης κάποιων αστάθμητων παραγόντων που -από τη μία στιγμή στην άλλη- μετέστρεψαν τα γεγονότα και τα έφεραν εκεί που τα έφεραν (ή εκεί που, κάθε φορά, τα φέρνουν, τέλος πάντων).

Υποκύψαμε, έτσι, στο μοιραίο, στην τύχη, στο ριζικό, ωσάν να θέλουμε με το στανιό να απαλλάξουμε τους εαυτούς μας από κάθε ευθύνη και να την αποδώσουμε σε κάποιον απρόσωπο παράγοντα, σε κάποια θεία πρόνοια, σε κάποιο νόημα υπερβατικό.

Αυτή η πεποίθησή μας, όμως, προσέδωσε στον παράγοντα – τύχη τρομερή δύναμη που ηνιοχεί, τρόπον τινά, την επίγειά μας πορεία και διαδρομή.

Και την ηνιοχεί τόσο πολύ που κατεβάσαμε τα χέρια, ή τα σταυρώσαμε, έστω, και παραδοθήκαμε στη μοίρα μας καθιστώντας την…υπεύθυνη για κάθε μας λοξοδρόμηση ή προκοπή πάνω στη Γη.

Κάθε μας νίκη ή ήττα, κάθε επιτυχία ή αποτυχία μας στη ζωή, την αποδώσαμε στις πανίσχυρες νομοτελειακές εξωανθρώπινες δυνάμεις, στη συμπαντική τάξη που μας περιστοιχίζει και μας κλείνει όλους μέσα της, στην υπέρλογη λογική.

Και η ερώτηση που γεννάται είναι: Μπορούν τα κατώτερα πάθη, οι επιθετικές ενέργειες, οι επιβουλές κατά της ειρήνης, η κάθε εχθρότητα που δηλητηριάζει τους λαούς, η κάθε μισαλλόδοξη ή εμπριστική έξαρση να εκληφθεί ως μέρος κάποιου θείου σχεδίου, κάποιας δοξασίας υπερβατολογικής;

Ή μήπως, πάλι, ο Θεός… παίζει ζάρια με τον κόσμο και τα δημιουργήματά του, γι’ αυτό και κοντεύουμε όλοι μας να φυράνουμε και να αποκαμωθούμε;

Οι πλανήτες και οι ήλιοι βγήκαν, εν προκειμένω, τυφλά από ένα πρωταρχικό χάος, από μία σύμπτωση γεγονότων ή από την κατίσχυση των μαθηματικών πιθανοτήτων και συναποτελούν όλα μαζί ένα τρελά αναρχούμενο και μετακινούμενο πλήθος στέρεων σωμάτων που δρα ακανόνιστα, αυθαίρετα και ανεύθυνα;

Ή το σύμπαν μας υπακούει σε νόμους και αρχές αυστηρά ενορχηστρωμένες και προγραμματισμένες, σε μια νομοτελειακή αναγκαιότητα, σε μία έλλογη τάξη, σε μια προδιαγεγραμμένη σκοποθετική;

Μοίρα ή τύχη;

Πρεπό ή σύμπτωση;

Ενδιαφέροντα όλα τούτα τα ερωτήματα μα ακόμα πιο δελεαστικοί οι δρόμοι σκέψης που ανοίγονται με αφορμή τη διατύπωσή τους.

Όμως, θα πρέπει να συμφωνήσουμε και σε κάποια κοινή βάση συνεννόησης.

Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι πολλά πράγματα που συμβαίνουν στο σύμπαν είναι αδύνατο να τα προβλέψουμε, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το παράλογο και το άσκοπο εξηγούν επαρκώς τα «έσχατα» ή, έστω, τα σκοτεινά και απόκρημνα ερωτηματικά που κάθε τόσο αναγείρονται και μας ταλανίζουν ως ανθρωπότητα, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι οι πιο πολλές πράξεις μας υπαγορεύονται από κάποια προσωπική επιλογή και, πρωτίστως, από τις ηθικές νόρμες που μας διέπουν.

