Ο Γιούργας γαμπρός στο Φτερνό… (Του Θοδωρή Γεωργάκη – Παποράκη) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τρ, Νοε 26th, 2019

Ο Γιούργας γαμπρός στο Φτερνό… (Του Θοδωρή Γεωργάκη – Παποράκη)

53_fterno

Του Θοδωρή Γεωργάκη (Παποράκη)

(To παρόν ηθογραφικό διηγηματάκι ανήκει στον Βαγγέλη Γληγόρη ή Γατσούλη, απ’ το Σπανοχώρι των Σφακιωτών. Η οικογένειά του μου παρέδωσε το προσωπικό αρχείο του αείμνηστου ξωμάχου, μα και λαϊκού διανοητή «Μπάρμπα Βαγγέλη» και δημιούργησα, με προσωπική δουλειά, ταξινόμηση, και μερική αποκατάσταση των χειρογράφων του ΒΓ, το βιβλίο με τίτλο «Μας τράταρες ζωή…», το οποίο μάλλον η οικογένειά του θα εκτυπώσει και θα κυκλοφορήσει. Πρόκειται για ένα θαυμάσιο βιβλίο, 150 περίπου σελίδων, ποιημάτων και πεζών του ΒΓ, ενός ανθρώπου καταπληκτικού, που άφησε βαριά αποτυπώματα στη λατρεμένη του Μάνα Γη, ξωμάχικα, αγωνιστικά και πνευματικά, όχι μόνο στον χώρο των Σφακιωτών, αλλά σε ολόκληρο το νησί της Λευκάδος…)

************************************************************************

Ένα τσούρμο παιδιά στην μικρή πλατεία του χωριού ξεφώνιζαν με τον δικό τους τρόπο την είδηση. Η Βδοκία του Σταμάτη τα κυνηγούσε και τα πάλευε με βρωμόλογα. Της είχαν πάρει, κατά πως έδειχνε, την αποκλειστικότητα, που σε αυτές τις περιπτώσεις η γεροντοκόρη ενημέρωνε την μικρή κοινωνία του χωριού… Ήθελε τον ερχομό του Γιούργα, να τον αναγγείλει αλατοπιπεριασμένο από πόρτα σε πόρτα με το δικό της στόμα… Τα παιδιά δεν την καταλάβαιναν… Είχαν μπει, κατά λάθος, σε δικά της χωράφια και την αντικαθιστούσαν. Φώναζαν και ξεφώνιζαν: «Ακούστε, ακούστε, ήρθε απ’ την Αμερική ο Γιούργας, ο αδερφός του Νικολού». Η Βδοκία ξωπίσω τους, πιο αργοπορημένη έδινε τις λεπτομέρειες. Γείτονες και χωριανοί μπαινόβγαιναν στο μικρό σπίτι του Νικολού να καλοσωρίσουν τον μετανάστη που έλειπε είκοσι χρόνια! Ο καθένας ρωτούσε για τους δικούς του ανθρώπους στην Αμερική! Και ο Γιούργας προφέροντας λαθεμένα την μητρική του γλώσσα, απαντούσε συχνά-πυκνά ένα «γιες», καταλήγοντας στην δική του ιδιαιτερότητα. Εγώ, έλεγε, γύρισα να παντρευτώ, δούλεψα σκληρά, στερήθηκα, μα γύρισα ματσωμένος… Πολλά, πολλά λεφτά, δόξα τον θεό, μια καλή κοπέλα θέλω, να ζευγαρώσουμε και να πάμε μαζί το υπόλοιπο της ζωής μας…

