«Στο Τρίκορφο, στη μεσιανή κορφή…» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

«Στο Τρίκορφο, στη μεσιανή κορφή…»

trikorfo

………….

Πάλ' η φωνή της κατάρας:

«Τραβάμε στο Πολεμικό,
Στο Τρίκορφο, στη μεσιανή κορφή.
Βαράτε τους,
Η ώρα δεν μας παίρνει.
Πρέπει να τελειώσουμε με τούτα τα σκυλιά.
Βιαστείτ' ωρές,
Σέρνετε τα ξεράδια σας».

Με τα χέρια στην πλάτη,
Σκοντάφτουνε, πέφτουν, ματώνουν.
Για ώρα το ίδιο παιγνίδι.

Κάποτε φτάνουν.
Ο Γολγοθάς είν' εδώ.
Του Κρανίου ο τόπος.

Αντηχεί δήμιου φωνή:

«Σταθείτ' ωρές…»

Πριν προφτάσει το κοράκι να κράξει,
Ένας λεβέντης, Παπλαγιάννης ο Νίκος,
Λύνει τα χέρια.
Πουλί, στο σκοτάδι χάνεται μέσα.
Η νύχτα ασπίδα.
Τα σκινάρια, οι βράχοι κρυψώνα.

Λυσσάν' οι φονιάδες.
Μύρια ρίχνουνε βόλια.
Ζωντανό τον εθέλαν.
Σκοτωμένο ακόμα.
Η φυγή μαρτυριά θε να φέρει.

……..

Λυσσάν οι Χριστοί,
Χριστοί λογιζόνταν,
Ευλογημένα τουφέκια.
Δεσποτικά χέρια τ' αγιάσαν.
Ο Θεός τούτη την ώρα δε βοηθάει.
Τον μουτζώνουν, τον βρίζουν,
Τον λεν ξεκουτιάρη.
Μαλώνουν.
Ένοχο μεταξύ τους ζητάνε να βρούνε.
Η φυγή τη βουλή τους αλλάζει,
Κανείς να μην μάθει τον τάφο.
Στη σάστιση μέσα, στις φωνές, τις βλαστήμιες,
Απ' τα σπλάχνα της γης,
Φωνή αναβράει.
Των Δράκων το λόγο τον κόβει.

«Αδέρφια… Βγάλτε μ' απ' δω.
Η μοναξιά με τρελαίνει.
Ζωντανός είμαι, Λαβωμένος.
Μπορετό αν δεν είναι χώμα ζητάω,
Τάφου χώμα».

Στη φωνή οι λεβέντες στήνουν αυτί.
Οι ληστάδες σαρκάζουν, γελάνε.
Έργο δικό τους.
Η τρύπα, το πρώτο της δώρο,
Το 'χει πάρει από μέρες.
Είν' ο Χρήστος Μποτσώνας.
Ζωντανός είν' ακόμα!

Βαυκερή!
Την πρωτιά έχεις χάσει·
Μαραντοχώρι
το χωριό που στην πήρε.

Το ντουφέκι το στρέφουν στης τρύπας το στόμα,
Ρίχνουνε βόλια.
Ξεψυχάει, σβύν' η φωνή.

Τα δεμένα τα νιάτα
Τώρα που βρίσκονται ξέρουν.
Το φεγγάρι έχει ανέβει ψηλά.
Στο φως του, το στόμα της τρύπας
Διακρίνουν καλά.
Σαν επήραν τις ράχες,
Το θάνατο δε λογαριάζαν.
Καλοδεχούμενος είπαν.
Τέτοιονε θάνατο, να ταφούν ζωντανοί,
Δεν έβαζ' ο νους τους.
Ριγούνε!
Κρύος ιδρώτας κυλάει.
Καταπίνουν το σάλιο.
Φαρμάκι ας ήταν.
Τη φρικτή τους τη σκέψη
Κόβει του λύγκα φωνή:

«Τι καρτερείτε μωρές;
Δεν έχουμε ώρα.
Τα κορμιά τους λαβώστε.
Στην τρύπα ρίξτε τους όλους.
Για το στερνό τους το λάδι
Ρίξτε ντουφέκια στο σωρό τους απάνου.»

