Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Έρωτας γητευτής» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Έρωτας γητευτής»

Bouguereau

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Έρωτα, αχ έρωτα!

Πώς σαϊτεύεις τις καρδιές των ανθρώπων!

Πώς παραλύεις τα μέλη τους!

Πόσα αρίφνητα κάλλη έχεις μα και τι γλυκιά θωριά!

Τόσο γλυκιά και ηδυπαθή που «γυρίζεις» και τα μυαλά τους ακόμη!

Περνάς αλυσίδες γύρω τους, σφίγγεις όπως ο κισσός, ο κορσές, το κλειστό στρείδι.

Και άντε να ξεγλιστρήσει κάποιος ύστερα απ’ τις παγίδες σου και τα μαυλιστικά δολώματά σου..!

Τα πανούργα σου τεχνάσματα!

Ακόμη και με βουβά νεύματα πλανεύεις!

Είσαι δεινός καταφερτζής, Έρωτα, δολοπλόκος και λάγνος μαζί, τόσο που «ξεπαραδιάζεις» ψυχικά όποιον λαχταράς ή βάζεις στο μάτι…

Όποιον χτυπάς με το κεντρί του πόθου, απ’ τη μια τον φουντώνεις κι απ’ την άλλη τον ξεροσταλιάζεις!

Δύσκολα ξεθυμαίνεις με κάποιον, αν τον καλοπιάσεις και τον ξελογιάσεις..!

Τουναντίον, θα έλεγα..!

Τον υποτάσσεις και τον δουλαγωγείς στα στρατηγήματά σου, έτσι που είναι διατεθειμένος να υποστεί προσβολές και ταπεινώσεις, διαβολές και εξευτελισμούς, για να σβήσει τη φλόγα που τον σιγοκαίει!

Έτσι διφυής είσαι. Διμούτσουνος˙ απ’ τη μια ξεκόβεις «με τη μία» παίρνοντας των ομματιών σου από κάποιον που ζει έκλυτα και άσεμνα και απ’ την άλλη υπόσχεσαι όρκους αιώνιας αγάπης σε όποιον χαυνωθεί τρελά μαζί σου και απομωραθεί απ’ τη χάρη σου…

Πλανεύεις, Έρωτα, τυφλώνεις, άλλοτε με γαλιφιές και νάζια και, άλλοτε, με απρέπειες και διαχυτικά αγκαλιάσματα..!

Ξυπνάς κοιμισμένες ορμές και ασυγκράτητες ορέξεις, έτσι αισθησιακά όπως χορεύεις και αλαφροπατάς, λικνίζεσαι και κυματίζεις…

Ποιος δεν έχει πάρει γεύση του τι γίνεται από τις παντομίμες και τα άσωτα σφιχταγκαλιάσματα που εκτυλίσσονται στις κρασοκατανύξεις και στα ξέφρενα φαγοπότια στα κρασοπουλειά!

Είναι τόσο ραφινάτα τα σκέρτσα σου, τόσο μελιστάλαχτη η εκφορά του λόγου σου, τόσο ευφραδή τα καλαμπούρια και η καπατσοσύνη σου που ούτε η χορωδία των Σειρήνων δεν μπορεί να σε συναγωνιστεί..!

Μέχρι και φτερά φυτρώνεις στους ώμους…

Μαγεύεις τους πάντες με τέτοια λυγερή κορμοστασιά και τόσο καλοθώρητο, αέρινο παράστημα, γι’ αυτό σε βδελύσσονται και σε λοιδορούν τόσοι και τόσοι αμφισβητίες σου σεμνότυφοι..!

Παραφυλάς και την έχεις καλά στημένη στον πιο πολύ κοσμάκη και ντουνιά, τόσο που, μόλις τον δεις έστω και λίγο αμέριμνο, λίγο αφελή και ευκολόπιστο, σηκώνεις ξαφνικά στα μύχια του μια καταιγίδα αρκετά θυελλώδη, μια αντάρα άκρως ξεμυαλιστική!

Μα και οι όρκοι σου έχουν μεγάλη δύναμη, όπως, εξάλλου, τα ταξίματα και οι διακηρύξεις σου!

