Η κατασκήνωση (Της Νόνης Σταματέλου) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Η κατασκήνωση (Της Νόνης Σταματέλου)

pinakas_sophia_vlachou_protopapa Πίνακας: Σοφία Βλάχου Πρωτόπαππα

Της Νόνης Σταματέλου

Η μάνα μιλούσε χαμηλόφωνα ένα βράδυ με τον πατέρα κι εγώ κρυφάκουσα γιατί κατάλαβα ότι η κουβέντα με αφορούσε. Έλεγαν κάτι για τον δάσκαλο, για μια τοποθεσία στο χωριό Περιγιάλι και για το ότι ήμουν πολύ αδύνατη. Η λέξη «κατασκήνωση» μου έλυσε κάθε απορία. Είχε προτείνει ο δάσκαλος σε κάποιους γονείς να αφήσουν να πάνε τα παιδιά τους κατασκήνωση για δέκα μέρες. Μάλλον τα κριτήρια ήταν δύο. Αν ήταν αδύνατα, άρα χρειάζονταν μια πιο καλή διατροφή και αν ήταν ήσυχα για να τα κουμαντάρουν οι δάσκαλοι, αφού για σχεδόν δυο βδομάδες είχαν την ευθύνη γι’ αυτά.

Την επόμενη μέρα μας ανακοίνωσε ο δάσκαλος πως έγινε κλήρωση και κάποια παιδιά απ’ το δικό μας σχολείο γύρω στα δέκα, αγόρια και κορίτσια θα πάνε στην κατασκήνωση «Στου Πασά», στο Περιγιάλι, όπου θα συναντούσαν κι άλλα παιδιά από διάφορα χωριά της Λευκάδας. Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου τα κορίτσια, το δεύτερο τ’ αγόρια. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγα απ’ το σπίτι μου για τόσες μέρες και ήμουν μπερδεμένη αλλά χαρούμενη. Θα φεύγαμε σε λίγες μέρες κι έπρεπε να αποφασίσω τι ρούχα θα πάρω μαζί μου. Ήμουν στην Πέμπτη δημοτικού. Δεν είχα πολλά ρούχα. Χώρεσαν μέσα σ’ ένα χάρτινο κουτί από γάλα Βλάχας. Μέσα στο κουτί, ανάμεσα απ’ τα ρούχα τοποθέτησα έναν φάκελο χρησιμοποιημένο και μέσα το μπλοκάκι μου που δεν αποχωριζόμουν ποτέ μαζί μ’ ένα μικρό μολυβάκι.

Κατεβήκαμε στη χώρα με το λεωφορείο, συγκεντρωθήκαμε στο Δημοτικό σχολείο στο Μαρκά. Εκτός από μένα ήταν η Άννα της Γαλήνης, η Ουρανία του Αργανιά η επονομαζόμενη «το καμαράκι» και η Ελένη του Μέτσου με την αδελφή της τη Μαρία. Η Άννα ήταν ψηλή, ξανθιά και όμορφη, κάναμε πολύ καλή παρέα γιατί ήταν ευγενική κι ευαίσθητη. Ο πατέρας της έλειπε πολλά χρόνια μετανάστης στη Γερμανία, έκλαιγε μερικές φορές όταν μιλούσε γι’ αυτόν. Είχε άλλες δύο αδελφές. Η Ελένη ήταν κι αυτή φίλη μου, και τα σπίτια μας ήταν πολύ κοντά, παίζαμε ώρες ατέλειωτες. Ήταν μελαχροινή, αδύνατη και σε κλειστούς χώρους με κόσμο πάντα λιποθυμούσε. Η αδελφή της η Μαρία, με πιο λευκό δέρμα, ένα χρόνο μικρότερη και λίγο ατίθαση. Είχαν κι έναν μικρότερο αδελφό τον Μάκη και μεγάλωναν με τη μάνα τους αφού ο πατέρας τους έλειπε πολλά χρόνια στον Καναδά.

Στο προαύλιο του σχολείου στο Μαρκά υπήρχαν και κορίτσια από άλλα σχολεία και βέβαια από οικογένειες που δύσκολα τα φέρναν βόλτα. Θυμάμαι την αμηχανία μου όταν μας κοίταζαν τα άγνωστα κορίτσια. Πάντως όλες αντί για βαλίτσα, είχαμε ένα κιβώτιο από γάλα Βλάχας, δεμένο σταυρωτά με γερό σχοινί. Είχε και μια μελαγχολία αυτή η σκηνή όπως τη φέρνω στο νου μου τώρα.

