Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία

1_nazi_exousia5 Μάρτη 1933: Εκλογές στη Γερμανία, χιτλερικά στρατεύματα έξω από τα γραφεία του ΚΚ

Στις 30 Γενάρη 1933, ο «αρχηγός» του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος Α. Χίτλερ ορίστηκε από τον Πρόεδρο Π. Χίντεμπουργκ καγκελάριος της Γερμανίας. Η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τους Ναζί έχει αποδοθεί ανά καιρούς από διάφορους αστούς και οπορτουνιστές ιστορικούς/πολιτικούς αναλυτές σε μια σειρά από παράγοντες και κυρίως: α) Την «ευάλωτη» Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που στάθηκε αδύνατη να υπερασπιστεί τον εαυτό της απέναντι στις «αντιδημοκρατικές» και «αντιθεσμικές» δυνάμεις που την «επιβουλεύονταν», και β) Την αδυναμία «συνεννόησης» των λεγόμενων «δημοκρατικών» – «αντιφασιστικών» δυνάμεων σε ένα πολιτικό μπλοκ, ικανό να αναχαιτίσει την επέλαση των Ναζί.

Η εκλογική άνοδος των Ναζί

Από τις εκλογές του Μάη 1928 έως τις εκλογές του Νοέμβρη 1932, οι Εθνικοσοσιαλιστές αύξησαν τα ποσοστά τους από 2,6% σε 33,09%. Πού στηρίχτηκε εκλογικά η άνοδος των Ναζί;

2_nazi_exousiaΣτη φωτογραφία, στιγμιότυπο από ομιλία του Χίτλερ σε μπιραρία του Μονάχου

– Στους «απογοητευμένους» ψηφοφόρους των Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών; Όχι. Το διάστημα 1928-1932, οι Σοσιαλδημοκράτες έχασαν μεν 1,9 εκατομμύρια ψήφους, ωστόσο οι Κομμουνιστές κέρδισαν 2,7 εκατομμύρια. Τουναντίον, οι Ναζί άντλησαν βασικά δυνάμεις από την εκλογική πτώση μιας σειράς αστικών κομμάτων, όπως του Γερμανικού Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος και του Κόμματος της Μεσαίας Τάξης (μόνο τα οποία, την εν λόγω περίοδο, απώλεσαν αθροιστικά 4,7 εκατομμύρια ψήφους).

– Στους εργάτες και τους ανέργους; Όχι. Προφανώς οι Ναζί άντλησαν ψήφους και από την εργατική τάξη (ιδιαίτερα από τα πιο πολιτικά καθυστερημένα, καθώς και τα λούμπεν στοιχεία της), εκμεταλλευόμενοι τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης (1929-1933) με δημαγωγικά και ψευδεπίγραφα «αντικαπιταλιστικά» συνθήματα. Όμως, όπως έχουν καταλήξει σχετικά εδώ και καιρό «σχεδόν όλοι οι αναλυτές», η εκλογική δύναμη του γερμανικού φασισμού εδραζόταν κυρίως στις μικροαστικές και μεσοαστικές μάζες (ιδιαίτερα των αγροτικών – ημιαστικών περιοχών), τους αυτοαπασχολούμενους, τα λεγόμενα «λευκά κολάρα» (δημόσιοι, διοικητικοί υπάλληλοι κ.ο.κ.) και τους Προτεστάντες. Αντιθέτως, «η εκλογική στήριξη στους Εθνικοσοσιαλιστές ήταν, πράγματι, αρκετά αδύναμη στις εργατουπόλεις, όπου κυριαρχούσε η βιομηχανία και η εξόρυξη [και οι οποίες ήταν] προπύργια του SPD [Σοσιαλδημοκρατών] και του KPD [Κομμουνιστών]».1 Οι εργάτες και οι άνεργοι που εγκατέλειψαν τους Σοσιαλδημοκράτες την εν λόγω περίοδο μετακινήθηκαν πολιτικά/εκλογικά κυρίως στους Κομμουνιστές και όχι στους φασίστες.2

Για να δούμε όμως ποιοι ήταν οι ουσιαστικοί παράγοντες πίσω από την άνοδο του φασισμού – ναζισμού στη Γερμανία, πρέπει να πιάσουμε το νήμα της Ιστορίας πολύ πιο πριν από την «επίμαχη» περίοδο 1929-1933.

Η γέννηση του φασισμού – ναζισμού

3_nazi_exousiaΔρέσδη 1933. Οι ναζιστές βάζουν στην κρεμάλλα κομμουνιστικά σύμβολα

Ο φασισμός, είτε ως μορφή της αστικής ιδεολογίας είτε ως μορφή κατασταλτικού μηχανισμού είτε ως μορφή ανοιχτής δικτατορίας του κεφαλαίου, ξεπήδησε από τη μήτρα του καπιταλισμού και εντάχθηκε στο οπλοστάσιό του αμέσως μετά τον Α΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το επαναστατικό κύμα των εργατών, που σάρωνε την Ευρώπη στον απόηχο και της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης το 1917 στη Ρωσία. Και ενώ στην Ιταλία η αστική τάξη προχώρησε στην εγκαθίδρυση ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας (το 1922 υπό τον Μπ. Μουσολίνι), στη Γερμανία τον βρώμικο ρόλο της θωράκισης της κλυδωνιζόμενης αστικής εξουσίας ανέλαβε να διεκπεραιώσει η Σοσιαλδημοκρατία, οπλίζοντας και αξιοποιώντας προς αυτόν τον σκοπό μια σειρά από ένοπλες συμμορίες, που στη συνέχεια θα αποτελούσαν πηγή άντλησης δυνάμεων για τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου (SA).

Ακολούθως, για να συντριβεί η επανάσταση των εργατών στη Γερμανία (1918-1919), η κυβερνώσα Σοσιαλδημοκρατία επιστράτευσε τόσο την εκ των έσω υπονόμευση όσο και την αδυσώπητη καταστολή, τη φυσική εξόντωση. Είναι χαρακτηριστικό πως, σε αντίθεση με τα όσα προέβλεπε η Συνθήκη των Βερσαλλιών για τον αφοπλισμό, η γερμανική κυβέρνηση (με τις «ευλογίες» της Αντάντ) διατήρησε και ενίσχυσε τα ακροδεξιά παραστρατιωτικά σώματα της Εθνικής Πολιτοφυλακής («Einwohnerwehr» και «Orgesch») κ.ά., με το σαφές αιτιολογικό ότι «χωρίς οργάνωση η αστική τάξη δεν μπορεί να αντιταχθεί στους Κόκκινους, οι οποίοι αποτελούν τον πραγματικό κίνδυνο».3 Μέσα από τις ίδιες «ανάγκες» της αντεπανάστασης συγκροτήθηκε και το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (1918-1920), του οποίου ο Α. Χίτλερ τέθηκε επικεφαλής το 1921.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

Στο διάστημα που μεσολάβησε έως την εκδήλωση της διεθνούς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης το 1929, η συμμαχία της αστικής τάξης με τη Σοσιαλδημοκρατία συνεχίστηκε ως η ενδεδειγμένη «συνταγή» για την περαιτέρω ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας.

