Δύο κείμενα για την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα των Εκπαιδευτικών | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Οκτ 5th, 2022

Δύο κείμενα για την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα των Εκπαιδευτικών

IMG_7798

Της
Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Η πράξη της αγωγής ως ποιητική πράξη

Στον κάθε δάσκαλο, για να ελπίζουμε…


Παγκόσμια Ημέρα των εκπαιδευτικών σήμερα, 5 Οκτωβρίου. Μήπως όμως η κάθε μέρα δεν είναι Ημέρα των εκπαιδευτικών; Αλλά τουλάχιστον μια μέρα, ας τους θυμόμαστε…

Δανείζομαι κάποιες σκέψεις του ποιητή: «Κάθε τέχνη έχει τα δικά της μυστικά, που έρχεται η στιγμή να ενηλικιωθούν κι εκείνα, όπως και οι άνθρωποι… Χρειάζεται τάξη. Και τάξη δεν σημαίνει να βάζεις απλώς στη σειρά δώδεκα ποτήρια. Σημαίνει, σε μιαν άλλη κλίμακα, ν’απομιμείσαι την συναρμογή των μορίων της ύλης ως το σημείο να επιτυγχάνεις μπροστά σου ένα διάφανο κρύσταλλο ή ένα έργο τέχνης, που κάνει το ίδιο.

»Εγγύς είμαστε εκεί όπου τα δύο άκρα των αντιθέτων αγγίζονται. Να συνυπάρχουν η πιο άγρια αίσθηση ελευθερίας στην έκφραση με την πιο αυστηρή έννοια της τάξης…Η απόσταση ανάμεσα στο χαρτί που τσαλακώνεις και το χαρτί που ισιώνεις είναι μηδαμινή συνάμα και τεράστια…Ας σημειωθεί ότι ο παράγων του τυχαίου μήτε αποκλείεται, μήτε επιβάλλεται…» (Ελύτης, Ο κήπος με τις αυταπάτες).

O ρόλος αυτός ανήκει αποκλειστικά στον δάσκαλο-εκφραστή της ποιητικής παιδαγωγικής. Είναι μια συνεπής διαλεκτική ανάμεσα στον ίδιο και τον μαθητή, μια ρυθμιστική διαλεκτική ανάμεσα στα αντίθετα και διαφορετικά που εκφράζουν προνομιακά οι μαθητές του, μια συνεπής διαλεκτική ανάμεσα στα υποχρεωτικά και την ελευθερία, ανάμεσα στον ρεαλισμό της τάξης και την ποίηση της αταξίας. Aνάμεσα στην προγραμματισμένη κίνηση και την αφύπνιση του τυχαίου. Με τελικό στόχο, τηρουμένων των αναλογιών, αυτόν του ποιητή: τη συναρμογή των μορίων της ύλης ως το σημείο να επιτυγχάνεις μπροστά σου ένα διάφανο κρύσταλλο ή ένα έργο τέχνης. Το παιχνίδι εξισορροπήσεων είναι τόσο δύσκολο όσο και συναρπαστικό. «Ποίηση όμως πίνουμε κάθε φορά που πίνουμε κι από λίγο ξυπνητόν ύπνο» (Ελύτης, ό.π.). Πάντοτε στη διδασκαλία. Πόσο μάλλον στη διδασκαλία της ποίησης:

Μια μελέτη περίπτωσης: Πρώτη διδακτική ώρα, το μάθημα της Λογοτεχνίας, στην Α τάξη λυκείου. Είναι όψιμη άνοιξη, τα παραθύρια της αίθουσας βουλωμένα με κουρτίνες χωρίζουν την τάξη από την άνοιξη. Μαντεύουμε απέναντι τη γαλήνια ράχη της θάλασσας, τη σπαρταριστή ζωή των καλαμιών και της παράκτιας βλάστησης και των ερωδιών το χαμηλό πέταγμα που κάνουν ευτυχισμένες περατζάδες από τη γειτονική λιμνοθάλασσα. Κανείς μας -δάσκαλοι και μαθητές- δεν τους έχει δει. Είναι απαγορευμένα, σχεδόν,
«μαθήματα» από τη σοβαρότητα και την «τάξη» που διδάσκεται μέσα στην αίθουσα. Βαριεστημένοι μαθητές της πρώτης ώρας και μάλιστα με ποίηση, δύσκολη, απρόσιτη, σιβυλλική. Τα βιβλία ανοίγουν στη «Γαλήνη» του Σολωμού. Η φιλόλογος ζητά την ευγενική ακρόαση των μαθητών της και διαβάζει αργά.

