Των ταπεινών: Ο Τάσος ο Λιγούλης και ο Ανδρέας ο Όπερας
Πέρασαν μια ζωή σπρώχνοντας το σαραβαλιασμένο καρροτσίνι τους, αμπώνοντας μια ζωή γεμάτη στέρηση, πόνους, κόπους και ιδρώτα, χωρίς να βαρυγγομούν για τη τύχη την άδικη και μόνη παρηγοριά τους το κρασί το μαύρο το μπρούσκο από Βαρτζαμί, για να ξεχνάνε τους καϋμούς και τα βάσανα ….
Σκίτσο του Δήμου Μαλακάση δημοσιευμένο στην εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΛΕΥΚΑΔΑ
Αγόραζαν μια φρατζόλα από το φούρνο του Λιόντου, περνούσαν από το πατσατζίδικο του Θανάση του Κουφάκια και της Ζαΐρως γέμιζαν την πινιάτα με ζεστό πατσά και τραβούσαν για την ταβέρνα του Κόκκινου.
«Πάμε για μπέβε!» έλεγαν γιατί έπρεπε να στυλωθούν πριν ξεκινήσουν την βαριά δουλειά τους, πάντα με κέφι αστείρευτο, καθαρό, γεμάτο ειλικρίνεια.
Μοναδικό του κεφάλαιο το κάρρο ή καρροντσίνι με τις τρεις ξύλινες ρόδες, που στη περιφέρεια τους είχαν σιδερένιο στεφάνι για να μη τρώγεται το ξύλο.
Στο βάθος ένα κάρρο μεταφέρει μια κόφα για σταφύλια
Αφετηρία τους πάντα η παραλία να προλάβουνε τις μπενζίνες με τους χωριάτες από το Μεγανήσι, τη Ζαβέρδα, το Νυντρί.
Οι πατούσες του Τάσου του Λιγούλη καθώς πάντα περπατούσε ξυπόλυτος είχαν πετσώσει, είχανε κάνει μια χοντρή κρούστα που στράβωνε ακόμη και πρόγκες!
Λιγόλογος και πάντα εξυπηρετικός για να βγάλει εκείνο το μεροδούλι των λίγων δραχμών, παίρνοντας παραγγελιές, μεταφέροντας βαλίτζες ταξιδιωτών, κολώνες πάγου από την Ηλεκτρική, βαγένια που κατέβαζαν από τα χωριά για καλαφάτισμα και κάθε είδους εμπόρευμα που χρειάζονταν μεταφορά από την παραλία στον Άη Μηνά και αντίστροφα.
Λένε πως ο Τάσος ο Λιγούλης λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να μην τον βάλουν ούτε στην πιο φτηνή κάσσα, αλλά πάνω στο σαραβαλιασμένο καρροντσίνι του να τον πάνε εκεί στο Νεκροταφείο για να πάρουν τέλος τα βάσανα και οι πόνοι της άχαρης ζωή του.
Όμως άφησε πίσω του τον Αντρέα, εκείνο το ήσυχο, μελαγχολικό ανθρωπάκι με τις καταπληκτικές μουσικές προτιμήσεις.
Είχε μια έμφυτη κλίση ο Αντρέας ο Όπερας στις άριες από πολλές όπερες, που τραγουδούσε άψογα χωρίς κανένα λάθος στο λιμπρέτο.
Πρόγραμμα Συναυλίας Φιλαρμονικής Λευκάδας 1958
Τραγουδούσε και ζούσε το δραματικό στοιχείο του Ριγολέττου, της Αΐντας, του Κουρέα της Σεβίλλης και τον έβλεπες να δακρύζει λες και ζούσε όλα εκείνα τα δράματα που μόνο εκείνος γνώριζε…
Τακτικός θαμώνας σε όλες τις πρόβες της Φιλαρμονικής, να παρακολουθεί με προσοχή τις οδηγίες του Μαέστρου, να προσέχει τα φάλτσα, να απολαμβάνει την αρμονία…
Και όταν προς το τέλος της ζωής του δεν μπορούσε να σπρώξει το βάρος από το καρροτσίνι του, πήγαινε σε λιτανείες και σε κηδείες προετοιμάζοντας το δικό του μεγάλο ταξίδι, «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον».
Αργότερα τα καρροντσίνια «εκσυχρονίστηκαν» με ρόδες λαστιχένιες από αυτοκίνητα, που κύλαγαν πιο εύκολα και γρήγορα.
Ο Σταύρος ο Ταγέγος πάντα πρόθυμος για κάθε μεταφορά είναι ίσως ο τελευταίος ιδιοκτήτης ενός τέτοιου τροχοφόρου.
Ο Σταύρος Ταγέγος μεταφέρει πάγο. Απέναντι το ψιλικαντζίδικο του Κώστα Καλυβιώτη
Όταν έφυγαν αυτοί οι σύγχρονοι Σίσυφοι, τα καρροντζίνια σάπισαν και πετάχτηκαν στα σκουπίδια, αυτά τα κειμήλια που είχαν μέσα τους την ιστορία του ανθρώπινου πόνου και την ομορφιά εκείνου του πηγαίου, αυθόρμητου και δουλευταρά Λευκαδίτη, που πέρασε μια δύσκολη ζωή μέσα σε πέτρινα χρόνια!
Ευτυχώς ένα απ’ αυτά διασώθηκε και βρίσκεται στο Μουσείο του Ορφέα για να θυμίζει στους παλιότερους εικόνες μιας άλλης εποχής…….
Μπάμπης Λάζαρης Φλεβάρης 2019