Είχε ρίξει το δόλωμα και περίμενε τώρα προτάσεις. Οι μέρες, ωστόσο, περνούσαν και κανένα ενδιαφέρον για τον Γιούργα δεν έδειχνε το χωριό. Στολίζονταν, ξοδιάζονταν και περίμενε… Πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία γιορταλαμμένος, κάνοντας πολλούς σταυρούς στο εικονοστάσι. Άναβε το κερί και τέλος φούχτωνε στις βαθιές τσέπες του παντελονιού του ένα μάτσο χαρτονομίσματα και έριχνε απλόχερα δυο-τρία κομμάτια στο προσκυνητάρι… Ξεκούμπωνε το σακάκι του επιδεικτικά, ήθελε να φανεί το γιλέκο με τις κρεμαστές γυαλιστερές αλυσίδες, που στην άκρη τους κρατούσαν κομποδεμένα το ρολόϊ, που πρόβαινε κάθε λίγο και λιγάκι, υποτίθεται να δει την ώρα… Ένας φιόγκος γύρω απ’ το μεταξένιο πουκάμισο στον περίγυρο του λαιμού του δεν του πήγαινε… Έκανε τον λαιμό του να κρεμάει παχιές δίπλες του δέρματος και του έκρυβαν τον κόμπο… Άλλοτε πάλι κρεμούσε την γραβάτα του και την μισόκρυβε το πλατύ πουλόβερ, που βόλευε και το προκοίλη του… Ήταν από τη φκιάση του κοντός, χοντρός και λιανοπόδαρος. Για να κρύβει την φαλάκρα του στο κεφάλι έβαζε καπέλο…

Οι κοπέλες του χωριού είχαν πάρει όλα του τα χούγια και δεν έβλεπαν στον Γιούργα τίποτα να συγκινηθούν… Ούτε νιάτα, ούτε μπόϊ… Σκόνταφταν λιγάκι μόνο στα λεφτά… Αλλά αναρωτιόντουσαν αν τα έχει και αυτά… Έτσι η απόρριψη ήταν γενική… Η Βδοκία, η γεροντοκόρη, δεν είχε πάρει ακόμη τις αποφάσεις της… Ο καιρός θα δείξει σκέφτονταν σε αυτά τα νυφοπαζαρέματα, που μπαινόβγαιναν και απασχολούσαν το μυαλό του Γιούργα… Ο γέρο Νικολός, ο αδερφός του ήταν αντίθετος… «Που θα την πάς την γυναίκα μωρέ, σακάτη, έλεγε στον αδερφό του τον Γιούργα… Νομίζεις πως θα βγω εγώ με την Βαγγέλω απ’ το δωμάτιο, να μπεις εσύ και όποια παστρικιά σου βρεθεί… Κούνια που σε κούναγε… Τόσα χρόνια στη ξενητειά ούτε μια στρούνα σου δεν λάβαμε… Τι γυρεύεις τώρα εδώ, ένα απλοχέρι σπίτι έχουμε… Περισσότεροι δεν χωράμε… Ήρθες μες στα γερατιά σου να μας φέρεις αγκούσες και στενοχώριες… Ποια θα σε πάρει μωρέ… Ποιά;»

Και η αλήθεια δεν άργησε να φανεί… Η Αμερική δεν βοήθησε καθόλου τον Γιούργα… Γύρισε ένας στεγνός, χασομέρης… Τον επέστρεψε σαν ακατάλληλο εμπόρευμα στην καταδίκη και την φτώχεια του… Δεν το δέχονταν, όμως αυτό ο Γιούργας… Δεν σήκωνε τα χέρια ψηλά… Πρώτα η γυναίκα και ύστερα όλα τα άλλα…. Σε αυτό ήταν ανυποχώρητος, άλλαζε σχέδια και έβαζε νέους στόχους… Θα διάλεγε τώρα τα πιο φτωχά και απομακρυσμένα χωριά… Εκεί θα έριχνε την πετονιά του και ότι προκύψει… Έτσι αποφάσισε και ένα πρωί Κυριακής, πολύ πρωί, στολισμένος και αποφασισμένος για αποτέλεσμα πήρε τον δρόμο για τα πίσω χωριά. Ταξίδευε με ταξί στο πίσω μέρος, όπως το συνήθιζαν οι επώνυμοι, αμίλητος και σκεπτικός… Ακούστηκε η ερώτηση του οδηγού: «Που πάμε;». Αυτή η ερώτηση του ταξιτζή τον αιφνιδίασε… Έμπαιναν στα μέρη ενός χωριού που δεν του άρεσε… Ποιο χωριό είναι αυτό, ρώτησε ο Γιούργας… Είναι το Κατωχώρι απάντησε ο ταξιτζής… Πάμε για το επόμενο αποκρίθηκε ο Γιούργας… Το επόμενο είναι το Φτερνό απάντησε ο ταξιτζής…

