Μοιρολόγια και μοιρολογίστρες του Ξηρομέρου (της Μαρίας Ν. Αγγέλη)
«Κλάψτε, καλές, να κλάψουμε, να κλάψουμε τ’ς λεβέντες…»
Στη μνήμη των γονιών μου
Νικολάου και Ειρήνης Αγγέλη
Γράφει η δρ Μαρία Ν. Αγγέλη
agelimaria@yahoo.gr
«Χτυπούν καμπάνες θλιβερά, πικρά φαρμακωμένα
Για να τ’ ακούσει η γειτονιά, να ’ρθει η απάνου ρούγα…»
Τα μοιρολόγια αποτελούν ένα αναπόσπαστο πολιτισμικό κομμάτι της περιοχής του Ξηρομέρου. Στην περιοχή μοιρολογούν το νεκρό όχι μόνο κατά τη διάρκεια της κήδευσής του αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια του πένθους και για μια ζωή ιδιαίτερα αν ο νεκρός είναι νέος. Ο θρήνος είναι γυναικεία υπόθεση. Η γυναικεία φύση ταυτισμένη με την ευαισθησία και τη μητρότητα ανέκαθεν θεωρούνταν η καταλληλότερη. Η γυναίκα γεννά, η γυναίκα καλωσορίζει με το νανούρισμά της το βρέφος, η γυναίκα αποχαιρετά το νεκρό με το μοιρολόι της. Στην ορθόδοξη παράδοση η Παναγία ως θρηνωδούσα γυναίκα, που θρηνεί το μοναχογιό της, αποτελεί παρηγοριά για κάθε μάνα που έχασε παιδί. Οι υπερήλικες γυναίκες στο Ξηρόμερο θυμούνται και τραγουδούν το Μοιρολόγι της Παναγιάς. (M.N. Aγγέλη, Το μοιρολόγι της Παναγιάς, https://aitoloakarnaniabest.gr/).
Oι ξηρομερίτισσες γυναίκες, στενές συγγενείς του νεκρού και συγχωριανές, αλλά και ξενοχωρίτισσες αναλάμβαναν τον επιθανάτιο θρήνο. Κάνουν τον πόνο τους θρηνητικό τραγούδι για το νεκρό… «Ο πόνος φέρνει τον αχό, κι αχός το μοιρολόι!», είναι η ποιητική έκφραση μιας αγράμματης γυναίκας, που απέδωσε με τον τρόπο της τη δημιουργία του μοιρολογιού.
«Γυναίκες που δεν πήγαν σχολείο, που δεν ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν, δημιουργούν με απλές λέξεις, λέξεις της καθημερινότητας, ποιητικά διαμάντια με ρυθμό και υψηλά νοήματα…» (Γράψα-Μαλτέζου, 2021:10).
Ο Γάλλος φιλέλληνας, Claude Fauriel που εξέδωσε το 1824 την Α Συλλογή με τίτλο: «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», γράφει για τις μοιρολογίστρες (Fauriel, 2020:81): «Ασφαλώς, μονάχα με μια έντονη πίεση του εαυτού τους, και με κάποια εσωτερική μεταμόρφωση από τις πιο εκπληκτικές, γυναίκες ντροπαλές, αμόρφωτες και αγράμματες πετυχαίνουν την προσπάθεια που τους επιβάλλει το έθιμο κατά τη νεκρώσιμη τελετή. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δύσκολη, ομολογουμένως προσπάθεια».
