Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμη οι καλές γειτόνισσες και μας τα θυμίζουν…
Είναι η εποχή τους, αλλά ποιος νοιάζεται πια σήμερα. Σε άλλες εποχές τα φύλαγαν ακόμη και οι αγροφύλακες, με μηνύσεις καμιά φορά για την «παράνομη» συλλογή τους.
Ευτυχώς που υπάρχουν σήμερα οι καλές γειτόνισσες, όπως καλή ώρα η Σοφία Β., που μας τα έφερε έτοιμα στο πιάτο και έτσι μας τα θύμισε. Παιδιά στο χωριό μάς έβαζαν οι νοικοκυράδες και σκαρφαλώναμε στις σκαμνιές (μουριές), άπλωναν από κάτω ένα σεντόνι και μάζευαν τα ώριμα σκάμνα (μούρα), που έπεφταν με το παραμικρό κούνημα των κλαδιών. Ιδιαίτερα αγαπητά ήταν τα μαύρα μούρα που ήταν και περισσότερο χυμώδη και λιγότερο τα άσπρα.
Στο δημοτικό σχολείο έτυχε επίσης κάποτε, τέλος της δεκαετίας του 1960 θα πρέπει να ήταν, με πρωτοβουλία του Καρσάνου (από την Καρυά Λευκάδας) δάσκαλου Γιάννη Κατωπόδη, που παρά την αυστηρότητά του συνεχίζω να είμαι ένας από τους λίγους μαθητές της εποχής εκείνης που λένε τα καλύτερα λόγια, να κάνουμε εκτροφή μεταξοσκώλικων και με την ευκαιρία αυτή να μάθουμε, συνεχίζοντας στη συνέχεια την εκτροφή στα σπίτια μας, όλη την διαδικασία παραγωγής του μεταξιού. Ακόμη είναι χαραγμένη στη μνήμη μου! Τότε, λοιπόν, μαζεύαμε τα πιο μαλακά φύλλα της μουριάς για να τραφούν οι νεαροί μεταξοσκωλήκες. Και να δεις πως μεγάλωναν μέσα σε λίγες μέρες! Ανδριάντες τους πρέπει, κι ας λένε ό,τι θέλουν, στους παλιούς αυτούς δάσκαλους, που παρά τα πενιχρά μέσα που είχαν στην διάθεσή τους και τις διδακτικές καμιά φορά υπερβολές τήρησαν επάξια το λειτούργημά τους.
Θυμάμαι ακόμη τους καλοκαιρινούς μήνες που σκαρφαλώναμε στις μουριές, φτάνοντας μέχρι το πιο ακρινό ακόμη κλαδί, όπου ήταν και τα πιο μεγάλα μούρα, γιατί τα έβλεπε καλύτερα ο ήλιος, και να ξεφωνίζουμε: πω πω μια μουμπουτσίνα!, ενώ παραμονεύαμε με τις ώρες με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες) στο χέρι τα σπουργίτια κάτω από τις μουριές, που φαίνεται επίσης να τους άρεσε ιδιαίτερα ο καρπός αυτός.