Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Το τελευταίο θερινό μου όνειρο» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Το τελευταίο θερινό μου όνειρο»

meganhsi_faros

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Και κάπου εδώ «πάπαλα», μας τελείωσε, πάει κι αυτό το καλοκαιράκι, ολοκληρώθηκε…

Και μαζί του και τα θαλάσσια ταξίδια εδώ και εκεί…

Τι όμορφη, τι ελκυστική εικόνα είναι να βλέπεις τη θάλασσα διάσπαρτη από πλοία!

Θαρρείς πως περιπλανιούνται σα νούφαρα, σαν καρυδότσουφλα στην υδάτινη έρημο, έρμαια των θαλάσσιων ρευμάτων ή ανέμων!

Όχι, όχι, δεν θέλω να τελειώσει τούτο το καλοκαίρι, με τίποτα δεν το θέλω!

Γι’ αυτό θα τραβήξω -το συντομότερο!- κατά το πιο κοντινό λιμανάκι της προτίμησής μου, θα δώσω ένα γρήγορο σάλτο σε ένα απ’ τα πάμπολλα σκάφη ή ποστάλια που θα βρω έκθετα μπροστά μου, και θα βγω στα ανοιχτά, αρόδο, μπας και προλάβω να «κλέψω» τις τελευταίες φωτεινές αναλαμπές του, πριν «ανακρούσει πρύμναν» και αποχωρήσει οριστικά απ’ το καλεντάρι και τη καθημερινότητά μου.

Κάποια «μινιόν» κορβέτα, κάποιο μικρό ιστιοφόρο εγκαταλελειμμένο θα βρω, δεν μπορεί, τόσα και τόσα πλοιάρια είναι ακινητοποιημένα για μήνες στις προβλήτες των λιμανιών!

Δεν έχουν όλα κυβερνήτη, κάποια έχουν αφεθεί στη μοίρα τους, με κουφάρια μοιάζουν, με σκύβαλα που αποσυντίθενται, περιμένοντας σιωπηλά και καρτερικά κάποιον να τα πιλοτάρει, να βάλει μπροστά τις μηχανές τους, να ανοίξει τα πανιά τους και να τα ταξιδέψει ξανά!

Θα σαλπάρω, που λέτε, και χωρίς μάλιστα να εκπέμψω κάποιο προειδοποιητικό σήμα -χρειάζεται άραγε;- και, κόντρα στο υποβλητικό μουρμουρητό των κυμάτων, θα βάλω πλώρη για το άγνωστο!

Το μόνο που θέλω είναι να αφουγκράζομαι τις βραχνές φωνές των γλάρων, έτσι όπως θα δονούν χαρούμενες τον ορίζοντα.

Απ’ την κλίμακα του ουρανού όπου ακροπατούν, θα στυλώνουν το βλέμμα τους απάνω μου με περιέργεια, θαυμάζοντας το πείσμα μου να διασχίσω τα πελάγη, αλλάζοντας κάθε τρεις και λίγο -ανάλογα με τα κυκλοθυμικά μου καπρίτσια- την πορεία του πλεούμενού «μου»!

Δεν μ’ ενδιαφέρει ποσώς αν «αιχμαλωτιστώ» απ’ τα ρεύματα!

Ούτε απ’ τις τρικυμίες!

Δεν μ’ ενδιαφέρει ποσώς αν θα συναντήσω ή όχι -κατά τον μακρόσυρτο αυτό διάπλου μου- άλλο πλοίο ή ψυχή ζώσα! Καθόλου!

Θέλω μόνο να γράψω τη δική μου ναυτική ιστορία, να τη γνωρίζω από πρώτο χέρι μόνο εγώ και να έχω να τη διηγούμαι κατόπιν σε όσους αρέσκονται με δέος να ακούνε ανάλογες … παραφουσκωμένες μυθοπλασίες ή να αποτολμούν -στην πραγματικότητα!- αντίστοιχα… παρακινδυνευμένα ανδραγαθήματα!

Όχι, όχι, δεν θέλω σύντροφο για το ταξίδι αυτό…

Θέλω να ακούω και να παρατηρώ μόνος μου, χωρίς να έχω κάποιον πλάι μου να μου «παίρνει» διαρκώς «τα αυτιά» απ’ το μιλητό του ή να μου κάνει οδηγητικές υποδείξεις!

Συνήθως, μόνο η φαντασία μου συγκατανεύει πρόθυμα στους όρους που βάζω και συνταξιδεύει, τελικώς, μαζί μου, κρατώντας μάλιστα διακριτικότατα τις αρμόζουσες αποστάσεις ασφαλείας… απ’ τα «βίτσια» μου.

Χωρίς λοιπόν η αφεντιά μου να πειράξει τίποτα απ’ όσα θα βρει στο ιστιοφόρο, απεναντίας λειτουργώντας σαν αυθεντικό μέλος του πληρώματός του, από το πρώτο μόλις λεπτό που θα πατήσει το πόδι της σε αυτό, θα το βάλει μπροστά και θα διατρέξει τη θάλασσα σε όλη της την έκταση, από τη μία άκρη της έως την άλλη!

Έτσι μόνο θα γλεντήσω τον αποχωρισμό μου απ’ το θέρος και θα ξορκίσω τα απωθημένα μου!

Σεργιανίζοντας κάθε εκατοστό της υδάτινης κρούστας!

