Μια μαρτυρία για την επιστράτευση του 1974 | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πα, Ιουλ 21st, 2017

Μια μαρτυρία για την επιστράτευση του 1974

ΚΑΤΡΙΔΟΥ-ΧΡΥΣΟΥΛΑΑπό την επιστράτευση του 1974 (Πηγή)

Έτυχε να ζήσω, ως έφηβος, την περίοδο της γενικής επιστράτευσης του 1974. Δεν θυμάμαι όμως για ποιο λόγο βρισκόμουνα την εποχή εκείνη στη Νικιάνα, ενώ έμενα στο χωριό, τα Κολυβάτα. Κόσμος που έκανε τις διακοπές του, Έλληνες οι περισσότεροι, είχε η Νικιάνα. Φασαρία, φωνές, κλάματα, τσακωμοί για τη μεταφορά των επιστρατευομένων, κάπως έτσι μου έχει μείνει στο μυαλό.

epistratefsi 1974 pdΤο Προεδρικό Διάταγμα 506/74 της Γενικής Επιστράτευσης

Αργότερα, όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία, την ξαναθυμήθηκα. Στρατοδικείο στα Γιάννενα -τυπικό βέβαια- ως «ανυπότακτος εξωτερικού σε περίοδο γενικής επιστρατεύσεως». Βρε παιδιά, δεκαπέντε χρονών ήμουνα τότε, τι επιστράτευση μου λέτε… Αναγκάστηκα βέβαια να μάθω ότι το Π.Δ. 506/74 «Περί Γενικής Επιστρατεύσεως των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας» ήταν ακόμη εν ισχύ, μέχρι μάλιστα το 2002 οπότε και αποφασίστηκε η άρση του.

Ζητήσαμε από ένα χωριανό μας, τον Γιώργο Σούνδια (Μέτορα), κληρωτός του 1967, που είχε υπηρετήσει το 1968 στις δυνάμεις της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και επιστρατεύτηκε τον Ιούλη του 1974, να μας εξιστορήσει πως έζησε ο ίδιος τα γεγονότα της εποχής εκείνης. Το έκανε με ευχαρίστηση και τον ευχαριστούμε.

giorgos soundias metorasΟ εξιστορών Γιώργος Σούνδιας (Μέτορας)

Μας είπε:

«Την εποχή εκείνη έμενα στο χωριό, τον Αλέξανδρο (ορεινός οικισμός της Λευκάδας). Άκουσα για την επιστράτευση στο ραδιόφωνο, στην πόλη της Λευκάδας που είχα κατέβει. Έλεγε ότι έπρεπε να παρουσιαστούμε στα κεντρικά Φρουραρχεία κάθε νομού. Έλεγε και ποιες σειρές επιστρατεύονταν, όσοι είχαν απολυτήριο λευκού χρώματος είχαν εξαιρεθεί. Σε περιοχές που ήταν κοντά στρατόπεδα μπορεί να πήγαν κατευθείαν στις μονάδες. Πήραμε μαζί με άλλους χωριανούς από το χωριό ταξί, τον Γιώργο το Σαμαρά, και πήγαμε στα Λαζαράτα. Εκεί περίμενε ένα λεωφορείο για τους επιστρατευόμενους μαζί με ένα λοχαγό. Το Φρουραρχείο ήταν την εποχή εκείνη στα δεξιά του δρόμου από τον Αϊ Μηνά προς το Νοσοκομείο. Μαζευτήκαμε σε πρώτη φάση γύρω στα 200 άτομα. Περιμέναμε να μας δώσουν τα φύλλα πορείας. Εμένα με είχαν σε σύνδεση λόχου.

Από το Φρουραρχείο μας πήγανε με λεωφορεία του ΚΤΕΛ στο γήπεδο της Πρέβεζας. Ήταν πολλοί Λευκαδίτες. Από τον Αλέξανδρο μόνο 15 με 20 άτομα. Κατά το βραδάκι, στις 22 Ιούλη του 1974, μας πήρανε από το γήπεδο και μας πήγανε με λεωφορεία στον Μύτικα Πρέβεζας. Που να μας βάλουνε! Κάτω από τις ελιές είμαστε. Δεν υπήρχε στρατόπεδο. Εγώ πήρα ένα νάιλον -δεν είχα ούτε πουλόβερ, με το πουκαμισάκι και το παντελόνι μόνο- θλικώθηκα και κοιμήθηκα μέσα σε ένα αυλάκι. Το πρωί κοιτάζω, είχα γίνει αγνώριστος από το κοκκινοπήλι. Μόλις ξημέρωσε φέρανε σωρούς ρούχα και πηγαίναμε και ντυνόμαστε. Εκεί πήραμε και όπλα.