Έφτασαν στο κέντρο του Φτερνού. Κατέβηκε και πλήρωσε με μπουρμπουάρ! Ένας νεαρός τον οδήγησε στην εκκλησία που λειτουργούσε Κυριακή πρωί. Τώρα θα έδινε την γνωστή παράσταση και μπροστά στο προσκυνητάρι της εκκλησίας του Φτερνού! Πραγματικά… Τα μάτια όλων έπεσαν με απορία πάνω στον ξένο που πετούσε σαν τραπουλόχαρτα τα λεφτά στον παγκάρι της εκκλησίας… Άναψε το κερί του και στην στροφή, μια αθώα ματιά την ταξίδευσε στον γυναικωνίτη… Ο επίτροπος του πρότεινε θέση και ο Γιούργας την δέχτηκε προφέροντας το «γιες»… Σαν τελείωσε το εκκλησίασμα, ο ντόπιοι χαιρετούσαν δια χειραψίας το νέο επισκέπτη, που τιμούσε με την παρουσία του το χωριό τους… Ένας κάτοικος τον κάλεσε για καφέ στο σπίτι του! Είπαν το ένα, είπαν το άλλο και οι φιλοξενούμενος Γιούργας έκοβε και έραβε παινέματα… «Τι να κάμω, όμως όλα αυτά τα πλούτη… Ήταν να είμαι ακόμα αζευγάρωτος; Αλλά έτσι τα κάνουμε εμείς οι άνθρωποι… Πασχίζουμε για υλικά αγαθά και ξεχνάμε πολλές φορές το νόημα της ζωής…».

Ο ντόπιος δεν μιλούσε, μόνο άκουγε… Σε κάποιο σημείο που ο Γιούργας μιλούσε για σύντροφο, δεν κρατήθηκε… «Κμπάρε, του λέει, εγώ θα σε προξενέψω…». Ένας μορφασμός συγκατάθεσης, που τον συμπλήρωνε με αποδοχή, λες να άνοιξαν τώρα οι ουρανοί και την πρόταση την έκλεισε με ένα «γιες»… Ο Παντελής ο οικοδεσπότης δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει… Ο Γιούργας ανυπομονούσε… «Κάνε αυτό το ψυχικό Κμπάρε και εγώ θα σε ανταμείψω… Έμαθα πως το χωριό σας έχει καλές κοπέλες, διάλεξε μία για μένα και να ξέρεις πως την ακουμπάς σε δυνατά χέρια… Δεν θα σε απογοητεύσω…». Έριξε μα ματιά στο ρολόϊ του και προσποιήθηκε πως τον περιμένει ο ταξιτζής για επιστροφή! Άλλο ένα ψέμα, για τον σκοπό που αγιάζει τα μέσα… Εγώ σε τρεις μέρες το πολύ θα ξανάρθω, και πρόσεξε, πρέπει να έρθω με βέρα, είπε χαριτολογώντας…

Άρχισε να σουρουπώνει, όταν επέστρεφε… Ο καιρός έδειχνε για βροχή… Ήταν ακόμη μακριά το Σπανοχώρι… Πιο κοντά ήταν η καλύβα του Γατσούλη στα Γερακάρια, κοντά στους Καρυώτες… Κοντά σε τούτο το χωριό φύλαγε τα προβατάκια του, πριν φύγει για την Αμερική, και το γνώριζε καλά… Στο χωριό τα λυχνάρια στα σπίτια πρόδιδαν πως υπήρχε κόσμος στις γωνιές στην φωτιά… Είχε φθάσει κοντά σε ένα σπίτι. Έριξε ένα σφύριγμα και περίμενε ένα τρίξιμο πόρτας και ένα γαύγισμα σκύλου. Μια φωνή από μέσα ρωτούσε ποιος είναι… «Δέστε τον σκύλο και έρχομαι», απάντησε ο Γιούργας… Σαν πλησίασε κοντά τον αναγνώρισε ο Γιώργος, το πρώτο παιδί του σπιτιού… «Ο κυρ Λίας…», φώναξε… Τον θυμήθηκε μικρό παιδί τότε ο Γιώργος, πριν είκοσι χρονιά να φυλάει τα πρόβατά τους ο Γιούργας, πριν φύγει για την Αμερική, γύρω απ’ το σπίτι τους… Τώρα τον έβλεπε μπροστά του ένα ηλικιωμένο νυχτοκόπο. Κάθισε στην αναμμένη φωτιά και τότε έσκασε το ψέμα που είχε σκαρφιστεί… Δεν ήθελε κανείς ακόμη να μάθει τα χνάρια του και τις σκέψεις του προς τα πού πάνε… «Εκεί πιο πέρα απ’ το σπίτι σας είναι τα δικά μας χτήματα, στο κέντρο υπάρχει ακόμα η καλύβα άσκεπη και μισογκρεμισμένη. Εκεί πέρασα από μικρό παιδί μέχρι που έφυγα για την Αμερική. Σκέφτομαι πάντα πως είχα πρόβατα. Απόψε νοιώθω πως ζω μια βραδιά σαν εκείνες… Τον πήρε το παράπονο και σταμάτησε…». Έπειτα πεινασμένος καθώς ήταν άρπαξε την προμάδα, που του έφτιαξαν στην φωτιά και την κολοκύθα με το κρασί, έριξε το κρασί στο ψημένο ψωμί και έφτιαξε μια τέλεια κρασόσουπα! Οι ευχές και τα ευχαριστώ του Γιούργα ικανοποιούσαν τα παιδιά, που τώρα του έστρωναν κρεβάτι πάνω σε τεκιασμένο ξερό χορτάρι με σαγιάσματα, όπως παλιά… Ξάπλωσε να κοιμηθεί, μα το μυαλό του πλέον ήταν κολλημένο στο Φτερνό…