Αντοχή τρομερή!
Ατσάλινα νεύρα!
Καρδιές λιονταριών!
Δε λυγίζουν, δεν ανοίγουν το στόμα.
Θα το πιουν το ποτήρι
Ξέχειλο ως είναι.
Η αντρειοσύνη πάντα προσφέρει χολή.

Η φοβέρα γίνεται πράξη.
Χτυπούν τον κορμό.
Λιανίζουν κλαριά.
Κόβουνε πεύκο, κυπαρίσσι, πλατάνι,
Στη χοάνη τα ρίχνουν.
Στο βάθος της τρύπας γίνετ' αντάρα.
Το φοβερόνε τον κρότο
Αντιλαλεί της σπηλιάς
Τ' ανεξερεύνητο χάος.
Στο στερνό παληκάρι κάνουνε χάρη.
Τον κρατάνε πολλοί.
Του λύνουν τα χέρια.
Δεν του ρίχνουν τουφέκι.
Ζωντανό, δίχως πληγή,
Να τον ρίξουνε θέλουν.
Να νικηθεί ο Γαζής!
Να συντριβεί το κοντρί!
Να τσακιστεί η αντρειά!
Θέλει κόπο μεγάλο.

Όλοι τον πιάσαν.
Ως εχανόνταν
Στο μαύρο το στόμα της τρύπας
Οι ληστάδες φωνάζαν,
Με χολή ειρωνεία:

Άντε να βρεις τους συντρόφους.
Νεκροθάφτης να γένεις.
Οι δήμιοι φεύγουν.
Ότι ιερό
Στο σκοτάδι μέσα της τρύπας.
Γκρεμισμένα τα εικονίσματα όλα.
Τα κοράκια του Σατανά φοράνε το ντύμα.
Του φονιά, πιο καλά τους πηγαίνει.
Χριστούς εσταυρώσαν.
Μαρτύριο πολυήμερο φριχτό.
Ο θάνατος αργεί
Παληκαριώνε να κλείσει τα μάτια.
Του στερνού τη μοίρα θρηνώ.
Σαρκαστικό γέλιο ακούω.
Χορεύει ο θάνατος μεσ' το σκοτάδι.
Σβήνει το φως της ελπίδας.
Ω! Γη, μάνα γη!
Αμάρτημά σου τούτη η τρύπα.
Πονετικός γίνε χάρε.
Τη σκληράδα σου κλέψαν.

Οι ληστές ξεμακραίνουν.

Στου Κρανίου τον τόπο
Αρχίζει ο βόγκος στο ξεροπήγαδο μέσα.
Λάβα χύνεται στις γύρω πλαγιές.
Πυρπολεί τα σκινάρια.
Ζεματάει βουνά.
Προσκυνάει ο Σκάρος.
Η Λίμνη τ' αγιονέρι της στέλνει.
Το Λαϊνάκι το φωσφορένιο του φως.
Το Πολεμικό άθελά του
Φορεί την κατάρα.
Γίνεται φρουρός βλοσυρός.
Είναι φριχτό να βογγάνε οι τάφοι
Ρίξτε χώμα να σταματήσει ο βόγγος.

Νυχτοπεπατάει τσοπάνος.
Σαλαγάει κοπάδι σε δροσερά βοσκοτόπια.
Έχει σακούλι κρεμασμένο στον ώμο.
Περασμένη τριχιά στη μασχάλη,
Στην πλάτη ριγμένο κουβά,
Να μαζεύει τη στάλα,
Απομεινάρι στα ξεροπήγαδα μέσα,
Να δροσίζει τα ζώα.
Τ' αυτί του τσοπάνου πήρε το βόγγο.
Αλάθητο είναι.
Σαράντα χρόνια βοσκάει κοπάδι.
Πρώτη φορά του λαχαίνει.
Μαζεύει τα γίδια.
Λουφάζει ο σκύλος.
Αναρωτιέται:
«Τι γίνετ' ωρέ;
Πούθε ετούτος ο βόγγος;
Μοιάζει μοιρολόι αντρίκιο».
Του φεγγαριού το φως δε βοηθάει.
Τ' αστρίτικο μάτι δε βλέπει
Μαρτυριά στην πέτσα της γης.
Μονολογεί:
«Βογγάνε τα σπλάχνα της γης.
Ξωτικό θα ν' απόθαν' ωρέ.
Οι γονιοί του το κλαίνε.
Δράκοι θρηνούνε,
Θα ξεψύχησε ο Δράκος».
Άφοβος είναι, αντρίκια καρδιά.
Πετάει τον κουβά, το σακούλι.
Γοργόφτερνος τρέχει, φτάνει κοντά,
Ο χαλασμός οδηγός του.
Να μην έφτανε κάλιο.
Οι φωνές είν' αντρίκιες.
Η μια καλεί αδερφό ή άλλη γονιούς.
Ρίχνεται κάτω.
Το κεφάλι χώνει στην τρύπα.
Ρωτάει με κομμένη φωνή:
«Τι έχετ' ωρές;
Πως βρεθήκατε μέσα;
Ο κόρφος της γης ζωντανούς δεν κρατάει».