Όλοι πήραν όπλα. Εκειά που λένε ότι δεν υπήρχαν όπλα είναι ψέμματα. Να σου πω γιατί: Μετά την ομιλία του Καραμανλή και τη συγκρότηση της κυβέρνησης εθνικής ενότητας με πήρε εμένα και δυο άλλα παιδιά από το Χειμαδιό της Πρέβεζας και μαζί με έναν μόνιμο, Πιατάς λεγότανε, από τον Πειραιά, ο Γιώργος ο Τζαμπαρής, που ήταν έφεδρος υπολοχαγός και υπασπιστής του διοικητή, και κατεβήκαμε στον έλεγχο, έξω από την Πρέβεζα. Όπως πάει η διασταύρωση και βγαίνουμε από την Νικόπολη. Εκεί ήταν παρατεταγμένα στρατιωτικά αυτοκίνητα φορτωμένα με οπλισμό. Ανοίξαμε πολλά κασόνια και ήταν όλα γεμάτα όπλα. Πέντε καινούργια όπλα Μ1 σε κάθε κουτί. Εκειά που λένε ότι δεν υπήρχαν όπλα ήταν της ραδιοαρβύλας κουβέντες… Δεν ξέρω για πιο λόγο δεν δώσανε, όπως λένε, σε κάποιους όπλο.

Μείναμε στον Μύτικα τρεις μέρες. Την τέταρτη μέρα μας βάλανε σε επιταγμένα αυτοκίνητα, αγροτικά κλπ., και μας πήγανε από το Καναλάκι στο Καστρί. Στο Καστρί μας βάλανε μέσα στις ελιές. Είχαμε πάει νύχτα. Ήμουνα με τον Φελό (παρατσούκλι ενός Νυδριώτη) και τη βγάλαμε όλη νύχτα πάνω σε μια πουρναρόμαζα. Το πρωί κατεβήκαμε στο χωριό και στο πρώτο σπίτι που πήγαμε ήταν δυο γιαγιάδες. Δεν μιλούσαν ελληνικά, μόνο αρβανίτικα. Με τα νοήματα κατάλαβαν, μας έφτιαξαν καφέ, πλυθήκαμε και μετά συγκεντρωθήκαμε στο χώρο που βάρεσε η σάλπιγγα. Μας μάζεψαν κάτω από το χωριό, μέσα στις ελιές. Μας έδωσαν σκηνές. Τις στήσαμε ανά δύο, ανά τρεις. Παραμύθια, λόχος… Μας έλεγε ένας έφεδρος από την Σαμψούντα εδώ θα είναι ο 3ος λόχος. Εκεί ήταν και ο Χαρίλαος του Μπέρε (Μανωλίτσης). Ο Φώντας ο Γραμματέας (Δουβίτσας), ο Μάκης, ο Κασούνης, ο Νίκος ο Κασούνης, ήτανε σε άλλο λόχο. Τελικά το βράδυ είχε φτάσει ο Καραμανλής και βγήκαμε στα καφενεία. Γινότανε χαμός στο αεροδρόμιο που είχε έρθει ο Καραμανλής.

Την άλλη μέρα πάλι μας συγκέντρωσε ένας συνταγματάρχης – αυτός εκατό τοις εκατό ήτανε χουντικός. Κάποιος μίλησε, κάτι είπε -είμαστε 600 με 700 άτομα συγκεντρωμένοι-, και μας σήκωσε επάνω και μετά καθίστε πάλι κάτω, σα καψόνι. Μερικοί όμως δεν το κάνανε. Ένα παιδί από τον Αϊ Λιό, ο Νικολάκιας, -είχε μια μουστακαρία πέρα δω-, δεν σηκώθηκε. «Εσύ, του λέει, γιατί δεν σηκώνεσαι;» «Γιατί δε θέλω», του λέει. «Δεν θέλω να σηκωθώ!» «Θα τα πούμε μετά», του απαντάει ο διοικητής. «Να πούμε ό,τι θέλεις, τι με έφερες εδώ πέρα να πολεμήσω τις ελιές», του έλεγε αυτός. Δεν κούτισε να του πει κουβέντα!

Κοιμόμαστε σε μια σκηνή εγώ, ο Φελός και ο Τάκης ο Καραγκούνης από τα Πλατύστομα. Κάναμε τις τρεις σκηνές τέντα και εγώ ήμουνα στη μέση. Λέω του Φελού εσύ θα με ζουμπίσεις, γιατί ήταν γεροδεμένος. Μας έπιασαν οι βροχές και τραβήξαμε το διάολό μας.

Μετά από καμιά δεκαπενταριά μέρες λέγανε ότι θα μας στείλουν στην Κύπρο. Επιλέξανε κάποιους. Όχι όλους. Καμιά διακοσαριά άτομα, που είχαν υπηρετήσει στην Κύπρο, στην ΕΛ.ΔΥ.Κ., και ξέρανε εκεί καλά τα μέρη. Εγώ είχα υπηρετήσει δίπλα από το Κολέγιο, στη Λευκωσία, στα τολ. Κοντά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Μας πήγανε στην Ηγουμενίτσα, όπου περίμενε ένα αρματαγωγό. Καθίσαμε ένα μερόνυχτο και την άλλη μέρα μας πήρανε πάλι τα στρατιωτικά αυτοκίνητα και μας φέρανε πίσω στο Καστρί.»