Στο πλαίσιο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι ναζιστικές συμμορίες κ.ά. τέτοιες ομάδες αξιοποιήθηκαν (παράλληλα με τους επίσημους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους) για το σπάσιμο απεργιών, για δολοφονικές επιθέσεις κατά πρωτοπόρων εργατών και συνδικαλιστών και -κυρίως- κατά των κομμουνιστών. Για τις υπηρεσίες τους αυτές λάμβαναν άφθονη χρηματοδότηση από το βιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Από τους πρώτους χορηγούς των Ναζί υπήρξε ο βιομηχανικός κολοσσός της «Krupp», ενώ τη δεκαετία του 1920 προστέθηκαν στη σχετική λίστα οι μεγαλοβιομήχανοι Fritz Thyssen, Emil Kirdorf, Wilhelm Keppler, ο οίκος Stinnes (με χρήματα του οποίου κατέστη εφικτή το 1925 η ημερήσια έκδοση του ναζιστικού οργάνου «Volkischer Beobachter» από εβδομαδιαία που ήταν), καθώς και σημαντικοί παράγοντες των τραπεζών, όπως οι Kurt von Schroder και Hjalmar Schacht (τότε πρόεδρος της Reichsbank και κατόπιν υπουργός Οικονομικών των Ναζί) κ.ο.κ.4

Βεβαίως, τη δεδομένη περίοδο, μόνο ορισμένα τμήματα της γερμανικής αστικής τάξης στήριζαν τους Ναζί και αυτά για να διεκπεραιώνουν τον ρόλο τους ως ένα ακόμη μαντρόσκυλο των καπιταλιστών. Τη συνολική διαχείριση των συμφερόντων τους ως τάξη εξυπηρετούσε -προς το παρόν- καλύτερα η κοινοβουλευτική Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η στρατηγική συμπόρευση/κυβερνητική συμμαχία των Σοσιαλδημοκρατών με τα «παραδοσιακά» αστικά κόμματα.

Έτσι, όταν οι Ναζί επιχείρησαν το περιβόητο «πραξικόπημα της Μπυραρίας» στις 8-9 Νοέμβρη 1923, η αστική τάξη τούς «τράβηξε τα λουριά», καταστέλλοντας την κίνηση χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Παρ΄ όλα αυτά τους διατήρησε ως «εφεδρεία», ρίχνοντας τους επικεφαλής τους στα «μαλακά»: Ο μεν στρατάρχης Ε. Λούντεντορφ αθωώθηκε πλήρως, ο δε Α. Χίτλερ καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή, εκ των οποίων εξέτισε μόλις 10 μήνες και αυτούς σε εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες κράτησης.

Διαμετρικά αντίθετη σε σκληρότητα υπήρξε η αντιμετώπιση της εξέγερσης των εργατών του Αμβούργου το ίδιο έτος, η οποία πνίγηκε στο αίμα, ενώ πάνω από 800 εργάτες και κομμουνιστές κλείστηκαν στη φυλακή.

Αντίστοιχα, το 1929 ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Κ. Σέβερινγκ δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να θέσει εκτός νόμου τη βασική οργάνωση αυτοάμυνας της εργατικής τάξης «Κόκκινο Μέτωπο», αφήνοντας την ίδια στιγμή τα ναζιστικά Τάγματα Εφόδου να δρουν ανενόχλητα (τα SA τέθηκαν εκτός νόμου μόλις τον Απρίλη του 1932 και για λίγες μόνο βδομάδες). Για την Ιστορία, να σημειώσουμε πως το «Κόκκινο Μέτωπο» διέθετε τότε κοντά 130.000 μέλη: Μια υπολογίσιμη μάχιμη δύναμη, που θα μπορούσε να σταθεί δυναμικά απέναντι στη ναζιστική επιθετικότητα.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, επομένως (με άλλα λόγια το αστικό κοινοβουλευτικό καθεστώς εξουσίας που οικοδομήθηκε στη Γερμανία στα θεμέλια της αντεπανάστασης), δεν υπήρξε καθόλου αδύναμη απέναντι στους πραγματικούς, ταξικούς εχθρούς της: Το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Ο φασισμός – ναζισμός δεν υπήρξε αντίπαλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά ένα από τα πολλά όπλα στη φαρέτρα της, συντηρούμενο και αξιοποιούμενο κατά το δοκούν. Ως τέτοιο άλλωστε εκθρέφτηκε και χρησιμοποιήθηκε από όλες τις αστικές δημοκρατίες της περιόδου (βλέπε «Φάλαγγα» στην Ισπανία, «Πύρινοι Σταυροί» και «Γαλλική Δράση» στη Γαλλία, «Βρετανική Ένωση Φασιστών» στην Αγγλία, «Μαύρη» και «Ασημένια Λεγεώνα» στις ΗΠΑ, «Εθνική Ένωση Ελλάς» και «Τρίαινα» στην Ελλάδα κ.ο.κ.).

Ωστόσο, η δοσολογία του μείγματος της ενσωμάτωσης και καταστολής, που πρόκρινε η αστική τάξη τη δεκαετία του 1920, ως βέλτιστη για την προάσπιση της εξουσίας της, θα άλλαζε τη δεκαετία του 1930, προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική καπιταλιστική κρίση, αλλά και να θωρακιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα μπροστά στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Η άνοδος του ναζισμού

«Εμείς πρέπει να γιατρέψουμε τον καπιταλισμό που πάσχει» (!), διατράνωσε το Συνέδριο του SPD στη Λειψία το 1931.5 Πράγματι, οι Σοσιαλδημοκράτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να στηρίξουν τον κλυδωνιζόμενο καπιταλισμό, τόσο ως κυβέρνηση (1929-1930) όσο και ως κοινοβουλευτικό δεκανίκι της κυβέρνησης Χ. Μπρούνινγκ (1930-1932). Το κόμμα του Κέντρου του Χ. Μπρούνινγκ είχε έρθει τέταρτο σε ψήφους στις εκλογές του 1930, ωστόσο σχημάτισε κυβέρνηση βάσει έκτακτου προεδρικού διατάγματος και ουσιαστικά επιβίωσε κοινοβουλευτικά χάρη στην ανοχή που του παρείχε το μεγαλύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ, δηλαδή οι Σοσιαλδημοκράτες (ως γνωστό, στην αστική δημοκρατία «δεν υπάρχουν αδιέξοδα»).

