Με το λεωφορείο του Γατσούλη στη Χώρα!
(Aπ’ το υπό έκδοση βιβλίο μου με τίτλο «ΟΙ ΕΧΕΤΛΟΙ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΑΣ», στο οποίο περιλαμβάνονται ιστορίες της παλιάς νοσταλγικής Λευκάδας)
Ήταν, την δεκαετία του 1960, διευθυντής στο εργοστάσιο του Παπαστράτου στη Δράμα! Μεγάλη θέση για τα δεδομένα του χωριού και της εποχής! Όλοι στη μικρή μας κοινωνία συζητούσαν για τον Γιάννη τον Σάντα, απ’ την συνοικία Κοντράτα των Σφακιωτών, που έφτασε τόσο ψηλά! «Μωρέ, ο Ντέρης, έλεγαν για τον πατέρα του Γιάννη, μ’ ένα σφυρί και μ’ ένα καλέμι λιθάρια για τα λιτροβιά έφτιαχνε και κατόρθωσε και σπούδασε παιδί! Τόσο τρανός έγινε, φαντάσου, που διοικεί ολόκληρο εργοστάσιο του Παπαστράτου!».
Άγάπαγε το Πινακοχώρι, τη γενέτειρά του, πάρα πολύ ο Γιάννης ο Σάντας. Μαζί με τον πρώτο του ξάδερφο, τον Αλέκο τον Σάντα, γιο του παπά Σωτήρη Σάντα, και αυτός σπουδαίος για την εποχή του, ήταν καθηγητής θεολόγος και φιλόλογος, μα και Διευθυντής στην Γεωργική Σχολή «Ανδρέας Συγγρός» στο Μαρούσι, είχαν εξοπλίσει με δωρεά, θυμάμαι, το σχολείο του χωριού με χάρτες γεωφυσικούς και ιστορικούς, το Δημοτικό σχολείο του Πινακοχωρίου, που το 1936 το είχε κτίσει αυτή η οικογένεια των Σανταίων απ’ τα Κοντράτα, γιατί ήταν φοβεροί μαστόροι της πέτρας στην εποχή τους! Οι χάρτες των Σανταίων απλωμένοι όλοι στους τοίχους του σχολειού να μας ταξιδεύουν στο άπειρο… Οι μάχες του Ναρσή και του Βελισάριου, των στρατηγών του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, των πέντε θαλασσών και των πέντε ηπείρων! Η εκστρατεία και οι μάχες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στον Γρανικό, στην Ισσό, στα Γαυγάμηλα, στα Άρβηλα! Οι περιοδείες του Αποστόλου Παύλου! Ο χρόνος με τους δώδεκα μήνες του! Τα ζώα της Αφρικής! Τα γιγάντια θαλάσσια κήτη! Το κακαόδεντρο και οι μπανανιές! Θυμάμαι πως εκεί στο δημοτικό σχολείο στο Πινακοχώρι, για πρώτη φορά είχα δοκιμάσει μπανάνα, όταν είχαμε το μάθημα για τα τροπικά δένδρα! Ο δάσκαλος ο Χριστόδουλος ο Χαλικιάς είχε φέρει δυο μπανάνες μαζί του και μας έδωσε με το μαχαίρι ένα κομματάκι του καθενός για να γνωρίσομε τη γεύση της! Θαυμάσια μνήμη και γεύση!
Όλοι αυτοί οι αλησμόνητοι και σήμερα στη μνήμη και στα μάτια μου χάρτες ήταν κρεμασμένοι στον τοίχο του σχολειού, να μας ταξιδεύουν στη σφαίρα της φαντασίας! Μα, και μια βιβλιοθήκη δώρισαν οι δυο Σανταίοι γεμάτη όργανα, για τα πειράματα σε φυσική και χημεία! Ο δίσκος με τα χρώματα της Ίριδας, τα συγκοινωνούντα δοχεία, το πείραμα του Τοριτσέλι! Και μια μεγάλη μπάλα ποδοσφαίρου, από εκείνες με τον λαιμό και την σχισμή, που δέναμε με σπάγγο στην κορυφή! Ήταν η μεγάλη μας αδυναμία και η διαρκής παράκλησή μας στον δάσκαλο, να μας τη δίνει στα διαλείμματα να παίξουμε στο προαύλιο, όπου μας έβαζε πάντα τον όρο πως, αν σπάγαμε καμιά λάστρα απ’ τα παραθύρια του σχολειού, θα μας την έκοβε μια για πάντα… Και δυστυχώς η λάστρα έσπασε και η μπάλα κλειδώθηκε στο υπόγειο, εκεί στο υπόγειο που μας απειλούσε ο δάσκαλος πως θα μας έκλεινε όταν πηγαίναμε αδιάβαστοι… Αλλά η ευρεσιτεχνία μας και η δίψα για ποδόσφαιρο μας οδηγούσε να φτιάχνομε μπάλες και με χόρτα ή άχυρα μέσα σε γυναικείες κάλτσες! Αρκεί να κλωτσούσαμε… Χαλάγαμε τα παπούτσια και φώναζαν το βράδυ οι γονείς μας πως δεν τα σπαρανιάρομε, (τα προσέχομε), γιατί δεν είχαν λεφτά να μας πάρουν άλλα, παρά μόνο γιορτιάτικα για τα Χριστούγεννα!
