Ένα παλιό τρόκολο στην ορεινή Λευκάδα
Το φωτογραφήσαμε στον στεγασμένο πόντζο ενός παλιού πέτρινου σπιτιού στην ορεινή Λευκάδα, που σύμφωνα με την ημερομηνία που αναγράφεται στο ανώφλι της θολωτής εξώπορτας του κατωγιού χτίστηκε το 1770.
Λείπουν βέβαια κάποια εξαρτήματα, όπως το αδράχτι που ίσως και να φυλάγεται στο κατώι του σπιτιού. Εντύπωση προκαλεί η βάση του τρόκολου που είναι κι αυτή ατόφια από αγριόξυλο. Ίσως από ρουπάκι (βελανιδιά), ενώ έχουμε πολλές φορές ακούσει να γίνεται λόγος και για ένα άλλο δέντρο με σκληρό και βαρύ ξύλο που φύτρωνε στην περιοχή και το έλεγαν «Αγκάθι». Από αυτό λέγεται ότι έκαναν παλιά και τις καρίνες των σπιτιών.
Το τρόκολο ήταν μια ξύλινη συσκευή με την οποία έστυβαν παλιά τα τσίπουρα. Ο λαογράφος της Λευκάδας Πανταζής Κοντομίχης το περιγράφει ως εξής (Λεξικό του Λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος):
Το τρόκολο στήνεται στο κατώγι του σπιτιού, συνήθως, ή σε άλλο κατάλληλο και πρόσφορο χώρο και αποτελούνταν:
α) από δύο κολόνες όρθιες, τους ορτούς, που στην κορυφή τους έμπαινε ξύλινο πλατύ επιστύλιο, η πλάντρα. β) το βαρέλι μέσα στο οποίο έριχναν τα τσίπουρα για στείψιμο, γ) το αδράχτι, ένα κοχλιωτό σκληρό ξύλο, που ανεβοκατέβαινε και πίεζε την τάπα, ξύλινο στρογγυλό, ατόφιο και σκληρό ξύλο που έμπαινε πάνω από τα τσίπουρα και δεχόταν την πίεση του αδραχτιού δ) τον πάλο, σιδερένιο χοντρό λοστό, που λειτουργούσε σαν μανιβέλα, μπαίνοντας στις τρύπες που είχε το αδράχτι στο κάτω μέρος του, και κατεβάζοντας έτσι προς τα κάτω ολοένα την πίεση από το κοχλιωτό αδράχτι.
Σημειώνει ακόμη ότι το κρασί που έβγαινε από το τρόκολο το έλεγαν λάγκερο, και ήταν κρασί ελαφρό, αφού για να βγει έριχναν το ανάλογο νερό στα τσίπουρα. Όταν τα τσίπουρα τα έστυφταν ανέρωτα, έβγαινε το ανόθευτο μαύρο κρασί, ο τσιπουρίτης.