Το πρωινό, σαν ξύπνησε ρώτησε τα παιδιά τι τρώνε και πήρε διάφορες απαντήσεις. Σήμερα, είπε ο Γιούργας, θα φάμε μπαζίνα για πρωινό! Είπε στα παιδιά να βάλουν την μεγάλη παδέλα στην φωτιά και να φέρουν καλαμποκάλευρο και 2-3 κρεμμύδια… Έπλυνε πρώτα τα πιάτα… «Μην ανησυχείτε, είπε στα έκπληκτα παιδιά που τον έβλεπαν να πλένει τα πιάτα, στην Αμερική αυτή ήταν η δουλειά μου…». Ετοίμασε την μπαζίνα ζεστή-ζεστή με το τηγανισμένο κρεμμύδι, αν είχε και λίγο πετιμέζι θα έβαζε, σκέφτηκε, έφαγε μαζί με τα παιδιά και τα χαιρέτησε: «Πέρασα ωραία μαζί σας, τώρα θα κατέβω στην πόλη…».

Ένας μακρύς δρόμος τώρα τον περίμενε, που τον οδηγούσε στο Φτερνό! Το σπίτι του Παντελή ήταν στο κέντρο του χωριού και ξοδεύτηκε σε πολλές καλημέρες μέχρι να φτάσει εκεί. Είδε την πόρτα ανοιχτή και το χάρηκε. Η Πηνελόπη πρόβαλε απ’ την πίσω πόρτα με ένα κατσαρόλι γάλα στο χέρι. Μια χειραψία μαζί της και μια καλημέρα, ρωτώντας την αν είναι μέσα ο Παντελής. «Εδώ είναι», απάντησε η Πηνελόπη και θα τα πείτε, ακουμπώντας το κατσαρόλι με το γάλα στο γκαζάκι. Ο Γιούργας της έδινε μια τσάντα με ψάρια, που αγόρασε απ’ την χώρα! Καλέ τι έκανες εκεί του είπε η Πηνελόπη και ο Γιουργας θριαμβευτής έφτιαχνε τον κόμπο της γραβάτας του… Η γυναίκα του πρόσφερε καρέκλα και πρόσθεσε «να σου φτιάξω καφέ, η να σου βάλω γάλα»! «Αν περισσεύει γάλα το προτιμώ», απάντησε. Ο Παντελής βγήκε ξυρισμένος και φρεσκοχτενισμένος, πλησίασε τον Γιούργα και άρχισε αμέσως: «Έκαμα κουβέντα, του λέει… Πατέρα δεν έχει, πέθανε πριν χρόνια. Τι να σου κάνει μια χήρα μάνα… Φτώχεια και κλείσιμο μέσα… Γι αυτό και η κοπέλα ξέμεινε… Όχι πως την πήραν και τα χρόνια, εγώ με το κριτήριό μου σας βλέπω περίπου συνομήλικους!». Ο Παντελής μιλούσε και οι μαρτυρίες του πλήγωναν τον υποψήφιο γαμπρό…