Άρα, βαθιά μέσα μας, κρύβουμε δύο διαστάσεις, δύο πρόσωπα˙ ένα ενάρετο και ένα μοχθηρό.

Από τα πρόσωπα αυτά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο που θα προσδώσουμε κάθε φορά στις πράξεις μας όπως και η ποσοτική ή η ποιοτική διακύμανσή τους.

Αν, φερειπείν, ένα άτομο είναι φύσει ανασφαλές και ευάλωτο και, κάποια στιγμή, για τον «χι» ή «ψι» λόγο, υποστεί «πλύση εγκεφάλου» από τα μέλη μιας ομάδας, προκειμένου να ενταχθεί εσκεμμένα σε αυτή, δουλαγωγείται, για να χάσει την προσωπικότητά του και την πνευματική του ελευθερία, στη θέση της οποίας κερδίζει έδαφος ένα ξένο, απρόσωπο «εγώ», η στερεοτυπική σκέψη και στάση μιας «αγέλης» ομοϊδεατών.

Αν, λοιπόν, «στρατολογηθεί» σε αυτή την ομάδα, είναι πολύ πιθανό να αλλοτριωθεί και να υποταχθεί, να μαζοποιηθεί και να καταστεί ομοιόμορφος με τους γύρω του.

Γρήγορα θα μπει στη λογική ότι ο κόσμος πατάει μία στο άσπρο και μια στο μαύρο, με την έννοια ότι, εάν κάποιος είναι με το μέρος μας, τότε και μόνο τότε είναι φίλος μας, ενώ, εάν δεν είναι με εμάς, ανήκει στο στρατόπεδο των εχθρών μας.

Κατά συνέπεια, εάν με τη θολή, τη μονόπλευρη κρίση του, εκτιμήσει ότι ορισμένοι δεν συμμερίζονται (ή, έστω, δεν ανέχονται) ένα ανώτερο ιδανικό στο οποίο είναι ο ίδιος προσηλωμένος ή, ακόμη χειρότερα, τον αποπαίρνουν και τον συκοφαντούν για αυτό (δεν έχει σημασία εάν θίγεται ο ίδιος ή η συλλογικότητα στην οποία ανήκει˙ στο μυαλό του αυτά τα δύο είναι το ένα και το αυτό), είναι διατεθειμένος να διακινδυνεύσει ό,τι πιο πολύτιμο διαθέτει -τη ζωή του, εν προκειμένω- για να τους απομονώσει ή και να τους βλάψει ακόμη.

Με άλλα λόγια, αν υποπέσει θύμα της ομαδικής πλάνης, της συλλογικής ιδεοληψίας και παραίσθησης, κατόπιν δρα, κινείται, νιώθει, ενεργεί και εκδηλώνεται σύμφυτα προς το ένστικτο, το πνεύμα, δηλαδή, της αγέλης όπου ανήκει.

Δεν ανήκει πλέον στον εαυτό του αλλά στην «ομάδα». Όπως θα συμπεριφερόταν η «φατρία» του σε κάποιο κοινωνικό δρώμενο ή σε μια πολιτική αναταραχή, έτσι θα συμπεριφερθεί και αυτό.

Ίσως, γι’ αυτό και οι μακελάρηδες – καμικάζι αιματοκυλούν την ευρωπαϊκή ήπειρο˙ βαυκαλίζονται ότι, έτσι, «αποκαθιστούν» το κλονισμένο δίκιο της (της σέχτας τους, εννοούμε), όταν τα όρια των εχθρών τους ξεπεραστούν.

Ότι τιμωρούν σκληρά και παραδειγματικά εκείνους που, κάποτε, τους απείλησαν, τους καταδίωξαν ή τους πολέμησαν.