Δ. Σολωμού, Γαλήνη

Δεν ακούεται ούτ’ένα κύμα
Εις την έρμη ακρογιαλιά,
Λες και η θάλασσα κοιμάται
Μες της γης την αγκαλιά.

Το μούρμουρο και το πειραχτικό γέλιο των μαθητών -η δήλωση της προκατάληψής τους για την ποίηση- είναι η εκφραστική πρώτη ανταπόκριση των μαθητών:

-Σας άρεσε το ποίημα; Η πρώτη –απευθυνόμενη σε όλους-ερώτηση της καθηγήτριας, για να πάρει τις πιο αντιθετικές απαντήσεις. -Ναι, όχι, αδιάφορο, σύντομο, πληκτικό, δεν συγκινεί, δεν το ολοκλήρωσε ο ποιητής, εγώ μπορώ να γράψω καλύτερα ποιήματα και άλλα παρόμοια. Ένα κλίμα που κάθε άλλο παρά μπορεί να φιλοξενήσει ποιητική ανάγνωση-ερμηνεία. Το οικοδόμημα πέφτει κομμάτια και τα συμβατικά μέσα-μέθοδοι, τεχνικές, διδακτισμός και νουθεσία – είναι αδύνατον να έχουν ένα συμπαθητικό παιδαγωγικό αποτέλεσμα ακρόασης.

Η καθηγήτρια δεν αξιοποιεί κανένα από τα συμβατικά όπλα της. Σηκώνεται από την έδρα, προχωρεί προς το «βουλωμένο» παράθυρο με αργό βηματισμό, σχεδόν τελετουργικό. Δεν λέει κουβέντα. Δεν τους νεύει καν να ηρεμήσουν. Στέκεται μπροστά στη μεγάλη τζαμαρία, τραβάει την κουρτίνα προσεκτικά, να μην κάμει θόρυβο. Φως εισορμά στην αίθουσα, η άνοιξη ηχηρή στο κάλεσμά της. Ανοίγει το παράθυρο, κοιτάζει για μερικά δευτερόλεπτα έξω. Και έπειτα καλεί την πρώτη σειρά να έρθει δίπλα της.

-Και μεις, και μεις, φωνάζουν όλοι μαζί σε εύθυμο τόνο τα παιδιά.

-Ελάτε όλοι…

Είκοσι παιδιά στριμώχνονται γύρω από τη μακρόστενη οθόνη του ανοιχτού παραθυριού. Καταλαγιάζουν σιγά-σιγά οι φωνές, τα άσχετα σχόλια, η εύθυμη, ειρωνική διάθεση. Λίγα λεπτά σιωπής… Κι έπειτα η καθηγήτρια:

-Μια λέξη λοιπόν, να ταιριάζει στο κοντινό πλάνο του ανοιχτού παραθυριού μας…

-Άνοιξη – θάλασσα – φως, λένε τα παιδιά.

-Γαλήνη, συμπληρώνει μια μαθήτρια.

-Αγκαλιά, λέει μια άλλη…

-Τι είναι η γαλήνη, να μου το πείτε σαν ποιητές…

Τα παιδιά στέκονται πέντε λεπτά μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Σιωπούν. «Παίζουν» τη γαλήνη. Κι έπειτα γυρίζουν στα θρανία τους…

-Γαλήνη, ν’ακούσεις αυτό που δε λέγεται.

-Γαλήνη, η προσευχή.

-Μετά τη μπόρα, γαλήνη.

-Ο ύπνος, γαλήνη.

Η άνοιξη, γαλήνη.