«Θέλει, όμως, συνέχισε, να μάθει και τα δικά σου… Δεν μένει παρά το βράδυ, που θα πέσει το σκοτάδι να την καλέσουμε εδώ να τα πείτε. Να μην μας πάρει χαμπάρι το χωριό και εκθέσουμε την κοπέλα!». Συμφώνησε ο Γιούργας. Η Πηνελόπη ρώτησε τι θα γίνουν τα ψάρια και ο Παντελής πρότεινε να δώσει την συνταγή ο Ηλίας, που τα έφερε, αλλά έκανε και κουζίνα στην Αμερική. Αυτά θα γίνουν το βράδυ που θα έχομε την Βαγγέλω…. Έτσι κι έγινε. Όλη την ημέρα την πέρασαν Παντελής και Πηνελόπη στο σύρε-έλα στο σπίτι της Βαγγέλως, που ήταν στην άκρη του χωριού. Ο Γιούργας μελετούσε τις σκέψεις του με τα υπέρρ και τα κατά…

Η Βαγγέλω είχε πλυθεί, είχε χτενιστεί και δοκίμαζε τα φουστάνια της. Διάλεγε το ένα σκούρο πράσινο, μακρύ, φαρδύ που θα σκέπαζε μέχρι τα νύχια των ποδιών. Στο κάτω μέρος οι κάλτσες πλεγμένες με τα ίδια της τα χέρια, απόκρυφες και μαύρες έφταναν πιο πάνω και απ’ το γόνα, δεμένες με πλατιές σκούρες λωρίδες. Στις πλάτες έπεφτε ένα μακρύ σάλι, που στις άκρες του κρεμούσαν κλώσα κομποδεμένα το ένα με το άλλο! Στο κεφάλι μια μάλλινη πράσινη μπέρτα, την άλλαξε μπροστά στον καθρέφτη με το κεφαλοπάνι που δεν της πήγαινε…

Σε λίγο η Μαρτιάτικη μέρα τελείωνε… Στο σπίτι του Παντελή όλα ήταν έτοιμα στην κουζίνα. Ο Γιούργας είχε τελειώσει με τα ψάρια. Ντύθηκε επίσημα, φόρεσε την γραβάτα του, έσιαξε το γιλέκο του με τα μπιχλιμπίδια, κάλυψε τη φαλάκρα του με ένα ψηλό καπέλο και πήρε θέση στο τραπέζι… Η ώρα πλησίαζε και η Πηνελόπη θα άνοιγε την πόρτα να μπει η μάνα και η κόρη… Υπήρξε, όμως, μια καθυστέρηση χωρίς εξήγηση. Ο Γιούργας σηκώθηκε απ΄το τραπέζι και με νευρικούς βηματισμούς πάνω κάτω δρασκέλισε το πάτωμα. Ξαφνικά ακούστηκε παραλλαμένη η φωνή της Πηνελόπης που άνοιγε τη πόρτα.

«Μπα, μπα, ομορφιές… Περάστε. Περάστε…». Ο Ηλίας Γιούργας άνοιξε πιο πολύ τα μάτια και το στόμα… Ο Παντελής έκανε τις συστάσεις… Η Βαγγέλω σήκωσε την μπέρτα του κεφαλιού και ένα πρόσωπο συμπαθητικό κοίταξε κατάματα τον άνθρωπο, που η μοίρα της έστελνε για σύντροφο… Ο Γιούργας προσπαθούσε να ανοίξει την γραβάτα, που νόμιζε πως τον έπνιγε… Ο Παντελής μπήκε στο θέμα… «Ο λόγος που φιλοξενείστε εδώ στο σπίτι μου απόψε είναι γνωστός. Θέλετε, όμως να μπείτε οι δυο σας στο δωμάτιο να κουβεντιάσετε και να μας ανακοινώσετε το αποτέλεσμα;». Ο Γιούργας πήρε τον λόγο: «Εγώ ήρθα απ’την Αμερική και ήρθα ματσωμένος… Ήθελα και θέλω να βρω μια γυναίκα να ζήσουμε. Τα προικιά εμένα δεν με αγγίζουν… Ότι είναι να δώσετε, έλεγε κοιτάζοντας τη μάνα της Βαγγέλως, θα είναι για την κόρη σας…». Η γριά Παρασκευή τα έβλεπε όλα θολά… Τι να έκανε… Αν και αυτή η προξενιά σκεφτόνταν ναυαγήσει, τι άλλο θα περιμένουμε… Τα παιδιά της τα άλλα δύο στα καράβια, κόλλησε η γλώσσα τους σε κάθε γράμμα… Ρωτούσαν… «Ακόμα η Βαγγέλω μάνα;».

