Σαν σήμερα το 1879 πεθαίνει ο «βάρδος του αγώνος» Αριστοτέλης Βαλαωρίτης | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Σα, Ιουλ 24th, 2021

Σαν σήμερα το 1879 πεθαίνει ο «βάρδος του αγώνος» Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Aristotelis_Valaoritis_protomi

Σαν σήμερα το 1879 πεθαίνει ο ποιητής και πολιτικός Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.

Από την άγνωστη ζωή του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Η νεότης του ποιητού. Πως έκαμε φόνο. Το επεισόδιό του με τον Άγγλο Αρμοστή. Ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης εξόριστος. Ο Ποιητής στη Μαδουρή. Οι αγώνες του για την Ένωση. Το ιστορικό της Ωδής του Πατριάρχη. Πως εβγήκε ο πρώτος στίχος. Η 25η Μαρτίου 1872. Ο θάνατος του Ποιητού κτλ.

Η επανάστασις του 1821 έχει τους ήρωάς της, αλλ΄ έχει και τους βάρδους της, τους ραψωδούς των μεγάλων μαχών και των μεγάλων ηρωϊσμών. Μορφή ηρωϊκή αναμφιβόλως είναι και ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, που τα ποιήματά του ηλεκτρίζουν ακόμη την εθνική ψυχή. Αξίζει, λοιπόν, να διηγηθούμε μερικές, σχεδόν άγνωστες, λεπτομέρειες της ζωής του.

Ο Βαλαωρίτης κατήγετο από αρματωλική οικογένεια, που συμπολέμησε με το Βλαχαγγέλη. Το δημοτικό τραγούδι λέει:

Σαν τι μεγάλη καταχνιά, στα Σίβιστα, στη ράχη,
Ο Βλαχαγγέλης πολεμά κι΄ ο Χρήστος Βαλαώρας.

Η οικογένεια του Βαλαωρίτη ετιμήθη στη Λευκάδα με αξιώματα κι΄ επλούτισε, χωρίς όμως να λησμονήση τις αρματολικές παραδόσεις. Ο πατέρας του ποιητού Ιωάννης Βαλαωρίτης παρεβίασε κάποτε τον αποκλεισμό των Άγγλων της Γένουας κι΄ έπειτα της Κέρκυρας.

Την 1η Σεπτεμβρίου 1824 εγεννήθη ο ποιητής. Τον ωνόμασαν Αριστοτέλη, αλλά τούδωσαν και δεύτερο όνομα, Μόσχος, – όνομα παλαιού Βαλαωρίτου πολεμιστή. Γεννήθηκε μέσα στους βρόντους των επαναστατικών όπλων. Καθώς γράφει ο ίδιος: «Αι πρώται εντυπώσεις της παιδικής μου ψυχής υπήρξαν ο ακράτητος ενθουσιασμός και η συμμετοχή των Επτανησίων εν τω Εθνικώ Αγώνι. Ο Ύμνος δε του Σολωμού ήσαν αι πρώται φράσεις τας οποίας εψέλλισαν τα χείλη μου».

Ο Βαλαωρίτης εσπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία, εταξείδευσε στην Ελλάδα, κι΄ έπειτα πήγε στην Ευρώπη, όπου εξακολούθησε τις σπουδές του θριαμβευτικά. Στα ταξείδια του αυτά του συμβαίνουν διάφορα επεισόδια: Στη Βενετία -κατεχόμενη τότε από την Αυστρία- ο Βαλαωρίτης λαβαίνει μέρος στις επαναστατικές συνεννοήσεις των Ιταλών, συλλαμβάνεται από τους Αυστριακούς και εξορίζεται, αλλά στον δρόμο δέρνει αλύπητα τον Αυστριακό υπάλληλο που τον επιτηρούσε…

Φθάνει κατόπιν στο Παρίσι, κι΄ εκεί του συμβαίνει ένα τραγικό επεισόδιο. Μια νύχτα που περνούσε μια απόκεντρη συνοικία, κοντά στα Οχυρώματα, του επετέθη ένας απάχης να τον ληστέψη. Ο απάχης ήταν ωπλισμένος αλλά και ο ποιητής είχε το μαχαίρι του. Μέσα στον έρημο και σκοτεινό συνοικιακό δρόμο, η πάλη διεδραματίσθη γρήγορη και άγρια, σώμα προς σώμα. Αμυνόμενος υπέρ της ζωής του ο Αριστ. Βαλαωρίτης, εχτύπησε τον Παρισινό κακούργο στην καρδιά και τον έρριξε νεκρό…

