Γι΄ αυτά πολεμάμε (Διήγημα του Νίκου Δετόρου) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Αυγ 27th, 2020

Γι΄ αυτά πολεμάμε (Διήγημα του Νίκου Δετόρου)

94_platystoma_Lefkadas

Του Νίκου ΔΕΤΟΡΟΥ

Ξημέρωνε ο ήλιος μόλις είχε ανατείλει πάνω από τα ΠΛΑΤΥΣΤΟΜΑ, ένα μικρό χωριό της Λευκάδος.

Είναι ένα ορεινό χωριό με λίγα σπίτια. Οι κάτοικοί του ήταν και είναι φτωχοί άνθρωποι που ζουν μόνο μέσα από τα χωράφια, καλλιεργώντας το λίγο τόπο που έχουν καλλιεργήσιμο και από τα λίγα αιγοπρόβατα που έχουν.

Ο ήλιος έπεφτε πάνω στους πέτρινους τοίχους των σπιτιών και τα ζέστανε, ένα βάλσαμο για τους κατοίκους βοηθώντας τους να αντιμετωπίσουν το τσουχτερό κρύο του Δεκέμβρη του ΄44.

Σιγά σιγά, οι κάτοικοι ξύπναγαν και οι άντρες έφευγαν για τα χωράφια και οι γυναίκες άρχιζαν να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού.

Στην άκρη του χωριού ζούσε και η θεία Παρασκευή με τα παιδιά της. Δύο κορίτσια και ένα μικρό αγόρι, παιδί όπως λένε τα αγόρια στη Λευκάδα, και τον κουνιάδο της ο οποίος ήταν ανάπηρος. Ο σύζυγος ο Γιώργος είχε πεθάνει από χρόνια και ήταν και μάνα και πατέρας ταυτόχρονα συντηρώντας τα παιδιά της και τον κουνιάδο της. Ήταν μια Λεβεντογυναίκα. Η πρώτη κοπέλα της η Πηνελόπη ήταν 10 χρονών, το παιδί ο Τάκης ήταν 4 χρονών και η μικρή Αγγέλω το πιο ζωηρό 3 χρονών.

Μόλις ξύπνησε η θεία Παρασκευή άναψε την εστία για να ζεσταθούν και ετοίμασε το φτωχό πρωινό τους, λίγο γάλα και ένα μικρό κομμάτι κουραμάνα.

Τα παιδιά τα άφησε για λίγο να κοιμηθούν. Ήταν Κυριακή και δεν είχαν σχολείο.

Μόλις ξυπνήσανε και οι υπόλοιποι κάτσανε στο τραπέζι, κάνανε την προσευχή τους, ευχαριστώντας τον ΚΥΡΙΟ που τους έχει καλά και φάγανε το πρωινό τους.

Τα παιδιά αμέσως μετά ξεχύθηκαν έξω στην χωματένια αυλή γαι να παίξουν και η θεία Παρασκευή έστρωσε τα κρεβάτια τους και καθάριζε το σπίτι. Ήταν μόνη στο σπίτι.

Τον κουνιάδο της το Νιόνιο τον είχε πάρει μετά το πρωινό ο αδερφός του ο Αντώνης και είχαν πάει στο καφενείο του χωριού. Ξαφνικά κάποιος μπήκε μέσα στην αυλή του σπιτιού. Φαινόταν κυνηγημένος και κοίταζε δεξιά και αριστερά μήπως τον είδε κανένας. Ήταν ένας ψηλός άντρας νέος στην ηλικία με στρατιωτική χακί στολή και μαύρα μακρυά γένια και μακρυά μαλλιά, λεβέντης σωστός.

Ήταν ο Νίκος Π. συγχωριανός, αντάρτης του ΕΛΑΣ.

Θεία Παρασκευή, θεία Παρασκευή… φώναξε με προσοχή. Η θεία Παρασκευή βγήκε έξω στο μπαλκόνι, το σπίτι ήταν διώροφο, επάνω ήταν το σπίτι και κάτω ο στάβλος.

«Περίμενε» είπε. Μπήκε μέσα στο σπίτι και βγήκε έξω αμέσως κρατώντας στα χέρια ένα ταγάρι γεμάτο κουραμάνες και κατέβηκε κάτω στην αυλή.