Ακολούθως, το SPD όχι μόνο έβαλε κοινοβουλευτική πλάτη σε όλα τα αντιλαϊκά μέτρα του καθεστώτος της «αυταρχικής δημοκρατίας» (κατά τον ίδιο τον Χ. Μπρούνινγκ), αλλά ανέβαλε και την τήρηση της «ησυχίας» και της «τάξης» εκτός κοινοβουλίου. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν ξέσπασε η δεύτερη κατά σειρά απεργία των εργατών μετάλλου τον Οκτώβρη του 1930, οι Σοσιαλδημοκράτες διατράνωσαν σε όλους τους τόνους και με όλους τους τρόπους ότι «στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης η απεργία είναι έγκλημα»!6 Όπως τόνισε ο ίδιος ο Μπρούνινγκ, «η αποδόμηση της κοινωνικής πολιτικής (…) είναι πιο εύκολο να γίνει με τη Σοσιαλδημοκρατία παρά με τη δεξιά».7

Σε αυτό το πλαίσιο, «από τη στιγμή που οι σοσιαλδημοκράτες στήριζαν την αντιλαϊκή πολιτική λιτότητας του Μπρούνινγκ, ο Φύρερ των εθνικοσοσιαλιστών μπορούσε να παρουσιάζει το κόμμα του ως το μοναδικό λαϊκό αντιπολιτευτικό κίνημα που βρισκόταν στα δεξιά των κομμουνιστών και, ταυτόχρονα, ως εναλλακτική διέξοδο στο «μαρξισμό» τόσο τον μπολσεβίκικο όσο και τον ρεφορμιστικό».8

Καθώς η Σοσιαλδημοκρατία αποδυναμωνόταν όλο και περισσότερο ως βασικό πολιτικό στήριγμα της αστικής εξουσίας, όλο και μεγαλύτερα τμήματα της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας στρέφονταν ευνοϊκά προς τις αυταρχικές -και προπάντων αντικομμουνιστικές- λύσεις που προσέφερε ο εθνικοσοσιαλισμός.

Το γεγονός αυτό αποτυπώθηκε στη σημαντικότατη αύξηση του αριθμού των χορηγών αλλά και των ποσών των χορηγιών των Ναζί την περίοδο 1930-1932. Ενδεικτικά: Από το 1931 όλα τα μέλη του Γερμανικού Συνδέσμου Άνθρακα προσέφεραν μισό μάρκο για κάθε τόνο άνθρακα που πωλούσαν στα ταμεία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Την ίδια χρονιά, οι επιχειρήσεις του Fr. Thyssen συνέδραμαν τους Ναζί με 250.000 μάρκα, ενώ το 1932 εκπρόσωποι της γερμανικής και αμερικανικής «I.G. Farben» (τότε ένας από τους ισχυρότερους πολυεθνικούς μονοπωλιακούς ομίλους στη χημική βιομηχανία), της «Hamburg-America Line» (η μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία της Γερμανίας) και του Γερμανικού Μονοπωλίου Ποτάσας συγκέντρωσαν πάνω από 500.000 μάρκα.9

Στις 27 Γενάρη 1932 ο Α. Χίτλερ, απευθυνόμενος σε περίπου 650 μέλη της Ένωσης Βιομηχάνων στο Ντίσελντορφ, τους διαβεβαίωσε ότι δεν έχουν τίποτε να φοβούνται από τα «αντικαπιταλιστικά» – «σοσιαλιστικά» συνθήματα των Ναζί (που βασικά ήταν για «μαζική κατανάλωση»), τονίζοντας: «Σας παρουσιάζω εδώ μια προοπτική και είμαι πεπεισμένος ότι η νίκη αυτής της προοπτικής αποτελεί τη μόνη δυνατή αφετηρία μιας γερμανικής ανάκαμψης». Η προοπτική αυτή περιελάμβανε μια επιθετική πολιτική, τόσο απέναντι στους ανταγωνιστές του γερμανικού κεφαλαίου διεθνώς όσο και απέναντι στους ταξικούς εχθρούς του στο εσωτερικό. «Είμαστε ανένδοτοι», υπογράμμισε σχετικά, «στην απόφασή μας να εξοντώσουμε το Μαρξισμό στη Γερμανία μέχρι την τελευταία του ρίζα».10

Όπως αποδείχθηκε αργότερα στις Δίκες της Νυρεμβέργης, οι χορηγίες της γερμανικής κεφαλαιοκρατίας έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη συντήρηση και διόγκωση του πολιτικού – παραστρατιωτικού μηχανισμού των Ναζί. Η δε «αμέριστη προβολή των δραστηριοτήτων του ναζιστικού κόμματος από τον Τύπο, ο οποίος ελεγχόταν από επιχειρηματικούς ομίλους, είχε συνέπειες που δεν μπορούσαν να αποτιμηθούν σε χρήμα».11

Παρ΄ όλα αυτά, μέσα στο 1932 φάνηκε πως, παρά την αμέριστη στήριξη, η εκλογική επιρροή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είχε αρχίσει να φθίνει. Από τις εκλογές του Ιούλη έως τις εκλογές του Νοέμβρη 1932, οι Ναζί έχασαν πάνω από 2.000.000 ψήφους. Στις τοπικές εκλογές της Θουριγγίας (προπύργιο των Ναζί), τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου η εθνικοσοσιαλιστική ψήφος μειώθηκε κατά 40%.

Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος πανηγύριζε καθησυχάζοντας τους εργάτες πως είχε επέλθει η «οριστική εκμηδένιση του Χίτλερ». Οι Κομμουνιστές, από την άλλη, προειδοποιούσαν πως «όσο μεγάλη και αν είναι η ήττα του εθνικοσοσιαλισμού, θα ήταν ανόητο να μιλάει κανείς για συντριβή του». Πράγματι, «το γεγονός της φθίνουσας μαζικής στήριξης επέσπευσε την απόφαση της αστικής τάξης να τοποθετήσει το φασισμό στην εξουσία, πριν οι μετοχές του βυθιστούν απελπιστικά και οι κομμουνιστές αποκτήσουν πλήρη ισχύ, ώστε στη βάση της κρατικής εξουσίας ο φασισμός να έχει τη δυνατότητα επανάκτησης της ισχύος του και συντριβής κάθε αντίθετης δύναμης».12