Στην Ιταλία, στα 1848, ο Βαλαωρίτης γίνεται αρχηγός των νέων Ελλήνων, οι οποίοι θέλουν να λάβουν μέρος στην Ιταλική Επανάσταση, κι΄ έπειτα δημοσιεύει τα πρώτα του «Στιχουργήματα», και, στα 1852, νυμφεύεται στη Βενετία την Ελοϊσία Τυπάλδου, κόρη λατρευόμενη από τους λογίους και τους σοφούς της πόλεως για τα έξοχα προτερήματά της. Από το 1853 ο ποιητής εγκαθίσταται στη Λευκάδα και αρχίζει τις ενέργειές του για την Ένωση της Επτανήσου και για την Επανάσταση της Ηπείρου, η οποία πράγματι ξέσπασε μετά ένα χρόνο. Τότε συνέβη και το ακόλουθο νόστιμο επεισόδιο:

Μετά την πανωλεθρία του Πέτα, πολλά έγγραφα ενοχοποιούντα τον Βαλαωρίτη έπεσαν στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι τα διεβίβασαν στον εν Κερκύρα Άγγλο Αρμοστή Ούαρδ. Ο Αρμοστής μπαίνει σ΄ ένα πολεμικό πηγαίνει στη Λευκάδα και καλεί τον ποιητή. Δείχνοντας τα έγγραφα στον Βαλαωρίτη τον ερωτά αν γράφτηκαν απ΄ αυτόν. Ατάραχος οι ποιητής απαντά:

– Μάλιστα Υψηλότατε.

– Και πως;! Δεν ξέρετε λοιπόν τας διαταγάς της Αγγλικής Κυβερνήσεως και την πολιτική της βασιλίσσης Βικτωρίας; Η πράξις σας αποτελεί έγκλημα εσχάτης προδοσίας!

– Συγγνώμην, Υψηλότατε, απαντά ο Βαλαωρίτης, λησμονείτε ότι εγώ δεν είμαι Άγγλος, αλλ΄ Έλλην. Συνεπώς η αντίθετος ενέργειά μου θ΄ αποτελούσε έγκλημα εσχάτης προδοσίας!.. Έχετε τίποτε άλλο να μου ανακοινώσετε, Υψηλότατε;

Και, χωρίς να περιμένη απάντηση έφυγε. Ο Αρμοστής εκάλεσε τον πατέρα του ποιητού, τον οποίο εκτιμούσε πολύ, και συνεννοήθη μαζί του να φύγη για λίγον καιρό ο γυιός του στο εξωτερικό. Ο ποιητής έφυγε και μετά ένα έτος γύρισε στην Κέρκυρα. Φαντασθήτε δε την έκπληξή του όταν έλαβε πρόσκληση του Ούαρδ σε γεύμα, με τη γυναίκα του. Ο Βαλαωρίτης επήρε τη γυναίκα του και πήγε. Ο Άγγλος Αρμοστής σφίγγοντας το χέρι του Εθνικού ποιητού, του είπε: – «Σας ώφειλα μια εξήγηση. Επράξατε το καθήκον σας, ώφειλα όμως κι΄ εγώ να πράξω το δικό μου».

Στα 1857, ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης εκλέγεται για την Ιόνιο Βουλή, βουλευτής Λευκάδος, με γενικό ενθουσιασμό των κατοίκων τάσσεται με το ριζοσπαστικό κόμμα και τότε δημοσιεύει τα «Μνημόσυνά» του. Θρίαμβο σημειώνει το νέο αυτό έργο του. Αστράφτει και βροντά η Μούσα του! Όλοι μιλούν για τον ποιητή. Ο βασιλεύς Όθων του απονέμει τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος. Η περίφημη τεχνοκρίτρια της εποχής Δώρα Ιστριάς επαινεί τα «Μνημόσυνα» σε μακρό άρθρο της στην Παρισινή «Επιθεώρηση των Δύο Κόσμων», και ο Ιταλός Τομαζέο γράφει τρία άρθρα για το «Βάρδο της Ελληνικής Ελευθερίας», όπως τον εχαρακτήρισε.

