Απρίλης του 1944: Οι Γερμανοί -Ναζί- στο Αρχοντοχώρι
Αφηγηματικές μνήμες
Πρώτος αριστερά στη φωτογραφία ο Καπετάν Πάνος Γιαννούλης – Τέταρτος από αριστερά ο Ανδρούτσος, ο αντάρτης του μόνιμου ΕΛΑΣ Βασιλάκης από το Ξηρόμερο που σκοτώθηκε το Φλεβάρη του 1944 στο Νυδρί
Του Σπύρου Θ. Μήτση,
Δάσκαλος-Ερευνητής
Ως γνωστόν τo 734 Σύνταγμα Καταδρομών (Jäger Regiment = Ορεινών Κυνηγών) έφτασε με διοικητή το Συντ/χη Γκέτσνερ στο Αγρίνιο στις 14 Ιουλίου 1943 και μετέπειτα αναπτύχθηκε στο Ξηρόμερο, Αμφιλοχία, Βόνιτσα, Πρέβεζα, Λευκάδα, Άρτα και έκανε αιματηρές επιδρομές στα ορεινά, καίγοντας και καταστρέφοντας χωριά και οικισμούς…
Την άνοιξη του 1944 (10 Απριλίου 1944), τη Μεγάλη Εβδομάδα, οι Γερμανοί άρχισαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και στο Ξηρόμερο. Εκείνες τις μέρες, τις 9 Απριλίου 1944 (Κυριακή των Βαϊων), οι αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχαν στήσει ενέδρα στα «Καμάρια» (περιοχή του Αγγελοκάστρου) στο τρένο που μετέφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στις Γερμανικές δυνάμεις στο Αγρίνιο. Ύστερα από σκληρή μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ κατόρθωσε να ακινητοποιήσει το τρένο, σκοτώνοντας 12 Γερμανούς στρατιώτες, συλλαμβάνοντας πολλούς άλλους αιχμαλώτους, αλλά και συγκεντρώνοντας πλούσιο και χρήσιμο πολεμικό υλικό.
Την ίδια χρονική περίοδο οι Γερμανοί επισκέφτηκαν την περιοχή του τέως Δήμου Σολίου, με πρόθεση να τρομοκρατήσουν τον κόσμο που συμπαραστέκονταν στο ΕΑΜ –ΕΛΑΣ Βορείου Ξηρομέρου. Οι Γερμανοί που ήρθαν από τη Ζαβέρτα στο Μύτικα εξαπέλυσαν επιθέσεις στους πυρήνες των ανταρτών της περιοχής, πυρπόλησαν οκτώ σπίτια, κατέστρεψαν τις περιουσίες του Λάμπρου Κοψίδα, του Βασίλη και του Χαράλαμπο Σούλα… καθώς και πολλών άλλων Μυτικιωτών, και καθ΄ υπόδειξη των συνεργατών τους σκότωσαν τους αδερφούς Στάθη και Θόδωρο Σούλα, τον εκ Λαμίας Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Μύτικα, Ηλία Καστρίτη (τον σκότωσε ο Παν..Παν), τον Νίκο Κοψιδά, ενώ τραυμάτισαν σοβαρά τον Ειρηνοδίκη Κ. Κακλαμάνη (θείο του αντιστασιακού και βουλευτή της Ενώσεως Κέντρου και του ΠΑΣΟΚ, Απόστολου Κακλαμάνη).
Σε βοήθεια των κατοίκων που τρομοκρατούνταν από τους «Ράλληδες» και τους Γερμανούς, ήρθε, ύστερα από κάλεσμα του καπετάν Φουρτούνα (Στάθη Αντ. Λιάκα), ο αρχηγός του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Ξηρομέρου – Λευκάδας Πάνος Γιαννούλης.
Ο Καπετάν Φουρτούνας (Στάθης Αντ. Λιάκας)
Πρώτος αριστερά στη φωτογραφία ο Καπετάν Πάνος Γιαννούλης
Πράγματι τέλος Μάρτη του 1944, ο καπετάν Π. Γιαννούλης συγκέντρωσε όλο τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Ξηρομέρου – Λευκάδας κοντά στο Βάρνακα και από εκεί οργάνωνε επιθέσεις τόσο κατά των Γερμανών όσο και κατά των στρατιωτικά οπλισμένων ντόπιων συνεργατών τους. Σε κάποια σύγκρουση κοντά στο Μύτικα οι αντάρτες του Γιαννούλη κατόρθωσαν και έπιασαν αιχμάλωτους κάμποσους Γερμανούς στρατιώτες τους οποίους και οδήγησαν στα κρησφύγετά τους που βρίσκονταν κοντά στην περιοχή Βάρνακα-Παναγούλα. Η σύλληψη των Γερμανών στρατιωτών είχε ως αποτέλεσμα να αγριέψουν οι Γερμανοί και να εξαπολύσουν ένα πογκρόμ κατά των κατοίκων όλης της περιοχής. Για μέρες οι Γερμανοί, σε όποιο χωριό κι αν πήγαιναν, σκορπούσαν τον φόβο και τον τρόμο!! Σκοπό είχαν να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους και να ελευθερώσουν τους Γερμανούς στρατιώτες.
Αρχές του 1944 – Η σύλληψη των Γερμανών στον Μύτικα Ξηρομέρου
Κατά το Μανώλη Βαρδή, το ιστορικό αυτό γεγονός, που έλαβε χώρα στον Μύτικα, το 1944 (H Eθνική Αντίσταση στη Λευκάδα – Ιταλική και Γερμανική κατοχή, του Ζώη Τ. Κουτσαύτη, Έκδοση Π.Ε.Α.Ε.Α. Λευκάδας, Αθήνα 1991, σσ. 277-278), λέει τα παρακάτω:
«Απ΄ την Νικιάνα Λευκάδας με βάρκες και μονόξυλα πέρασε το ΕΛΑΣίτικο τμήμα, ύστερα…στον Μύτικα Ακαρνανίας. Αποτελούνταν από 80 περίπου άνδρες. Αναχωρούσαν σε διάστημα μισής ώρας κάθε πλεούμενο γιατί υπήρχαν βάσιμες πληροφορίες ότι περιπολούν Γερμανικά πλεούμενα μεταξύ Ακαρνανίας Λευκάδας, με καπετάνιους Λευκαδίτες και Ακαρνάνες.
Ο Σωτήρης Βαγενάς που ήταν στο πρώτο πλεούμενο που έφτασε στο Μύτικα, μου κατέθεσε τα παρακάτω: «Με το πρώτο πλεούμενο είμαστε εγώ, ο Ανδρούτσος, ο Μήτρος και μερικοί άλλοι. Είχαμε αποστολή να ανιχνεύσουμε την περιοχή και σε περίπτωση κινδύνου να γυρίσουμε πίσω και να ειδοποιήσουμε τα άλλα πλεούμενα ν΄ απομακρυνθούν. Όταν πλησιάσαμε κοντά στον Μύτικα είδαμε ένα καϊκι αραγμένο. Καταλάβαμε ότι ήταν μέσα Γερμανοί που έφτασαν εκεί από τη Ζαβέρδα. Λόγω του σκότους είχαμε φτάσει πολύ κοντά. Να απομακρυνθούμε ήταν αδύνατο. Τότε αποφασίσαμε να επιτεθούμε στο καϊκι. Πραγματικά, με ελαφρό κωπηλασμό αράξαμε καμιά πενηνταριά μέτρα από το καϊκι. Αποφασίσαμε να χτυπήσουμε τους Γερμανούς. Εγώ, ο Μήτρος και ο Ανδρούτσος και ύστερα οι άλλοι με μεγάλη προσοχή πλησιάσαμε το καϊκι, μπήκαμε μέσα και μπλοκάραμε τους Γερμανούς. Ήταν ένας αξιωματικός και μερικοί Γερμανοί στρατιώτες. Προσπάθησαν ν΄ αμυνθούν αλλά τους διατάξαμε να σηκώσουν τα χέρια ψηλά και υπάκουσαν. Τους πιάσαμε και τους τραβήξαμε προς την Κανδήλα. Οι Γερμανοί αυτοί μας είπαν ότι ένα γερμανικό τμήμα είχε πάει στη Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι) για συλλήψεις συγχωριανών του καπετάν Φουρτούνα. Περιμέναμε να φτάσουν και τα άλλα τμήματα και γρήγορα φύγαμε για την Κανδήλα, και από εκεί για το χωριό Παναγούλα φέρνοντας μαζί μας και τους Γερμανούς ομήρους μας…..»