Ιδιαίτερη αγάπη είχε ο Γιάννης ο Σάντας για τη μονάκριβη αδερφή του τη Σταυρούλα, τη Σάνταινα, όπως τη γνωρίζαμε μικροί και μεγάλοι, με τον μτζίτικο φούρνο, που έψενε το ψωμί του όλο το χωριό! Ήταν μητέρα της μητέρας μου, βαβά μου, η Σάνταινα, γι΄ αυτό και έχω βιωματική άποψη για όλα τούτα που γράφω! Τι μνήμες! Ειδικότερα τα βραδινά του Μάη, όταν έφερνε ο ψαράς ο Φίλας ο Λάζαρης (Καρνάβαλος) τελάρα ολόκληρα με παλαμίδες, και αγόραζε σχεδόν ολόκληρο το χωριό και τα ψήνανε με πατάτες στα ταψιά στο φούρνο της Σάνταινας, να μοσκοβολάει η γειτονιά και οι γυναίκες απέξω απ’ τον φούρνο στο πεζούλι να περιμένουν μέχρι να ψηθούν και να κουβεντιάζουν τα πάντα! Σκηνές βγαλμένες απ’ την φαντασία και το όνειρο κάποιων άλλων εποχών που πέρασαν ανεπιστρεπτί, μα άφησαν ανεξίτηλα σημάδια…
Έφτιαχνε, μάλιστα, η βαβά μου η Σάνταινα, κάτι ψημμένα κυδώνια στη θράκα του φούρνου, που ήταν «λουκούμι»! Ήταν καλή πρόσχαρη γυναίκα, αρκετά δοτική και περιποιητική στα εγγόνια της, που είχε δεκατέσσερα εγγόνια και σε μένα φυσικά. Το σπίτι της ήταν ακριβώς δίπλα στην αυλή του σχολείου και στο μεγάλο μας το διάλειμμα κατέβαινα από κάτω και μου είχε ψημένο κυδώνι τον Οχτώβρη μήνα, ή τις άλλες εποχές έφτιαχνε λαδοκούλουρα ή φλαούνα με τυρί στο φούρνο της και μου έδινε…. Είχε έναν μεγάλο φούρνο «Μτζίτικο» και έψηνε το ψωμί του όλο το χωριό. Μάλιστα στο φούρνο της δεν έριχνε τα ξύλα να καούν στο δάπεδό του, αλλά είχε ένα διάδρομο από κάτω που έκαιγαν τα ξύλα και πύρωναν τις πυράντοχες πλάκες του φούρνου, όπου τοποθετούσαν το ζυμάρι για να γίνει ψωμί, στο μέσον δε του δαπέδου του φούρνου ήταν μια τρύπα, σήμερα την υπολογίζω να είχε τριάντα πόντους διάμετρο, που την έλεγαν «Γκελεχάνι», μάλλον τούρκικη λέξη, για να περνά και από εκεί η φλόγα να διαχέεται και να θερμαίνεται καλύτερα το δάπεδο του φούρνου! Η πληρωμή της σαν φουρνάρισσα ήταν ένα καρβέλι , το ξάϊ, από κάθε φουρνιά που έκαναν οι γυναίκες του χωριού! Όσες φορές, λοιπόν, έρχονταν με άδεια απ’ την Δράμα ο Βασίλης Γεωργάκης (Σεληνάκης), που ήταν εκεί φαντάρος, όταν επέστρεφε πάντα έστελνε τα λαδοκούλουρά της και ένα δυο μασούρια σαλάμι η Σάνταινα στον αδερφό της το Γιάννη, που έκανε χρόνια να τον δει τόσο μακριά που βρίσκονταν στη Μακεδονία… Άκλερίτης και με σεβαστή περιουσία αυτός, σαν έφυγε απ’ την ζωή, δεν ξέχασε την αδερφή του την Σταυρούλα τη Σάνταινα. Στην διαθήκη του της άφησε ένα σεβαστό, για την εποχή, ποσό….
