Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι»* | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι»*

mylos agios nikitas

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

*τίτλος τραγουδιού του καλλιτέχνη Μανώλη Φάμελλου

Ελληνικό καλοκαίρι.

Μια καταγάλανη βελέντζα σε σκεπάζει…

Και ένας λίβας καυτός που διαχέεται παντού.

Οι υδρατμοί μιας αβάσταχτης ζέστης.

Ο εκτυφλωτικός ήλιος σε βρίσκει κατακούτελα.

Ο ιδρώτας, που τρέχει κόμπους απ’ το πρόσωπό σου, κυλάει σαν ποτάμι και σε μουσκεύει˙ από τη λαιμόκοψη της μπλούζας σου έως τους ώμους σου.

Παντού τριγύρω δεσπόζουν αγριόβραχοι, σκούρες σταχτί γκρίζες πέτρες, φαιά ξερόχορτα.

Λογιών – λογιών αγκαθωτοί θάμνοι και παραφυάδες.

Γαϊδουράγκαθα και βατσινιές.

Μέσα στις συστάδες τους καραδοκεί η ζωή˙ σκορπιοί και φίδια…Σαύρες και ασβοί…

Και εσύ να περπατάς ανέμελος, φορώντας μια φαρδιά, ριχτή, λευκή πουκαμίσα και ένα ψάθινο, προσκοπικό καπέλο…

Ώρες πρωινές… Ώρες μιας ατέρμονης ραστώνης…

Η χωμάτινη επιφάνεια του εδάφους κάνει τον ορίζοντα να μοιάζει αχανής, επίπεδος, βαρύς.

Μικροθραύσματα από κοτρώνες κείτονται σωριασμένα εδώ και εκεί.

Μύγες παρενοχλούν κάθε τόσο τα έκθετα γυμνά σου μέλη.

Όσο και να τις διώχνεις, σε τριβολίζουν άφοβες και απτόητες, για να σου υπενθυμίζουν την ενοχλητική τους παρουσία.

Η δίψα και η καταπόνηση επιβαρύνουν το κάθε σου βήμα.

Εσύ προχωράς αγέρωχος, όσο σε κρατούν τα πόδια σου, αποφεύγοντας να κοιτάς πίσω…

Αραιά και που σε προσπερνούν αυτοκίνητα αναστατώνοντας την ησυχία σου και εκτινάσσοντας κροταλιστά, πέρα μακριά, πέτρες και σκόνη.

Σκόνη που δεν σε αφήνει να δεις λεπτομέρειες, ενδεχομένως μάλιστα να μπαίνει και στα μάτια σου και να στα θολώνει πλήρως.

Κι ο σαματά τούτος βαστά έως ότου να κατακάτσει ο κουρνιαχτός…

Οι δρόμοι που τραβάς οριοθετούνται από κάτι υποτυπώδεις περιφράξεις που προστατεύουν -για τα μάτια του κόσμου- τις περίκλειστες ιδιοκτησίες.

Ατίθασα κατσίκια, σε σκόρπια μπουλούκια, τριγυρίζουν αδέσποτα ανάμεσα στις ξερολιθιές και τα βραχώδη τοπία.

Την προσοχή σου έλκουν κάτι ετοιμόρροπα, ασβεστόλιθα σπίτια, με ξεχαρβαλωμένα τα πατζούρια, κάτι χαμοκέλες ταπεινές, που δύσκολα συγκροτούν έναν σόι οικισμό…

Τα άλικα γαιώδη χρώματα και οι ωχροί ασβεστόλιθοι τριγύρω συνθέτουν ένα μεγαλοπρεπές και φαντασμαγορικό φόντο…

Τόσες και τόσες διακλαδώσεις συναντάς, αλλά δεν στρίβεις.

Τραβάς κατά κάτω, προς τις αμμώδεις παραλίες, κι ας διαμαρτύρεται το κορμί σου, κι ας ξεσπαθώνει για την παραμικρή επιπλέον δρασκελιά που δοκιμάζει μέσα σε τούτο τον βαρύ καύσωνα.

Με τα χίλια βάσανα σέρνεις τα βήματά σου αλλά δεν φείδεσαι κόπου…

Τον χαλαλίζεις κάτω από τέτοια πανσπερμία φωτός…

Πού και πού δε ανοίγεις το μικρό σου σακίδιο, για να βγάλεις το μπουκάλι και να πιεις δυο πολύτιμες γουλιές νερό.

Συνέρχεσαι λίγο και συνεχίζεις ακατάβλητος…

Αντιδράς υπάκουα στον ήλιο, σχεδόν παθητικά.

Είσαι πεπεισμένος ότι θα τα βγάλεις πέρα, παρά το έντονο αντηλάρισμα, ότι θα κατορθώσεις να μαζέψεις τις δυνάμεις σου, να κάνεις τα κουμάντα σου, να πετύχεις το σκοπό σου…

Δίνεις κουράγιο στον εαυτό σου…

Να πλησιάσεις προς την ακτή θες, να πάρεις το φρέσκο σου αέρα…

Να μπλεχτούν τα μαλλιά σου και να ξεπλεχτούν με το ακαθόριστό του τέμπο…

Όμως το ηλιακό φως στραφταλίζει τόσο έντονα που νομίζεις πως σε ψήνει πυρετός…

Σχεδόν δεν μπορείς ούτε να ανασάνεις…

Τα χείλη σου σκάνε σα σύκα ξερά…

Ανακλαστικά μόλις συνειδητοποιείς ότι οι πνεύμονές σου δύσκολα διαστέλλονται, το στήθος σου δύσκολα φουσκώνει…

Οι ανάσες σου μικρές, οι αναπνοές σου κοφτές και αργές.