Στην παραλία μας περίμενε μια βενζινάκατος και μας μετέφερε στο Περιγιάλι. Έχουν περάσει πολλά χρόνια αλλά έχω κρατήσει μέσα μου τον ήχο της μηχανής που με παραπέμπει πάντα σε ταξίδι ή σε πρωινή βόλτα ψαροκάικου.

Η κατασκήνωση μου φάνηκε πολύ οργανωμένη. Μέναμε σε θαλάμους που χωρούσανε περίπου είκοσι κρεβάτια. Σε κάθε θάλαμο υπήρχε και μια δασκάλα ομαδάρχης. Στον δικό μας ήταν η κυρία Βάσω η Φατούρου και ήταν αυστηρή. Ο αρχηγός της κατασκήνωσης ήταν επίσης δάσκαλος και ήταν υπεύθυνος για τα πάντα, τον φοβόμαστε λίγο. Στα μαγειρεία δούλευαν και κάποιες γυναίκες που τις γνώριζα, όπως η θειά Πώπω, η θειά Γιαννούλα του Μπάλτσα, μάγειρας δε ήταν ο μπάρμπα Άγγελος ο Σταματέλος ή Κουκιάς. Για μένα αυτό ήταν σπουδαίο, ένοιωθα πως αν μου συμβεί κάτι θα πάω και θα τους μιλήσω. Ας πούμε ο μπαρμπ’ Άγγελος, επειδή μου άρεσε πολύ το γάλα κακάο που πίναμε το πρωί, μου έβαζε και δεύτερο αν υπήρχε. Εκείνο το πρωινό πραγματικά μοσχοβολούσε σε όλη την κατασκήνωση. Ακόμα και τώρα, κάθε πρωί πίνω γάλα με κακάο αλλά δεν κατάφερα να βρω εκείνη τη γεύση πουθενά. Στην τραπεζαρία τα μεσημέρια είχα άγχος γιατί μου επέβαλλε ένας δάσκαλος να τρώω ντοματοσαλάτα ενώ εγώ δεν τρώω ποτέ ντομάτα. Μας πίεζαν να φάμε, χωρίς υπομονή, με το ζόρι.

Κάθε μέρα κατεβαίναμε για μπάνιο, παίρνοντας την κατηφόρα που οδηγούσε στο δημόσιο δρόμο και μετά από ένα μονοπατάκι βγαίναμε στη θάλασσα. Εκεί γνώρισα καλύτερα την Ντίνα, απ’ τον Σύβρο, ήμαστε στον ίδιο θάλαμο, τα κρεβάτια μας ήταν κοντά. Η Ντίνα είχε ένα κόκκινο σωσίβιο! Δεν έπαιρνα τα μάτια μου από πάνω του! Δεν είχα ποτέ μου και σκεφτόμουν πόσο διαφορετικό θα ήταν το κολύμπι, έχοντας στη μέση σου ένα γυαλιστερό δροσερό σωσίβιο… Η Ντίνα διέφερε απ’ τα υπόλοιπα κορίτσια αλλά τότε δεν μπορούσα να προσδιορίσω τη διαφορά. Ήταν σοβαρή, όταν αποφάσιζε να γελάσει, το χαμόγελό της ήταν πολύ αστραφτερό και αληθινό, μιλούσε λίγο κι είχε μια καλοσύνη. Φορούσε χοντρά γυαλιά και είχε πυκνά μαύρα μαλλιά αλογοουρά. Μια μέρα της ζήτησα δειλά να φορέσω λίγο το σωσίβιο. Η Ντίνα το έβγαλε αμέσως και μου είπε ότι δεν το χρειαζόταν άλλο, επέμενε να το πάρω γιατί δεν το ήθελε. Ήταν η πρώτη φορά που ζούσα κάτι τέτοιο. Η δοτικότητα της Ντίνας τη συνοδεύει ακόμα αν και την έχει πληρώσει μάλλον ακριβά στη ζωή της. Έπειτα γίναμε φίλες και μάλιστα μας πάντρεψε με τον Κώστα, σ’ ένα εκκλησάκι στην Πρέβεζα, όπου αγαπούσε ο αγαπημένος μας δεσπότης, ο πνευματικός μας πατέρας, ο Μελέτιος.

Ο γάμος έγινε κάποιο γλυκό φθινόπωρο μέσα σ’ ένα κλίμα συγκίνησης. Η Ντίνα παραμένει λιγομίλητη, τα λόγια και οι πράξεις της έχουν μια ποιότητα που είχα διακρίνει από τότε που ήταν 11 χρονών.