Πράγματι, η επιλογή αυτή της γερμανικής αστικής τάξης πήρε σάρκα και οστά στις 30 Γενάρη 1933, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατάρχης Πολ φον Χίντεμπουργκ όρκισε τον Α. Χίτλερ καγκελάριο. Σημειωτέον, η εκλογή του Χίντεμπουργκ (ακραιφνή μοναρχικού και σφαγέα του Α΄ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου) στην προεδρία της Δημοκρατίας είχε καταστεί εφικτή με την υποστήριξη των Σοσιαλδημοκρατών λίγους μήνες πριν. Το SPD είχε καλέσει τους εργάτες σε στήριξη του Χίντεμπουργκ στη λογική του «μικρότερου κακού», σε αντίθεση με τους Κομμουνιστές, που τότε είχαν ρίξει το σύνθημα: «Όποιος ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ, ψηφίζει τον Χίτλερ. Όποιος ψηφίζει τον Χίτλερ, ψηφίζει τον Χίντεμπουργκ». Το σύνθημα αυτό επιβεβαιώθηκε πλήρως μόλις λίγους μήνες μετά, αποτελώντας ένα ακόμη ιστορικό παράδειγμα για το πού μπορεί να εγκλωβίσει -και τελικά οδηγήσει- τον λαό η λογική του «μικρότερου κακού».

Η επιδίωξη του ενιαίου μετώπου

Με τον διορισμό του Χίτλερ στην καγκελαρία, το KPD κάλεσε (για τρίτη κατά σειρά φορά) το SPD σε ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο και κοινή ανάληψη δράσης: «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως (…) με μαζική απεργία, με γενική απεργία». Η απάντηση των Σοσιαλδημοκρατών ήταν «πως ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία νόμιμα και πως το προλεταριάτο δεν πρέπει «να σπαταλήσει πρόωρα το μπαρούτι της γενικής απεργίας»». Την ίδια στιγμή, το επίσημο όργανό τους, η εφημερίδα «Φόρβερτς», καυχιόταν στις 2 Φλεβάρη πως «»αν δεν υπήρχαν οι σοσιαλδημοκράτες» ένας άνθρωπος του λαού σαν τον Χίτλερ δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει καγκελάριος».13

Η αναζήτηση συμμαχιών των Κομμουνιστών στους Σοσιαλδημοκράτες απέναντι στον φασισμό ήταν τόσο ουτοπική όσο και ανασταλτική για την προώθηση της υπόθεσης της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί, όπως η ίδια η ιστορία της Γερμανίας είχε αποδείξει -και αποδείκνυε ξανά τώρα- η Σοσιαλδημοκρατία αποτελούσε μια καθόλα αστική, αντεπαναστατική και αντικομμουνιστική πολιτική δύναμη. Εξ ου και την κρίσιμη εκείνη περίοδο, το SPD διατράνωνε σε όλους τους τόνους πως «ο κύριος εχθρός βρισκόταν στα αριστερά και ότι η Γερμανία έπρεπε «να σωθεί από τον μπολσεβικισμό»».14

Βασικός σκοπός της Σοσιαλδημοκρατίας διαχρονικά ήταν η διάσωση και διαιώνιση της αστικής εξουσίας, ακόμα κι αν αυτό περνούσε πάνω από την καταστολή και της ίδιας (όπως και έγινε). Από την άλλη μεριά, θεμελιώδης σκοπός των κομμουνιστών πρέπει να είναι η αυτοτελής ζύμωση, οργάνωση και δράση της εργατικής τάξης σε επαναστατική κατεύθυνση, χωρίς συμβιβασμούς ή αυταπάτες.

Προς την τελική επικράτηση

Στις 20 Φλεβάρη 1933, ο Χίτλερ, σε συνάντησή του με τους πλέον επιφανείς εκπροσώπους της γερμανικής αστικής τάξης, ήταν ξεκάθαρος: «Βρισκόμαστε ενώπιον των τελευταίων εκλογών. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, δεν θα υπάρξει υποχώρηση (…) Αν οι εκλογές δεν βγάλουν το [επιθυμητό] αποτέλεσμα, τότε αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί με άλλα μέσα». Με άλλα λόγια, το ζήτημα τέθηκε κρυστάλλινα: Ανοιχτή φασιστική δικτατορία του κεφαλαίου. Προς αυτόν το σκοπό αποφασίστηκε η συγκρότηση ειδικού ταμείου, το οποίο οι παρευρισκόμενοι «προικοδότησαν» με το ιλιγγιώδες τότε ποσό των 3.000.000 μάρκων.15

Το επόμενο διάστημα, και με τη Σοσιαλδημοκρατία στο τσεπάκι της, η γερμανική αστική τάξη εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά της εργατικής τάξης – και ιδιαίτερα κατά της πρωτοπορίας της, τους κομμουνιστές. Στις 27 Φλεβάρη εκδηλώθηκε η προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ (που πραγματοποίησαν οι Ναζί για να την προσάψουν στους κομμουνιστές ως πρόσχημα για τις διώξεις που θα ακολουθούσαν). Στις 28 αναστάλθηκαν με έκτακτο προεδρικό διάταγμα όλα τα συνταγματικά άρθρα που σχετίζονταν με την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, των συγκεντρώσεων κ.ο.κ. Χιλιάδες μέλη και ψηφοφόροι του Κομμουνιστικού Κόμματος κακοποιήθηκαν, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Υπό αυτές τις συνθήκες, στις εκλογές της 5ης Μάρτη 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αύξησε τα ποσοστά του σε 43,91%, χωρίς όμως και πάλι να πετυχαίνει την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο: Γεγονός που τελικά κατάφερε ακυρώνοντας την εκλογή των 81 κομμουνιστών βουλευτών.

Έτσι λοιπόν ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία. Όχι «ελέω» των «πλανεμένων» εργατικών μαζών – θυμάτων της κρίσης. Ούτε λόγω «αδυναμίας» της Δημοκρατίας. Ούτε βεβαίως λόγω αδυναμίας συγκρότησης ενός αντιφασιστικού μετώπου. Οι Ναζί ανέλαβαν την εξουσία ελέω των Γερμανών βιομηχάνων και τραπεζιτών. Από τα σπλάχνα του καπιταλισμού και της αντεπανάστασης, που γέννησαν και την ίδια την αστική Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η ανοιχτή φασιστική δικτατορία του κεφαλαίου ήταν συνέχεια αυτής της αστικής δημοκρατίας, προσαρμοσμένη κατά τις ανάγκες του κεφαλαίου στις νέες ντόπιες και διεθνείς συνθήκες.

