Το παλιό ξύλινο τρόκολο και η εναλλακτική χρήση των αδραχτιών του
Το έχουμε δει να χρησιμοποιείται εναλλακτικά ως ανώφλι (οριζόντιο δοκάρι από πέτρα συνήθως ή ξύλο στο πάνω μέρος ενός ανοίγματος τοίχου που συγκρατεί την τοιχοποιία) σε αρκετά παλιά πέτρινα σπίτια της λευκαδίτικης υπαίθρου.
Στο συγκεκριμένο όμως σπίτι ο ιδιοκτήτης υπερέβαλε τα συνηθισμένα αφού σε δύο διπλανές πόρτες -η μία οδηγούσε στο κυρίως σπίτι και η άλλη στο φούρνο- χρησιμοποίησε ως ανώφλια τέσσερα αδράχτια από παλιά τρόκολα (ανά δύο σε κάθε άνοιγμα), που αφθονούσαν κάποτε στα αμπελουργικά χωριά του νησιού μας.
Ο κύριος λόγος είναι σίγουρα ότι το κοχλιωτό αυτό ξύλο που ήταν κατασκευασμένο από αγριόξυλο ήταν ανθεκτικό στο χρόνο και δύσκολα σάπιζε. Ακόμη και σήμερα σε κάποια από τα αγριόξυλα αυτά που χρησιμοποιούταν στην κατασκευή του σπιτιού (καρίνες, ματέρια κλπ.) με δυσκολία μπορεί κανείς να καρφώσει πάνω τους πρόγκα. Εντύπωση όμως προκαλεί από την άλλη η σπατάλη και η εναλλακτική χρήση των αδραχτιών από τη στιγμή που απαιτούνταν πολύ δουλειά για να γίνουν οι σπείρες. Μία αυθαίρετη εξήγηση είναι ότι ίσως να καταστρέφονταν από την πολύ χρήση οι σπείρες και θα έπρεπε με τον καιρό να αλλαχθούν τα αδράχτια – στις πιο πάνω φωτογραφίες διακρίνονται να έχουν φθαρεί.
Το τρόκολο ήταν μία ξύλινη χειροκίνητη συσκευή στυψίματος των τσίπουρων. Στηνόταν παλιά στα κατώγια, συνήθως, των σπιτιών, όπου σώζονται κάποια ακόμη μέχρι σήμερα.
Παλιό ξύλινο τρόκολο σε κατώγι σπιτιού
Στην περιγραφή του για το τρόκολο, που ήταν στον τρόπο κατασκευής, μάλλον, μια λευκαδίτικη πατέντα, ο κατ΄ εξοχήν λαογράφος του νησιού μας Πανταζής Κοντομίχης αναφέρει:
Αποτελούνταν: α) από δύο κολόνες όρθιες, τους ορτούς, που στην κορυφή τους έμπαινε ξύλινο πλατύ επιστύλιο, η πλάντρα, β) το βαρέλι μέσα στο οποίο έριχναν τα τσίπουρα για στύψιμο, γ) το αδράχτι, ένα κοχλιωτό σκληρό ξύλο, που ανεβοκατέβαινε και πίεζε την τάπα, ξύλινο στρογγυλό, ατόφιο και σκληρό ξύλο που έμπαινε πάνω από τα τσίπουρα και δεχόταν την πίεση του αδραχτιού, δ) τον πάλο, σιδερένιο χοντρό λοστό, που λειτουργούσε σαν μανιβέλα, μπαίνοντας στις τρύπες που είχε το αδράχτι στο κάτω μέρος του, και κατεβάζοντας έτσι προς τα κάτω ολοένα την πίεση από το κοχλιωτό αδράχτι.
Το κρασί που έβγαινε από το τρόκολο το έλεγαν λάγκερο, και ήταν κρασί ελαφρό, αφού για να βγει έριχναν το ανάλογο νερό στα τσίπουρα. Όταν τα τσίπουρα τα έστυφταν ανέρωτα, έβγαινε το ανόθευτο μαύρο κρασί, ο τσιπουρίτης.
το κρασί το πουλούσαν για να πιάσουν κάποια τιμή, το λάγκερο το πίνανε.