Κύριο μέρος: Στο Ξηρόμερο η κηδεία του νεκρού ακολουθούσε πολύ συγκεκριμένο τελετουργικό. Oι γυναίκες αναλάμβαναν το πλύσιμο, την ένδυση και την έκθεση του νεκρού για θρήνο. Δεν υπήρχαν τα γραφεία κηδειών. Αφού ετοιμαστεί ο νεκρός ακολουθεί η παράθεσή του στο κέντρο ενός δωματίου, με το κεφάλι στη δύση, και ολόγυρά του κάθονται, με ανάλογη σειρά, οι γυναίκες της οικογένειας, οι συγγενείς, οι φίλες, οι χωριανές και οι «ξενοχωρίτισσες» που έρχονται αργότερα. Σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, θρηνούν άλλες βουβά, άλλες ψιθυριστά κι άλλες τραγουδιστά το νεκρό. Συνήθως μια ηλικιωμένη μοιρολογίστρα αρχίζει το μοιρολόγι καλώντας και τις άλλες γυναίκες να αποχαιρετήσουν με τον τρόπο αυτό το νεκρό:
«Κλάψτε, καλές, να κλάψουμε, να κλάψουμε τ’ς λεβέντες,
που χάθηκαν απ’ το ντουνιά κι απ’ τον απάνου κόσμο»
Κυρίως η μάνα, με το μεγάλο πόνο και το θρήνο της, ραγίζει καρδιές και παρασέρνει και τις άλλες να θρηνήσουν μαζί της.
Εικόνα: Mια δις χαροκαμένη μάνα. Η Καλλιόπη Νικήτα θρηνούσε όσο ζούσε…
Στο Ξηρόμερο ο πόνος του θανάτου γίνεται θρηνητικό τραγούδι «χλιβερό και παραπονεμένο», όπως λένε χαρακτηριστικά. Και οι γυναίκες, κυρίως οι ηλικιωμένες, γίνονται ποιητάρισσες και δημιουργοί αυτών των τραγουδιών (Αγγέλη, 2008). Οι περισσότερες κληρονομούν την «τέχνη» από τις μανάδες τους, που κι αυτές έμαθαν να μοιρολογούν από τις δικές τους μανάδες. Εκτός από τους καθιερωμένους θρήνους που περνούν από γενιά σε γενιά, αυτοσχεδιάζουν και άλλους «δικούς» τους, ανάλογα με την περίπτωση. Πρόκειται για μια ποίηση που αναβλύζει αυθόρμητα κατά την ώρα του θρήνου για το νεκρό, σα νερό που ξεπηδά από τη βρυσομάνα. Μια ποίηση αληθινή, γνήσια, πηγαία.
«Oι γυναίκες αναλάμβαναν τον επιθανάτιο θρήνο, όπως αναφέραμε. Η ποιητική ικανότητα μερικών γυναικών ήταν αυτή που τις διαχώριζε σε ικανές και λιγότερο ικανές μοιρολογίστρες. Από την ανάγκη να εξασφαλιστεί ένας «σωστός» θρήνος γεννιούνται παραδοσιακά μοτίβα των μοιρολογιών που ταξιδεύουν από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικότητας[…]. Οι ωραιότερες συνθέσεις αποτυπώνονται στη μνήμη των παρευρισκομένων γυναικών που μπορεί να αναπαράγουν το βασικό μοτίβο μελλοντικά σε ένα δικό τους θρήνο» (Λυγινού, 2021).
Υπάρχουν βέβαια κάποια γνωστά μοιρολόγια που τραγουδιούνται σχεδόν σε όλο το Ξηρόμερο, αλλά υπάρχει και ο αυτοσχεδιασμός εκείνης της στιγμής. Ο αυτοσχεδιασμός παίζει σημαντικό ρόλο είτε στην προσαρμογή, στο ταίριασμα καθιερωμένων θεμάτων στο συγκεκριμένο νεκρό, είτε στη σύνθεση περιστασιακών μοιρολογιών. Αυτά χρησιμοποιούν υλικό: καθιερωμένα μοτίβα, αναμνήσεις από παλαιότερα μοιρολόγια, αποσπάσματα από καθιερωμένα θέματα μοιρολογιών ή και άλλων τραγουδιών. Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια φράση που μου είπε κάποτε μια καλή μοιρολογίστρα: «πολλά τραγούδια τάκαμα μοιρολόγια!». Συγκρατούσε στη μνήμη της, όπως κατάλαβα, στίχους από δημοτικά τραγούδια και τους συνδύαζε με αυτοσχέδιους δικούς της, όταν θρηνούσε… Η ενσωμάτωση στίχων από άλλα μοιρολόγια και από δημοτικά τραγούδια άλλων κατηγοριών δηλώνει αφενός τις συνθετικές ικανότητες της μοιρολογίστρας και αφετέρου έναν από τους θεμελιακούς τρόπους σύνθεσης καινούργιων μοιρολογιών.