Άλλη μαρτυρία είναι του Γιάννη Κατωπόδη ή Κοττά από την Καρυά, που είχε καταταχτεί στον ΕΛΑΣ και πέρασε εκείνη τη νύχτα στο Μύτικα. Με λίγα λόγια, διηγήθηκε τα παρακάτω: «Φύγαμε νύκτα απ΄ την Νικιάνα. Όταν φτάσαμε στον Μύτικα πέσαμε πάνω στο αραγμένο καϊκι με τους Γερμανούς. Τους πιάσαμε και τους μεταφέραμε στην Παναγούλα….»* ( Blog «Μύτικα Πρες»).
Αντίποινα των Γερμανών
Οι Γερμανοί, όμως, τιμωρούσαν απάνθρωπα κάθε μορφή δολιοφθοράς, εφαρμόζοντας το φρικτό συσχετισμό 1:100 (για κάθε ένα νεκρό Γερμανό να εκτελούνται 100 όμηροι). Γι’ αυτό ξαμολήθηκαν σε όλα τα χωριά της Αιτωλίας και Ακαρνανίας για να συλλάβουν όσους αντιστασιακούς τους υποδείκνυαν οι ντόπιοι συνεργάτες τους.
Έτσι στις αρχές Απριλίου του 1944 ένα από τα ισχυρότερα αποσπάσματα των Γερμανών πήγε στην Κατούνα και αφού τρομοκράτησε τον κόσμο συνέλαβε εννιά αντιστασιακούς, ήτοι τους: Καρέλο Θεόδωρο, Σαμαντά Χρήστο, Ταμπάκη Κων/νο, Τσικόνη Γεράσιμο, Παπακωσταντή Χρήστο, Βλάχο Αλέκο, Μπλίτσα Κων/νο, Κοκορόμπα Γιώργο, Τσιτσώνη Σταμούλη και τους οδήγησε στις φυλακές Αγρινίου. Στη συνέχεια τμήμα αυτού προχώρησε προς το Αρχοντοχώρι, στην έδρα του πρωτοκαπετάνιου του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Ξηρομέρου, Στάθη Λιάκα. Ταυτόχρονα με το απόσπασμα της Κατούνας κατέφθασαν στο Αρχοντοχώρι και δύο άλλα αποσπάσματα προερχόμενα, το ένα από τον Αστακό και το άλλο από τον Μύτικα.
Επιδρομή των Γερμανών στο Αρχοντοχώρι τη Μεγάλη Εβδομάδα, Απρίλη του 1944
Σύμφωνα με τις ιστορικές μνήμες των γεροντότερων οι Γερμανοί έφτασαν στο Αρχοντοχώρι τις 10 Απριλίου 1944. Ήταν Μεγαλοβδόμαδο, Μεγάλη Δευτέρα. Για την παρουσία των Γερμανών στο χωριό, ο Στάικος Απ. Τσίνας, στη βιωματική – αφηγηματική του μαρτυρία, αναφέρει: «…Ήταν αρχές του Απρίλη του 1944, στο χωριό χάλαγε ο κόσμος! Οι Γερμανοί ερχόμενοι νύχτα από τον Αστακό ξημέρωσαν στο χωριό. Έρχονταν για να εκδικηθούν για το θάνατο κάποιων στρατιωτών τους που σκοτώθηκαν σε σαμποτάζ κοντά στα Σταμνά Αγρινίου. Εκεί οι αντάρτες του ΕΛΑΣ έκαναν μπλόκο στο τρένο που μετέφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στις Γερμανικές δυνάμεις. Όλη τη νύχτα οι Γερμανοί κινούνταν μέσα στο βαθύ σκοτάδι, ανάμεσα στους πουρναρόθαμνους. Σαν σκιές δέντρων, σιωπηλοί ανηφόριζαν, δίπλα στο ποτάμι, με σκοπό να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους και να συλλάβουν τους τρεις υπεύθυνους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Αρχοντοχωρίου, ήτοι τους: Ευστάθιο Λιάκα, Αναστάσιο Λιοπύρη, και Επαμεινώνδα Μπανιά
Από αριστερά: Ευστάθιος Αντ. Λιάκας (Καπετάν Φουρτούνας) και Αναστάσιος Λιοπύρης (Καπετάν Καλιακούδας)
Και ο Απόστολος Θέος, «βλάχος» από το Φουντούνι-Παλαιοχώρι Καρδίτσας, πιστικός των Λιοπυραίων εκείνη την περίοδο στη «Φτελιά», θυμάται τα γεγονότα και συμπληρώνει: «Οι Γερμανοί που έρχονταν από τον Αστακό, έφτασαν στη Φτελιά κατά τα χαράματα. Μόλις τους είδα έβαλα φτερά στα πόδια και έτρεξα προς τα «Σπηλιτάτα» για να ειδοποιήσω τους συμπατριώτες μου Αγραφιώτες (Δυτ. Αργιθέα) να πάνε να κρυφτούν. Ύστερα έτρεξα στο χωριό και ειδοποίησα τους σέμπρους μου Λιοπυραίους, αλλά και τους Αρχοντοχωρίτες.
Μόλις έφτασα στα πρώτα σπίτια του χωριού άρχισα να φωνάζω: Γερμανοί!, Γερμανοί! Το νέο μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα σε όλο το χωριό. Μέσα σε λίγο χρόνο οι μεγάλοι άρπαξαν τα μικρά παιδιά τους και σαν κυνηγημένοι λαγοί έτρεχαν να κρυφτούν στα γύρω βουνά και υψώματα. Όλοι τους ήταν φοβισμένοι, πανικόβλητοι. Όλοι τους προσπαθούσαν να βρουν δρόμους διαφυγής. Οι κάτοικοι του Αγίου Δημητρίου,» έτρεχαν αλαφιασμένοι να κρυφτούν στις «Σπηλιές»,.. και στο Σπαρτοβούνι του Μπούμιστου. Οι κάτοικοι των παλιών «Αρχοντικών» έτρεχαν προς τις σπηλιές του όρους Κολοκύθα και του Μπούμιστου, και οι κάτοικοι της «Χειμάρρας» και του «Μαυροβουνίου» προς την περιοχή «Ξερά». Πίσω παρέμειναν μόνο μερικοί ανήμποροι, οι γέροι και μερικά μικρά παιδιά, κρυμμένοι άλλοι στα υπόγεια και άλλοι στα γύρω μαντροκάλυβα…»
Η Όλγα Μπανιά-Χαντζαρά στη δική της μαρτυρία αναφέρει: «Με το που μάθαμε ότι έρχονται οι Γερμανοί τρομοκρατηθήκαμε όλοι». Κείνη τη μέρα άντρας μου ήταν στον κάμπο με τα μεγάλα κορίτσια. Μόλις φάνηκαν οι Γερμανοί στον Αϊ – Βλάση, έτρεξα να κρυφτώ στις σπηλιές. Με είχε περιζώσει ένας δυνατός πανικός και έτρεχα χωρίς να ξέρω που πατάω και που πηγαίνω. Ήταν τέτοιος ο τρόμος και ο πανικός, που με έκανε να ξεχάσω στο σπίτι το μικρότερό μου κορίτσι, την Ειρήνη. Θυμάμαι πως, όταν συνειδητοποίησα τι έκανα άφησα μέσα στη σπηλιά την πεθερά μου με το μικρό και εγώ γύρισα πίσω, όπου βρήκα τη μικρή, Ειρήνη, να κλαίει χωμένη κάτω από το κρεβάτι. Όμως, δεν μπόρεσα να φύγω, γιατί μας μάζεψαν γρήγορα όλους και μας πήγαν κοντά στα κεντρικά καφενεία του χωριού. Καταλαβαίνεις πως εκείνες τις ώρες πόσο μεγάλη ήταν η αγωνία μου ….».