Στην Ιόνιο Βουλή, ο Βαλαωρίτης είναι ο φλογερός κήρυκας της Ενώσεως. Αγορεύει, μάχεται, ενεργεί. Στα 1858 έρχεται στην Επτάνησο ο Άγγλος Πρωθυπουργός Γλάδστων, για ν΄ αντιληφθή τη δημιουργηθείσα από τον αγώνα της Ενώσεως κατάσταση… Ο Γλάδστων, στη Λευκάδα, εζήτησε να συνομιλήση με τον Βαλαωρίτη. Η συνάντησις του ποιητού και του πολιτικού ήταν περίεργη. Στην αρχή, ο Γλάδστων επήνεσε τα ποιητικά έργα του Βαλαωρίτου, «χωρίς βεβαίως ν΄ αναγνώση ποτέ ένα μονόστιχον εξ αυτών», όπως έγραφε ο ίδιος ο Βαλαωρίτης, συνεζήτησε μαζύ του περί παγκοσμίου λογοτεχνίας κι΄ έπειτα άρχισε να εκθέτη το σκοπό της αποστολής του. Αμέσως ο Βαλαωρίτης σηκώνεται, βγαίνει στην πλαγινή αίθουσα και καλεί τους άλλους αντιπροσώπους της Λευκάδος, οι οποίοι επερίμεναν να εισαχθούν. Ο Γλάδστων, αν και του κακοφάνηκε, συνεζήτησε ήσυχα και έφυγε με την εντύπωση ότι η μόνη λύσις του Επτανησιακού ζητήματος ήταν η Ένωσις της Επτανήσου με την Ελλάδα.

Και αρχίζει τότε ο τελειωτικός Αγών για την Ένωση. Ψηφίζεται η Ένωσις και εκλέγεται ενδεκαμελής Επιτροπή για να χειρισθή το ζήτημα. Μέλος της Επιτροπής ήταν και ο Βαλαωρίτης. Εδοκίμασε τότε ο ποιητής τις συγκινητικώτερες στιγμές της ζωής του. Αυτός συνέταξε το Σχέδιον της αναφοράς περί Ενώσεως προς τη βασίλισσα Βικτωρία. Αν και η απάντησις ήρθε αρνητική, ο Βαλαωρίτης δεν έχασε τον ενθουσιασμό του. Τότε εδημοσίευσε την «Κυρά Φροσύνη» και το «Σήμαντρον».

Έρχεται εντωμεταξύ ο βασιλεύς της Ελλάδος Γεώργιος ο Α΄. Η Ένωσις συντελείται. Ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης βλέπει να επιβραβεύονται οι εθνικοί του αγώνες. Και οι συμπολίται του τον εκλέγουν θριαμβευτικώς αντιπρόσωπό τους στην Ελληνική Βουλή, όπου η ευγλωττία του, το λαμπρό του παράστημα, η όλη του εμφάνισις συναρπάζουν τους συναδέλφους του και το λαό.

Στους μήνες των διακοπών, ο ποιητής ζούσε στο ιδιόκτητό του νησάκι Μαδουρή, όπου η γοητευτική του βίλλα. Εκεί, κάτω από μια τεράστια εληά, επάνω σ΄ ένα μαρμαρένιο τραπέζι, έγραψε και τον «Αστραπόγιαννο», το τολμηρό εκείνο αρματωλικό ποίημα, με τους γοργούς στίχους και τη ρωμαλέα έμπνευση.

Ξεσπάει κατόπιν η Κρητική Επανάστασις του 1866. Ο Βαλαωρίτης, που είναι μέλος της Κρητικής Επιτροπής, συγκλονίζει τη Βουλή με τις αγορεύσεις του. Εκδίδει συγχρόνως το «Διάκο» και τον «Αστραπόγιαννο». Έπειτα γράφει άλλο αρματωλικό ποίημα το «Φτωχό Χορμοβίτη», αλλ΄ σε ένα ταξείδι του, η τρικυμία του αρπάζει τα χειρόγραφα, κι΄ έτσι χάνεται ένα από τα ωραιότερα -κατά τον Ποιητή- έργα του.

Στα 1869 ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης αποχωρεί από την πολιτική και παραδίνεται ολόκληρος στις ποιητικές του εμπνεύσεις. Γράφει τότε την «Κυρά Φροσύνη» και κατά το Δεκέμβριο του 1871, κατόπιν παρακλήσεως του Εθνικού Πανεπιστημίου, αναλαμβάνει ν΄ απαγγείλη ποίημα στ΄ Αποκαλυπτήρια του ανδριάντος του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε΄. Ο Ποιητής δέχεται την πρόσκληση, έρχεται στας Αθήνας και αρχίζει να συλλογίζεται το ποίημα. Έξαφνα, του παρουσιάζεται μια περίεργη δυσκολία: Δεν εύρισκε την αρχή, τον πρώτο στίχο, το ξεκίνημα του ποιήματος, που το ήθελε ορμητικό. μεγαλόστομο, σαν ιαχή θριάμβου και σαν παρακελευστικό θούριο. Ο Ποιητής άρχιζε πότε με τον ένα στίχο, πότε με τον άλλο, αλλά δεν έμενε ικανοποιημένος και διαρκώς εξέσκιζε το χειρόγραφό του. Επλησίαζε όμως η ημέρα των αποκαλυπτηρίων και ο Ποιητής δεν είχε γράψει ούτ΄ ένα στίχο.