Στην κατασκήνωση χορτάσαμε παιχνίδι και τραγούδι. Αν και ήμουν γενικά συνεσταλμένο παιδί, εκεί κατάφερα εύκολα να κάνω καινούριες φιλίες και να ζήσω στιγμές αξέχαστες.

Απολάμβανα ιδιαίτερα τους απογευματινούς περιπάτους μας λίγο πιο πέρα απ’ την κατασκήνωση, σ’ ένα χωράφι πάνω απ’ τη θάλασσα. Εκεί, πριν αρχίσει το παιχνίδι, μπαίναμε στη γραμμή και παίρναμε μια φέτα ψωμί με μαρμελάδα φράουλα. Τις φέτες τις κουβαλούσε έτοιμες μέσα σ’ ένα κοφίνι η θειά Γιαννούλα, στο κεφάλι της, πάνω στη γνωστή λευκαδίτικη ποδολόγα, πανί δηλαδή τυλιγμένο έτσι που να αποτελεί βάση για να καθίσει πάνω και να μην παλαντζάρει η κόφα ή η τσέντζερη ανάλογα.

Κάποια κορίτσια έκλαιγαν και ήθελαν να φύγουν, να πάνε σπίτι τους. Εμείς τα λέγαμε «μαμόθρευτα».

Βέβαια, υπήρχαν κάτι βράδια που αγναντεύοντας κάτω τη θάλασσα καθισμένη στο αγαπημένο μου πεζουλάκι, μελαγχολούσα. Κάτι μου έλειπε θυμάμαι και μου έφερνε δάκρυα, μάλλον όμως δεν ήταν το σπίτι μου. Εκείνα τα χρόνια διαπίστωσα κι εγώ κάποια πράγματα για τον εαυτό μου. Προφανώς πλησιάζοντας προς την εφηβεία, είχα αρχίσει να στρέφομαι προς τα έσω, να ζητάω απαντήσεις για τον ανθρώπινο πόνο, για τον Θεό, είχα αρχίσει να ερωτεύομαι. Τους έρωτες εκείνους τους κρατούσα μέσα μου σαν φυλαχτό. Πάντως εκείνη η μελαγχολία παραμένει και τώρα που έχω μεγαλώσει, σιωπηλή κι αθόρυβη στην ίδια πάντα θέση, ανάμεσα απ’ το μυαλό και την ψυχή. Όσες φορές θέλησε να φανεί, το χαμόγελό μου έβρισκε και βρίσκει τρόπους να την σκεπάζει και να την παρηγορεί.

Στην κατασκήνωση μάθαμε να πλένουμε τα ρούχα μας, να στρώνουμε τα κρεβάτια μας και να μοιραζόμαστε τον χώρο που κοιμόμαστε.

Τις Κυριακές πηγαίναμε με τα πόδια στην εκκλησία, στο Νυδρί. Τότε φορούσα το καλό μου φορεματάκι που το κρατούσα προσεχτικά διπλωμένο μέσα στο κουτί, κάτω απ’ το κρεβάτι. Ήταν σιέλ ανοιχτό, το είχε ράψει η αδελφή μου στις πρώτες της απόπειρες μοδιστρικής. Είχε γιακαδάκι, ήταν μακρόμεσο με φιόγκο ραμμένο πάνω στη ζώνη. Με το καλό μου φόρεμα φορούσα πάντα μια καρφίτσα καραβάκι επιχρυσωμένο.

Την τελευταία μέρα έκλαιγα όταν αποχωριζόμουν την Ντίνα απ’ τον Σύβρο και μια άλλη καινούρια φίλη , την Αναστασία απ’ τα Βουρνικά, κράτησα όμως επαφή μέσω αλληλογραφίας, ώσπου η ζωή μετά έκανε από μόνη της τις επιλογές της.

Λίγο πριν φύγουμε, συγκεντρωθήκαμε κοντά στην έξοδο και μας ζυγίσανε. Είχα πάρει δύο κιλά, ήμουν δηλαδή 27!

Πριν λίγα χρόνια πέρασα απ’ την παλιά μου κατασκήνωση που τη βρήκα ερειπωμένη. Μπήκα στον θάλαμο, βρήκα το κρεβάτι μου, έπειτα κατέβηκα την πλατιά σκάλα και κάθισα στο αγαπημένο πεζουλάκι που καθόμουν κι αγνάντευα το πέλαγος.

Αυτή η επιστροφή στις μνήμες των παιδικών χρόνων παραμένει αθεράπευτη.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.