Ακούει φωνή απ' το βάθος.
Γλυκό παράπονο κρύβει.

Οχτρός είσαι ή φίλος;
Αν οχτρός στην κατάρα.
Αν φίλος βοήθα.
Του ΕΛΑΣ είμαστ' αντάρτες.
Του τσοπάνου τα στήθια γιομίζουν οργή.

– Τι λες μωρέ;
Ο Μέρμηγκας είμαι.
Δεν είμαι ρουφιάνος.
Τα παιδιά μου αντάρτες στο βουνό πολεμούν.
Το σκούφο φορούν του ΕΛΑΣ.
Λέγε μωρέ τι σας βρήκε.
– Σε καρτέρι μας πιάσαν.
Δεμένους μας ρίξαν στην τρύπα.
Μας λαβώσανε πρώτα.
Όλοι μισοζώντανοι είναι.
Η μοίρα η δική μου σκληρή.
Λαβωμένος δεν είμαι.
Νεκροθάφτης με θέλαν να γίνω,
Να πιω τη στερνή τη σταγόνα.

Η καρδιά του τσοπάνου κομμάτια.
Το στουρνάρι προζύμι.

– Πούθε ν' είσαι μωρέ;
Πως σε κράζουνε πες μου.
– Βαυκεριώτες είμαστε όλοι.
Εμένα με λένε Σταύρο Γαζή.
– Άφησε το παράπονο.
Πιάσε την άκρη της τριχιάς
Θα σ' ανεβάσ' απάνω.

Το σκοινί εντρατάχτη.
Ανεβαίνει.
Παλικάρι προβαίν' απ' τον τάφο.
Απ' τα μαλλιά τον αδράχνει,
Απ' τους ώμους, τα χέρια.
Τον απιθώνει στη γη.
Του δροσίζει τα χείλη.
Το κολοκύθι πάντα κρατάει νερό.
Φιλιούνται!
– Λόγγο πάρε λεβέντη.
Με φύλαξη διάβαινε, φεύγα.
– Σύντροφε γεια σου.

Άλλη φωνή φτάν' από κάτου:
«Του Παπλαγιάννη είμ' αδερφός.
Έχω σπασμένο ποδάρι.
Μήνυμα φέρτου. Θέλω βοήθεια.
Ωρέ Σταύρο τ' ακούς;
Μέρμηγκα πεσ' το».

Τέτοια τόλμη κανένας δεν έχει
Θάνατος είναι η μέρα
Η νύχτα ενέδρα κρυφή.
Σκιάδες κρυμμένοι παντού.
Ο Γαζής πήρε το λόγγο
Ο Μέρμηγκας φεύγει θλιμμένος.
Μένει ο βόγγος.
Ο αντίλαλος χαϊδεύει τα βράχια.

Μέρμηγκα, γεια σου λεβέντη!
Βράχος κορμί.
Οργιές πελώριες, στήθια.
Ατσάλινα χέρια.
Μέριασε, είπες στο φόβο.
Ντύθηκες της αντρειοσύνης το ντύμα.
Αν ζεις χιλιόχρονος ναι 'σαι.
Αν κοίτεσαι να 'χεις χώμ' αλαφρό.
Ευτυχισμένοι της γενιάς σου οι κλώνοι.
Συχωρεμένο τ' Άλατρο να 'ναι
Για χάρη δική σου.

………….

Γιάννη Αθηνιώτη, ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ – Λαϊνάκι, Κρανίου Τόπος, Σήμερον Κρεμώνται

trikorfo_trypa

trikorfo_trypa 2



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>