Ο Ευστ. Π. Δρακάς στην προφορική του μαρτυρία συμπληρώνει: «Ήταν ξημέρωμα της 10ης Απριλίου 1944, Μεγάλη Δευτέρα, όταν οι Γερμανοί περικύκλωσαν ξαφνικά το χωριό. Άλλοι ήρθαν από την Κατούνα, άλλοι από τον Αστακό, και άλοι από τον Μύτικα. Έστησαν τα πολυβόλα σε καίρια σημεία και ύστερα, ομάδες στρατιωτών, μπήκαν μέσα στο χωριό. Είχαν πληροφορίες πως στο χωριό βρίσκονταν κρυμμένοι τρεις βασικοί συντελεστές του αντιστασιακού κινήματος στο Ξηρόμερο, ο Επαμεινώνδας Ι. Μπανιάς, ο Στάθης Αντ. Λιάκας και ο Αναστάσιος Στ. Λιοπύρης.
Πριν καλά καλά ξυπνήσουν, παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, ο φόβος άρχισε να τους κυριεύει. Προσπάθησαν να τρέξουν, να κρυφτούν μήπως και γλυτώσουν, πίστευαν πως όντας άοπλοι, λίγο φιλότιμο θα υπήρχε στις σιδερένιες καρδιές των κατακτητών. Όμως μάταια. Δεν ήξεραν πως η λέξη μάταια δεν υπάρχει στα γερμανικά. Τα πολυβόλα μούγκριζαν, οι σφαίρες έπεφταν βροχή, κάποια κορμιά σωριάστηκαν άψυχα πλέον στο χώμα. Άλλοι τα κατάφεραν, άλλοι κλείνονταν σε αχυρώνες, άλλοι πέθαιναν από το φόβο τους, άλλοι τραυματίζονταν και κάποιοι σκοτώνονταν στα ρέματα και στις βουνοπλαγιές…».
Στη βιωματική του μαρτυρία ο Αλέξης Σωκρ. Μήτσης, αναφέρει: «…Από τον Ιούλιο του 1943 που οι Γερμανοί ήρθαν στη Δυτική Ελλάδα με την 104η Μεραρχία Καταδρομών, μέχρι το Σεπτέμβρη του 1944 που άρχισαν να υποχωρούν… ζήσαμε ένα χρόνο πραγματική κόλαση! Ακούγαμε πολλά για την σκληρή στάση τους και δεν το πιστεύαμε. Ώσπου τον Απρίλη του 1944 ήρθαν και στο χωριό και τους γνωρίσαμε για τα καλά! Με το που φάνηκαν οι Γερμανοί στον Αϊ-Βλάση όλοι οι γείτονες τρέξαμε να καβαλικέψουμε τα άλογα. Έπρεπε να φύγουμε μακριά από τον εχθρό. Όσοι βέβαια ήταν γρήγοροι πρόλαβαν και έφυγαν. Όμως, τους περισσότερους τους σταμάτησαν τα μυδράλια που είχαν αρχίσει να σφυρίζουν…αδιάκοπα από το «Αμπελάκι» έως «τ’ Σπύρ’ τ’ Ράχη». Όσοι εγκλωβίστηκαν δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν, γιατί οι σφαίρες των Γερμανών με το συνεχόμενο κροτάλισμα των πολυβόλων περνούσαν πάνω από τα κεφάλια σφυρίζοντάς απειλητικά…..Κείνο το πρωινό πολλοί ήταν αυτοί που τα είχαν χρειαστεί. Κείνη τη μέρα οι Αρχοντοχωρίτες ένιωσαν το φόβο, την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και τη βαρβαρότητα των Γερμανών κατακτητών!»
Κείνη τη μέρα δύο Ζαβιτσάνοι θυσιάστηκαν στο βωμό του μίσους και της αλαζονείας των Γερμανών. Ο Μίχας Ρούπας θρήνησε την κόρη του Ευρυδίκη, η οποία στην προσπάθειά της να προφυλαχτεί από την αγριότητα των Γερμανών, αλλά και να αποφύγει τη σύλληψη κατέφυγε προς στην τοποθεσία «Αλακίστρα Φράγκου» ή στη θέση «Βωρό του Μουχάνη». Όμως, μία σφαίρα την τραυμάτισε στο μάγουλο και τη μύτη και ύστερα από μέρες εξέπνευσε.
Επίσης πέθανε από ανακοπή καρδιάς ο Βαγγέλης Γερογεώργος (Νιάουρας), ενώ κοντά στα παλιά σπίτια των Χαντραίων, σφαίρες των Γερμανών τραυμάτισαν στα πόδια τον Παντελή Χάνδρα και τον Σπ. Χάντρα.
«Τη Μεγάλη Δευτέρα, κατά τις ώρα 10 π. μ.», μαρτυρά ο Μήτσης Γ. Σπύρος (Πίπης), «οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό και το κατέλαβαν χωρίς καμία αντίσταση. Άλλωστε ο καπετάν Φουρτούνας με τους αντάρτες του, που κείνη τη χρονική βρίσκονταν στο Βάρνακα, δεν μπορούσαν να το υπερασπιστούν. Η φάλαγγα των Γερμανών σταμάτησε στο ύψος της πλατείας περιμένοντας νεώτερες διαταγές από τους επικεφαλής. Στο διάστημα αυτό αρκετοί καβαλάρηδες κατέβηκαν από τα άλογα και πήγαν στους γύρω κήπους και έκοψαν αγκινάρες και τις έτρωγαν λαίμαργα. Σε λίγο έφτασε, καβάλα πάνω σε ένα ολόασπρο άλογο ο διοικητής των Γερμανών, με τον διερμηνέα του, και πλησίασαν το διοικητή του λόχου. Ύστερα και οι τρεις μαζί πήραν τον πρόεδρο του χωριού Σ. Κ. και κατευθύνθηκαν προς το κεντρικό σημείο του χωριού (καφενείο Καρκάση – Λιοπύρη)».
Το γεγονός αυτό το βίωσε και ο νεαρός τότε, Δημητράκης Χαρ. Κολοβός, ο οποίος στην αφηγηματική του μαρτυρία μας είπε πως: «Όταν σταμάτησαν οι ήχοι από τα μυδράλια των Γερμανών ακούστηκαν δύο άλλοι ήχοι, ήχοι ασυνήθιστοι, σκληροί, διαπεραστικοί. Ο πρώτος ήχος ερχόταν από τις καμπάνες της εκκλησιάς -του πάνω Αγίου Σπυρίδωνα- οι οποίες χτυπούσαν ασταμάτητα. Ο δεύτερος ήχος ερχόταν από την ντουντούκα των Γερμανών, όπου ο διερμηνέας καλούσε όλους τους συγχωριανούς να συγκεντρωθούν στο κέντρο του χωριού, κοντά στο καφενείο του Στάθη (Ανάστου) Λιοπύρη (σημερινή καφετέρια Πανούτσου) και το καφενείο του Στ. Καρκάση.
(Πάνω το παλιό καφενείο του Ανάστου Στάθη Λιοπύρη-Πανούτσου (κατεδαφίστηκε το 1980) και κάτω το παλιό καφενείο (κτίριο του 1908) του Στυλιανού Σταμούλη Καρκάση και των αδερφών Σύλλα και Ντίνου Στυλ. Καρκάση (κατεδαφίσθηκε το 1972), στην αυλή των οποίων οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους κατοίκους του Αρχοντοχωρίου τον Απρίλη του 1944).