(Α. Γ. – Δημοσιεύτηκε στον «Ριζοσπάστη», Φύλλο του Σαββατοκύριακου 26-27 Γενάρη 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1 Thomas Childers, «The Social Bases of the National Socialist Vote», στο «Journal of Contemporary History», τ.11, 1976, σελ. 17-42
2 Gerard Schulz, «Der Aufstieg des Nationalsozialismus: Krise und Revolution in Deutschland», εκδ. «Propulaen Verlag», Berlin, 1975, σελ. 479 ε.ε.
3 Πάλμε Ντατ, «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 171
4 Antony C. Sutton, «Wall Street and the rise of Hitler», εκδ. «Clairview», 2010, σελ. 99-100
5 Πάλμε Ντατ, «Σοσιαλδημοκρατία και Φασισμός», στην ΚΟΜΕΠ τ. 6/2009, σελ. 124
6 Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Θ, σελ. 268
7 Χρήστος Μπαλωμένος, «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», στην ΚΟΜΕΠ τ. 4-5/2012, σελ. 162
8 Ο.π., σελ. 164
9 Antony C. Sutton, «Wall Street and the rise of Hitler», εκδ. «Clairview», 2010, σελ. 99 ε.ε.
10 Jeremy Noakes & Geoffrey Pridham, eds., «Nazism 1919-1945, Vol. 1, The Rise to Power 1919-1934», εκδ. University of Exeter Press, Exeter, 1998, σελ. 94-95
11 Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1939, Τόμος Α2, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 378
12 Πάλμε Ντατ, «Φασισμός και κοινωνική επανάσταση», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013, σελ. 183-184
13 Γκίκας, «Η στάση της σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στο φασισμό», στην ΚΟΜΕΠ τ.1/2014, σελ. 145
14 Ουίλιαμ Φόστερ, «Ιστορία των τριών Διεθνών», εκδ. «Γνώσεις», Αθήνα, σελ. 479
15 Ντοκουμέντο EC-439 (Πρακτικά Δίκης Νυρεμβέργης) και Josiah Dubois, «Generals in Grey Suits», εκδ. Bodley Head, 1953, σελ. 323


Displaying 4 Comments
Have Your Say
  1. Επιστολή προς τον Λένιν του σοσιαλδημοκράτη Δρ. Λιπ ( dr Lipp) ως επίτροπος ( υπουργού) των εξωτερικών της Βαυαρίας κατά την Γερμανική επανάσταση του 1919.
    Το ιστορικό είναι ο επικεφαλής ( πρωθυπουργός της Βαυαρίας ) σοσιαλδημοκράτης Χόφμαν έφυγε για το Βερολίνο για να ζητήσει βοήθεια για την καταστολή της εξέγερσης των εργατικών συμβουλίων , αλλά ταυτόχρονα δεσμευόνταν από την διεκηρυγμένη άποψη μέρους των σοσιαλδημοκρατών που ήθελαν σώνει και καλά να ανεξαρτοποιηθεί η Βαυαρία από την Γερμανία. Μέσα σε αυτό το κλίμα διχασμού των σοσιαλδημοκρατών ( αντεπαναστάτες έναντι των επαναστατκών εργατικών συμβουλίων που κυριαρχούσαν στην Βαυαρία , αλλά ταυτόχρονα και των όσων ήθελαν την ανεξαρτοποίηση της Βαυαρίας απ το Βερολίνο και για τούτο προσέγγιζαν τα επαναστατημένα εργατικά συμβούλια ), μέσα αυτό το κλίμα διχασμού ο Βαυαρός σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Χόφμαν
    παγιδεύτηκε σε όρους απόφασης στο Βερολίνο. Πίσω του στην Βαυαρία , άφησε τον Δρ. Λίπ που έγραψε στον Λένιν, η επιστολή υπάρχει. » Το προλεταριάτο της Άνω Βαυαρίας είναι ευτυχισμένα νικηφόρο … Όμως αυτός ο φυγάς ο Χόφμαν μου έκλεψε το κλειδί του υπουργικού καμπινέ μου».
    Αυτά έγιναν τον Μάρτιο του 1919.
    Στις 13 Απριλίου Κυριακή του 1919 ο Χόφμαν γύρισε από το Βερολίνο βοηθούμενος και συνοδευόμενος από τα παραστρατιωτικά Frei Korps 25000 άνδρες περίπου – τα φασιστοειδή αποβράσματα του ηττημένου Γερμανικού στρατού και κάθε ποινικού εγκληματία που αφέθηκε ελεύθερος- κατέλαβε κεντρικά κτίρια του Μονάχου ( πρωτεύουσα της Βαυαρίας) και τοιχοκόλησε ανακοινώσεις που ανήγγειλαν την ανατροπή του επαναστατικού εργατικού συμβουλίου.
    Οι ένοπλοι επαναστατημένοι εργάτες βοηθούμενοι και από στρατιώτες απέκρουσαν τα frei korps αλλά η επαναστατική κατάσταση διασώθηκε κατά τύχη , γιατί οι σοσιαλδημοκράτες
    που προσέβλεπαν στα εργατικά συμβούλια για την ανεξαρτοποίηση της Βαυαρίας, προσδέθηκαν στο άρμα του Χόφμαν, με στόχο όπως και τα κατάφεραν να πνίξουν την επανάσταση.
    Μέσα στα παραστρατιωτικά φασιστοειδεί τμήματα εκείνη την εποχή στο Μόναχο ήταν και η βασική ομάδα των μετέπειτα ναζιστών.
    Το σύνταγμα της ανακηρυχθείσης από τον Σοσιαλ Δημοκράτη Έμπερτ τον Νοέμβριο του 1918 δημοκρατίας της Βαϊμάρης για να προφτάσει την ανακύρηξη της επαναστατικής δημοκρατίας, (νομικό κείμενο του Γερμανοεβραίου Νομομαθούς Ούγκο)Πρό’ι’ς), στο άρθρο 48 περί εξουσιοδότησης , έδινε δικαίωμα στον πρόεδρο της δημοκρατίας ( το 1933 ήταν ο Γηραιός κορακοζώητος και σε πιθανή γεροντική άνοια στρατηγός Χίντεμπουργκ).. που έδωσε την εξουσιοδότηση διακυβέρνησης στους Ναζιστές , οι οποίοι τα προηγούμενα χρόνια από το 1923 είχαν έρθει σε επαφή με το μεγάλο κεφάλαιο, Ζήμενς, Τύσσεν, Χούλγκεμπεργκ, Χολσμπά’ι’ν ( ο χρηματοδότης της δημιουργίας του Νταχάου στην Βαυαρία), και με ορισμένους στρατιωτικούς ( Λούντετόρφ και άλλους που δημιούργησαν θέσεις σταρτηγών στο στρατό για τους απογόνους τους).
    Οι σοσιαλδημοκράτες της επαναστατημένης Γερμανίας , έγραφαν για τα κλειδιά των υπουργικών καμπινέδων στον Λένιν. Και εξηγείται έτσι η χαμένη Γερμανική επανάσταση και τα μετέπειτα δημοκρατικά επιτεύγματα του πληθωρισμού των 100 τρισεκατομμυρίων το 1923 της ανεργίας του 50%, των εγκαταλελειμένων νηπίων και παιδιών στους δρόμους των Γερμανικών πόλεων και της γενικευμένης πείνας, της μαζικής διάδοσης της μορφίνης με κρατική βοήθεια για την ανακούφιση των πολιτών απ την κακουχία.. και λογική κατάληξη τον Ναζισμό.
    Για το σφύριγμα της λήξης της Δημοκρατίας ο πρωθυπουργός οικονομολόγος Δρ, Μπρίνινγκ εφάρμοσε ένα θηριώδες αντιπληθωριστικό πρόγραμμα ( τα απομνημονεύματά του ήταν σαφή ) με στόχο την αναγκαιότητα επανάκαμψης της πρώσσικης αυτοκρατορικής διακυβέρνησηςστην Γερμανία και την επανάκαμψη του αυτοκράτορα Κάιζερ ( που είχε φύγει στην Ολλανδία μετά τη Γερμανική ήττα του 1918).
    Ο προγραμματισμός δούλεψε ρολόι και πλήρως , απλά αντί του πρώην αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β – Κάιζερ- προέκυψε ο κίναιδος χρόνια στο Μόναχο και ανεπάγγελτος με ποινικό εγκληματικό μητρώο Γερμανοαυστριακός Αδόλφος Χίτλερ.

