Πριν από λίγο σε παραλία του τόπου μας…
Πριν από λίγο… Είχα περπατήσει νωρίτερα. Μούσκεμα στον ιδρώτα και ήταν η πρώτη φορά φέτος που αποφάσισα τόσο αργά -γύρω στις 9:30 το βράδυ- να κάνω μια βουτιά στη θάλασσα για να δροσιστώ.
Κατέφυγα στο σημείο που κάνω και τα πρωινά μπάνιο, όποτε τυχαίνει να πάω. Δεν θα το ονοματίσω για ευνόητους λόγους. Αμ δε! Κρατούσες τη μύτη σου από τη βρώμα! Κάποιος εξυπνάκιας που ενδεχόμενα να ζει και από τον τουρισμό είχε αμολήσει τα βοθρολύματά του στη θάλασσα. Ρυάκι ολόκληρο.
Ρώτησα ένα κύριο που καθόταν ακόμη αυτή την ώρα στην παραλία και σε κοντινή απόσταση: «Καλά δεν σας μυρίζει τίποτα!» Η απάντησή του ήταν: «Μου μυρίζει βρε φίλε, και τι θέλεις να κάνω; Που να πάω;»
Προσωπικά κατέφυγα σε μια διπλανή παραλία καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα. Τι τα θες όμως. Παρότι η θάλασσα ήταν ζεστή και μόνο με τη σκέψη δεν το ευχαριστήθηκα το μπάνιο… Όχι καταγγελία δεν έκανα. Δεν ήταν μόνο το περασμένο της ώρας αλλά και γιατί ξέρω: «Πιάσ΄ το αβγό και κούρευ΄ το»!
Το να τολμάς να λες αβίαστα όπου βρεθείς τη γνώμη σου για τα όποια κακώς κείμενα που συναντάς στο διάβα σου, αποτελεί σεβασμό στον εαυτό σου και σαφώς στην ίδια την κοινωνία.
Μας έχει κυριολεκτικά «φάει» και καταπιεί σχεδόν αμάσητους το «θηρίο» της αδιαφορίας και του ωχαδερφισμού. ΑΝ εσύ ο ίδιος αδιαφορήσεις για την όποια δολερή εγκληματική ενέργεια, θα’ρτ’η μέρα που θα την «λουστείς» και μάλιστα πλουσιοπάροχα και τις περσότερες φορές σ’ανύποπτο χρόνο.
Διαβάζοντας λοιπόν το άρθρο για τις «απρόσμενες;» μυρωδιές που «γεύτηκε» ο αγαπητός αρθρογράφος σε «κάποια» παραλία του τόπου μας, μου’ρθε αίφνης στο νου, η μεγάλη έκπληξη που’νοιωσα φέτος, όταν ήρθα βαϊσμένος και φορτισμένος απ’τα βάσανα της καθημερινότητας στη πολύβουη Αθήνα να κάνω δέκα μπάνια με την οικογένειά μου.
Η κοντινότερη παραλία του χωριού μου στην οποία μεγάλωσα και κρύβει μαγικά στη χρυσόσκονη του χρόνου το ταπεινό κι ασήμαντος διάβα μου τα «Καμίνια», αντί για την μαγική ατμόσφαιρα της απλότητας και του καθαρού ιωδίου που ήξερα κι εγώ (όπως όλοι οι συγχωριανοί μου), μύριζαν (και συνεχίζουν να μυρίζουν βοθρολύματα των επιτήδειων που αρέσκονται να αδειάσουν την «ανάγκη» τους στο φυσικό περιβάλλον, αντί να καλέσουν τον «αχόρταγο» με το κατάλληλο βυτίο συλλογής λυμάτων για να ξέρω μισούν το σπίτι την επιχείρηση τους. Ο «αχόρταγος» βέβαια κοστίζει. Ίσως ακόμη και το κόστος για ένα τηλεφώνημα στο βοθρατζίδικο είναι σημαντικότερο από την ευχαρίστηση του κάθε ντόπιου η «εισερχόμενου» λουόμενου.
Κι έτσι; το χάλι συνεχίζεται, η αδιαφορία όλων και το δε βαριέσαι μας πατάει στο λαιμό κυριολεκτικά και το …αύριο,με αύριο, ΟΧΙ δεν μοιάζει.
Θέλησα, με τη μικρή αυτή παρέμβασή κι εκ του βήματος που (ευτυχώς) μας δίδουν τα Μέσα Επικοινωνίας, αφενός να ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΩ κι αφετέρου να υπενθυμίσω στον αγαπητό αρθρογράφο, που στάθηκε αιτία γι’αυτη μου τη παρέμβασή να μην ΦΟΩΑΤΑΙ (κι όχι μόνο αυτός), να ονοματίζει ευθέως τα οποία κακώς κείμενα, που βλάπτουν τον προορισμό του Ανθρώπου σ’αυτή την εφήμερη ζωή και να αποδεικνύει έτσι πως σέβεται τον ίδιο του τον εαυτό, τα παιδιά του και το αύριο του τόπου που μόνο μέσα από το σεβασμό στο περιβάλλον και στις ανθρώπινες αξίες μπορεί να φανεί, αλλιώς; ΖΗΤΩ ΠΟΥ ΚΑΗΚΑΜΕ.
Ι. ΔΡΟΣΑΛΗΣ