Κυδωνιά – Κυδωνέα η κοινή (Cydonia vulgaris)
Ως δέντρο της οικογένειας των Ροδωδών (Ροδοειδών), το γένος του οποίου περιλαμβάνει τέσσερα είδη, ιθαγενή της Ασίας, που είναι θάμνοι ή μικρά δέντρα, φυλλοβόλα, καρποφόρα και κοσμητικά, περιγράφει την Κυδωνέα (Cydonia) o Π. Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914).
Το γνωστότερο και από παλιά καλλιεργούμενο στην Ελλάδα και την Ανατολή είδος είναι η Κυδωνέα η κοινή (Cydonia vulgaris), δέντρο καρποφόρο, ιθαγενές της Περσίας και μερικών άλλων τόπων της Ανατολής που εισήχθηκε και εγκλιματίστηκε στην Ελλάδα από τα πολύ παλιά χρόνια.
Όπως γράφει, ο καρπός του ήταν αφιερωμένος στην Αφροδίτη. Κατά τον Διοσκουρίδη διακρίνονταν στα κυδώνια μήλα, τα οποία ήταν «μικρά, περιφερή και εύοσμα» και τα «λεγόμενα στρουθία», τα μεγαλύτερα και «ήττον εύχρηστα». Η διάκριση αυτή γίνεται και από τον Θεόφραστο, ο οποίος, αναφέρει ότι εκ σπόρου Μηλέας στρουθίου προκύπτει Μηλέα κυδώνιος (Φυτών Ιστορία, 2,2,5).
Ο Διοσκουρίδης αναφέρει πολλές θεραπευτικές ιδιότητες των κυδωνίων, ο οποίος λέει ότι εξ αυτών κατασκευάζονταν και «κυδωνίτης οίνος». Σήμερα, γράφει ο Γεννάδιος, «εκ κυδωνίων μετά εψήματος ή μέλιτος και συνηθέστερον μετά σακχάρου κατασκευάζονται εξαίρετα γλυκά, ως το μηλίπηκτον (ρετσέλι), το τριπτόν, ο πολτός (μπελντές), η κυδωνόπιτα ή κυδωνόπαστον».
Τα σπέρματα του καρπού είναι πολύ βλενούχα και χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ως μαλακτικά. Το ξύλο του δέντρου είναι σκληρό και χρήσιμο σε τορνευτικά έργα, «αποτελεί δε άριστον υποκείμενον προς εμβολιασμόν της Μηλέας, της Απιδέας, των Μεσπιλεών…».