Ποιήματα του λαϊκού ποιητή Ζώη Φίλιππα από το Δρυμώνα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Μαρ 8th, 2020

Ποιήματα του λαϊκού ποιητή Ζώη Φίλιππα από το Δρυμώνα

panos_kai_mitros_GiannoulisΤα αδέρφια Πάνος και Μήτρος Γιαννούλης

Τέσσερα ποιήματα του λαϊκού ποιητή Ζώη Φίλιππα από το Δρυμώνα Λευκάδας.

Σε χειρόγραφο τετράδιο με ποιήματά του ο ίδιος αυτοσυστήνεται ως «ο αγράμματος ποιητής εκ Δρυμώνος Λευκάδας, απόφοιτος των φυλακών Γιαννίνων, Πρεβέζης, Λευκάδας, Αστακού, Πατρών, Κεφαλονιάς, Μεσολογγίου και Γυάρου, Καπετάνιος της μαχητικής ομάδας του ΕΛΑΣ Δρυμώνα», ενώ στην αρχή κάθε ποιήματος έχει και την αντίστοιχη αφιέρωση.

«Το αφιερώνω στον αείμνηστο πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ της Λευκάδας Πάνο Γιαννούλη».

Κλάψτε βουνά και ρεματιές και σεις κοντοραχούλες,
και σεις πουλιά της ερημιάς και σεις κρύες βρυσούλες.
Κλάψτε απαρηγόρητα τον Καπετάν Γιαννούλη,
γιατί σας εγκατέλειψε, δεν θα τον ξαναδείτε.

Εφτά χρονάκια στο κλαρί δεν έγειρε σε στρώμα,
τον ύπνο δεν εχόρτασε, πάντα λιθάρι στρώμα
είχε για μαξιλάρι του, και τα πουλιά του λόγγου,
εκελαϊδούσαν γύρω του και τον αποκοιμούσαν
προσωρινά σαν το λαγό, και πάλι τον ξυπνούσαν.

Το τι να γράψει ο άνθρωπος, τι να πρωτοσυντάξει,
τα τόσα κατορθώματα που να τα περιγράψει;
Μάχες εις τον Καρβασαρά, στο Περγαντί,
στη Λάμια, στην Άρτα και στην Πρέβεζα κι΄ σ΄ όλα
τα ποτάμια, πάντα πρώτος ριχνότανε, με πίστη
και μανία, χτυπώντας τους κατακτητές τα άγρια θηρία.

Ποτέ του δεν εδείλιασε, γυμνός και πεινασμένος,
για το Λαό πολέμαγε, για τη Δημοκρατία,
κι΄ όχι για πλούτη για τιμές ούτε για μεγαλεία.

Όμως μια μέρα θλιβερή, πικρή φαρμακωμένη
τον Πάνο τον επρόδωσαν φασίστες, πουλημένοι,
την ώρα που κοιμούντανε και με δολοφονία,
με μπαμπεσιά, με απατιά του ρίξαν μια ταινία.

Του ρίξαν και τον λάβωσαν στο στήθος και στη μέση,
μα δεν επαραδώθηκε, προτίμησε να πέσει,
στη θάλασσα και να πνιγεί, να τονε φαν τα ψάρια,
παρά να προσκυνήσει αυτά τ΄ άτιμα τομάρια.

Η θάλασσα ανοίγοντας πλατιά την αγκαλιά της
εδέχτηκε τον ήρωα μες τα βαθιά νερά της.

«Τιμή και δόξα σε σένα αθάνατε ήρωα Πάνο και ελαφρό το χώμα της γενέτειράς σου Λευκάδας που σε σκεπάζει».

«Στο δολοφονημένο και ανυποχώρητο Ανταρτοεπονίτη Μήτρο Γιαννούλη».

Αν ημπορούσες Μήτρο μου να σηκωθείς μια ώρα,
από την κατοικία σου τη σκοτεινή και αιώνια,
θάβλεπες Μήτρο ήρωα, θάβλεπες παλικάρι,
πόσο εμάς ελύπησες που σ΄ είχαμε καμάρι.

Μας λύπησες αληθινά, και το νησί μας όλο,
γιατί δολοφονήθηκες με μπαμπεσιά και δόλο,
Μήτρο σ΄ εδολοφόνησαν προδότες της πατρίδας,
ντόπιοι, προδότες, άνανδροι, άνθρωποι της παγίδας.

Ξύπνα μεγάλε ήρωα, επαναστάτη Μήτρο,
πέταξ΄ από τη μαύρη γη σαν της σποράς το φύτρο.
Ξύπνα και ρίξε μια ματιά κατά την Άγια Μαύρα,
να δεις και πάνω τα χωριά που ντύθηκαν στα μαύρα.