-Και τώρα, να συγκρίνετε τη δική σας «γαλήνη» με κείνη του ποιητή…

Και τότε τα παιδιά έσμιξαν τα υλικά του ποιητή με τα δικά τους –τα πολλά ήταν ίδια- η σιωπή, η αγκαλιά, η άνοιξη, η θάλασσα- και βίωσαν τη γαλήνη, και την αναζήτησαν στη λογοτεχνία, στη φιλοσοφία, στις ηλικίες, στις εποχές… Στο ταλέντο τους. Πήραν τα δικά τους υλικά και έφτιαξαν τη δική τους «Γαλήνη»:

Άνοιξη, θάλασσα, φως
ΓΑΛΗΝΗ
Αγκαλιά
Είναι γαλήνη
Η προσευχή
ΓΑΛΗΝΗ
Μετά την μπόρα
ΓΑΛΗΝΗ
Ο ύπνος
Η μοναξιά σου…
…ΓΑΛΗΝΗ
Ν’ακούσεις αυτό
Που δεν λέγεται
ΓΑΛΗΝΗ…

Και σταμάτησαν να νυστάζουν, να ειρωνεύονται, να απορρίπτουν. Και δεν άκουσαν το κουδούνι…γιατί το κουδούνι δεν ήταν… γαλήνη!

(Από το βιβλίο της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού, Το παιδί και η φύση του-Προς μια ποιητική παιδαγωγική, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2019, σ. 120-123).

***

Του
Σπύρου Βρεττού

ΑΓΩΝΙΑ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ

Στους εκπαιδευτικούς, σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Εκπαιδευτικών

Το δεύτερο ιντερμέδιο αφορούσε τη μορφή κάποιου δασκάλου, προχωρημένης μάλλον ηλικίας, με πολύ άσπρα μαλλιά. Φαινόταν τόσο πειστικός σ’ ένα πολύμορφο ακροατήριο μεγάλης αίθουσας, από λευκούς και μαύρους και κίτρινους …, όταν εισβάλλουν εκεί άνθρωποι με τερατόμορφες μάσκες και τερατόμορφα πλάσματα με μάσκες ανθρώπινου προσώπου. Κινούνται προς το μέρος του δασκάλου και προσπαθούν να του παραμορφώσουν το πρόσωπο ραντίζοντάς τον με πολύ άσχημα χρώματα. Το ακροατήριο σπεύδει να κινηθεί εναντίον τους, μερικοί γελάνε, πολλοί κινούνται τελικά εναντίον του δασκάλου! που ωστόσο κατορθώνει να επιβληθεί και να τον αποδεχθούν.

Το παράδοξο είναι πως, όταν ο δάσκαλος επανέρχεται στο σπίτι του, ένα φτωχικό δωμάτιο με λίγα ξύλινα έπιπλα, κι όταν στέκεται μπροστά στον παλιό καθρέφτη, βλέπει το πρόσωπό του ν’ ακτινοβολεί πεντακάθαρο. Το γεγονός φαίνεται να τον γεμίζει γαλήνη και φόβο μαζί. Ακούγεται να ψιθυρίζει «Τόσο μίσος! Πώς μπόρεσε να επιζήσει μέσα στις χιλιετίες, όχι μόνο σ’ αυτά τα καθάρματα που καθόλου δεν εξελίχτηκαν …» Έδειχνε φοβισμένος, όμως ήταν φανερό πως ήξερε πως δεν μπορούσε να σταματήσει, κινούνταν σαν από μια εσώτατη παρόρμηση και τη σιγουριά «για κάτι καινούργιο που έμελλε να γεννηθεί». Έτσι, όταν λίγο καιρό μετά, τον δολοφονούσαν τη στιγμή που έφευγε απ’ το ακροατήριό του, έδειχνε να ξέρει πως δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά και το πρόσωπό του με τα ευγενικά χαρακτηριστικά, ανάδιδε χαμόγελο μακρινής ελπίδας που «ένα βορβορώδες ποτάμι πήγαινε, αλλά δεν το μπορούσε, να εξαλείψει».

(Από το μυθιστόρημα: Αγωνία επιβίωσης, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1η έκδ. 2008 – 5η έκδ. 2019)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>