Υπάρχουν ακόμη οι παλιοί χάλκινοι ψεκαστήρες…
Υπάρχουν ακόμη σε κατώγια και αχυρώνες οι παλιοί χάλκινοι ψεκαστήρες πλάτης. Κειμήλια οικογενειακά, που κάνουν όμως με την κατάλληλη συντήρηση μια χαρά ακόμη τη δουλειά τους.
Όπως αυτός της φωτογραφίας που με τα έμπειρα χέρια του Γιώργου Β. έγινε ξανά λειτουργικός. Είναι ελληνικής κατασκευής. Η μεταλλουργία που τον κατασκεύασε είχε σήμα την άγκυρα και έδρευε στην Πάτρα, όπως και άλλες μεταλλουργικές εταιρείες που κατασκεύαζαν ή εισήγαγαν από το εξωτερικό την εποχή εκείνη ψεκαστήρες.
Ένας από τους Έλληνες κατασκευαστές ήταν το «εν Πάτραις εργοστάσιο Αδελφών Π. Πραποπούλων», που έκανε ψεκαστήρες «κατά μίαν οκά βαρύτεροι όλων των άλλων Ευρωπαϊκών διότι περιέχουν χαλκόν μεγαλυτέρου πάχους … που ισοδυναμεί με αξίαν πέντε (5) δραχμών, τας οποίας ωφελείται ο αγοράζων…».
Υπήρχαν όμως και άλλοι που εισάγονταν, όπως οι χάλκινοι ψεκαστήρες Βερμορέλ (Vermorel), με πολλές διεθνείς βραβεύσεις.
Οι ψεκαστήρες αυτοί χρησίμευαν παλιά για το ράντισμα, κυρίως, των πολυάριθμων αμπελώνων που ήταν διάσπαρτοι σε όλο το νησί της Λευκάδας. Γράφει στο πόνημά του «Σεργιάνι στη Λευκάδα του χθες» ο Θοδωρής Γεωργάκης για το ράντισμα των αμπελιών:
«Από τον Μάιο άρχιζαν τα ραντίσματα με χαλκό. Ο χαλκός ήταν η γνωστή γαλαζόπετρα, διαλυμένη και ανακατεμένη με ασβέστη, προκειμένου να καταπολεμεί τον περονόσπορο. Το μείγμα δημιουργούνταν μέσα σε μεγάλα ξύλινα, ή σιδερένια βαρέλια. Μάλιστα, προκειμένου να δουν αν το μίγμα είχε την σωστή αναλογία σε χαλκό και ασβέστη, έβαζαν τον δείχτη του χεριού μέσα στο μίγμα και έσταζαν στο νύχι του μεγάλου δάχτυλου, μια σταλαγματιά. Αν η σταλαγματιά έμενε σταθερή, θεωρούσαν ότι το μείγμα είχε την σωστή δοσολογία και ήταν έτοιμο για ράντισμα με την ψεκαστήρα, την οποία κρεμούσαν, οι χωρικοί, στην πλάτη τους και ράντιζαν το αμπέλι.
Η εναλλακτική χρήση του ψεκαστήρα για το άσπρισμα της αυλής (Πηγή: sfakiotes.gr)
Την γαλαζόπετρα, προκειμένου να την μετατρέψουν σε σκόνη, την έτριβαν πάνω σε λείες επιφάνειες με μια ογκώδη στρογγυλή πέτρα, την χαλκόπετρα. Τα ράντισμα, γίνονταν, τουλάχιστον πέντε-έξι φορές μέχρι τον τρύγο, ιδιαίτερα όταν υπήρχαν καλοκαιρινές βροχές, οι οποίες ευνοούσαν τον περονόσπορο».