  2. Ο/Η Η τέχνη και το αυγό του φιδιού λέει:

    O Ιταλικός κινηματογράφος , στις μεγάλες του στιγμές και με σκηνοθέτη το μεγαλοαστό »κόκκινο κόμη του Μοντρόνε» κομμουνιστή Λουκίνο Βισκόντι , που και ο ίδιος είχε καταβασανισθεί απ τον Ιταλικό φασισμό και τον Γερμανικό Ναζισμό και απέδρασε από Ναζιστική φυλακή , έδωσε την μοναδική ολοκληρωμένη εκδοχή στην κινηματογραφική τέχνη , για το φαινόμενο του Ναζισμού και την άνοδο των Ναζί στην Εξουσία με το φίλμ : »Οι καταραμένοι» .
    Σαφώς ήθελε να προσδιορίσει , και από το μεγαλοαστικό του ύψος , και με κριτήρια τέχνης , τον ειδικό κοινωνικό καθορισμό που σηματοδοτούσε στην πολιτική εκδοχή του πολιτισμού ο Ναζισμός.
    Μια άλλη απόπειρα στην κινηματογραφική τέχνη του Αμερικανικού κινηματογράφου με το φίλμ » Καμπαρε » παρμένο απ το μυθιστόρημα του Αλεξάντερ Ίσεργουντ : Good bye Berlin – αντίο Βερολίνο- και αυτή σημαντικότατη προσπάθεια του σκηνοθέτη Μπόμπ Φός, με υπόβαθρο και την εξαίρετη μουσική της ταινίας εν τούτοις είναι λιγότερο αποκαλυπτική και διερευνητική σε βάθος και κοινωνικό αποκαλυπτικό πλάτος σεναριακά. Μένει κάπως σε μια ρηχή θεώρηση να βλέπει το πολιτικό στοιχείο σαν στιγμιαία υπερδομή και μόνο του κοινωνικού υποβάθρου.

  3. Θα πρέπει όμως να μην είναι άγνωστο το γεγονός ότι τα ταμειακά διαθέσιμα της Τραπέζης της Ελλάδος τα χρόνια 1937-1940 , ήταν τεράστια από την απορρόφηση των Ελληνικών καπνών από την Ναζιστική Γερμανία- στην βάση του Κλήρινγκ ( πληρωμή τοις μετρητοίς στους παραγωγούς και εμπόρους ) για την εισαγωγή πολεμικού εξοπλισμού στην Ελλάδα απ την Γερμανία. Στην Γερμανική Κεντρική τράπεζα που διήυθυνε μετά το 1935 ο Γιάλμαρ Σάχτ ,προέκυπτε πάντα πλεόνασμα υπερ των Ελληνικών καπνών και πρώτων υλών που εξήγαηε η Ελλάδα στην Γερμανία.
    Πλέον η Πυρκάλ – η Ελληνική εταιρεία Πυριτιδοποιείου- Καλυκοποιείου- το 1938 ήταν η μεγαλύτερη πολεμική Βιομηχανία της Ανατολικής Μεσογείου , με Γερμανική τεχνογνωσία. Και βέβαια οι πωλήσεις εξοπλισμού της Πυρκάλ στους Ισπανούς εμφύλια σπαρασόμενους , ήταν χρυσορυχείο για την Τράπεζα της Ελλάδος της οποίας τα αποθεματικά σε συνάλλαγμα και χρυσό διογκώθηκαν.
    Και οι κοντραμπατζίδικες μεταφορές των προιόντων της Γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας- επί συγκαλύψει- στους Δημοκρατικούς Ισπανούς που είχαν τον χρυσό του κράτους ,για όφελος και των Γερμανών Ναζί και της Ελληνικής ναυτιλίας ήταν μεγάλα κονδύλια.
    Και το Ελληνικό κράτος- η κυβέρνηση Μεταξά- ανέλαβε το 1 δισεκατομμύριο δραχμές πιστώσεις της Πυρκάλ , όταν οι τράπεζες και δή ο Αλέξανδρος Κορυζής και οι μέτοχοι , έπαψε να εγγυάται υπερ της Πυρκάλ, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Δροσόπουλου.
    Το δόγμα του Γερμανού κεντρικού Τραπεζίτη ( Γιάλμαρ Σάχτ), ήταν από το 1935 , ότι : θα συνεργαζόμαστε με όποιον συνεργάζεται μαζί μας και με όποιον μας πληρώνει ( Αυτό είναι το Κλήρινγκ).
    Δεν πρέπει να θεωρούμε ότι έμεινε η Ελλάδα ως χώρα και η Τράπεζα της Ελλάδος των ετών 1936-1940 οικονομικά δυσαρεστημένη από την άνοδο των Ναζί στην Γερμανία, για τούτο και ένας προβληματισμός στους Ναζί αν θα έπρεπε να επιτεθούν στην Ελλάδα – η απόφαση πάρθηκε την 18 Δεκεμβρίου του 1940 και αφορούσε όλα τα Βαλκάνια μαζί με την Ελλάδα. Και έτσι εξηγείται και το παράπονο κάπως της Γερμανικής Διπλωματίας απέναντι στην Ελλάδα και την προσπάθεια ουδετερότητας του Μεταξά , ουσιαστικά την ειλημένη απόφαση της Μεταξικής κυβερνήσεως για το ότι το συμφέρον της Ελλάδος ήταν γεωστρατηγικά συνδεδεμένο με την Αγγλία . Και στην πρόβλεψη της επερχόμενης σύγκρουσης Γερμανικού και Αγγλικού συγκροτήματος η Ελλάδα θα συντασόνταν με την Αγγλία.
    Σε όρους μιας μεταπολεμικής πολιτικής φιλολογίας και διεθνών απαιτήσεων και εκδουλεύσεων μεταξύ των κρατών, οι Γερμανικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, δεν απεμπόλησαν ποτέ το δικαίωμα να επικαλούνται την βοήθεια που προσέφερε η Γερμανική οικονομία από το 1935 και μετά στην Ελλάδα με την απόφαση για την απορρόφηση των Ελληνικών καπνών μέσω κλήρινγκ, όταν οι άλλες συμμαχικές χώρες Αγγλία – Γαλλία αρνήθηκαν να απορροφήσουν μεγάλο όγκο των Ελληνικών καπνών. Και μαζί δεν απεμπόλησαν ποτέ το δικαίωμα οι Γερμανοί μεταπολεμικά να υπενθυμίζουν στην Ελλάδα τα συναλλαγματικά και εμπορικά οφέλη που απεκόμισε η Τράπεζα της Ελλάδος και η χώρα ουσιαστικά από την συνεργασία της Γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας με την Ελληνική κυρίως Πυρκάλ και τα μεταφορικά οφέλη της Ελληνικής ναυτιλίας από τις μεταφορές των ναζιστικών ( Γερμανικών ) πολεμοφοδίων μετά το 1936 στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο. Η εξάρτηση από την Γερμανική τεχνογνωσία κατά πολύ της Ελληνικής μεταπολεμικής βιομηχανικής προσπάθειας ( siemens, Krupp, Basf, κλπ ).. εδώ θα πρέπει να βρεί και ένα τμήμα της εξηγησής της, πέρα από βτην Αμερικανική παρέμβαση μετά το 1953 και την συμφωνία του Λονδίνου που διεγράφη το μεγάλο μέρος του πολεμικού χρέους της Γερμανίας προς τις Ευρωπαϊκές χώρες. Το όλο αυτό φαινόμενο πιστοποιήθηκε κύρια με την κυβέρνηση Παπάγου από το 1953 κύρια και κύριο λόγο έπαιξε ο Σπύρος Μαρκεζίνης ως ισχυρός Έλλην υπουργός και ο βίαιος γενικά όταν ήθελε να υποστηρίξει τα Γερμανικά συμφέροντα υπουργός και Καγκελάριος Έρχαρντ. Σε αυτό το κλίμα χρωστάει και την ηγεμονική παρουσία του στο Ελληνικό πολιτικό παρασκήνιο και επιχειρείν, ο Ιωάννης Βουλπιώτης , προπολεμικός γαμπρός από κόρη του Φρίντριχ Ζήμενς και μόνιμος εκπρόσωπος της Ζήμενς στην Ελλάδα από την δεκαετία του 1930, και εισηγητής για την δημιουργία των ταγμάτων ασφαλείας το 1943 στην κατοχική Ελλάδα.

