Το βα(γ)ένι… (Μεγάλο ξύλινο κρασοβάρελο) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Οκτ 14th, 2020

Το βα(γ)ένι… (Μεγάλο ξύλινο κρασοβάρελο)

4_vageni

Νομίζαμε ότι είχαν πια καταστραφεί. Μόνο τα σκουριασμένα στεφάνια τους βρίσκουμε καμιά φορά στα χωριά της Λευκάδας. Φαίνεται όμως ότι σώζονται ακόμη σε κατώγια παλιών σπιτιών. Ο λόγος για τα βα(γ)ένια, τα μεγάλα ξύλινα κρασοβάρελα. Σήμερα έχουν πια κι αυτά εκτοπιστεί από τα πλαστικά και τα ανοξείδωτα μεταλλικά, ενώ κι όσα μικρότερου μεγέθους ξύλινα κρασοβάρελα χρησιμοποιούνται ακόμη προέρχονται από μηχανοποιημένα βαρελοποιεία άλλων χωρών, κυρίως από τη Γαλλία.

8_vageni

Τα φωτογραφίσαμε στο ελαιοτριβείο του Αριστοτέλη Κατωπόδη στη θέση «Παλιοδραγάτα», σε μια παράκαμψη του δρόμου Πλατύστομα-Καρυά. Κάπου τα βρήκε ο πατέρας του, ο Ανδρέας, μάς είπε ο ιδιοκτήτης του ελαιοτριβείου που ξεκινά ξανά τη λειτουργία του, όπως κάθε χρόνο, την 1η Νοέμβρη.

85_oreini_l_Ok_20

Τα θυμάμαι από μικρός στο κατώγι του σπιτιού του Μαυρογιάννη στα Κολυβάτα Αλεξάνδρου (το σπίτι το είχε αγοράσει ο Ευλάμπιος Κολυβάς). Δεν τον προλάβαμε, αλλά θα πρέπει να έκανε πολύ κρασί, όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι της περιοχής του Αλέξανδρου Λευκάδας. Ένα μήνα διαρκούσε ο τρύγος, λένε οι παλιοί. Οι ποικιλίες που καλλιεργούταν ήταν κυρίως «βαρτζαμί» και «πατρινό». Ήταν αραδιασμένα σε ένα πεζούλι αριστερά όπως έμπαινε κανείς στο κατώγι του σπιτιού και έφταναν μέχρι το πάτωμα του πάνω ορόφου. Χθες που ρωτήσαμε κάποιους μεγαλύτερους σε ηλικία μάς είπαν ότι έπαιρναν 20 με 25 βαρέλες κρασί. Μια βαρέλα (μέτρο χωριτικότητας υγρών) ήταν 52 οκάδες και 1 οκά αντιστοιχούσε σε 1,28 κιλά. Οπότε χωρούσαν πάνω από τόνο.

1_vageni

Σε ένα από τα δύο άκρα του βαγενιού υπήρχε μια μικρή πορτούλα η οποία έκλεινε ασφυκτικά με ένα κυρτό ξύλο το οποίο αφού περνούσε μέσα από δύο μεταλλικούς κρίκους ακουμπούσε σε δύο τάκους στη βάση του βαρελιού. Από την πορτούλα αυτή έμπαιναν τα παιδιά ή και μεγαλύτεροι ακόμη για να καθαρίσουν το βαγένι με χλιαρό νερό και θρούμπη.

10_vageniΟ Αλεξανδρίτης βαρελοποιός Γιώργος Δουβίτσας (Γιωργής) με τη γυναίκα του Γιωργίτσα το 1973

Αν «ξίνιζε» το κρασί στο βαρέλι τότε θα έπρεπε να το λύσουν, να πλανιάρουν τις δούγες και να τις «κάψουν» για να φύγουν οι μύκητες. Θυμάμαι στο χωριό μου να το κάνει αυτό ο Γιωργής (Δουβίτσας) που ασκούσε το επάγγελμα το βαρελοποιού.

9_vageni

Με τα στεφάνια των κρασοβάρελων παίζαμε επίσης όταν είμαστε πιτσιρικάδες. Είχαμε μια αγκλιδέρα, όπως λέγαμε μια σιδερένια βέργα που στο ένα της άκρο είχε μια υποδοχή σε σχήμα Π, και τα κυλούσαμε. Γυρίζοντας κατάλληλα την αγκλιδέρα μπορούσες να φρενάρεις όποτε ήθελες. Ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα παιγνίδια μας.