Με το πρώτο-δεύτερο κάλεσμα οι περισσότεροι χωριανοί βγήκαν από τις κρυψώνες. Φοβήθηκαν, όπως έλεγαν, μην βάλουν φωτιά στα σπίτια τους και τους κάψουν ζωντανούς. Έτσι μέσα σε λίγες ώρες συγκεντρώθηκαν όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι του χωριού στο καθορισμένο σημείο. Τους βάλανε μπροστά στην μεγάλη αυλή του καφενείου του Στέλιου Καρκάση. Απέναντί τους, στο καφενείο και το σπίτι του Λιοπύρη, οι Γερμανοί είχαν στήσει τα πολυβόλα και σημάδευαν τα παιδιά, τις μάνες και τους γέρους που ήταν συγκεντρωμένοι.
Στη συγκέντρωση αυτή κάποιοι της περιοχής φόρεσαν κουκούλα ή διάλεξαν το ρόλο δωσίλογου – συνεργάτη των Γερμανών. Επίσης, φόρεσαν και τη σβάστικα… και στράφηκαν κατά των συντοπιτών τους…
Στην αρχή ο διερμηνέας, κατά εντολή του Γερμανού αξιωματικού, ζήτησε να του παραδώσουμε τα ζώα μας, χορτάρι για τα δικά τους ζώα, σιτηρά, .. και άλλα τρόφιμα. Στη συνέχεια ξεκίνησαν να μας απειλούν, λέγοντάς μας πως αν αρνηθούμε να συνεργαστούμε μαζί τους θα μας κάψουν τα σπίτια. Επίταξαν για τις ανάγκες των στρατιωτών τους το σχολείο, τα σπίτια του Στ. Καρκάση, του Γ. Κακούρη, του Κ. Πεταλιά, του Α. Λιοπύρη…, τη «μάνδρα των Μητσαίων» στο λάκκο για τα άλογά τους,… και όλα τα πηγάδια και τις στέρνες του χωριού.
Κάποια στιγμή ο Γερμανός αξιωματικός ρώτησε τυχαία τον Φ. Χ. αν υπάρχουν Παρτιζάνοι/αντάρτες στο χωριό, και εκείνος τρομοκρατημένος τους απάντησε καταφατικά ότι «υπάρχουν τρεις» -δείχνοντας τα τρία δάκτυλά του- υπονοώντας τους Επαμεινώνδα Μπανιά, Πάνο Κολοβό και Στάθη Λιάκα. Ο πρόεδρος του χωριού Σ. Κ. διαβλέποντας το μεγάλο κακό που θα ερχόταν, παρενέβη, και για να τους ηρεμήσει είπε στο διερμηνέα να πει στους Γερμανούς πως: «ο Φ. Χ. με τον αριθμό τρία εννοεί την χιλιομετρική απόσταση από το χωριό μέχρι το κάμπο».
Ύστερα από αυτό ο διερμηνέας κατ’ εντολή το αξιωματικού άρχισε να διαβάζει από μία κατάσταση τα ονόματα των Αρχοντοχωριτών Στάθη Λιάκα, Επαμεινώνδα Μπανιά, Αναστάσιου Λιοπύρη, Παναγιώτη Κολοβού, Νίκου Λιοντάκη, Μήτσου Καλλιμάνη, Ηλία Πιτσινέλη, Πάνου Κολλιά, Φ. Λάσκαρη, Δημ. Σαλτού, Γιώργιου Ι. Λιάκα… και πολλών άλλων αριστερών που ήταν χαρακτηρισμένοι στην κατάσταση ως επικίνδυνοι αντιστασιακοί (δοσμένα ονόματα από συνεργάτες τους) και ζήτησε να παρουσιαστούν μπροστά του. Στην εκφώνηση των ονομάτων δεν ανταποκρίθηκε κανένα από τα ανακοινωθέντα ονόματα. Τότε οι Γερμανοί άρχισαν να μας ρωτούν έναν-έναν να τους πούμε το όνομά μας. Στο τέλος, αφού διαπίστωσαν πως από τους χαρακτηρισμένους παρτιζάνους της κατάστασης δε βρίσκονταν κανένας μέσα στους συγκεντρωμένους κατοίκους άρχισαν να εκνευρίζονται…. Οι περισσότεροι άνδρες του χωριού δεν ήταν παρόντες, γιατί ως ΕΛΑΣίτες έφεδροι ή μόνιμοι, πολεμούσαν μαζί με το Στάθη Λιάκα ή βρίσκονταν στην μόνιμο ΕΛΑΣ (2/39, 2/24 και 3/40 Συντάγματα).
Θυμάμαι πως όταν ήρθε η σειρά μου με ρώτησαν, ο Γερμανός αξιωματικός και ο Έλληνας διερμηνέας, να φωνάξω το όνομά μου. Τότε για να γλυτώσω τη ζωή μου, μιας και ήμουν αδερφός του καταζητούμενου Πάνου Κολοβού ή καπετάν Σπίθα, ρίσκαρα και φώναξα δυνατά Ράκιας Μήτσης, το όνομα του Θεοδώρου (Ράκια) Μήτση, και τούτο γιατί γνώριζα πως κείνη τη μέρα, ο Ράκιας, δεν βρίσκονταν στο χωριό. Επίσης διαισθάνθηκα εκείνη στιγμή πως κανένας χωριανός δεν θα ρίσκαρε να με προδώσει. Και πράγματι έτσι έγινε. Εκείνη την ώρα φάνηκε η γενναιότητα, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά των Ζαβιτσάνων. Κείνη την ώρα οι Ζαβιτσάνοι έγραψαν τη δική τους ιστορία! Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν πρόδωσε κανέναν…..».
Μαρτυρίες Αρχοντοχωριτών λένε πως οι Γερμανοί ζήτησαν από τον Βαρνακιώτη παπα-Χριστόφορο Ζαρκαδούλα (παπάς του χωριού την περίοδο 1938-1950) να κατονομάσει τους αντάρτες-παρτιζάνους του Αρχοντοχωρίου ή να τους ονοματίσει ανθρώπους του χωριού που έκρυβαν οπλισμό ή συμμετείχαν στο ΕΑΜικό κίνημα. Στην απαίτηση των Γερμανών, ο παπάς Χριστόφορος, τους απάντησε με περηφάνια και χωρίς φόβο με τα πατριωτικά λόγια: «Εγώ είμαι ιερέας της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας και όχι καταδότης».
Με αυτή του την περήφανη, πατριωτική, χριστιανική στάση, ο παπάς Χριστόφορος Ζαρκαδούλας, έδωσε θάρρος και σε πολλούς ανακρινόμενους κατοίκους… Με τη γενναία-πατριωτική στάση του διοριζόμενου προέδρου, Σ. Κ., και του παπά Χριστόφορου Ζαρκαδούλα (ΕΔΕΣίτες) απεφεύχθη ένα – πιθανώς- ολοκαύτωμα του χωριού.
«Ο έχον το τουφέκιον στον ώμο έχει στο χέρι του τον νόμο»!
Το ίδιο βράδυ, μετά την ελευθέρωση του άμαχου πληθυσμού και την αποχώρηση των Γερμανών, οι ΕΛΑσίτες…Γιαν. Μπ.ν..ς και Νύσσας Κ…. (ΟΠΛΑ) συνέλαβαν τον Φ. Χ. και τον οδήγησαν στο Μέγα Δέντρο, όπου και τον εκτέλεσαν. Η ίδια ομάδα ανταρτών εκτέλεσε, στη θέση Άγιος Βλάσης, και τον Γιάννη Ασβέστη ή Χαλασά. Λέγεται πως «ο ρόλος του κατά την παραμονή των Γερμανών στο χωριό ήταν ύποπτος» και όταν του έγιναν αυστηρές συστάσεις αυτός τους απείλησε ότι θα πάει στο Μύτικα και θα τους φέρει ξανά τους Γερμανούς! Αφορμή, βέβαια, βρήκαν και τον εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδιακασίες του αναταρτοδικείου, όταν διαπίστωσαν πως η συμπεριφορά του απέναντι στα μικρά του χωριού ήταν μη πρέπουσα έως και ανήθικη. Αποτέλεσμα αυτής της αλόγιστης κίνησής του ήταν να επαναληφθεί η αλόγιστη κίνηση των ΕΛΑΣιτών, και να τον εκτελέσουν στη θέση Άη- Βλάσης.* (μαρτ. Β. Σ. Συρ.)