  4. Η μεγάλη κόντρα , που οδήγησε το 1954 στην παραίτηση του Υπουργού συντονισμού Σπύρου Μαρκεζίνη επί αμοιβαίων βρισιών σε υπουργικό συμβούλιο με τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο, οφείλεται και στο επιθετικό ύφος και Αθηνοκεντρική εγωιστική διεκδικητική μέθεξη ως χαρακτήρας, του Σπύρου Μαρκεζίνη έναντι του πρωθυπουργού Παπάγου αλλά και σε μπερδέματα της εποχής κατόπιν της πίεσης που δεχόνταν η κυβέρνηση Παπάγου από την Γερμανική πλευρά για την βάθυνση των παρέμβασης της Γερμανικής βιομηχανικής και εμπορικής πρακτικής στην Ελλάδα.
    Από το 1953 όταν η HΠΑ, στο ΛΟνδίνο ουσιαστικά διέγραψαν τις Γερμανικές οφειλές προς τις άλλες χώρες ( και για την Ελλάδα) απ τις καταστροφές του πολέμου, από το 1953 και με την βοήθεια των ΗΠΑ οι Γερμανική πολιτική ( σύνορο η Γερμανία με το Ανατολικό μπλόκ ) έψαξε επισταμένα να βρεί τρόπους εξαγωγής της ουσιαστικά απαρχαιωμένης την δεκαετία του 1950 Γερμανικής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας. Και βρήκε και πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα.. ελέω της απολύτου εξάρτησης της Ελλάδος από την ΗΠΑ.
    Η Ελληνική στροφή κύρια για την βιομηχανική και λειτουργική υποβάθρωση της οικονομίαςς στον Γερμανικό παράγοντα , δεν είναι ανεξάρτητη της υποτίμησης ( μείωση ακριβέστερα) της δραχμής τον Απρίλη του 1953 ( 09/04/1953 Μεγάλη Πέμπτη) έναντι του παγκοσμίου αποθεματικού νομίσματος που ήταν το Δολλάριο από το 1944 και μετά την λήξη του Παγκοσμίου πολέμου. Η διαγραφή ουσιαστικά του πολεμικού χρέους που έφειλε η Γερμανία στις άλλες χώρες ( αρχικά το 1953 διαγράφηκε το μισό στο Λονδίνο) και η υποτίμηση της Ελληνικής δραχμής ( που έγινε μόνο αφού το επέτρεψαν οι ΗΠΑ στην Ελλάδα ), αποτελούν τα συμπληρωματικά μέτρα που πήρε ο Αμερικανικός παράγοντας , με στόχο και την ενίσχυση της Γερμανίας ( προκεχωρημένο φυλάκειο απέναντι στο Ανατολικό μπλόκ σύνορα με Ανατολική Γερμανία και Πολωνία) , αλλά ταυτόχρονα και ικανοποίηση της μεταπολεμικής Αμερικανικής ψύχωσης για να μην πέσει η Ελλάδα στις αριστερές περιπέτειες ( πάντα στα πλαίσια του ψυχρού πολέμου).
    Ο ίδιος ο Σπύρος ο Μαρκεζίνης πανίσχυρος πληρεξούσιος ουσιαστκά του Παπάγου ως υπουργός ( και πολλέςφορές αυτονομημένος απ απ τον Παπάγο ως υπουργός), ο ίδιος ο Μαρκεζίνης υπέγραφε εμπορικές συμβάσεις με την Γερμανία
    χωρίς την γνώση της διπλωματικής Ελληνικής υπηρεσίας στην Βόννη και του ίδιου του Πρέσβη. Και όχι μάλιστα αυτό αλλά σε κάποια περίπτωση πρώτα υπέγραψε την εμπορική συμφωνία , αφού πρώτα ζήτησε απ τον πρέσνη της Ελλάδος στην Γερμανία να μην ανακοινώσει τίποτα στο Ελληνικό υπουργείο εξωτερικών, παρά μόνο την άλλη μέρα και αφού είχε υπογράψει την εμπορική συμφωνία με τον Γερμανό υπουργό Έρχαρντ. Το όλο αυτό πλέγμα σχέσεων αλλά και της υπερδιπλωματίας που ασκούσε ο Μαρκεζίνης και των δεσμεύσεων της χώρας , δεν άργησε να φέρει τα αποτελέσματά του, τηρουμένης και της προσωπικής αδιαλλαξίας ως άτομο του Μαρκεζίνη, και επέφερε την οξεία αλληλοβριστική αντιπαράθεση με τον Παπάγο, όταν ο ΜΑρκεζίνης χτύπησε το χέρι του πάνω στο τραπέζι ( πήγε να σπάσει το τραπέζι απ την δύναμη του μικρόσωμου ΜΑρκεζίνη ) και αρπάχτηκε ο Παπάγος τον επέπληξε δριμύτατα τσακωθήκανε βριστήκανε στα Ελληνικά ( όχι στα Γαλλικά που ήξερε ο Παπάγος μια και είχε σπουδάσει στην στρατιωτική σχολή του Βελγίου).. και ο Μαρκεζίνης έφυγε απ το υπουργικό συμβούλιο στο κτίριο της Βουλής , μονολογώντας : » να μου κοπούν τα πόδια αν ξαναπατήσω εδώ μέσα ». Σημείωση : Και δεν ξαναπάτησε όντως παρά 19,5 χρόνια αργότερα 40 μέρες πρίν το ΠΟλυτεχνείο του 1973 , και τάκανε θάλασσα και ανεμόμυλο χωρίς πανιά ως δοτός πρωθυπουργός του στρατιωτικού καθεστώτος.