«Περίμενε Νίκο» του ξανάπε και μπήκε μέσα στο στάβλο άρμεξε τη γίδα που είχαν, έβαλε το γάλα σε ένα γυάλινο μπουκάλι και το έβαλε κι αυτό μέσα στο ταγάρι.

Βγήκε αμέσως έξω από το στάβλο και είδε το Νίκο Π. να έχει στην αγκαλιά τον Τάκη το μικρό της αγόρι και να του χαϊδεύει την πλάτη και τα σγουρά ξανθά μαλλιά. Στην αρχή ο Τάκης έκλαιγε βλέποντας αυτόν το ψηλό άντρα με τα μεγάλα γένια σωστός ήρωας (ήταν σαν τον Οδυσσέα της Ιθάκης που έψαχνε να βρει την Ιθάκη του) αλλά μετά τον συνήθισε και γέλαγε με τις γκριμάτσες που του έκανε ο Νίκος. Ο Νίκος Π. αφήνει το μικρό στην αυλή τον χαϊδεύει πάλι στο ξανθό κεφαλάκι του και λέει στη θεία Παρασκευή:

«Θεία Παρασκευή να ξέρεις ότι γι΄ αυτά πολεμάμε» δείχνοντας το μικρό, «να ζήσουν σε μια Ελλάδα ελεύθερη ενωμένη μακρυά από τον γερμανική ή συμμαχικό ζυγό και μακρυά από την διχόνοια και τα μίση τα οποία περνάμε εμείς τώρα. Μια Ελλάδα που να ανήκει στους Έλληνες να ανήκει στον ελληνικό λαό».

«Νάσαι καλά αγόρι μου του λέει εκείνη λάμπωντας το πρόσωπό της και του δωσε το ταγάρι με τα λίγα τρόφιμα.

Ο Νίκος αφού την ευχαρίστησε την χαιρέτησε και έφυγε προσεκτικά να μην τον δει κανείς και πήγε πάνω στο βουνό να βρει τους συντρόφους του.

Μετά από μερικούς μήνες γινόταν μεγάλος θόρυβος στο χωριό. Όλοι οι κάτοικοι έτρεχαν βιαστικά και πήγαιναν στη μικρή «πλατεία» του χωριού. Εκεί ήταν χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες κρατώντας στα χέρια τους το κεφάλι ενός αντάρτη γεμάτο ξεραμένο αίμα. Ήταν το κεφάλι του Νίκου Π.

«Κοιτάτε μωρέ» είπε ο αρχηγός τους.

«Πέθανε το καθήκι ο κουμουνιστής που τα έβαλε με το βασιλιά μας και με τους συμμάχους μας. Πέθανε μωρέ ο ληστής. Τ΄ ΑΚΟΥΤΕ; Ζήτω ο βασιλιάς. Ζήτω οι φίλοι μας οι Άγγλοι».

ΟΛΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΒΟΥΒΟ.

«Γιατί δε λέτε ρε Ζήτω ο Βασιλιάς, ΦΩΝΑΞΤΕ ρε, Ζήτω ο βασιλιάς, θα σας κάψω όλους ρε παλιοκουμούνια», είπε ο αρχηγός των ταγματασφαλιτών ουρλιάζοντας στο πλήθος.

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΟΜΩΣ ΗΤΑΝ ΒΟΥΒΟ. Τιμούσε με τον τρόπο του το παληκάρι που μόλις σφάξανε.

Λίγο πιο πέρα ήταν και η θεία Παρασκευή με τον μικρό Τάκη. Προσπαθούσε να ηρεμήσει το μικρό από το θέαμα που είδε. Τι φταίνε άραγε τα παιδιά από τα έργα των μεγάλων, ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΕΡΓΑ.

Ενώ κρατούσε το παιδί στην αγκαλιά της κοίταζε το σφαγμένο παληκάρι κι ένα μικρό δάκρυ χύθηκε στο πρόσωπό της.

[Διήγημα του Νίκου ΔΕΤΟΡΟΥ (δεν γνωρίζουμε αν είναι υπαρκτό πρόσωπο ή ψευδώνυμο) που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «ΛΕΥΚΑΔΟΤΡΟΠΙΟ» – Τριμηνιαίο περιοδικό όργανο της Ομοσπονδίας των Απανταχού Λευκαδίτικων Συλλόγων, Έτος 60, Τεύχος 27ο, Οκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2011].



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>