Η γριά Παρασκευή, με το μυαλό θολωμένο, απ’ όλα τούτα τα ξαφνικά, ζήτησε αναβολή λίγες μέρες… Ο Γιούργας άσπρισε σαν κερί… Αν αποτύχω και τώρα σκέφτηκε είμαι για κρέμασμα… Πήγε να μαζέψει απ’ το τραπέζι τη λέξη προικιά, αλλά μπέρδευε τα λόγια του… Η Βαγγέλω ακολούθησε την γραμμή της μάνας της… Οι δυο γυναίκες σηκώθηκαν να φύγουν και τότε ο Γιούργας, χρησιμοποιώντας ολόκληρη την διπλωματία του, απείλησε πως, αν φύγουν οι δυο τους, θα φύγει και αυτός… «Εσείς, είπε στις δυο γυναίκες, θα πάτε λίγα μέτρα παρακάτω, εγώ, όμως, για να φτάσω στους Σφακιώτες, θα βολοδέρνω όλη τη νύχτα… Δεν με λυπάστε;». Έτσι ανακάλεσαν οι δυο γυναίκες και έμειναν στο δείπνο… Ο Γιούργας ικανοποιημένος σερβίρισε τα πιάτα και όλοι έδειχναν τον θαυμασμό τους για την τεχνική του στην κουζίνα… Ένοιωθε πλέον καλύτερα και άρχισε να τους διηγείται την ζωή του.

«Γεννήθηκα σ’ ένα φτωχόσπιτο στο Σπανοχώρι. Όπως πολλά παιδιά της ηλικίας μου μετανάστευσα στην Αμερική. Πούλησα όσα πρόβατα είχα, έβγαλα το εισιτήριο και έφυγα… Μπήκα ένα πρωινό του Οχτώβρη στο καράβι στον Πειραιά. Το ταξίδι ήταν ήσυχο. Ταξιδεύαμε στην θάλασσα έναν μήνα! Μέσα στο πλοίο στήνανε πανηγύρια και χορούς! Έτσι περνούσε ο καιρός. Ένα πρωί του άλλου μήνα, τον Νοέμβρη, βλέπουμε στεριά. Ξεμπαρκάραμε και μας υποδέχτηκαν Έλληνες συμπατριώτες! Στάθηκα απ’ την πρώτη στιγμή τυχερός. Ένας κοντοπατριώτης απ’ την Πρέβεζα με πήγε την άλλη μέρα στο αφεντικό του. Ήταν εστιατόριο, που ήθελε πιατάδες! Με δοκίμασαν και τους έκανα. Δούλεψα είκοσι χρόνια. Έτρωγα και κοιμόμουν στο εστιατόριο… Το βιβλιάριο καταθέσεών μου είχε συμπληρώσει πολλά λεφτά… Τα πήρα και γύρισα στην πατρίδα… Ζητάω τώρα μια γυναίκα, να την παντρευτώ, να ηρεμήσω, να κάνω παιδιά. Η τύχη με έφερε σε σας… Θα σας περιμένω μέχρι την λήξη της αναβολής…».

Ο Ηλίας Γιούργας πέρασε κείνη τη νύχτα στο σπίτι του Παντελή την μεγαλύτερη δοκιμασία της ζωής του… Αλλά και η Βαγγέλω με την μητέρα της δεν είχαν καλύτερη νύχτα… Κόντευε το βράδυ της άλλης μέρας, χωρίς σημείο ζωής απ’ τις δυο γυναίκες… Ο Γιούργας ήθελε να φύγει… Είχε πέσει το ηθικό του και δεν εύρισκε τρόπο να το μαζέψει… Οι συγγενείς της γριά Παρασκευής της είπαν να συμβουλευτεί τους γιούς της… Έτσι το πράγμα έπαιρνε νέα αναβολή… Ο Παντελής ένοιωθε υπεύθυνος για την κακή τροπή των πραγμάτων… Στο μυαλό του ήρθε τότε μια πανούργα ιδέα… «Κάθισε εδώ εσύ», είπε στον Γιούργα… Πήρε ένα φανάρι στα χέρια και ντουγρού στο σπίτι των γυναικών…

