«Το σερνικό», βραβευμένο διήγημα του Δημοσθένη Ζαβιτσάνου | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Ιουλ 17th, 2021

«Το σερνικό», βραβευμένο διήγημα του Δημοσθένη Ζαβιτσάνου

genna

Έσπρωξε μουγκρίζοντας τη σαραβαλιασμένη πόρτα και μπήκε τρεκλίζοντας στο σπίτι. Βρωμούσε κι έζεχνε ούζο και απλυσιά. Στο αξούριστο και λιγδιασμένο μούτρο του διακρίνονταν τα ίχνη του θυμού του. Τα κόκκινα μεθυσμένα μάτια του πετούσαν αστραπές. Η γυναίκα με την κοιλιά στο στόμα ζάρωνε στη γωνιά του κρεβατιού τρέμοντας. Τα πέντε θηλυκά που την περιτριγύριζαν αδύνατα, βρώμικα και ρακέντητα, κούρνιασαν τρομαγμένα κοντά της σαν κλωσόπουλα στην κλώσα.

«Ακόμα δεν ξεκοιλιάστηκες μωρή βρώμα», έσκουξε ο άντρας βλαστημώντας. «Κοίτα μωρή μη μου ξεφουρνίσεις πάλι καμιά τσούπρα. Θα σας πνίξω και τις δυο. Με ΄φαγες μωρή με τα πέντε θηλυκά που μ΄ αράδιασες. Διαόλου γέννα, το σταυρό σου. Κάλλιο να ΄σουνα στέρφα σαν την αδελφή σου».

Πήγε τρεκλίζοντας στο παλιό ξεχαρβαλωμένο ράφι που αποτελούσε την πιατοθήκη και άρπαξε την μπουκάλα με το ούζο. Την άνοιξε και τράβηξε πέντε έξι δυνατές γουλιές πλαταγίζοντας τη γλώσσα του. Πήρε την μπουκάλα και ξαναγύρισε παραπατώντας στο τραπέζι.

«Τι να τα κάνω μωρή ρουφιάνα τα πέντε θηλυκά. Πουτάνες μπουρδελιάρες θα γίνουνε μωρή. Με τι θα τις προικίσω, το σταυρό σου. Και τώρα πας και για την έχτη μωρή. Μα δεν θα προκάμεις. Θα σε ξεκάμω και σένα και το μούλικο που ΄χεις στην κοιλιά σου».

Σηκώθηκε και με οχτάρια ζύγωσε τη μισοπεθαμένη από το φόβο της γυναίκα. Της τράβηξε μια γροθιά στο μούτρο. Ύστερα την άρπαξε από τα μαλλιά και την έσουρε στο πάτωμα. ΄Τοιμάστηκε να την κλωτσήσει άγρια στην κοιλιά. Γύρω τα μικρά τσίριζαν.

«Μη, Ανέστη μου», ούρλιαξε η γκαστρωμένη. «Κι αν είναι σερνικό;»

Το ποδάρι του μεθυσμένου άντρα έμεινε μετέωρο. Σερνικό. Σαν ηρεμιστικό η λέξη καταλάγιασε τη μάνιτά του. «Τι λες μωρή», ψέλλισε. «Σερνικό; Βρώμα, έτσι το λες για να γλυτώσεις το ξύλο».

«Όχι, Ανέστη μου. Πήγα στη γριά-Ζαφείρω και μου ΄δωσε το σερνικοβότανο». Τούτο το στερνό απόκαμε τον άντρα. Σιγά σιγά ξαναγύρισε στο τραπέζι, ξεκούπωσε την μπουκάλα κι άρχισε να πίνει κοιτώντας τα κουτσούβελα μέσα από την ομίχλη του σπίρτου.

Η μαύρη η γκαστρωμένη σύναξε γύρω της τα πέντε θηλυκά κι απόμεινε να τον κοιτάει φοβισμένη.

Και τι δεν έκαμε η κακομοίρα η Βαγγέλω για να κάμει το σερνικό. Πήγε σε γιάτρισσες και μάγισσες και φλιτζανούδες, ήπιε το σερνικοβότανο της θεια-Ζαφείρως και έφαγε και ήπιε χίλιων ειδών βότανα και μαντζούνια. Έβλεπε ότι, αν δεν έκανε το σερνικό, ήταν χαμένη κι αυτή και τα παιδιά της.

