«Γίνονται τα νεράνσια γλυκόν ζαχαρωτόν ή κομματιαστά…»
«Γίνονται τα νεράνσια γλυκόν ζαχαρωτόν ή κομματιαστά», γράφει ο Νικόλαος Παπαδόπουλος («Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια», 1815, Β΄ σελ. 96), κι αυτό το κάνουν ακόμη πολλοί και στα δικά μας μέρη, την Λευκάδα.
Υλικά
600 γραμμάρια φλούδες νεραντζιών
Εκτέλεση
Πλένουμε καλά τα νεράντζια, τα σκουπίζουμε και τρίβουμε ελαφρά με τον τρίφτη τη φλούδα τους. Κόβουμε κάθε νεράντζι σε τέσσερα έως έξι μέρη ανάλογα με το μέγεθός τους. Αφαιρούμε τον καρπό και τυλίγουμε τις φλούδες σε ρολά με οδοντογλυφίδες.
Ζεματάμε τις φλούδες των νεραντζιών για 8-10 λεπτά περίπου, τις στραγγίζουμε και τις περνάμε από κρύο νερό. Επαναλαμβάνουμε την ίδια διαδικασία 3 φορές ακόμη, μέχρι να ξεπικρίσουν οι φλούδες.
Μετά τα βάζουμε σε μια λεκάνη με κρύο νερό αλλάζοντας 2-3 φορές το νερό για περίπου 12 ώρες. Στη συνέχεια αφαιρούμε τις οδοντογλυφίδες και αφήνουμε τις φλούδες σε μια πετσέτα, για να στραγγίσουν καλά.
Βάζουμε σε κατσαρόλα τη ζάχαρη με το νερό και αφήνουμε το σιρόπι να βράσει για 5-10 περίπου λεπτά. Ρίχνουμε μέσα τα ρολά από τις φλούδες των νεραντζιών, τα βράζουμε για 10-15 λεπτά και αποσύρουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά. Το αφήνουμε για μία ώρα και το ξαναβράζουμε για άλλα 30 περίπου λεπτά σε σιγανή φωτιά, μέχρις ότου δέσει το σιρόπι. Δύο-τρία λεπτά πριν το τέλος του βρασίματος, προσθέτουμε το χυμό των λεμονιών.
Βάζουμε το γλυκό σε ζεστά αποστειρωμένα βάζα, τα κλείνουμε καλά με το καπάκι τους και τα αναποδογυρίζουμε. Τα αφήνουμε σ΄ αυτή τη θέση, μέχρι να κρυώσουν εντελώς.
Ο καρπός της νεραντζιάς έχει συνήθως το σχήμα και το μέγεθος κοινού πορτοκαλιού αλλά είναι τις περισσότερες φορές εξωτερικά τραχύτερος και έχει χρώμα «πορτογάλλινον βαθύτερον, άρωμα ιδιάζον και σάρκα οξινόπικρον». Το σταθερότερο όμως χαρακτηριστικό που διακρίνει την πορτοκαλιά από τη νεραντζιά είναι οι ελαιοφόροι αδένες στους καρπούς, που στον φλοιό του πορτοκαλιού είναι κυρτοί ενώ στα νεράντζια κοίλοι.
Όπως αναφέρει ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914) το δέντρο Κίτριον η Νεραντζέα (C. voulgaris ή C. Bigaradia) είναι ιθαγενές των ανατολικών Ινδιών και καλλιεργείται από τα αρχαία χρόνια στα μέρη αυτά. Οι Άραβες εισήγαγαν το δέντρο στα παράλια του Περσικού Κόλπου, τη Συρία και την Αίγυπτο. Από εκεί διαδόθηκε και στις άλλες παραμεσόγειες χώρες.
Το όνομα της νεραντζιάς αναφέρεται τα τέλη του 11ου αι. στην περί «Εμπλάστρων» πραγματεία του Αλεξανδρινού ιατρού Νικολάου του Μυρεψού και από την εποχή εκείνη το δέντρο και ο καρπός του ήταν γνωστός «εις τας ελληνικάς χώρας». Στις αρχές του 19ου αιώνα η νεραντζιά ήταν γνωστή σε όλα τα ελληνικά νησιά. Στη Χίο σώζεται δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στη νεραντζιά (Κάτω στο γυαλό / κάτω στο περγιάλι, / κάτω στο γυαλό κοντή / νεραντζούλα φουντωτή…), ενώ στη Ζάκυνθο υπάρχει παλιό χωριό με το όνομα «Νεραντζούλες».
Ο Νικόλαος Παπαδόπουλος («Εμπορική Εγκυκλοπαίδεια», 1815, Β΄ σελ. 96) αναφέρει ότι επί των ημερών του «όλον το Αρχιπέλαγος καθώς και τα νοτιότερα κλίματα έχουν πλήθη πολλά από αυτό τον δένδρον (την Νερανσιάν) καρποφορούντα» και ότι «γίνονται τα νεράνσια γλυκόν ζαχαρωτόν ή κομματιαστά» και ακόμη ότι «ο ζωμός των είναι σχεδόν άχρηστος, εκτός των γλυκονερανσίων, τα οποία τρώγονται».
Με την απόσταξη των «ευοσμωτάτων ανθέων του δένδρου της νεραντζιάς λαμβάνεται το ανθόσταγμα (ανθόνερον), χρησιμοποιούμενον εις την μυρεψίαν και την ζακχαροπλαστικήν… Εις τας άλλας παραμεσόγειους χώρας, ως και παρ΄ υμίν, η νεραντζέα καλλιεργείται κατά το μάλλα ή ήττον εκτενώς κυρίως δια τους καρπούς της, οι οποίοι χρησιμοποιούνται εις την ζακχαροπλαστικήν, την ποτοποιΐαν, την μυρεψίαν και την φαρμακοποιΐαν».