Νέα επιδρομή των Γερμανών στο Αρχοντοχώρι από το Μύτικα-Κανδήλα
Τις σκηνές τρόμου που σκόρπησαν οι Γερμανοί την ημέρα που ανηφόριζαν από το Μύτικα προς τη Ζάβιτσα μας τις μεταφέρει η γερόντισσα Παναγιώτα Ν. Χαντζαρά ή Θύμιαινα Μήτση, που κείνο τον καιρό ζούσε με την οικογένειά της στην περιοχή «Βρύση», «Αρέντα», «Πλημέλια» του κάμπου.
« … Κείνες τις μέρες του Απρίλη του 1944 ο φόβος και ο τρόμος είχε απλωθεί παντού. Οι Γερμανοί για να βοηθήσουν στην εξεύρεση των χαμένων στρατιωτών τους έφεραν από τη Λευκάδα και την Πάλαιρο ενισχύσεις στρατιωτών και οι οποίοι συναντήθηκαν με τη μονάδα των Γερμανών που έδρευε στην Κανδήλα. Από εκεί όλοι μαζί εξαπέλυσαν, ως αντίποινα, επιθέσεις τόσο στους κατοίκους που βρίσκονταν στον Μύτικα, όσο και στους κατοίκους που έμεναν στα γύρω χωριά και κυρίως το Αρχοντοχώρι απ’ όπου κατάγονταν ο καπετάν Φουρτούνας.
Μπροστά στο φόβο των Γερμανών οι περισσότεροι Μυτικιώτες μπήκαν στις βάρκες τους και έφυγαν για την Επισκοπή, τον Κάλαμο και τον Καστό. Όσοι είχαν ρίζες από τα ορεινά χωριά και γνώριζαν τις σπηλιές και τα ασφαλή μέρη, πήραν τα μικρά παιδιά και τους ανήμπορους γέρους και τράβηξαν προς τα γνώριμά τους λημέρια. Ο Μύτικας, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο, σχεδόν είχε αδειάσει. Κάτι λίγοι είχαν μείνει. Αυτοί δε φοβήθηκαν γιατί οι Γερμανοί τους ήταν γνώριμοι.
Θυμάμαι πως ήταν μεσημεράκι και πως έπαιζα έξω από το καλυβόσπιτό μας με τις αδερφές μου Τούλα, Βασιλική και Ειρήνη. Ξαφνικά είδα να έρχεται τρέχοντας ένα αντρόγυνο. Ο άνδρας κρατούσε από το χέρι ένα παιδάκι και η γυναίκα βαστούσε στην αγκαλιά της τυλιγμένο μέσα σε μία κουβέρτα ένα μωράκι. Ήταν φοβισμένοι! Ο ψηλός και γεροδεμένος άνδρας ζήτησε να δει τον πατέρα μου. Τότε, η μεγαλύτερη αδερφή μου, η Τούλα, έτρεξε γρήγορα στην καλύβα και ανέφερε το γεγονός στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου βγήκε έξω και μόλις είδε το κύριο.. αναφώνησε έκπληκτος. «Στάθη»! «Τι θέλεις εσύ εδώ πέρα;»! Τι σου συμβαίνει! Ο Στάθης (Βασιλάκης) πήρε τον πατέρα μου παράμερα και άρχισε να του μιλάει σιγανά. Κάπου κάπου έριχνε και λοξές ματιές προς την πλευρά μας. Μιλούσε γρήγορα και φοβισμένα! Σε κάποια στιγμή ακούω τον πατέρα μου να μας φωνάζει: «Παιδιά γρήγορα, έρχονται οι Γερμανοί, έρχονται οι Γερμανοί! Φεύγουμε όλοι για τη σπηλιά του Αϊ- Θανάση»! Τρόμαξα! Μα περισσότερο πανικοβλήθηκα όταν είδα τον πατέρα μου να αρπάζει, τρομαγμένος την μικρή μας αδερφή, την Ειρήνη, και να φωνάζει σε εμάς με τρεμάμενα λόγια: « Στη σπηλιά του Αϊ – Θανάση, γρήγορα! Τρέξτε στη σπηλιά.!»
Για πότε βρεθήκαμε στο ύψωμα του παλιαϊθανάση, για πότε κρυφτήκαμε μέσα στη σπηλιά, δεν το κατάλαβα.
Μετά από λίγο ήρθαν κι οι άλλοι Χατζαραίοι: ο Γιώργος, ο Χρήστος και ο Σωτήρης με τις οικογένειές τους και ο Νίκος με την κόρη του Ελένη, τη μετέπειτα γυναίκα του δασκάλου Ν. Μόσολα. Ο Στάθης Βασιλάκης ήταν παντρεμένος με την άλλη κόρη του Ν. Χαντζαρά, την Σταυρούλα.
Βολευτήκαμε γρήγορα. Οι μεγάλοι μας έλεγαν συχνά και σιγανά να μην μιλάμε και να μην κάνουμε θορύβους. Ο πατέρας μου στήθηκε στο άνοιγμα της σπηλιάς και παρακολουθούσε με αγωνία την κίνηση γύρω από τη «Βρύση». Από κει θα περνούσαν οι Γερμανοί για να ανέβουν στο χωριό. Πράγματι, δεν άργησαν να εμφανιστούν. Ο πατέρας μου μόλις τους είδε μας είπε σιγανά: «Οι Γερμανοί έρχονται, είναι κοντά μας, μη φωνάξει κανείς…» και έπεσε μπρούμυτα ανασηκώνοντας κάπου κάπου το κεφάλι για να παρακολουθεί την κάθε τους κίνηση, την πορεία τους.
Σπηλιά στο λόφο «Καστέλι» τ’ Αϊθανάση
Μέσα στη σπηλιά επικρατούσε απέραντη σιωπή. Η αγωνία φαινόταν ολοκάθαρα στα πρόσωπα όλων. Ξαφνικά ακούστηκε το κλάμα του μωρού της κυρά Στάθαινας (Σταυρούλας Ν. Χαντζαρά). Το μικρό της, ο Νώντας (Βασιλάκης), άρχισε να γκρινιάζει… Εκείνη τη στιγμή όλοι ταραχτήκαμε. Το κλάμα του μικρού Επαμεινώνδα σκόρπισε διάπλατα το φόβο. Μάταια η μάνα προσπαθούσε με το χέρι της να του κλείσει το στόμα. Και ο Στάθης σιγο – ψιθυριστά, θες από ντροπή θες από φόβο, συχνοέλεγε στην κυρά Στάθαινα: «γυναίκα, το παιδί κλαίει, σταμάτησέ το»!
Και ύστερα το ’παιρναν οι άλλοι θαμώνες της σπηλιάς και με μια σιωπηλή, τρομαγμένη φωνή» της έλεγαν: «Σταμάτα το Στάθαινα, θα μας ακούσουν οι Γερμανοί!!!». Ο φόβος είχε σαλέψει για τα καλά τα λογικά των άνθρώπων!
Μα το κλάμα του μωρού, που δεν ένιωθε την αγωνία των ανθρώπων και τα παρακάλια της μάνας δυνάμωνε. Η πείνα ή κάποιος πόνος στην κοιλιά του ..όλο και δυνάμωνε το κλάμα του μικρού Νώντα, και συνάμα μεγάλωνε και ο φόβος των ανθρώπων.