«Εγώ ο Παντελής, ανοίξτε»… Μπήκε μέσα και τις κάλεσε θυμωμένος: «Τι κάνετε, μωρές, αφήνετε τον λαγό να φύγει μέσα απ’ τα χέρια σας; Στο Κατωχώρι τον περιμένουν… Την μοναχοκόρη του Κερασούλη, θα κατέβει απόψε να της περάσει βέρα!!! Καλέσατε εδώ το μισό χωριό να σας πει την γνώμη του; Εσύ γριά Παρασκευή για μοναστήρι την έχεις και δεν μας το λες;»…

-Απ’ το θεό και στα χέρια σου Παντελή… Τρέξε κάνε ότι μπορείς… Γυναίκες είμαστε μόνες… Συχώρεσέ μας…

«Τον θέλω τον Ηλία κυρ Παντελή, τον θέλω», φώναξε και η Βαγγέλω.

«Εγώ, έλεγε ο Παντελής, κάνω πολλά για σας, ας τα δει ο θεός… Έφυγα κρυφά απ’ το σπίτι μου… Εκεί τον έχω ακόμα… Πάω τώρα και ακολουθείστε με…».

Σε δέκα λεπτά οι δυο γυναίκες χτυπούσαν την πόρτα του Παντελή… Το κόλπο του είχε πιάσει…

Πρώτη πήρε το λόγο η γριά Παρασκευή: «Για τα προικιά εγώ παιδί μου Ηλία, δεν θα ξεβγάλω την κόρη μου σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι, που λέμε και μεις εδώ… Δυο χτήματα έχομε και ένα μικρό σπιτάκι… Αυτά κλερονόμησαν τα παιδιά μου απ’ τον πατέρα τους… Τώρα υπάρχει και ένα καλό κομπόδεμα, που τα παιδιά μου θαλασσοπνίγονται και το προορίζουν για την αδερφή τους… Εσύ παιδί μου Ηλία διαλέγεις και παίρνεις… Εγώ τη δουλειά θέλω να γίνει…».

«Εγώ θα σου πω πεθερά, για τα λεφτά της Βαγγέλως, που τα αδέρφια της κάνουν δώρο στην Βαγγέλω; Είναι δικά της και μόνο»… Η λέξη «καλό κομπόδεμα», που άκουσε ο Γιούργας, καθάριζε το τοπίο… Γιατί ο ίδιος δεν είχε στην τσέπη του ούτε ένα σεντς απ’ την Αμερική… Τάπαιζες, κερατά Ηλία, τα λεφτά, σκέφτηκε, τάπαιζες στην Αμερική στα καζίνα…

Κεράσματα και χορό πρότεινε ο Παντελής και αρραβώνα επί τόπου… Ο Γιούργας αντέτεινε πως πρέπει να γίνουν όλα με την τάξη και καθώς πρέπει… Η Βαγγέλω άκουγε και καμάρωνε για το ήθος του Ηλία, ο οποίος αυτάρεσκα είπε πως αύριο θα κατέβαινε στην χώρα για τα περαιτέρω…

-Θάρθω κ’ εγώ μαζί σου; Ρώτησε η Βαγγέλω…

«Και βέβαια απάντησε ο Γιούργας…».

… Εδώ οι τράπεζες πως λειτουργούνε, ρωτούσε, τάχα ο Ηλίας… Δεν ξέρω παιδί μου έλεγε η γριά Παρασκευή. Έχω εδώ το βιβλιάριο το δικό μου και της Βαγγέλως…

Ο Ηλίας Γιούργας φόρεσε τα γυαλιά του και με σοβαροφάνεια τα έλεγχε… Πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές το καθ’ ένα!!!! Θεού δώρο… Στο μυαλό του τότε ανάβλυσε μια απαράδεκτη ιδέα…