Ο Ανέστης το ΄χε πάρει βαριά το πράμα.

Στην πρώτη γέννα ξύνισε τα μούτρα του. Στη δεύτερη έγινε έξαλλος. Κάθε φορά που γένναγε χανόταν κάνα μήνα. Γυρνούσε δω και κει πίνοντας και μεθοκοπώντας. Παράταγε και τη δουλειά του, ήταν μπαλωματής. Τη μαύρη τη Βαγγέλω τη σύντρεχε η γειτονιά. Σαν ξαναγύριζε την έδερνε άγρια και ξεθύμαινε. Τούτο το κακό είχε γίνει πέντε φορές. Η δύστυχη Βαγγέλω προσπαθούσε να μην ξαναγκαστρωθεί. Τούτος ο δαίμονας όμως το βιολί του. Πήγαινε για το σερνικό.

Έτρεξε η μαύρη, παρακάλεσε, έδωσε τη μισή της προίκα στη γριά-Ζαφείρω για το σερνικοβότανο. Ήταν βλέπεις και τούτο ακριβό, πανάθεμά το. «Θα το πάρεις κόρη μου τρεις βολές πριν ξαπλώσεις με τον άντρα σου. Και μείνε ήσυχη. Σαν γκαστρωθείς θα πιάσεις σερνικό. Κι άλλες θηλομάνες γίνανε σερνικομάνες με τούτο το βοτάνι. Πάρτο και θα με θυμηθείς». «Θα με σώσεις θεια-Ζαφείρω. Σαν ξεφουρνίσω κι άλλη θα με πνίξει ο μπόγιας. Μου το ΄πε καθαρά και ξάστερα».

Κι έκαμε η μαύρη η Βαγγέλω ό,τι της είπε η γριά-Ζαφείρω. Και σαν γκαστρώθηκε πρόσεχε να μην τον ερεθίζει καθόλου, τη δείρει και το αποβάλλει.

Κείνο το βράδυ μετά το γρονθοκόπημα του Ανέστη άρχισαν να κεντρίζουν τη γυναίκα οι πρώτοι πόνοι. Ο άντρας κοιμόταν ροχαλίζοντας πάνω στο τραπέζι. Τα μικρά κοιμόταν και αυτά κουρνιασμένα γύρω της.

Καθώς οι πόνοι την έζωναν, ξύπνησε τη μεγάλη, τη Λάμπρω. «Ξύπνα μωρή Λάμπρω. Τρέξε στη μαμή τη Στρίγγλενα. Πες της πως με πιάσανε οι πόνοι και να ΄ρτει. Σιγά μην ξυπνήσεις τον πατέρα σου».

Έτρεμε η μαύρη μη βγει και άλλο θηλυκό.

Το κορίτσι αγουροξυπνημένο και τρέμοντας από το κρύο και το φόβο, τυλίχτηκε σε μια παλιοκουβέρτα και ξεπόρτισε αθόρυβα.

Σε δέκα λεπτά κατέφθασε αγουροξυπνημένη κι ανασκουμπωμένη η μαμή, η Στρίγγλενα.

Έριξε μια περιφρονητική ματιά στον Ανέστη που κοιμόταν του καλού καιρού και ζύγωσε την ετοιμόγεννη γυναίκα. «Κοιμάται ο κατσαπλιάς», μορμούρισε. «Μη φοβάσαι κόρη μου, θα σε λευτερώσω στο πι και φι. Μωρή Λάμπρω βάλε στην παδέλα νερό, άναψε την γκαζιέρα και βάλτο να βράσει. Φέρε και κάνα πανί καθαρό. Σβέλτα μωρή».

Το κορίτσι γλήγορα και αθόρυβα έκανε τις προσταγές της μαμής, ενώ ο Ανέστης συνέχιζε μακάρια το ροχαλητό του. Σε λιγάκι οι πόνοι μεγάλωσαν. Η γυναίκα δάγκωνε με μανία το χέρι της για να μην ξεφωνίσει. Ο ιδρώτας την έλουζε ποτάμι. Που και που της ξέφευγε κάνα πνιγμένο βογγητό κι η θολή από τους πόνους ματιά της έπεφτε αμέσως τρομαγμένη στη φιγούρα του κοιμισμένου άντρα.