Εκείνη τη στιγμή ο φόβος φώλιασε στις ψυχές όλων μας. Η φασιστική μπότα του Γερμανού είχε αλλάξει τα συναισθήματα όλων μας. Κείνη τη στιγμή το κάθε μέλος λογάριαζε πώς να ξεφύγει από την απειλή του θανάτου, πως να σωθεί, και ένας μετά τον άλλο ζητούσε από το μπάρμπα Στάθη (Βασιλάκη) να κάνει κάτι……
Και πριν καν μιλήσει ο μπαρμπα-Στάθης ακούστηκε η γενναία και συγχρόνως απελπισμένη φωνή της «τραγικής μάνας» να λέει: «Μη φοβάστε, αν έρθουν οι Γερμανοί προς τα δω…, θα κάνω εγώ το μωρό να σταματήσει το κλάμα!
– «Τι θα κάνεις Στάθαινα;», την ερωτά η θεια – Γιώργαινα, που σα να είχε καταλάβει καλύτερα από όλους τι εννοούσε, μόλις άκουσε τον τόνο και το χρώμα της μιλιάς της Στάθαινας».
– «Μα αν δω και πάει να μας ακούσουν οι Γερμανοί, τότε «θα του πνίξω το κλάμα» με το στόμα, για να γλυτώσουμε όλοι οι άλλοι..»!
«Κείνη τη στιγμή ήρθε στο νου μου η ιστορία της «Φόνισσας μάνας», της Φραγκογιαννούς, του Παπαδιαμάντη, που παρέβηκε το «ου φονεύσεις» και για καλό σκοπό – έπνιξε με τα χέρια της τα δύο νεογέννητα κοριτσάκια της για να λυτρώσει και τα ίδια και τους γονείς της από τα βάσανα….»
– «Χριστός και Παναγία! τί είναι αυτά που λες κυρά μου! ξαναλέει η θεια- Γιώργαινα και άρχισε να σταυροκοπιέται»!
Ευτυχώς, οι ικεσίες των ανθρώπων, καθώς και τα απαλά γλυκά φιλιά της μάνας στα χείλη του μωρού του σταμάτησαν το κλάμα του μικρού Νώντα, ακριβώς την ώρα που οι Γερμανοί περνούσαν κάτω από τη σπηλιά! Την ώρα ακριβώς που έπαιρναν τη στράτα του Πύργου για να ανηφορίσουν για το Αρχοντοχώρι!
Μόλις οι μεγάλοι διαπίστωσαν ότι οι Γερμανοί απομακρύνθηκαν από την περιοχή, άρχισαν να σταυροκοπιούνται και να ευχαριστούν το θεό και τους αγίους που τους προστάτευσαν από μεγάλο κακό. Ανάλαφροι πια κατεβήκαμε στις καλύβες.. όπου ηρεμήσαμε, και ξεκουραστήκαμε. Κατά το βράδυ, ο Στάθης και η Στάθαινα, με τα μικρά τους παιδιά, Νώντα (Επαμεινώνδας) και Γιώργο (Βασιλάκη) πήραν το δρόμο της επιστροφής για το Μύτικα και οι άλλοι Χαντζαραίοι πήγαν στα καλυβόσπιτά τους ήσυχοι και γαληνεμένοι….».
Την άλλη μέρα μάθαμε για τις φωτιές που έβαλαν οι Γερμανοί στα σπίτια των καταζητούμενων Αρχοντοχωριτών, αλλά για άλλα ακραία γεγονότα και λυπηθήκαμε πάρα πολύ!
Για τη χρονική αυτή περίοδο, ο ογδονταπεντάρης Φώτης Γιαννέλης, συμπληρώνει: «Κείνες τις μέρες οι Γερμανοί είχαν αγριέψει πάρα πολύ και αλώνιζαν στον κάμπο και τα γύρω χωριά και τρομοκρατούσαν τον κοσμάκι. Απειλούσαν ότι ήταν έτοιμοι να κάψουν το Μύτικα και τα γύρω χωριά, αν δεν ελευθερώνονταν δύο Γερμανοί στρατιώτες που είχαν συλλάβει οι αντάρτες. Για την επίτευξη του στόχου τους έφεραν -για ενίσχυση- δυνάμεις Γερμανών και Ταγματασφαλιτών από τη Λευκάδα και την Κατούνα. Όλοι μαζί έκαναν περιπολίες παντού: στον κάμπο, στα βουνά, στα χωριά. Επί μία εβδομάδα βασίλευε η τρομοκρατία, τα βασανιστήρια, οι βιασμοί, οι απειλές… Μια μέρα, κοντά στο Λυμπέριο, μία ομάδα Γερμανών και ντόπιων συνεργατών τους συνέλαβαν εμένα και τον Κων/νο Σκαρογιάννη (Ντινάκια). Μας πήγαν στο Μύτικα, με σκοπό να μας ανακρίνουν. Ήθελαν να τους δώσουμε πληροφορίες για τους στρατιώτες που είχαν χάσει. Μας φοβέριζαν, μας χτυπούσαν… Την άλλη μέρα, αφού διαπίστωσαν πως δεν γνωρίζαμε τίποτα μας άφησαν ελεύθερους..»
ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΟΧΩΡΙ
Σύμφωνα με τις ιστορικές μνήμες του Γ. Ηλ. Σιδερά «…Οι Γερμανοί κάθισαν στο χωριό περίπου 10 ώρες, και αυτές μας φάνηκαν σαν να ήταν δύο αιώνες. Χρησιμοποίησαν το παλιό σχολείο (σημερινό ιατρείο) για στρατωνισμό της στρατιωτικής τους δύναμης (Διοικητήριο). Επίταξαν πολλά σπίτια, και όλες τις στέρνες του χωριού. Κατέσχεσαν ό,τι τρόφιμα υπήρχαν, ώστε να τραφούν οι στρατιώτες τους (το ίδιο είχαν κάνει και οι Ιταλοί το 1943), δολοφόνησαν την Ε. Ρούπα, τραυμάτισαν και τρομοκράτησαν άμαχο πληθυσμό… κ. ά.
Μετά από αυτή την παρέμβασή τους και την τρομοκράτηση των κατοίκων του Αρχοντοχωρίου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα πράγματά τους για αποχώρηση. Κατά το σούρουπο της Μεγάλης Δευτέρας, και λίγο πριν χτυπήσουν οι καμπάνες, οι Γερμανοί καβαλίκεψαν τα άλογά τους και άρχισαν να παρατάσσονται. Μαζί τους αποφάσισαν να πάρουν για ομήρους τους «υπόπτους» Επαμεινώνδα Μήτση, Νώντα Μουχάνη, Κώστα Δρακά και Βασίλη Λιάβα και πάρα πολλούς Αρχοντοχωρίτες (περίπου 30).
Και πριν αναχωρήσουν έβαλαν φωτιά στα σπίτια των «επικίνδυνων αριστερών»: Επαμεινώνδα Ιωάννη Μπανιά, Στάθη Ν. Λιοντάκη (Νίκου και Σπύρου Λιοντάκη ή Τσακνή), Στέλιου Τριάντη και Στάθη Αντώνη Λιάκα.
Στο φεύγα τους το ποδοβολητό των αλόγων αντηχούσε στις γύρω ράχες του χωριού και ενύσχυε το φόβο που είχε φωλιάσει στις ψυχές των κατοίκων. Κι όταν πέρασαν την παλιά στράτα τα΄Άη Προκόπη, κατηφόρησαν στο φαράγγι που οδηγούσε στην Κανδήλα και το Μύτικα».