Στεναχωρημένος, παίρνει το καπέλλο του, το μπαστούνι του -ένα ιδιόρρυθμο μπαστούνι από αγριελιά της Λευκάδος- και βγαίνει έξω πλανώμενος άσκοπα στους δρόμους της παληάς Αθήνας και ζητώντας τον ανεύρετο πρώτο στίχο… Έτσι έφτασε σ΄ ένα καφφενεδάκι, στους πρόποδας της Ακροπόλεως. Η ημέρα ήταν γλυκειά, ανοιξιάτικη. Ο Βαλαωρίτης εκάθησε αφηρημένος σ΄ ένα κάθισμα του μικρού καφφενείου στο ύπαιθρο… Ήρθε ο καφφετζής, στάθηκε απέναντί του, περίμενε παραγγελία, αλλ΄ ο Ποιητής βυθισμένος στη σκέψη του δεν παρήγγελε τίποτα. Έξαφνα ο Ποιητής στηλώνει τα μάτια στον καφφετζή και του λέει:

– Πως μας θωρείς ακίνητος; που τρέχει ο λογισμός σου;

Και αμέσως πετάγεται όρθιος χαρούμενος:

– Α! Βρήκα τον πρώτο στίχο μου! Τέλος πάντων! φωνάζει.

Ήπιε τον καφφέ του και εκεί στο φτωχικό τραπεζάκι του λαϊκού καφφενείου, έγραψε τη συνέχεια της περίφημης ωδής:

… Τα φτερωτά σου τα όνειρα; Γιατί στο μέτωπό σου
να μην φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσές αχτίδες
όσες μας δίνει η όψη σου παρηγοριές κι΄ ελπίδες;!…

Και ο Βαλαωρίτης εσυνέχισε με ακράτητο ενθουσιασμό το ποίημά του, συνεπαρμένος από τον καταρράχτη της εμπνεύσεώς του.

Σε λίγες μέρες το ιστορικό ποίημα ήταν έτοιμο. Ένα δειλινό, πάντα στο ερημικό εκείνο καφφενεδάκι εργαζόμενος, ο Ποιητής έγραφε τους τελευταίους στίχους:

Χτυπάτε πολεμάρχοι!
Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!

Στις 25 Μαρτίου του 1872 έγιναν τ΄ αποκαλυπτήρια του Μάρτυρος Ιεράρχου. Ο Βασιλεύς απεκάλυψε τον ανδριάντα, και αμέσως εδόθη ο λόγος στο Βαλαωρίτη. Ο Ποιητής ανέβη ενθουσιώδης στο βήμα, και με φωνή βροντώδη, παλλομένην από συγκίνηση, απήγγειλε το ποίημά του. Τα πλήθη του λαού -αληθινός συναγερμός- έφταναν ως το υπουργείο των Οικονομικών. Και όμως, η φωνή του Βαλαωρίτου ακούγονταν ως εκεί κάτω. Ίσως ποτέ άλλοτε ο Ελληνικός λαός δεν υπεδέχθη με τόσο ενθουσιασμό την απαγγελία ποιήματος. Ποτέ άλλοτε Έλλην Ποιητής δεν απεθεώθη, όπως ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης!…

Λένε όμως, ότι οι εκδηλώσεις αυτές και η όλη συγκίνησις, που εδοκίμασε ο Ποιητής, επέδρασαν στην ευπαθή καρδιά του, και από κείνη την ημέρα υπέφερε. Και ο Αριστοτ. Βαλαωρίτης πέθανε νέος ακόμα, στα 1879, σε ηλικία 55 ετών, από παράλυση καρδίας.

(Πηγή: Περιοδικό «Μπουκέτο», Τόμ. 7, Αρ. 313 (1930) [ανυπόγραφο] – Διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό η ορθογραφία του πρωτότυπου)


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η Ο Βαλαωρίτης λέει:

    Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν και εραστής της κόμμησας του Τυρόλο , κατά τα χρόνια της περιγησεώς του σε σπουδές στην Ευρώπη.
    Από τότε απέκτησε κσι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό η Λευκάς ( Αγία Μαύρα). Αυτό της Νήσου με τους φημισμένους άνδρες εραστές για τθς κυρίες και κόμησες της Ευρωπα’ι’κής αριστοκρατίας. Και εξηγείται και ένα σύγχρονο τουριστικό ρεύμα της Νήσου.

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>