Ενδεχομένως να το ρίξω και στο τραγούδι, όταν πιάσει η ώρα της σιέστας, αν και δεν έχω ακόμη κατασταλάξει στα σίγουρα στο ζήτημα αυτό…

Η αλήθεια είναι ότι λατρεύω πολύ μια περιπέτεια σαν κι αυτή αλλά, ακόμη περισσότερο, λατρεύω την ίδια τη θάλασσα, ιδίως όταν είναι γαλήνια και αρυτίδωτη…

Λατρεύω φερειπείν να σηκώνομαι και να φεύγω από τη γέφυρα, να βηματίζω πάνω – κάτω στο κατάστρωμα κόβοντας βόλτες παντού ή να αράζω απάνω στον κουλουριασμένο κάβο και να αγναντεύω στα χαμένα το κυανό αχανές…

Άλλοτε, πάλι, μου αρέσει να ανεβαίνω στην κουπαστή και να πηδώ στη θάλασσα, να ρίχνομαι κατακόρυφα στο νερό και να παφλάζω στην υδάτινη χοάνη!

Κι όλα ετούτα μέχρι να γείρει ο ήλιος και να αρχίσει να ξεβάφει, βουλιάζοντας βασανιστικά αργά στο βαθύ μενεξεδί του πελάγου!

Λατρεύω την υπνοβατική τούτη ώρα στην οποία βυθίζεται το σύμπαν όλο!

Δεν κάνω τίποτα για να αμυνθώ, δέχομαι μοιρολατρικά το οπτικό αυτό μούδιασμα, σαν τον ονειροπαρμένο, τον υποτασικό, τον αναιμικό, πώς το λένε, που κάνει πώς και πώς να βιώσει αυτή την παρατεταμένη ανατριχίλα, να ξαναζήσει εκείνα τα μαγεμένα παιδιάστικα όνειρα που έκανε μικρός και να αποβάλει από μέσα του όλο τον βουβό φόβο που τον καταδυνάστευε τόσο καιρό…

Αχ, πόσο διψάω να ξεχυθώ σα χείμαρρος, σα βέλος, βρε παιδί, αρκεί να τρυπώσω μέσα στο γυαλιστερό νερό, να θαλασσοδαρθώ μετά μανίας, να χτυπηθώ με τα μποφόρια και τις σοροκάδες κι ας κωπηλατώ μέχρι και μονόξυλα, ούτε που με νοιάζει να σου πω, φτάνει να παλέψω, ναι, να παλέψω, με τα αφρισμένα κύματα, με κίνδυνο ακόμη και να βυθιστώ στη συμπαγή αγκαλιά τους!

Ας μην ρίξω ποτέ μου αγκίστρια!

Ας μην απλώσω ποτέ μου παραγάδια!

Ας μην κουμαντάρω ποτέ μου τρατόβαρκα!

Άλλα με εξιτάρουν! Πώς να το κάνουμε!

Το πώς θα πλοηγηθώ στον ωκεανό των ονείρων μου!

Στην παγερή τους λάμψη!

Αυτό μόνο! Τίποτε μα τίποτε διαφορετικό!

Αυτό ποθώ, να με χαϊδέψει ο ήλιος με τη βαθιά του τρυφερότητα στο κεφάλι και εγώ να αναπαύομαι στο κατάστρωμα του πλεούμενου ή όπου αλλού δίχως να κουνιέμαι ή να λέω έστω μια λέξη!

Να επικρατεί γύρω μου απόλυτη σιγή, χωρίς να ακούγεται ο παραμικρός θόρυβος.

Να λαγοκοιμάμαι και να με νανουρίζει ο φλοίσβος και η ακατάβλητή του επιμονή…

Το μελτέμι, απ’ την άλλη, να κάνει το βουβό του πήγαινε – έλα στη γέφυρα πνίγοντας τον αχό του στις μύτες των ποδιών του…

Δεν μ’ ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος, εγώ αυτό θέλω να κάνω, να πλανιέμαι πάνω στα κύματα για ώρες και όλα γύρω μου να μοιάζουν συγκεχυμένα…

Σε αυτό το λήθαργο, της θερινής ραστώνης, θέλω να πέσω, που ούτε η δραμαμίνη ούτε το «υπνοστεντόν» δεν τον ξέρει…

Να μου παίρνουν το σφυγμό και εγώ να καρδιοχτυπώ συντονισμένος στον παλμό, στη συχνότητα των κυματισμών.

Αχ, πώς θα γινόταν να ακούσω ξανά τον υπόκωφο ήχο των αιώνιων κυμάτων, το μονότονό τους παραμιλητό, το σύγκορμό τους τρέμουλο;

Όχι, όχι, δεν θέλω να χαθώ σε σκέψεις δύσβατες πάλι, ούτε να παλινδρομήσω στις μνήμες μου και στα ακαθόριστα τοπία του μυαλού μου! Όχι!

Θέλω να ζήσω τούτο το ύστατο θερινό μου όνειρο, να το πιω στο ποτήρι, να σερφάρω στα νερά τα μεταξένια, να παρατηρήσω τον αναστατωμένο τους βυθό, να μιλήσω με τα ψάρια, να σφίξω στα χέρια μου τα φλεγόμενα σπλάχνα του καλοκαιριού, να τραβήξω μια γερή ρουφηξιά του φωτός του, να στροβιλιστώ στο περιδινούμενο αχνογάλαζο σύμπαν του, στην καυτή άπνοιά του…

Μέχρι να κατακαθίσει και τ’ όνειρο αυτό σαν την αδιόρατη σκόνη…

Και το αυγουστιάτικο φεγγάρι ανάψει για στερνή φορά το λυχνάρι του…

(Φωτό: Η θάλασσα από τον κάβο του Αθερινού, στο Μεγανήσι)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.