«Ακούστε, είπε στις γυναίκες. Δεν μας συμφέρει αυτή η απλή κατάθεση, που έχετε τα λεφτά σας… Η κατάθεση της Βαγγέλως με οχτώ τοις εκατό θα μας δώσει τον χρόνο τόκο σαράντα χιλιάδες… Αν τα κάνουμε δολάρια θα τριπλασιάσουμε τα λεφτά μας… Αλλά πρέπει να δούμε ποια απ’ τα λεφτά θα ξοδέψουμε και ποια θα κάνουμε δολάρια… Εγώ προτείνω να κάνουμε μια μεταφορά απ’ τις δικές μου καταθέσεις, που είναι στην Αμερική σε δολάρια στο όνομα της Βαγγέλως και να ξοδιάσουμε για τα έξοδα του γάμου απ’ το δικό της βιβλιάριο που είναι σε δραχμές… Αυτό εγώ προτείνω… Το εγκρίνετε ή όχι;»…

Οι γυναίκες κοίταζαν περίεργα… Τους είχε κουρκουτιάσει το κεφάλι… «Ότι θέλεις εσύ Ηλία μου… Εσύ ξέρεις από δω και πέρα τι κουμάντο θα κάνεις στα λεφτά», συμπλήρωσε η γριά Παρασκευή. Την άλλη μέρα ο Ηλίας Γιούργας και η Βαγγέλω με το βιβλιάριο κάθισαν κοντά κοντά στο κάθισμα του λεωφορείου και ντουγρού για την Λευκάδα… Γιορταλλαμένοι και χειροπιασμένοι κατέβαιναν το παζάρι για να πάνε στην τράπεζα και να πάρουν τα μισά χρήματα απ’ το βιβλιάριο της Βαγγέλως… Τα πήραν και τράβηξαν στο χρυσοχοείο για τα δαχτυλίδια και τις βέρες… Η Βαγγέλω δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε και σε κάθε ένα γυρνούσε στον Ηλία: «Σ’ αρέσει Ηλία μου;» και ο Ηλίας απαντούσε με στόμφο επιχειρηματία: «H απόφαση είναι δική σου, αλλά ότι αρέσει σεσένα αρέσει και σε μένα…».

Με ταξί έφτασαν στο Φτερνό… Όμως ο Παντελής είχε ήδη μάθει από τρίτους τα πάντα για τον Ηλία Γιούργα… Ακόμη περισσότερο άφριζε σαν έμαθε πως έβαλε τις πεντακόσιες χιλιάδες της Βαγγέλως στο χέρι… Έβλεπε τον εαυτό του παιγνιδάκι στα χέρια του Λιάτσου όπως τον φώναζε, που τους πέταξε δολώματα στα κουτιά της εκκλησίας και τσίμπησαν… Πετάχτηκε ως την γριά Παρασκευή και της είπε, όταν έρθει ο Ηλίας να περάσει απ’ το σπίτι του… Ο γαμπρός πλέον Ηλίας έκαμε, σκόπιμα, πως δεν κατάλαβε…

Ο Παντελής πήγε στην γριά Παρασκευή… Της τα μολόγησε όλα…

«Είναι αργά τώρα Παντελή… Πίσω δεν κάνουμε και ο θεός βοηθός» του είπε…

Ο Παντελής γύρισε στο σπίτι του… Ήταν πράγματι αργά… Ο φίλος του ο Λιάτσος τα είχε καταφέρει… Τον νίκησε…

Σε λίγες μέρες έγινε ο γάμος! Η Βαγγέλω μετακόμισε στους Σφακιώτες. Το σπίτι στο Σπανοχώρι επισκευάστηκε και χώρεσε μαζί και το νέο ζευγάρι… Δυο αδέρφια με τις οικογένειές τους ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Ήρθε, όμως ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος… Ο Λιάτσος ξαναμπήκε στην βιοπάλη. Έκανε πρόβατα και πάλι. Είχε ρογιαστεί ένα ξένο παιδί και τα φύλαγε. Το παιδί που απόχτησε ο Λιάτσος με την Βαγγέλω μεγάλωνε στην μετεμφυλιακή Ελλάδα… Και όταν του ήρθε η κατραπακιά της φτώχειας και πάλι ξανασκέφτηκε την μετανάστευση… Που αλλού; Στην Αμερική… Πούλησε τα πρόβατα και πάλι, πήρε γυναίκα και παιδί και έφυγε… Το φωτοχόπαιδο απ’ το Σπανοχώρι των Σφακιωτών είχε κερδίσει ακόμη μία μάχη…



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.