Εδώ ανοίγουμε μια παρένθεση για την θητεία του στην Κύπρο: «Όταν πήγαμε στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, δίπλα ήταν το στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ. Πέντε σειρές σύρματα μας ξεχωρίζανε από την πάνω μεριά και από την κάτω είχε δύο μέτρα όρυγμα. Το βράδυ κατεβαίναμε στο όρυγμα, γιατί δεν είχανε μπέσα οι Τούρκοι, πυροβολούσαν. Τις σκοπιές τις είχαν κατατρυπήσει. Έξι με επτά μήνες υπηρέτησα στην Πρεσβεία, στον πρέσβη, τον Λαγάκο. Με είχε βάλλει ένας χωριανός αξιωματικός που υπηρετούσε στην Κύπρο και ήταν εκπαιδευτής στη ΣΕΑΠ, στη Λεμεσό. Στην πρεσβεία κάθισα με έναν Κουμουνδούρου από το Αιγάλεω έξι με επτά μήνες. Τίποτα δεν κάναμε. Φοράγαμε τα πολιτικά και επιβλέπων ήταν ένας συνταγματάρχης. Δίπλα ήταν η πρεσβεία. Καθαρίζαμε, καμιά παραγγελία, για ψώνια μας στέλνανε. Με τα πολιτικά κυκλοφορούσαμε, τα όπλα τα είχαμε στο κτίριο. Έπαιρνα 1.400 δρχ. την εποχή εκείνη. Δεν πήγαμε εθελοντικά. Με είχε ρωτήσει βέβαια ένας λοχαγός στις Σέρρες αν θέλω να πάω στην Κύπρο και δέχτηκα. Τότε μας έδωσαν σε όλους ένα μήνα κανονική άδεια και όταν γυρίσαμε, ήταν Ιούνης του 1968, μας πήγανε στο Μηχανικό στο Λουτράκι. Από κει πήγαμε προς τα Ίσθμια – Επίδαυρο. Το βραδάκι μας βάλανε με βάρκες στο αρματαγωγό «Ρόδος» και βγήκαμε στην Αμμόχωστο.

Διοικητής στην ΕΛΔΥΚ ήταν ένας Κρασσάς Βασίλης. Ήταν συνταγματάρχης και μετά έγινε ταξίαρχος. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Ερχόταν και ρωτούσε έναν έναν από που είναι. Του λέω είμαι από Λευκάδα. «Από ποιο χωριό», λέει. Του απάντησε από τον Αλέξανδρο. «Α, μου λέει, είναι απέναντι από την Καρυά». Με ρώτησε για χωριανούς, που ήξερε. Το συμπέρασμα που έβγαλα ήταν ότι θα πρέπει να είχε υπηρετήσει στην Εθνοφυλακή, στην Καρυά, κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Γιατί που ήξερε και μου έλεγε τα ονόματα…».

Εδώ κλείνει η παρένθεση και συνεχίζουμε μετά τα της επιστράτευσης: «Από το Καστρί έφυγα με άδεια. Την παραβίασα, είχα τρία παιδιά. Μου δώσανε 12 μέρες και εγώ έκανα 18. Με ειδοποίησε η αστυνομία και πήρα ταξί, τον Αντώνη τον Κορατζάνη, και πήγα στην Άρτα που είχαν πάει οι άλλοι. Λοχαγός τότε ήταν ο Γιώργος ο Θειακός. Διοικητής στο τάγμα ήταν ένας γεροντάκος που είχε επιστρατευτεί. Πήγα στο γραφείο του και μου λέει: «γιατί καθυστέρησες;» Του απάντησα ότι έχω τρία παιδιά, έχω οικογένεια και ότι έπρεπε να πάω να τρυγήσω τα αμπέλια, πως θα ζήσω. Με ρώτησε αν πούλησα τα σταφύλια και μου είπε «πήγαινε παιδί μου στο καλό». Καλός άνθρωπος.

Στην Άρτα καθίσαμε καμιά εικοσαριά μέρες… Τέλος Οκτώβρη με αρχές Νοέμβρη απολυθήκαμε. Εγώ ήμουν πεζικάριος με ειδικότητα ναρκαλιευτή. Όχι στο Μηχανικό, στο Πεζικό. Δεν ξέρω πως τα είχαν έτσι μπερδεμένα. Εν πάση περιπτώσει καλά περάσαμε… Μου έδωσαν 35 χιλιάδες, γιατί είχα οικογένεια. Είχαν κάνει όμως λάθος και με πήρανε μετά τρεις – τέσσερις μέρες τηλέφωνο από το Δημόσιο Ταμείο στο χωριό να επιστρέψω γύρω στις 15 χιλιάδες που μου είχαν δώσει παραπάνω. Όπως και το έκανα.»



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>