«…Οι έτοιμοι στίχοι ή και οι μεγαλύτερες ή μικρότερες ποιητικές μονάδες συνδυάζονται, «συμπλέκονται» και συνεργάζονται για την καλύτερη και συγκινητικότερη απόδοση της ανεπανάληπτης ιστορικής στιγμής», γράφει ο Γιάννης Μότσιος. «Γιατί ο κάθε νεκρός έχει και τη δική του «ιστορία» – τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητάς του», το ρόλο πού έπαιζε στην οικογένεια (και στην κοινωνία –
αυτό το τονίζουν στα μοιρολόγια τους ιδιαίτερα οι Μανιάτες, λιγότερο οι Κρητικοί, οι Δωδεκανήσιοι και οι Κύπριοι), το κενό που άφησε πίσω του τόσο στην οικογένεια, όσο και στη συναισθηματική ζωή των πιο κοντινών του ανθρώπων. Επομένως τα γνωστά από τα πριν μοιρολόγια δε μπορούν να εκφράσουν πλήρως τη συγκεκριμένη στιγμή και τα πρόσωπα πεθαμένου – ζωντανών, γι αυτό και δίνεται η «κοινωνική εντολή-παραγγελία» για τη δημιουργία νέου μοιρολογιού κατά την ώρα της κηδείας (ή λίγο πιο πριν) που θα αποτελείται: α) Από υλικά των έτοιμων, αλλά συμπληρωμένα, κάποτε και ανανεωμένα από τη μοιρολογίστρα, β) Από καινούρια λόγια και στίχους, αλλά φτιαγμένους κατά τα πρότυπα της παράδοσης» (Μότσιος, 1988:139).
Οι μοιρολογίστρες συνθέτουν μοιρολόγια που ταιριάζουν στην ηλικία του νεκρού: «Αλλιώς κλαίνε τους γέροντες κι αλλιώς τα παλικάρια»(!), για να χρησιμοποιήσω τη φράση μιας ξηρομερίτισσας μοιρολογίστρας. Επίσης να ταιριάζουν στην ιδιότητα του νεκρού, αν ήταν δάσκαλος, γεωργός, τσοπάνος, οδηγός κ.λπ., στα προσωπικά του βιώματα, κυρίως αν έχει πάθει πολλές συμφορές στη ζωή του… Ο θρήνος συνδέεται με το φορτίο του πόνου, τη θρηνητική εμπειρία των γυναικών που μοιρολογούν, την τοπική θρηνητική παράδοση, επίσης με το φύλο, την ηλικία, το κοινωνικό status του νεκρού κ.ά. Παράγοντες που έχουν και καθοριστική σημασία τόσο για τη συνολική σύνθεσή του, τη διάρκεια και την ποιητική και μουσική αξία του, όσο και για την ποιότητα και την ένταση των συναισθημάτων που εκφράζει αλλά και προκαλεί (παράγοντες που επίσης με τη σειρά τους τον επηρεάζουν, σε μια διαλεκτική αλληλόδραση ), γράφει η Ελένη Ψυχογιού (Ψυχογιού:2003).