Τα καμμένα…του Λιοντάκη και του Μπανιά…
Για τη χρονική αυτή στιγμή, ο Αναστάσιος (Τάσος) Κ. Πεταλιάς, θυμάται και ιστορεί: «Ούτε ο Δημήτριος Γ. Κρικκώνης ή «Αμερικάνος», ο πατέρας του Ελασίτη Γιώργου Κρικκώνη, που γνώριζε λίγα αγγλικά και Γερμανικά κατόρθωσε να πείσει τον διερμηνέα να αφήσει τον «άμαχο πληθυσμό» ήσυχο και τους ομήρους ελεύθερους. Και έτσι, την ώρα της αναχώρησης απλώθηκε παντού μία απόλυτη σιωπή. Ο φόβος φώλιασε στις ψυχές των κατοίκων. Όλοι ήταν φοβισμένοι και ανήσυχοι. Και πώς να ησυχάσουν όταν έβλεπαν να περνούν από τους δρόμους τα πανύψηλα άλογα και να αναστατώνουν το χωριό με το θόρυβο, που προξενούσαν τα πέταλα των αλόγων τους στα πέτρινα σοκάκια…. Καθώς απομακρύνονταν από το χωριό και κατηφόρισαν από τον Αϊ-Προκόπη πάνω στο πλακόστρωτο μονοπάτι για την Κανδήλα και το Μύτικα, ο φόβος όλο και μεγάλωνε. Οι γυναίκες και οι γριές σταυροκοπιούνταν συνεχώς, αφού η κακιά σκέψη για την τύχη των ομήρων διαπερνούσε το μυαλό και τις ψυχές τους.
Κείνο το σούρουπο, ο ήχος από το ποδοβολητό των αλόγων ήταν πιο διαπεραστικός και από τον ήχο των μυδραλίων,
κείνο το σούρουπο, ο πόνος των ανθρώπων ήταν σαν τον πόνο του Εσταυρωμένου,
κείνο το σούρουπο, οι εικόνες δημιουργούσαν σκέψεις μελαγχολικές για το μέλλον της αντίστασης και της ζωής…».
ΟΙ ΑΜΑΧΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΧΩΡΙΟΥ ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ
Ο φίλος και αναγνώστης του Blog «Μύτικα Πρες», Μανώλης Βαρδής, για τη χρονική αυτή στιγμή γράφει τα παρακάτω:
«… Οι Γερμανοί αυτοί μας είπαν ότι ένα γερμανικό τμήμα είχε πάει στη Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι) για συλλήψεις αντιστασιακών, συγχωριανών του καπετάν Φουρτούνα. Περιμέναμε να φτάσουν και τα άλλα τμήματα και γρήγορα φύγαμε για την Κανδήλα, και από εκεί για το χωριό Παναγούλα φέρνοντας μαζί μας και τους Γερμανούς ομήρους μας. Τους ομήρους αυτούς αντάλλαξε ο καπετάν Γιαννούλης αργότερα και ύστερα από συνεννόηση με τους Γερμανούς και τους κατοίκους της Ζάβιτσας, κάπου τριάντα που είχαν πιάσει οι Γερμανοί. Οι Γερμανοί πρώτοι έστειλαν αγγελιαφόρο για την ανταλλαγή»
Η μαρτυρία του Γιάννη Κατωπόδη ή Κοττά από την Καρυά, για το ίδιο ιστορικό γεγονός μας αφηγείται πως «ο καπετάν Γιαννούλης έστειλε αγγελιαφόρο στους Γερμανούς και τους ζήτησε να απελευθερώσουν τους κατοίκους της Ζάβιτσας με αντάλλαγμα να απελευθερώσει και αυτός τους Γερμανούς, πράγμα το οποίον έγινε».* (Πηγή: H Eθνική Αντίσταση στη Λευκάδα – Ιταλική και Γερμανική Κατοχή, του Ζώη Τ. Κουτσαύτη, Έκδοση Π.Ε.Α.Ε.Α. Λευκάδας, Αθήνα 1991, σσ. 277-278).
Ανεξάρτητα από το ποιος πήρε την πρωτοβουλία, η ανταλλαγή του πληθυσμού έγινε μόνο για τους 30 περίπου αμάχους-ομήρους και όχι για τους 4 αιχμαλώτους-ομήρους: Επαμεινώνδα Σωκρ. Μήτση, Επαμεινώνδα Μουχάνη, Κώστα Δρακά, Βασίλη Παντ. Λιάβα, και τούτο γιατί οι Γερμανοί είχαν μία υπόνοια πως κάποιος από τους δύο ομήρους, που έφεραν το όνομα Επαμεινώνδας, ήταν ο καταζητούμενος Επαμεινώνδας Ι. Μπανιάς (ο στρατιωτικός, καπετάν Πελεκούδας). Έτσι, οι όμηροι αυτοί οδηγήθηκαν (…) στις φυλακές Αγρινίου ή στην Κεντρική Διοίκηση Αγρινίου.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ
Το σημαντικό αυτό ιστορικό γεγονός μας το άφησε -ως ιστορική παρακαταθήκη- ο Επαμεινώνδας (Νώντας) Σωκρ. Μήτσης:
«…Ήταν Μεγάλη Δευτέρα, 10 του Απρίλη του 1944. Κείνες οι μέρες έμειναν χαραγμένες στη μνήμη μου για πολλά χρόνια. Οι Γερμανοί μπήκαν στο χωριό με άγριες διαθέσεις. Τρομοκρατούσαν, δολοφονούσαν και απειλούσαν…Μέσα σε λίγες ώρες μας συγκέντρωσαν στο κέντρο του χωριού και με τη σκανδάλη στον κρόταφο μας απειλούσαν… Τελικά, αφού δεν μπόρεσαν να πετύχουν τους στόχους τους αναχώρησαν για το Μύτικα. Μαζί τους πήραν για ομήρους πολλούς αμάχους και τέσσερις κατοίκους ως αιχμαλώτους πολέμου. Οι Αρχοντοχωρίτες αιχμάλωτοι ήταν ο Επαμεινώνδας Μουχάνης, ο Βασίλης Λιάβας, ο Κώστας Δρακάς και εγώ. Τους ομήρους του ελευθέρωσαν στο Μύτικα μετά από παρέμβαση του ΕΛΑΣ. Έκαναν μία ανταλλαγή με κάτι Γερμανούς συλληφθέντες στρατιώτες. Εμάς τους τέσσερις δεν μας ελευθέρωσαν. Οι Γερμανοί μας πήγαν στο στρατόπεδο τους στην Κανδήλα. Εκεί μας βασάνισαν για κάμποσες ώρες. Προσπάθησαν να μας αποσπάσουν καταθέσεις για πράγματα που δεν γνωρίζαμε. Μας ρωτούσαν για τη δράση των καπεταναίων του χωριού, αλλά και της περιοχής. Η άρνηση να συναινέσουμε σε αυτή τη λογική είχε ως αποτέλεσμα να μας στείλουν, τη Μεγάλη Τρίτη (11 Απριλίου 1944), στις φυλακές Αγρινίου, εκεί όπου ήταν και το αρχηγείο των Γερμανών.
Μόλις φθάσαμε στις φυλακές του Αγρινίου μας τοποθέτησαν στον δεύτερο όροφο των φυλακών μαζί με άλλους 500 περίπου κρατούμενους-πατριώτες (οι αποθήκες καπνού των αδερφών Παπαπέτρου, του Παναγόπουλου και του Ηλιού χρησιμοποιήθηκαν τότε σαν στρατόπεδο συγκέντρωσης). Ανάμεσα στους κρατούμενους ήταν πολλά στελέχη του ΕΑΜ της Αιτ/νίας και μεταξύ αυτών και 9 κρατούμενοι αντιστασιακοί από την Κατούνα Ξηρομέρου (Καρέλος Θεόδωρος, Σαμαντάς Χρήστος, Ταμπάκης Κων/νος, Τσικόνης Γεράσιμος, Παπακωσταντής Χρήστος, Βλάχος Αλέκος, Μπλίτσας Κων/νος, Κοκορόμπας Γιώργος, Τσιτσώνης Σταμούλης).