Και γίνονται όλο και πιο εμπαθείς κατά των εχθρών, το πάθος τους υποτροπιάζει όλο και περισσότερο, πυρακτώνεται, θα έλεγα, μέσα στην υψικάμινο του φανατισμού και της απανθρωποποίησης.

Μάλιστα, εκπαιδεύονται από την «κάστα» τους στο να εκδηλώνουν την οργή τους σταδιακά μεν αλλά αποτρόπαια δε, η δε «σέχτα», από την πλευρά της, επιδεινώνει την ψυχολογία των μελών της με τον ισχυρισμό ότι, μέσα σε ένα άκρως ανοίκειο και εχθρικό περιβάλλον, θα χρειαστεί να παλέψουν αρκετά λυσσαλέα για την θρησκευτική τους «επιβίωση» και την υπαρξιακή τους καταξίωση.

Αν, λοιπόν, πριν κάποιοι άνθρωποι έβρισκαν τη ζωή τους μάταιη ή χαοτική, τώρα νιώθουν ότι αποκτά σοβαρότατο νόημα, αφού χρίζονται ιεροί υπερασπιστές των θιγμένων δικαιωμάτων της σέχτας τους.

Τα θύματα στρέφονται κατά των δημίων τους.

Η διαπραγμάτευση ή ο συμβιβασμός ταυτίζονται με την προδοσία.

Και, έτσι, φτάσαμε στο τρομερό ψυχοσωματικό «παιχνίδι» ικανοτήτων που συμμετέχει μόνο όποιος ασπάζεται τις φονταμενταλιστικές ή επεκτατικές βλέψεις της συλλογικότητας μέσα στην οποία ανήκει: «Ποιος θα καταφέρει, άραγε, να σκοτώσει τους περισσότερους;»

Όσο πιο φρικαλέο είναι το θέαμα των καταστροφών, των σφαγών και των βασανιστηρίων, τόσο πιο πολλή έλξη ασκεί η βία, τόσο μεγαλύτερη ευχαρίστηση αντλείται από αυτή.

Νομίζω πως κάπως έτσι φτάσαμε και στο ματωμένο βράδυ του Μάντσεστερ.

Διότι κάποιοι άνθρωποι ακολουθούν τον δυαδικό τρόπο σκέψης («ή μαζί μας ή με τον εχθρό») και στρατολογούν ακόμη και νεαρά παιδιά ως μαχητές – θιασώτες της ακραίας ιδεολογίας τους.

Παιδιά που έχουν χάσει την παιδική τους ηλικία εξαιτίας των ένοπλων συρράξεων στις πατρίδες τους, με συνέπεια να χάσουν και το δικαίωμα στη ζωή, στην οικογενειακή γαλήνη, στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην προστασία από την κακομεταχείριση και στην ανθρωπιστική βοήθεια.

Παιδιά που -ακόμη και τώρα- εκπαιδεύονται να χάσουν και το μέλλον τους.

Παιδιά που τρομοκρατούνται αμείλικτα, για να μην αντισταθούν «στη μοίρα» που άλλοι προδιέγραψαν για εκείνα.

Τα εξαπατούν ότι για τούτη τη βίαιη τους δραπέτευση από τη ζωή, θα στεφανωθούν με φήμη και με δόξα, θα καταταχτούν στους μάρτυρες της πίστης τους, θα πάρουν μια περίλαμπρη θέση στο πάνθεον των εθνικών τους ηρώων.

Προς το παρόν, ας θρηνήσουμε εκείνους που θυσιάστηκαν στην τυφλή έκρηξη του τρομοκρατικού χτυπήματος στην αγγλική μεγαλούπολη.

Η νύχτα είναι ακόμη μπροστά.

Και αναμένεται να είναι αρκετά μεγάλη.

Για μια ανθρωπότητα, ούτως ή άλλως, βαθιά «νυχτωμένη», το σοκ είναι σίγουρα μεγάλο και το πένθος ανομολόγητα βαρύ.

(Φωτό: Gordon Bennett, Notes to Basquiat, 2001)


            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.