Στο ξηρομερίτικο μοιρολόγι επίσης παρατηρούμε μια επικοινωνία με τον κάτω κόσμο. Ο νεκρός καλείται να δώσει χαιρετίσματα στους νεκρούς συγγενείς και συγχωριανούς. Η μοιρολογίστρα στέλνει χαιρετίσματα σε όλους τους δικούς της που βρίσκονται εκεί κάτω. Συνήθως στο μοιρολόγι της, αν θέλει να στείλει χαιρετισμούς σε άλλους νεκρούς από τα γύρω χωριά, προσθέτει τους στίχους:
Να πας απ’ άλλες εκκλησιές κι απ’ άλλα μαναστήρια
να δώσεις χαιρετίσματα (στον ή στην τάδε…)
Πολλά ξηρομερίτικα μοιρολόγια αναφέρονται στη χήρα γυναίκα. Στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία η χηρεία συνεπάγεται όχι μόνο την απότομη έλλειψη της προστασίας, «του ίσκιου» που εξασφάλιζε ο νοικοκύρης, αλλά και τον ξεπεσμό της γυναίκας: «όποια έχασε τον άνδρα της, έχασε την τιμή της!», αναφέρει γνωστό μοιρολόγι. Ο φυσικός θάνατος του άντρα, είναι κοινωνικός θάνατος για τη γυναίκα. Η μάνα – χήρα αναπληρώνει σε όλα τον άνδρα της, «ανδροποιείται» και επωμίζεται όλες τις ευθύνες της οικογένειας… Το προσωνύμιο «χήρα» τη συνόδευε σ’ όλη της τη ζωή.
Είναι πολύ εύγλωττος ο συμβολισμός του επόμενου μοιρολογιού που λέγεται σε χήρες. Η χήρα καλείται να κάνει μια σειρά από συμβολικές χειρονομίες, που ισοδυναμούν με πραγματική τελετή καθαίρεσής της:
Κυρά που κάθεσαι ψηλά, κατέβα παρακάτω,
Και κάτσε με τις άμοιρες και κάτσε με τις χήρες
Και τίναξ’ το κεφάλι σου, να γκρεμιστεί η κορώνα,
Τίναξε και το δάχτυλο, να πέσει η αρραβώνα
Και βγάλ’ τα κατακόκκινα και φόρεσε τα μαύρα.
Τα κόκκινα είναι της χαράς, τα μαύρα είναι της λύπης.
Η χήρα μέσα κάθεται, κι όξω την κουβεντιάζουν
Αν περπατήσει ταπεινά, της λεν πως καμαρώνει,
Αν περπατήσει ογλήγορα, της λεν πως εζουρλάθη,
Κι αν κουβεντιάσει μ’ άλλονε, της λεν άντρα γυρεύει,
Κι αν γνέθει και τη ρόκα της, της λεν πως προίκα φτιάνει,
Κι αν αρρωστήσει και καμμιά, της λεν παιδί θα κάμει (Σάββας, 1984:93).
Η ενδυματολογία της είναι αποκλειστικά μαύρο χρώμα. Καλύπτει και το κεφάλι της με μαύρο μαντήλι. Ακόμη και ο τρόπος δεσίματος του μαντηλιού ήταν ιδιαίτερος για την περίπτωση της χήρας. Πολλές νεαρές γυναίκες με το μαύρο μαντήλι έκρυψαν και τη νεανική δροσιά και πέθαναν φορώντας το. Και η συμπεριφορά της πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεχτική για να μη δίνει λαβές για πικρά σχόλια. Γιατί δυστυχώς και η παραμικρή κίνησή της ή κουβέντα της συζητιέται και πολλές φορές κατακρίνεται από τον κοινωνικό περίγυρο.
Εικόνα: H Κίρκη Παπαστάμου, μια αξιοπρεπής χήρα(!) από τα 26 χρόνια της… Δεν έβγαλε ποτέ το μαύρο μαντήλι.
Ο θάνατος του παιδιού είναι αβάσταχτος καημός για μια μάνα. Η μάνα τραγική φιγούρα στο κεφάλι του νεκρού, πλαισιωμένη από τις άλλες μαυρομαντηλούσες γυναίκες, με το κλάμα της ραγίζει τις καρδιές όλων!