2_vageni

Πάμε όμως να δούμε πως γινόντουσαν τα κρασοβάρελα, όπως περιγράφει ένας παλιός βαρελοποιός, ο Σπ. Βουτσινάς, αυτό, στο σάιτ kefalonitis.com:

«Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν στο νησί μας πριν λίγες δεκαετίες ήταν δρυς εισαγόμενο από την Ευρώπη, που ήταν καλύτερης κατηγορίας και πιο ανθεκτικός, ενώ ο ελληνικός ήταν κατώτερης ποιότητας. Χρησιμοποιούσαν όμως και το ξύλο καστανιάς που είναι καλό και σκληρό και γίνεται με αυτό γερό το βαρέλι, το έφερναν δε από την Ήπειρο. Το επάγγελμα του βαρελοποιού, ωστόσο, εξαρτιόταν από την παραγωγή της κάθε χρονιάς σε σταφύλια. Είχε δε και συνεργασία με το σιδερά, ο οποίος του έφτιαχνε τα στεφάνια για να «δέσει» το βαρέλι του.

3_vageni

Πολλές σελίδες θα γιόμιζαν για να περιγράψουμε πως φτιάνεται ο κάθε τύπος διαφορετικού βαρελιού. Ένα βαρέλι αποτελείται από τις σανίδες του, τις λεγόμενες δούγες, που σχηματίζουν καμπυλωτό μέρος, το φούντι ή μπάζος, που είναι ο πάτος και τα στεφάνια. Τις δούγες τις έκαναν σχιστές, «τσεκουράτες», ποτέ με το πριόνι για να μην ανοίγουν τα αγγεία του και όταν μπει ο μούστος να τρέχει. Το σχήμα των βαρελιών ήταν κόλουρου κώνου, ώστε οι δούγες να κλειδώνουν στις στενές άκρες.

5_vageni

Έπαιρνε τη σκερπάνα του, η οποία είναι σαν κανονικό σκερπάνι με πολύ πλατιά και κυρτή κόψη για να μπορεί να «φάει» το ξύλο εκεί που χρειαζόταν. Ο πάτος κατασκευαζόταν από σανίδες που μεταξύ τους ήταν ενωμένες με δίμιτα καρφιά. Τα καρφιά ήταν εσωτερικά, ώστε να μην έρχεται σε επαφή το κρασί με το σίδερο. Χρησιμοποιούσε το διαβήτη ή κουμπάσο για να σχεδιάσει το μπάζο του βαρελιού, δηλαδή τον πάτο. Έπειτα πλάνιζε τον κύκλο, ώστε οι σανίδες να έχουν το ίδιο πάχος.

6_vageni

Την περιφέρεια του πάτου πελεκούσε με την ταλιαδούρα για να πάρει το πάχος που έχει γίνει με τη γραδωτή στο εσωτερικό τοίχωμα του βαρελιού. Από το μέγεθος του πάτου υπολόγιζε πόσο κρασί θα χωρούσε το βαρέλι. Σειρά έχουν οι δούγες και η κατασκευή τους. Σε πολλά βαρελοποιεία οι δούγες, αλλά και άλλα υλικά για τα βαρέλια, «έρχονταν» έτοιμες από τη Σερβία, όπως στη βαρελοποιεία του Τρομπέτα στο Ληξούρι. Με την ταλιαδούρα ή πελέκι ο τεχνίτης πελεκούσε τις δούγες στα τέσσερα σημεία τους, έως να πάρουν ένα σχήμα οβάλ, στενότερες στα κεφάλια και πλατύτερες στα άκρα. Έπειτα τις πήγαιναν στην πλάνη για να τις πλανιάρουν. Ο σκοπός ήταν να τις πλανιάρουν έτσι, ώστε όταν ήταν στη σειρά να εφάπτεται η μία δούγα με την άλλη και να μην αφήνουν κενά.

Ζέσταινε τη δούγα στη μέση, λύγιζε εύκολα και αμέσως την έβαζε ανάμεσα σε καρφωμένα σε τοίχο παλούκια για να πάρει καθώς θα κρύωνε το σχήμα που ήθελε. Βασικά, η σανίδα κύρτωνε και έτσι θα σχημάτιζε το κοίλο του βαρελιού, δηλαδή θα έκανε την κοιλιά μπακωτή. Αυτός ο τρόπος με το ζέσταμα και το κύρτωμα έπρεπε να γίνει για όλες οι δούγες, που αφού κρύωναν στα δυνατά αυτά καρφιά έπαιρναν το σχήμα του καμπυλωτού ξύλου και όλες μαζί πλάι η μία στην άλλη θα σχημάτιζαν το βαρέλι.

Ο βαρελοποιός έβρισκε, έφτιαχνε ή αγόραζε, κατάλληλα στεφάνια ανάλογα με το πάχος που ήθελε να έχει το βαρέλι. Κάθε στεφάνι έχει και το δικό του όνομα. Το πάνω που έμπαινε στο βαρέλι λεγόταν κεφαλάρι, το δεύτερο σεκόντο, το τρίτο φινταμέντο, και το τέταρτο βραέρι. Αν έβαζαν και άλλα στεφάνια αυτά δεν είχαν όνομα. Βέβαια τα στεφάνια τοποθετούνται συμμετρικά.