Άλλοτε ξιπάζεσαι, εξαπατάς και προσποιείσαι -στην παραμικρή ευκαιρία που θα σου δοθεί- κι άλλοτε φέρεσαι σα λαίμαργος, ανθρωποβόρος καρχαρίας, που κυνηγά τη λιμασμένη τύχη του ή που επιθυμεί να κορέσει όπως – όπως την αχαλίνωτη πείνα του.

Προσποιείσαι, Έρωτα, μόνο και μόνο για να περάσεις «τρυφηλά» την αδειανή σου ώρα!

Είσαι επίορκος κατά βάθος, όλο μασκαράτες και φανταχτερά κοστούμια φοράς, κακώς δίνουμε πίστη σε όσα λες!

Κι όποτε δεις ότι τα ψέματα και οι όρκοι δεν ωφελούν, τότε το γυρίζεις στα μπαξίσια, στα ενθύμια και στα δώρα…

Αρκεί να εκτρέψεις στην κοίτη που εσύ θες τον χείμαρρο του πάθους…

Πολιορκείς μέχρι τελικής πτώσεως τα θύματά σου, έως να τονωθούν απ’ τη ζεστή σου φλόγα, να θολώσουν απ’ το πάθος το μανικό, απ’ τα νεκτάριά σου ποτά, τα εκστασιαστικά σου φίλτρα!

Γητεύεις και τα πιο μεγάλα πνεύματα, και τις πιο πειθαρχημένες και εγκρατείς κράσεις!

Τα ξόρκια σου είναι παντοδύναμα, έτσι που το ξέντυτο σκύβαλο, το κακοχυμένο σαρκίο, το κάνεις να μοιάζει με παρφουμαρισμένη, σφριγηλή και ρόδινη επιδερμίδα!

Κι εάν δεν πιάνει κανένα σου μέσο, καμία σου τρικλοποδιά, το ρίχνεις στα κλάματα, στα κροκοδείλια δάκρυα και στους αναστεναγμούς!

Ευωδιάζεις σαν τριαντάφυλλο εύθραυστο… Λάμπεις σα βενετσιάνικος καθρέπτης…

Το κλάμα θαμπώνει την αναλαμπή σου και μαδάει τη δυναστική σου ομορφιά…

Ποιος αντέχει τη χλομάδα ενός στολιδιού;

Ποιος βαστάει το ράγισμα ενός πολύτιμου πετραδιού στολισμένου με μαλάματα;

Οποιοδήποτέ σου κλάμα ή παράπονο εισπράττεται σαν αδιαθεσία, σα μελιταίος πυρετός, σαν εξάνθημα, σαν ανήκεστη ουλή, σα βαθύτατο τραύμα…

Ποιος αντέχει το λυσσαλέο κρύο ή την παράφορη ζέστη;

Έτσι…υποκύπτουμε αναγκαστικά στα τερτίπια και τα τσαλίμια σου…

Εμείς, απ’ την άλλη, μένουμε «πετσί και κόκαλο», όταν μας ξεγράφεις, γινόμαστε ωχροί και μαραζιασμένοι, κατσιασμένοι και άνοστοι όποτε μας αγνοείς, ο κόρφος μας πονά λες και απόκτησε έλκωμα, λες και συνταράχτηκε από κάποια βίαιη δοκιμασία…

Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι εύκολο πράγμα να αποδεχτείς ότι τα κοραλλένια χείλη που φιλούσες φιλούνε άλλον, τα σπινθηροβόλα μάτια που θωρούσες θωρούνε άλλον, τα ρόδα που ευωδίαζε ο λαιμός σου ευφραίνουν άλλο και πάει λέγοντας…

Ποιος αποδέχεται ότι «πέρασε η μπογιά του»;

Ότι το δέρμα του τράχυνε, αγρίεψε και σκλήρυνε;

Ότι τα χείλη του πάγωσαν, γίναν’ μπλάβα και στεγνά;

Γι’ αυτό αποστεωνόμαστε, γιατί πάψαμε να είμαστε περιζήτητοι, γι’ αυτό ξινίζουμε και νιώθουμε άκεφοι και βαριοί, μονίμως ανόρεχτοι, γιατί «μπαγιατέψαμε» και μας τρέχουνε ποταμηδόν τα σάλια, γι’ αυτό κυκλοφορούμε ατημέλητοι και «παρατημένοι», γιατί λιγόστεψε η λάμψη μας και η χάρη μας η ηδονική…