«Όλοι οι καημοί γιατρεύονται κι όλοι οι καημοί βαστιούνται,
σαν του παιδιού, σαν τ’ αδερφού, κάνας καημός δεν είναι,
είναι μαχαίρι δίκοπο, χαντζάρι τροχισμένο»! [….] (Σάββας, 1984: 90).
Mια χαροκαμένη μάνα από τον Πρόδρομο Ξηρομέρου μου είπε «κουβεντιαστά» ένα μοιρολόγι που μοιρολόγησε για την κόρη της Αλεξάνδρα, η οποία έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 25 χρονών, νικημένη από τον καρκίνο:
«Άσπρη βαρκούλα του ψαρά γιατί είσαι στολισμένη;
Με στόλισε η μανούλα μου στη μαύρη γη με στέλνει
Μη με σκεπάζεις ουρανέ, μη με σκεπάζεις χώμα,
Γιατί εγώ δε χάρηκα στεφάνι κι αρριβώνα!
Μη με σκεπάζεις ουρανέ, μη με σκεπάζεις χώμα
Γιατί εγώ δε χάρηκα τα χρόνια μου ακόμα
Στις δεκαοχτώ, στις είκοσι, στις εικοσιδυό κι ως τώρα
Γύριζα μέσ’ στις κλινικές, μέσ’ στα νοσοκομεία
Βαρέθηκα να βλέπω άσπρες ποδιές, γιατρούς και νοσοκόμες
Μόφαγαν το κορμάκι μου νυστέρια και βελόνες
Γιατί μανούλα μου γλυκιά, να κλαίς να μη λαρώνεις!»
Έρχονται μοναχά τς, Μαρία μ’, τα λόγια, από τον πολύ πόνο! 25 χρονών ήταν η Αλεξάνδρα μ’! Αν φύτρωναν τα δάκρυα για την κοπέλα μ’, θα γιόμζε η Αθήνα λουλούδια από μένα, για την Αλεξάνδρα μ’ στο Σισμανόγλειο! λέει η χαροκαμένη μάνα. (Προφορική αφήγηση της Σοφίας Λαϊνά, 20/5/2022).
Η απώλεια της μάνας είναι μεγάλη, κυρίως όταν είναι νέα. Στο Ξηρόμερο ένα ολιγόστιχο μοιρολόγι αποδίδει την αγάπη, τη γλύκα, την τρυφερότητα, τη μυστικότητα και την προστατευτικότητα της μάνας. Στο χωριό Μαχαιράς Ξηρομέρου αυτό το μοιρολόγι είναι γραμμένο στο μάρμαρο ενός μνήματος.
Η μάνα είναι ζάχαρη
Η μάνα είναι μέλι
Η μάνα είναι μυστικό
Κασέλα κλειδωμένη
Όσα σκεπάζει ο ουρανός,
Τόσα σκεπάζει η μάνα.
Εικόνα: Σε κορνίζα η δική μου μάνα. Έφυγε «βαριαρρωστημένη»…
Θαυμάζουμε τις αγράμματες ή ημιαγράμματες γυναίκες της αγροτικής κοινωνίας που ο βαρύς πόνος τις έκανε ποιήτριες και μας παρέδωσαν ποιητικά διαμάντια…
Εκτός από το θρήνο κατά την κήδευση στο Ξηρόμερο υπάρχει και ο επιτάφιος θρήνος. Οι πενθούσες γυναίκες θρηνούν και γύρω από τον τάφο του νεκρού. Εκεί ο θρήνος έχει μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση και ανάλογα ξεσπάσματα. Οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με τον τάφο, τη «μαυρηγή» και την πραγματικότητα της απώλειας. Συνειδητοποιούν τον οριστικό ξενιτεμό του νεκρού…
Παραθέτω ένα επιτάφιο μοιρολόγι μιας μάνας που μοιρολογούσε στο νωπό τάφο του γιου της στο Αρχοντοχώρι Ξηρομέρου:
-Σήκω, παιδί μ’, να φύβγουμε, στο σπίτι μας να πάμε,
Γιατ’ έρχεται, παιδί μου, του Χριστού, κι έρχεται των Φωτώνε.