Σχεδόν όλοι οι βαρελοποιοί είχαν και βοηθούς, γιατί είναι δύσκολο να τοποθετήσει μόνος του ένας όλα αυτά τα ξύλα μαζί με τα στεφάνια, δηλαδή να στήσει ένα βαρέλι. Ανάμεσα στις δύο δούγες έβαζε ψαθί, όπως αυτό που χρησιμοποιούσαν οι καρεκλάδες, που με το βρέξιμο φούσκωνε και έκλεινε τα κενά. Έβαζε τον πάτο και χάραζε μια στρογγυλή αυλακιά στο κάτω μέρος της σανίδας ως υποδοχή για να στερεώνονται καλύτερα και να δένουν μεταξύ τους. Έχοντας ένα στεφάνι στην αρχή για να γίνει το στήσιμο, τοποθετούσαν την πρώτη δούγα, έπειτα δίπλα της την άλλη και συνέχιζαν να κολλούν τις δούγες ακολουθώντας το κυκλικό του στεφανιού. Έτσι συμπληρώνονταν ο γύρος του βαρελιού. Έβαζαν τα υπόλοιπα στεφάνια εκεί που ήταν απαραίτητα. Σε ορισμένα βαρελοποιεία είχαν το γαλβανισμένο υλικό του στεφανιού, το πήγαιναν στο αμόνι και με το ζουμπά ή τρυπητήρι αφού το είχαν μετρήσει έβαζαν τα πριτσίνια και έπειτα τα τοποθετούσαν στο βαρέλι.

Στη συνέχεια τοποθετούσε το πρώτο στεφάνι, έπειτα το δεύτερο και ακολουθούσαν και τα άλλα. Με το πίσω μέρος του στεφανιού χτυπούσε τα στεφάνια για να πάρουν τη θέση τους. Όταν έφτανε στο πάνω μέρος, πριν βάλει καλά το τελευταίο στεφάνι, έβαζε και τον άλλο πάτο και χτυπώντας το στεφάνι έσφιγγε, «δενόταν» το βαρέλι. Τώρα πλέον ήταν έτοιμο. Τελευταία, του έκανε μια τρύπα στο κάτω μέρος του μπάζου για να τοποθετήσει την κάνουλα. Στο πάνω μέρος από την κάνουλα άνοιγε το πύρο, που ήταν χρήσιμος για να δοκιμάζει το κρασί, χωρίς να ανοίγει το βαρέλι. Σε μια πλευρά του βαρελιού ανοιγόταν μια καλή τρύπα για να μπορεί να γεμίζει το βαρέλι.

Υπήρχε και ο τρόπος που έβαζαν το υπό κατασκευή βαρέλι με δυο στεφάνια μέσα σε ένα καζάνι με νερό που βράζει για δέκα περίπου λεπτά, για να αποκτήσουν τα ξύλα ευκαμψία. Με αυτό τον τρόπο διαμόρφωναν οι δούγες και έβαζαν επί πλέον στεφάνια αν ήταν αναγκαίο.

Ακολουθεί η διαδικασία του καπακιού, του πάνω μέρους του βαρελιού, που ο τεχνίτης βαρελοποιός με το κουμπάσο θα διαιρέσει την περιφέρεια του αυλακιού του βαρελιού σε ίσα μέρη και με αυτή την ακτίνα θα φτιάξει το καπάκι. Το καπάκι, το πάνω φούντι, είναι φτιαγμένο από σανίδες που ενώνονται μεταξύ τους με δίμιτες πρόκες και είναι αυτό που θα εφαρμόσει απόλυτα και θα σφραγίζει το βαρέλι.

Για να πετύχει αυτή η διαδικασία με το φούντι, θα χρησιμοποιήσει ο βαρελάς κοκκινάβαρι, (χρώμα κόκκινο), για να σημαδέψει καλύτερα τα όρια και να κόψει ότι είναι περιττό, με το κατάλληλο πριόνι, το λεγόμενο ξεγυριστάρι.

Αφού τελειώσει το βαρέλι, για να γίνει όμορφο χρειάζεται το φινίρισμα, το οποίο γίνεται με μια στρογγυλή πλάνια. Με αυτήν παίρνονται οι κόστες και γίνεται λείο.

Αυτά τα χρόνια, ο Σπύρος Βουτσινάς κάθεται και αναλογίζεται το παρελθόν, τα χρόνια τα δύσκολα, πως το επάγγελμά του πέρασε στη λήθη και χάθηκαν από το νησί μας οι βαρελάδες. Έμεινε τελευταίος για να μας θυμίζει όσα παλιά συνέβαιναν πριν λίγες δεκαετίες σε μια βιοποριστική πάλη για το μεροκάματο».



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>