Γίνεται όμως η μανιασμένη μας ψυχή να συμβιβαστεί με την ήττα της και να εφησυχάσει;

Τις πιο πολλές φορές δε, δεν πιστεύεις ούτε στους όρκους και στα δάκρυα, ούτε στις διαβεβαιώσεις και στα χαμόγελα, αλλά φέρεσαι κάλπικα, Έρωτα, γίνεσαι πικρός σαν αψιθιά και δεν σου καίγεται καρφί αν φουρκιζόμαστε ή αν διερχόμαστε κρίσεις βαθιάς βαρυθυμίας…

Περιγελάς τους πάντες και δεν δείχνεις το παραμικρό έλεος!

Ακόμη και ο τρόπος που κλαις είναι επιτηδευμένος και δεν λοξεύει ποτέ…

Κλαις τόσο εύκολα όσο εύκολα ιδρώνεις…

Σαν τους σταλακτίτες κλαις.

Βγαίνεις γυροβολιά και δελεάζεις ανύποπτες κι άβγαλτες ψυχούλες με υποσχέσεις και γλυκόλογα και όποιον πιάσεις στα νύχια σου!

Τα δολώματά σου τα χάφτουμε λίγο – πολύ όλοι, γιατί μας τα εξακοντίζεις τόσο επίμονα και δραστικά, λες και μας σφυροκοπάς με σφεντόνα ένα πράγμα!

Πώς να μην αποπλανηθεί κανείς;

Ποιος μπορεί να αποφεύγει συστηματικά τις ξόβεργές σου, τις κολλώδεις σου ουσίες, όσο σβέλτος κι αν είναι;

Αγγίζεις κάθε σφυγμό που πάλλει στην καρδιά μας.

Ένας Δανδής είσαι, ένας Πρωτέας μεταμφιεσμένος, και μας πλανεύεις κατά συρροή, όσο κι αν προσποιείσαι ότι υποκινείσαι από ανθρώπινο ζήλο.

Μας ξεμυαλίζεις κανονικά και με το νόμο, μας παρασύρεις στην κατρακύλα, πλανεύτρα φάρα, κι όμως εμείς σε λατρεύουμε σαν είδωλο, σε λιμπιζόμαστε, όπως λιμπίζονταν τα αρχαία χρόνια οι πιστοί τις εφέστιες παρθένες!

Μας προκαλείς τόσες και τόσες φουρτούνες και θαλασσοταραχές, τόσες και τόσες χαλασιές και βάσανα, που φτάνουμε και στην τρέλα ακόμη ή, έστω, στο μαρασμό, κι όμως εμείς εμμένουμε να σε επιθυμούμε παράφορα!

Μας κατατρέχεις διαρκώς, σαν τη θάλασσα μανιάζεις, μας πικραίνεις χειρότερα κι απ’ την κόλαση φορές – φορές, σκυθρωπάζεις, αλλά το γινάτι σου είναι σαν κρασί δυνατό, τόσο που αναδεύεις τα σωθικά απ’ τα έγκατα, ξελογιάζεις άσχημα, σβήνεις τη φωτιά με φωτιά, φαίνεσαι μονίμως στα μάτια μας γλυκομίλητος και γλυκογέλαστος σαν μπερμπάντης, κορτάρεις ξεδιάντροπα, στολίζεσαι παρδαλά, με πέρλες και ρουμπίνια, διαδήματα και τιάρες, φοράς ελκυστική περιβολή και μεταμορφώνεις τις θεραπαίνιδές σου σε Χάριτες και τους ακόλουθούς σου σε Σάτυρους και Πάνες…

Μα πώς να εγκρατευτείς, πώς να δαμάσεις τη λαγνεία που γεννιέται και μόνο από το ψαύσιμο ενός ροδαλού χεριού ή τη θέα μιας φαιάς εσθήτας;

Γίνεται;

[Φωτό: Ουίλιαμ-Αντόλφ Μπουγκερώ (William-Adolphe Bouguereau), A Young Girl Defending Herself against Eros (Λεπτομέρεια), ca 1880, λάδι σε καμβά, Μουσείο Getty).