Το κάθε δευτερόλεπτο μοιάζει αέναο, απέραντο, χωρίς σαφή διάρκεια ή τελειωμό.

Γιατί αφαιρείσαι.

Συνέχεια αφαιρείσαι.

Απορροφιέσαι τόσο λες και παρακολουθείς ταινία.

Το μυαλό αποσπάται από τα διαδραματιζόμενα και παράγει διαρκώς καινούργιες, χωρίς σύμφυρση, εικόνες.

Εικόνες που δεν προφταίνεις να συγκρατήσεις, γιατί κρύβουν χιλιάδες αθέατες λεπτομέρειες που ο καυτός ορίζοντας δεν σου επιτρέπει να εξιχνιάσεις.

Οδοιπορείς σα να έχεις λωλαθεί απ’ τα περιρρέοντα, χαυνωμένος.

Πουθενά μια δροσερή σκιά να ξαποστάσεις.

Παντού μόνο δέντρα μπασμένα και καχεκτικά.

Η σιλουέτα σου από μακριά μοιάζει με μισοσβησμένη φιγούρα, θαμπή σβουνιά, λιγνή, τρεμοπαίζουσα φλόγα.

Σε έχουν ρημάξει οι φουρτούνες της ζωής, σου έχουν πλακώσει την ψυχή οι μαυρίλες της.

Πασχίζεις να τις θάψεις βαθιά στο υποσυνείδητο, να μην αφήσεις φανερό ούτε έναν αντικατοπτρισμό τους.

Μην «σε πάρει» τυχόν «η κάτω βόλτα».

Ο αέρας, ευτυχώς, δυναμώνει, όσο πλησιάζεις στη θάλασσα, χαϊδεύοντας «άτσαλα» το πρόσωπό σου, με χειρονομίες αδέξιες, και σφυρίζοντας έντονα ανάμεσα στις σχισμές των βράχων…

Σκέψεις και έγνοιες σκορπούν στη στιγμή.

Τις αποδιώχνει όλες το ζεστό αεράκι, το πηχτό σύννεφο σκόνης.

Όλο παιχνίδια σου παίζει κι αυτό το καλοκαίρι!

Εσύ το μόνο που οφείλεις να κάνεις είναι να τεντώσεις τα αυτιά σου και να καταγράψεις και τους πιο ανεπαίσθητους ήχους του…

Τη ρευστή βεβαιότητα με την οποία σε περιβάλλει…

Το καλοκαίρι, βλέπεις, είναι η εποχή που μαζεύεις τα κομμάτια σου…

Επανασυναρμολογείσαι ένα πράγμα…

Ξαναγίνεσαι παιδί.

Ανακαινίζεσαι…

Κοιτάς στα κλεφτά τι παίζει μέσα σου…

Μια χορωδία από αντίρροπους αντιλάλους νογάς.

Σκέψεις ασυνάρτητες.

Μπερδεμένες σε κουβάρι.

Που ηλεκτρίζουν τους μυς σου και σε μουδιάζουν σύγκορμο.

Μα δε σε νοιάζει. Καθόλου δε σε νοιάζει, για την ακρίβεια.

Έχεις ήδη αδειάσει το μυαλό, έχεις ήδη προλάβει να χαλαρώσεις…

Μια αίσθηση ελευθερίας σε πλημμυρίζει…

Μία θέρμη διατρέχει όλη τη ραχοκοκαλιά σου, κάθε σπόνδυλο τον διαπερνά στατικός ηλεκτρισμός.

Απλώνεις τα χέρια σαν φτερούγες, έτοιμος να πετάξεις.

Να υψωθείς ως τα πέρατα των πόθων σου…

Τραβάς πολλές μακρόσυρτες ρουφηξιές χαλάρωσης και ραθυμίας.

Κάθε φωτεινή λωρίδα των ηλιακών ακτίνων.

Τις κατεβάζεις μονορούφι στα σωθικά σου.

Και συνεπαίρνεσαι…

Εκτείνεσαι…

Ενσωματώνεσαι στη καταγάλανη άβυσσο.

Εκεί που ενώνεται το μπλε της θάλασσας με αυτό του ουρανού…

Κι ας επιμένει ο εκτυφλωτικός ήλιος να σε βρίσκει κατακούτελα.

Κι ας επιμένει ο ιδρώτας να τρέχει κόμπους απ’ το πρόσωπό σου, να κυλάει σαν ποτάμι και να σε μουσκεύει˙ από τη λαιμόκοψη της μπλούζας σου έως τους ώμους σου.

Παντού τριγύρω, έξω σου και μέσα σου, δεσπόζει η ζωή…

Και εσύ περπατάς ανέμελος, φορώντας μια φαρδιά, ριχτή, λευκή πουκαμίσα και ένα ψάθινο, προσκοπικό καπέλο, έτοιμος να τη γνωρίσεις…

Ένας λίβας καυτός διαχέεται παντού.

Οι υδρατμοί μιας αβάσταχτης ζέστης.

Μα δε σε νοιάζει. Καθόλου δε σε νοιάζει, για την ακρίβεια.

Γιατί έχεις φασκιωθεί στην καταγάλανη βελέντζα…

Έχεις γίνει πλέον ένα μαζί της…

Κάτι ώρες ενός αέναου, απέραντου, χωρίς σαφή διάρκεια ή τελειωμό, μεσημεριού…

Ώρες ατέρμονης ραστώνης…

Ενός μεγάλου φωτεινού καλοκαιριού…

(Φωτό: Η αμμουδιά Μύλος, κοντά στον Άγιο Νικήτα, 28 Ιούλη 2017).