«Κυρά-Παναγιά μου να μην ξυπνήσει πριν λευτερωθώ. Λυπήσου με τη μαύρη και κάμε να βγει σερνικό».

Σε λίγο ήρτε ο λυτρωτικός σπασμός. Μ΄ ένα μούγκρισμα βοδιού που το σφάζουν, η γυναίκα λευτερώθηκε. Το μωρό έπεσε στα χέρια της μαμής.

«Μωρή Βαγγέλω σερνικό», έσκουξε η μαμή. «Σερνικό». Η μαγική τούτη λέξη έσβησε και πόνους και φόβους μεμιάς. Μια άγρια χαρά κυρίεψε τη λεχώνα. «Ξύπνα τον, κυρά Στρίγγλενά μου, ξύπνα τον». Με φόβο τον πλησίασε η μαμή, τον σκούντηξε απαλά. «Ξύπνα κυρ-Ανέστη». «Πιο δυνατά», φώναξε η λεχώνα. «Δεν βλέπεις που ΄ναι τύφλα στο μεθύσι; Πιο δυνατά».

Η μαμή τον σκούντηξε άγρια. Ο Ανέστης ξύπνησε και σήκωσε το κεφάλι. Κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του τη μαμή. «Τα σχαρίκια μου, κυρ-Ανέστη. Η Βαγγέλω σου ΄καμε το γιο».

Την κοίταξε ηλίθια ο άντρας. «Τι λες μωρή, γέννησε η Βαγγέλω;»

«Δεν τη γλέπεις, στραβός είσαι; Σου ΄καμε το γιο».

Παραπατώντας ο άντρας πλησίασε τη λεχώνα και το μωρό. Χωρίς να δώκει σημασία στη γυναίκα ξεσκέπασε το παιδί και κοίταξε για πολύ το γυμνό του κορμάκι. «Σερνικό», μούγκρισε με άγρια χαρά. «Ο γιος μου». Του πέρασε μεμιάς ο ύπνος, το μεθύσι κι όλα. Άρπαξε το νεογέννητο, το σήκωσε ψηλά. «Γιε μου», φώναξε θριαμβευτικά «γιε μου». Του το άρπαξε από τα χέρια η μαμή. «Σιγά Χριστιανέ μου, θα το σκοτώσεις».

Δεν της μίλησε ο άντρας. Πλησίασε τη λεχώνα που τον κοίταζε κατάματα με τα μεγάλα πονεμένα μάτια της που ΄χαν στο βάθος μια λάμψη θριάμβου. «Στον έκαμα το γιο Ανέστη μου». «Ναι μωρή Βαγγέλω».

Ζύγωσε το αξούριστο μούτρο του και φίλησε τη γυναίκα στο μάγουλο. Και ήταν τούτο το πρώτο φιλί μετά έξι γέννες, που ΄δινε στη γυναίκα του. Ύστερα σαν σίφουνας έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο που ΄βλεπε στο δρόμο. Και η φωνή του βροντερή και καθάρια αντιλάλησε μέσα στη νύχτα. «Τ΄ ακούσατε γείτονες, έκαμα το γιο, το γιο».

Η μαμή τον στραβοκοίταξε. «Πανάθεμά σε, κατσαπλιά. Αν έκανε και άλλο θηλυκό θα την έπνιγες τη μαύρη. Η Παναγιά τη φύλαξε και γλύτωσε από τα χέρια σου».

Έριξε μια ματιά στη λεχώνα και στο μωρό που ΄χαν αποκοιμηθεί. «Να σου ζήσει κόρη μου», ψιθύρισε. Και βγήκε αθόρυβα από το σπίτι.

Ο άντρας ξαναγύρισε στη μέση της μισοσκότεινης κάμαρας. Και άρχισε να χορεύει έναν άγριο και παράξενο χορό σηκώνοντας θριαμβευτικά τα χέρια στο ταβάνι.

Ένα χορό χαρισμένο στο γιο του.

(Αθήνα. Μάρτιος 1985)

Το διήγημα βραβεύτηκε από το Σωματείο Λόγου και Τέχνης «Αλκυονίδα» του Πνευματικού και Πολιτιστικού Κέντρου του Δήμου Κορινθίας.

Πηγή: «Παγιδευμένος από το όνειρο» – διηγήματα, εκδόσεις Θουκυδίδης (ISBN 960-7025-51-2).



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>