-Με τι ποδάρια να σκωθώ, με τι κορμί να κάτσω!
Δεν έχω μάτια να σε ιδώ, χέρια να σ’ αγκαλιάσω,
Τα τρώει η γη και χαίρεται, η γης και καμαρώνει (Μότσιος,1988:131)
Επίσης ο γυναικείος θρήνος επαναλαμβάνεται και στα μνημόσυνα του νεκρού,
τριήμερα, εννιάμερα, σαρανταήμερα, εξάμηνα, ετήσια. Οι «μέλαινες» γυναίκες
κάθονται γύρω από τον ομορφοστολισμένο δίσκο με το κόλλυβο, «απλάδα», όπως
λέγεται στο Ξηρόμερο, και αρχίζουν το μοιρολόγι. Ανακαλούν το νεκρό να παραστεί
και τον καλωσορίζουν μοιρολογώντας.
Ενδεικτικά παραθέτω ένα μοιρολόγι από το Μύτικα Ξηρομέρου:
Στρώστε χιράμια κόκκινα κι αγέρινα σεντόνια
Βάλτε διπλά τα στρώματα κι αφράτα μαξιλάρια
γιατ’ έρχεται ο βαριάρρωστος κι ο βαριαρρωστημένος
ν’ απλώσει το κορμάκι του το βαριοπονεμένο
Καλώς τον καλωσόρισε καλώστον καλωσήρθες
Καλώς το χρυσ’ όνομα με το σταυρό στη μέση
και γήσκιωσε το σπίτι σου, νοστίμισ’ η αυλή σου
γησκιώσαν οι γονέοι σου και τα γλυκά σ’ αδέρφια
Άνοιξε μάτια, κοίτα μας και στόμα μίλησέ μας
γλωσσούλα γοργογύριστη κάτσε κουβέντιασέ μας
άπλωσε τα χεράκια σου για να χαιρετηθούμε
κι άνοιξ’ τ’ν αγκαλούλα σου γλυκά ν’ αγκαλιαστούμε
και πες μας πώς επέρασες τώρα εννιά ημέρες
στα ξέστρωτα στα ξέσκεπα στο χώμα κυλισμένος
που οι άρρωστοι θέλουν στρώματα κι αφράτα μαξιλάρια
θέλουν μανούλας γόνατα και αδερφιών αγκάλες
θέλουν τον πατερούλη τους να μπαίνει και να βγαίνει
Πες μας το τι έχ’ η Μαυρηγή το τ’ έχει ο κάτου κόσμος
κι αν έχουν νιοι τα νιάτα τους οι νιες την εμορφιά τους
κι αν έχει ο Χάρος μαγαζιά κι αν έχει καφενεία
κι αν είναι δρόμοι όμορφοι να βγαίνουν στο συριάνι
-Τι να σου πω μανούλα μου τι να σας μολογήσω
εδώ το λένε Μαυρηγής κι αραχνιασμένο χώμα
είδα τους νιους τα’ απίστομα τις νιες χωρίς πλεξίδες
είδα και τα μικρά παιδιά στη λάσπη κυλισμένα
είδα και τους μισόκοπους κακά καταντημένους
εδώ βογγούν οι άρρωστοι σκούζουν οι λαβωμένοι
κι αλάργ’ αλάργα κάθονται οι βαριοχτικιασμένοι
εδώ συνδυό δεν κάθουνται συντρείς δεν κουβεντιάζουν
κοντά στο σαρανταήμερο αρμούς αρμούς χωρίζουν
και πάει χώρια το κορμί και χώρια το κεφάλι
πέφτουν τα κομποδάχτυλα πέφτουν τα δαχτυλίδια
πέφτουν τα κατσαρά μαλλιά, βγαίνουν τα μαύρα μάτια
τα νιάτα χώμα γίνονται κι η ομορφιά χορτάρι
τα ολόγλυκα τα μάτια μας έμορφα λουλουδάκια
και το λιγνό μας το κορμί ψηλό κυπαρισσάκι (Ψυχογιού, 2003)
Eπίσης ένα ακόμη μοιρολόγι που «τραγουδιέται» στο Ξηρόμερο:
Στρώστε χιράμια κόκκινα κι αυγερινά σεντόνια
Για νάρθει ο νοικοκύρης μας από τον Κάτω κόσμο.