    Ο Παπάγος μετά την τσακωμάρα με τον Μαρκεζίνη, έφυγε εκνευρισμένος από το υπουργικό συμβούλιο, πήγε δύσθυμος στο σπίτι του στην Κηφισιά, μπήκε μέσα και είπε στην συζυγό του : » τσακώθηκα με τον Μαρκεζίνη», κατά αφήγηση του υιού του Λεωνίδα Παπάγου. Μπαίνοντας στην αυλή του σπιτιού του ο Παπάγος τον είδε ο αγαπημένος σκύλος του και γαύγισε κάπως συνεσταλμένα και ο σκύλος, διαισθανόμενος την βαρεία ατμόσφαιρα η οποία κατείχε τον κύριο του.
    Κάποιο επίμαχο έγγραφο σχετικά με κάποιες Ελληνο- Γερμανικές συμφωνίες που τότε κυκλοφορούσε και το ψάχνανε μέσα σε συρτάρια γραφείων τωνοικονομικών υπουργείων και του υπουργείου εξωτερικών στην Ελλάδα, τελικά βρέθηκε αργότερα ως φάντασμα στο συρτάρι του γραφείου του τότε υπουργού Στέφανου Στεφανόπουλου.
    Όλα παίζανε τελικά στο όλο σκηνικό της αλληλοβριστικής τσακωμάρας Παπάγου και Μαρκεζίνη. Και η Αμερικανική παρέμβαση, και η Γερμανική προσπάθεια διείσδυσης στην Ελλάδα, και η ανοργανωσιά της κυβέρνησης Παπάγου και η διεκδικητικότητα και ο ναρκισισμός του Σπύρου Μαρκεζίνη, και στο τέλος στεναχωρήθηκε και ο αγαπημένος σκύλος – φύλακας του Παπάγου που είδε το αφεντικό του σκεπτικό και στεναχωρημένο να μπαίνει στο σπίτι του στην Κηφισιά που πήγε κατ ευθείαν μετά τον τσακωμό.
    Κάποια εποχή αργότερα ο Γερμανός Έρχαρντ σε ταξίδι του στην Ελλάδα παρουσίασε ένα περίεργο άτυπο χαρτί σε κάποια αίθουσα με Έλληνες δημοσιογράφους και τους είπε ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται γιατί αποτελούν δέσμευση.
    Τα όσα Ελληνογερμανικά τεκταινόμενα μεταξύ – Κονδύλη- Μεταξά- Φον Κανάρη- Γεωργιου Β- Τζών Θεοτόκη- από το 1935 και της απορρόφησης των Ελληνικών καπνών απ την Γερμανία στην βάσει του Ελληνογερμανικού κλήρινγκ επί προμήθεια Γερμανικού οπλισμού απ την Ελλάδα… και τα όσα Ελληνογερμανικά των ημερών Παπάγου από το 1953 και μετά αλλά και όλη την δεκαετία του 1950… είναι στιγμές της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας σε διάρκεια 20-30 ετών ( παρεμβαλλομένου του Β παγκοσμίου πολέμου και της Γερμανικής στην Ελλάδα κατοχής 1941-1944).
    Τα Γερμανικά φανάρια σηματοδότες στους δρόμους των πόλεων, που ήταν εγκατάσταση της siemens για χρόνια από την εγκαταστασή τους , μετά τις 12:00 ώρα ή κάπου τότε το βραδυ , δεν λειτουργούσαν σε πράσινο ή κόκκινο αλλά αναβόσβειναν μόνο πορτοκαλί ως το πρωί. Και έτσι εύκολα τα νύχτια κυκλοφορούντα αυτοκίνητα ( όχι πολλά αρχικά τότε αλλά περισσότερα την δεκαετία του 1980 ) μπορούσαν να δικαιολογούν τα συγκρουόμενα. Για την ιστορία το πρώτο φανάρι σηματοδότης στην πρωτεύουσα τοποθετήυθηκε το 1953 στην Βασιλίσης Σοφίας μπροστά από το Νοσοκομειο Ιπποκράτειο στους Αμπελοκήπους. Το γιατί τα Γερμανικά siemens φανάρια- σηματοδότες αναβόσβηναν σαν φλάς αυτοκινήτου όλη την τις πρωινές ώρες μετά τα μεσάνυχτα στην Πρωτεύουσα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδος που είχαν τοποθετηθεί.. είναι ένα άλλο θέμα που δείχνει ότι η Γερμανική βιομηχανική τεχνολογία ήταν τόσο προωθημένη εφαρμοστικά όσο έχει σχέση με την νεότητα στις μέρες μας η Γωγώ Σαπουτζάκη.

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>