Και κοίταξε απέναντι εις την Ακαρνανία
π΄ αναστενάζει ο Αετός και κλαίει η Καντήλα.
Δεν κλαίνε πως σκοτώθηκες στη μάχη του Αγώνα,
ούτε και πως επέθανες και θα σε φάει το χώμα.

Κλαίνε μονάχα ήρωα και της ΕΠΟΝ καμάρι
πως βιάστηκε πάρα πολύ ο χάρος να σε πάρει.
Προτού λυγίσει ο φασισμός και νάρθει εκείνη η μέρα
να αναπνεύσεις και εσύ τον καθαρό αέρα.

Αέρα του Ελληνισμού και της Ελευθερίας
που θάρχεται απ΄ τα βουνά Βάλτου κι Ακαρνανίας,
εκεί που επολέμαγες το φασισμό με λύσσα,
θυμόντας τους συντρόφους μας που ΄ταν στα ξερονήσια.

Κοιμάσαι Μήτρο; Δεν ακούς; Ο φασισμός πεθαίνει,
τον έφαγαν τ΄ αντάρτικα σ΄ όλη την οικουμένη,
τον έφαγε η Ρωσία μας, το μέγα αυτό θηρίο,
τον έστειλε πιο γρήγορα εις το νεκροταφείο.

Και κει θα σκάψει μόνος του τους αρχηγούς να χώσει,
γιατί αυτά παθαίνουνε όσοι δεν έχουν γνώση,
όσοι δεν έχουνε μυαλό μέσα εις το κεφάλι
και πάνε και τα βάζουνε μ΄ αυτό το γέρο ΣΤΑΛΙΝ.

«Λίγα για την άτυχη και άσκοπη μάχη της Νότιας Λευκάδας τον Ιούνη του 1944».

Τ΄ είν΄ το κακό που έγινε στη Νότια Λευκάδα
τέτοιο κακό δεν έγινε ποτέ εις την Ελλάδα.

Ποιος έχει πέτρινη καρδιά να κάθεται να κλαίει,
στον κάμπο της Βασιλικής αίμα ποτάμι ρέει.
Σαν τα κριάρια σφάζονται όλοι οι Λευκαδίτες,
στον κάμπο της Βασιλικής Ράλληδες κι΄ Ελασίτες.

Γιόμισ΄ ο κάμπος πτώματα, χορτάσαν τα κοράκια,
λεβέντες μείναν άταφοι μέσα εις τα χαντάκια.
Κλαίνε μανάδες για παιδιά, κλαίνε δεν σταματάνε,
πάνω σε πτώματα αδελφών οι αδελφοί πατάνε.

«Το παρακάτω ποίημα το έγραψα όταν (ήμουν) κρατούμενος το 1945 στις Φυλακές της Πάτρας, και μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των τιμημένων και μπαρουτοκαπνισμένων όπλων μας».

Σ΄ όλο το κόσμο ξαστεριά, σ΄ όλο το κόσμο ήλιος,
σ΄ όλο το κόσμο χαίρονται της Λευτεριάς τα δώρα,
και μόνο στην Ελλάδα μας τη ματωμένη χώρα,
είναι μεγάλη συννεφιά, είναι βαθύ σκοτάδι.

Μας κυβερνά ο φασισμός, το σκότος και το ψέμα,
Ελλάδα, συ που έδωσες τόσα ποτάμια αίμα,
κι΄ έφραξες με τα κορμιά τόσων παλικαριών σου,
το δρόμο των καταχτητών και όλων των εχθρών σου.

Γιατί να στέκεις ταπεινή και αλυσοδεμένη
να κυβερνούν δοσίλογοι κι΄ όλοι οι πουλημένοι.

Προδότες, Χίτες, Ράλληδες, του βασιλιά τσανάκια,
φασίστες και καθάρματα κάθε λογής κοράκια,
πέσαν επάνω στο λαό, γυρεύουν να νοθέψουν
ποιον; τον Ελληνικό Λαό θέλουν να καταστρέψουν.

Γυρεύουνε το βασιλιά να φέρουν με την βία,
να ξεγελάσουν το Λαό να τον αποκοιμίσουν,
τρομοκρατία εξαπολούν τ΄ άγρια θηρία
μα που θα πάνε οι άπιστοι γρήγορα θα λυγίσουν.

Ξυλοδαρμούς και φυλακές, μουντρούμια, εξορίες,
ληστείες, εξευτελισμούς και τόσα τόσα κι΄ άλλα
μεταχειρίζονται οι αισχροί, κι΄ άλλες θηριωδίες
κατάρα και ανάθεμα εις τους εγκληματίες.

.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>