-Νίκο μου, καλώς όρισες, Νίκο μας, καλώς ήρθες
Και γίσκιωσε το σπίτι μας και φούμισε η αυλή μας
Για διάβα κάτσε στην κορφή λίγο να ξαποστάσεις
Και κάτσε και μολόγα μας γι’ αυτόν τον Κάτω κόσμο
Ποιον είδες, ποιον απάντησες εκεί στον Κάτω κόσμο;
-Σαράντα μέρες περπατώ και κάνανε δε βρίσκω
Είναι οι νιοι τ’ απίστομα κι οι νιες χωρίς πλεξίδες (Σάββας, 1984:94)
Και μια παραλλαγή του:
Στρώστε χεράμια κόκκινα και αργυρινά σεντόνια
Για νάρθει ο στύλος του σπιτιού, για να ξαπλώσει πάνω
Στρώστε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια
-Νίκο μ’, καλωσόρισες, Νίκο μ’ καλωσήρθες!
Για διάβα κάτσε στην κορφή, κάτσε να ξανασάνεις
Κι ήρθαν οι μάνες για να δουν, μαυραδερφές να μάθουν
Ποιον είδες, ποιον απάντησες απ’ όλο μας το σόι
Για διάβα κάτσε να μας πεις το πώς τα πέρασες
τούτες τ(ι)ς σαράντα μέρες…
Στο ξίσκιπο, στο ξέστρωτο, στο χώμα κυλισμένος…
(Προφορική πηγή: Καλυψώ Μπάκα)
Στην Ορθόδοξη παράδοση ο άνθρωπος προσδοκά Ανάσταση νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία και μέχρι τότε η αθάνατη ψυχή κατοικεί «εις τόπον φωτεινόν, χλοερόν και τόπο αναψύξεως», σύμφωνα με τη νεκρώσιμη ακολουθία. Ο λαϊκός άνθρωπος όμως, δεν παρηγορείται με αυτή τη θρησκευτική πίστη και δημιουργεί διάφορες αφηγήσεις και δεισιδαιμονίες… H εικόνα του Κάτω κόσμου για το λαϊκό άνθρωπο, δεν έχει καμία σχέση με την εικόνα που αποδίδει η επίσημη θρησκεία. Στον Άδη βρίσκονται νέοι και νέες χωρίς μαλλιά και πλεξίδες που αποτελούν σύμβολο ομορφιάς και νεότητας, κυλισμένοι ή «απιστομισμένοι» στο χώμα … Εικόνες ανατριχιαστικές και όχι παραδεισένιες…
Επίλογος: Tο μοιρολόι αποτέλεσε έναν γυναικείο λόγο, έναν αποχαιρετισμό του νεκρού, όπως του «πρέπει». Λειτουργεί, σα μακάβριο νανούρισμα, τιμητικά για τους νεκρούς και παρηγορητικά για τους ζωντανούς. Στην «κουβεντιαστή» απόδοση ή στην ανάγνωση, όσο καλή κι αν είναι, δεν αποδίδεται πλήρως το ξηρομερίτικο μοιρολόγι. Στην «τραγουδιστή» απόδοση, κατά το θρήνο, τον οικιακό ή δημόσιο, οι μοιρολογίστρες προσθέτουν φράσεις, λέξεις, επιφωνήματα (οϊμέ!), ονόματα των νεκρών, συγγενών κ.ά. Παραβιάζουν έτσι τη μετρική ορθότητα του στίχου, αλλά καθιστούν το μοιρολόγι πιο «προσωπικό»(!) και πιο φορτισμένο συναισθηματικά. Κατά το τραγούδισμα του μοιρολογιού, η χαροκαμένη γυναίκα, πέρα από τον αυτοσχεδιασμό που αποδίδεται στιχουργικά, συμμετέχει και σωματικά με διάφορες κινήσεις, όπως το χτύπημα του στέρνου, του κεφαλιού, το γρατσούνισμα του προσώπου κ.ά. Υποφέρει ψυχικά και σωματικά η ίδια και αυτός ο πόνος μεταφέρεται στις παρευρισκόμενες που συμμετέχουν ενεργητικά ή παθητικά στο θρήνο.