Τακτοποιηθήκαμε και περιμέναμε, μοιραία, τη μέρα της εκτέλεσης μας!!! γιατί γνωρίζαμε πως οι γερμανικές στρατιωτικές αρχές έστελναν -πάντα- τους κρατουμένους στο εκτελεστικό απόσπασμα, δίχως δίκη, απλώς και μόνο ως αντίποινα.
Ευτυχώς, για μας η εξέλιξη των πραγμάτων πήρε άλλη πορεία. Την ημέρα που οι Γερμανοί μας έστειλαν στο Αγρίνιο (Μεγάλη Τρίτη) μας ακολούθησε και η γριά Μ’χάναινα, η μάνα του συγκρατούμενού μας, Νώντα Μουχάνη! Μαζί της είχε πάρει και τον Σταύρο Δρακά, το μεγαλύτερο γιο του άλλου συγκρατούμενού μας, Κώστα Δρακά (μαρτυρία και του Ευαγγέλου Κ. Δρακά). Και οι δυο τους μας ακολούθησαν μέχρι τις φυλακές Παπαπέτρου.
Την άλλη μέρα, Μεγάλη Τετάρτη (12 Απριλίου 1944), προσπάθησαν να μας ελευθερώσουν, αλλά μάταια. Οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να εκτελέσουν για παραδειγματισμό 120 πατριώτες, ως αντίποινα της δολιοφθοράς του τρένου και των θανάτων των Γερμανών στρατιωτών, και δεν ήθελαν να κουβεντιάσουν ή να διαπραγματευτούν για τίποτα και με κανένα.
Εκείνες τις ημέρες, Μεγάλη Τετάρτη (12 Απρίλη) και Μεγάλη Πέμπτη (13 Απριλίου 1944), που είχε ήδη αποφασιστεί η εκτέλεση κάποιων κρατουμένων, η φρουρά των φυλακών της περιοχής Αγίας Τριάδος Αγρινίου, ενισχύθηκε και με στρατιώτες των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και με άτομα της εθνικής μειοδοσίας, των λεγόμενων «Ταγμάτων Ασφαλείας».
Η παρουσία των ταγματασφαλιτών γύρω από τις φυλακές είχε ως συνέπεια «να ξεδιπλώσουν τις «πονηρές Αρχοντοχωρίτικες ικανότητές τους» η γριά Μ΄χάναινα και ο Σταύρος Δρακάς. Κατέστρωσαν γρήγορα το σχέδιό τους: Πλησίασαν ένα ταγματασφαλίτη φύλακα και μέσω της μεθόδου της δωροδοκίας πήραν χρήσιμες πληροφορίες για τον διοικητή και τον διερμηνέα του Γερμανικού στρατοπέδου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βαγγέλη Κώστα Δρακά, ο αδερφός του Σταύρος «έδωσε αμοιβή στον ταγματασφαλίτη φρουρό των φυλακών το ποσό των 15.000.000 δραχμών -«Ράλλικα, χρήματα- που είχε συγκεντρώσει από την πώληση 15 ζώων-προβάτων». Οι πληροφορίας που πήραν από το φύλακα αποδείχθηκαν χρήσιμες και αναγκαίες για να καταστρώσει-μηχανευτεί, η γριά Μ’χάναινα, το σχέδιό της!»
Και ο εν ζωή (2015) Στάικος Απ. Δρακάς συμπληρώνει: «Οι Αρχοντοχωρίτες κρατούμενοι, τελικά, αποφύγανε την εκτέλεση που δρομολογούνταν για τη Μεγάλη Παρασκευή του Απρίλη του 1944!»
«Η γριά «μάγισσα» του χωριού πήρε την πολύτιμη πληροφορία που έλεγε πως «ο μονάκριβος γιος του διοικητή (ή του διερμηνέα) ήταν άρρωστος από μαγουλάδες, και πως κανένας γιατρός δεν μπορούσε να τον κάνει καλά». Τότε η γριά «μάγισσα» σκέφτηκε τα «μαγικά βότανά της»! Οπλισμένη με το απαραίτητο θάρρος οργάνωσε ένα σχέδιο που μόνο ο πολυμήχανος Οδυσσέας, θα μπορούσε να σκεφτεί και να ενεργήσει παρόμοια! Πήρε τον δωροδοκηθέντα ταγματασφαλίτη μαζί της και δρόμο – δρόμο πήγε στο διοικητή/διερμηνέα των φυλακών Αγρινίου. Μόλις τον συνάντησε του εξήγησε πως έχει τον τρόπο να κάνει το παιδί του καλά»! Πως γνωρίζει να κατασκευάζει ειδικά θεραπευτικά φάρμακα και πως η δραστικότητά των βοτάνων της θα ήταν πολύ αποτελεσματική και γρήγορη.. κ. ά. Ο διοικητής, καθώς ήταν βαθιά προβληματισμένος με υγεία του παιδιού του, (…) δέχτηκε την πρόκληση-πρόταση της γριάς Μ(ου)χάναινας και την πήρε και την οδήγησε στο δωμάτιο του μικρού παιδιού του. Η γριά Μ’χάναινα αφού έδωσε τα απαραίτητα γιατροσόφια της στο άρρωστο παιδί περίμενε σκεπτική και υπομονετική έως ότου επιδράσουν τα βότανα στο άρρωστο παιδάκι.
Και -ως εκ θαύματος- την Μεγάλη Πέμπτη, ο γιος του διοικητή/διερμηνέα του στρατοπέδου των Γερμανών άρχισε να νιώθει καλύτερα…Τα «μαγικά βότανα» της «γριάς μάγισσας» του Αρχοντοχωρίου «έπιασαν», ο αυξημένος πυρετός του μικρού παιδιού υποχώρησε, και η υγεία του άρχισε γρήγορα να βελτιώνεται!
Μόλις ο διοικητής/διερμηνέας πληροφορήθηκε την εξέλιξη της υγείας του βαριά άρρωστου παιδιού του κάλεσε τη γριά Μ(ου)’χάναινα στο αρχηγείο του στρατοπέδου για να την ευχαριστήσει. Έτσι κι έγινε. Με που την αντίκρισε την ευχαρίστησε εγκαρδίως και της είπε ότι μπορεί να ικανοποιήσει όποια επιθυμία ήθελε. Ο «θηλυκός Οδυσσέας» της Ζάβιτσας, η «γριά μάγισσα», όπως την αποκαλούσαν στο χωριό, άδραξε την ευκαιρία και του ζήτησε -ως δώρο- την απελευθέρωσή των συγχωριανών της ομήρων Κώστα Δρακά, Βασίλη Λιάβα, Νώντα Μουχάνη και Νώντα Μήτση. Ο Γερμανός Διοικητής/διερμηνέας κράτησε το λόγο του και τους έδωσε χάρη! Οι κρατούμενοι ελευθερώθηκαν στις 13 Απριλίου, την Μεγάλη Πέμπτη, χάρη στη θαρραλέα και σωτήρια παρέμβαση της θεια-Μ’χάναινας.
Μετά την ελευθέρωσή τους καβαλίκεψαν τ’ άλογα, που είχε μαζί του ο Σταύρος Κ. Δράκας, και επέστρεψαν όλοι μαζί θριαμβευτικά στο χωριό….».
Την επομένη μέρα, στις 14 Απριλίου 1944, έγινε η εκτέλεση των 120 κρατουμένων στην Αγία Τριάδα του Αγρινίου. Μεταξύ των εκτελεσθέντων ήταν και εννιά (9) Κρατούντες αντιστασιακοί. *1 (Πηγή:*1. Εφημερίδα «Η Κατούνα», επιμέλεια Β. Κουτιβής.)
(Απόσπασμα από την εργασία «ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΟΧΩΡΙ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1940-1950» ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΣΤΑΘΗ ΑΝΤ. ΛΙΑΚΑ – ΚΑΠΕΤΑΝ ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ)
(Συνεχίζεται)