Σήμερα, που ο νεκρός δεν «διανυχτερεύει» στο σπίτι, το ξενύχτισμά του χάνεται. Ο πόνος γίνεται βουβός… Η ενδυματολογία ακολουθεί τα σύγχρονα έθιμα. Το μαύρο χρώμα εξακολουθεί να εκφράζει το πένθος. Τα μαύρα μαντήλια που κάλυπταν τις πενθούσες γυναίκες, τα γένια των πενθούντων ανδρών και η μαύρη κορδέλα στο μανίκι τους εκλείπουν. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. «Άσπρισε» ο χάρος, παιδάκι μ’, και καλά κάνει …», έχω ακούσει να λένε υπερήλικες γυναίκες στο χωριό μου. Φαίνεται πως οι ίδιες κατανοούν και αποδέχονται τις αλλαγές, γιατί, όπως λένε, οι γυναίκες παλιά υπέφεραν πολύ, και οι χήρες ήταν «καταδικασμένες» (!) και η καρδιά τους «μαραγκιασμένη» (!) για να χρησιμοποιήσω δικές τους εκφράσεις.
Η διαμόρφωση νέων κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών οδήγησε στην εξαφάνιση και το μοιρολόι… Ελάχιστες υπέργηρες γυναίκες το «σιγοτραγουδάνε» ακόμη ή το λένε «κουβεντιαστά» στη μνήμη των αγαπημένων νεκρών τους…
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν κείμενο είναι η εισήγηση της Μ. Αγγέλη, στην Ημερίδα που διοργάνωσε η Ιστορική και Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Στερεάς Ελλάδας με έδρα το Αγρίνιο. Η τρίτη κατά σειρά θεματική ημερίδα της Εταιρείας, στο πλαίσιο του Προγράμματος Leader, με το ειδικό θέμα: «Γενέσια, γαμήλια και νεκρικά έθιμα και παραδόσεις στον αγροτικό χώρο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», η οποία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο (Ψυχοσάββατο), 18 Φεβρουαρίου 2023 και ώρα 17:00 στο Παναιτώλιο, στην αίθουσα εκδηλώσεων της Τοπικής Κοινότητας, σε συνδιοργάνωση με τον Πολιτιστικό Σύλλογο Παναιτωλίου «Χρήστος Καπράλος».
Mε τη λήξη της εκδήλωσης, οι δραστήριες Γυναίκες του Πολιτιστικού Συλλόγου «Χρήστος Καπράλος» προσέφεραν σε όλους εξαιρετικά κεράσματα: Ψωμί του γάμου, παραδοσιακό ραβανί, που ήταν το γλυκό του γάμου, αλευρίσιο χαλβά, γλυκό της βάπτισης, ακόμη και κόλλυβα, με μπόλικο ρόδι, όπως στα μνημόσυνα. Ήταν ψυχοσάββατο!