-Πάρε, μαρή Ξένη και συ, πόχεις τόσα παιδιά, ετούτες τσ’ δεκαρούλες, από κειές που μ’ άφκε ο μακάριος ο αδερφός μου ο Γιάννης, ν’αγοράσεις απ’ τ’ Χώρα, σκ(ου)τιά και παπούτσια, για νάχουνε τα βλογημένα μ’ στο σχολειό που θα πάνε… Και με μια μητρική κίνηση η Σάνταινα και άπειρη αγάπη, έβαλε μέσα στην τσέπη απ’ το κότολο της μάνας μου ένα χιλιάρικο! Ποσό τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής. Τότε όλοι στο χωριό ζούσαμε μόνο με το λάδι, αφού δεν υπήρχε μεροκάματο… Πουλούσαν οι πατεράδες μας, μια μπούγλα ή ένα μπετόνι λάδι στον Κορατζάνη, (Βλάχος), ή στον Πομπιεμένο (Γλένης) και με τα δυο τρία κατοστάρικα περνούσαμε ολόκληρο το μήνα… Το ίδιο για να μας αγοράσουν παπούτσια και ρούχα τα Χριστούγεννα και το Πάσχα!
-Τη Δευτέρα θα πάμε στ’ Χώρα να σας αγοράσω τίποτα να φορέστε με τα λεφτά που μόδωκε η βαβά σου η Σταυρούλα, και να πάρουμε και τίποτα φαγώσιμο για να περάσουμε καμιά δεκαπενταριά μέρες, μου είπε η μάνα μου… Ξημέρωσε η Δευτέρα… Με δυο σακούλια ολοκαίνουργια στο χέρι η μάνα μου, για να βάλει μέσα τα ψώνια, και με τον… θρίαμβο εγώ ζωγραφισμένο στα μάτια πετούσα στα σύννεφα… Στη Χώρα…. Το μεγάλο μας απωθημένο σαν παιδιά να πάμε στη Χώρα να δούμε έναν άλλο κόσμο, αλλά και να μπούμε και στο λεωφορείο του Γατσούλη, που το βλέπαμε και κάναμε όνειρα πόσο μακριά μπορεί να μας ταξιδέψει… Ήταν το πρώτο λεωφορείο που ήρθε στη Λευκάδα! Το είχαν φέρει τα δυο αδέρφια Τάσος και Θοδωρής Γρηγόρης ή Γατσούλης απ’ το Σπανοχώρι και όλα τα παιδιά στο χωριό το βλέπαμε σαν «τοτέμ»! Ονειρευόμαστε πότε θα μπούμε μέσα να μας πάει στη Χώρα! Η μεγαλύτερή μας ευχαρίστηση η Χώρα… Κόσμος… Τόσος κόσμος… Μαγαζιά… Όλα τα καλούδια…
Και να που το παιδικό όνειρο έγινε πραγματικότητα για μένα… Στο λεωφορείο του Γατσούλη για την Χώρα! Οι ελιές στις στροφές στην Οδήτρια τρέχουν… Γατί τρέχουν οι ελιές μάνα, μας κυνηγάνε; Δεν τρέχουν οι ελιές παιδί μου… Το λεωφορείο τρέχει… Το παλιό ΚΤΕΛ ήταν δίπλα απ’ το περιβόλι του γιατρού, ακριβώς στην είσοδο της Χώρας! Ένας ήταν ο Γιατρός στην Λευκάδα, για τον οποίο έσταζε μέλι το στόμα όλων! Ο Γιατρός ο Ξενοφώντας ο Γρηγόρης! Ήταν μεγάλος ο χώρος του ΚΤΕΛ μέσα στον οποίο ήταν τα γραφεία του, όπου προϊστάμενος ήταν ο Τάκης ο Γεωργάκης ή Τράμπας απ’ το χωριό μας, ξάδερφος της μάνας μου, οπότε έπρεπε να πάμε να τον χαιρετήσομε… Στην άλλη γωνία απέναντι απ’ τα γραφεία ήταν το καφενείο του Σταύρακα, της γνωστής φίρμας που σήμερα έχει το ζαχαροπλαστείο στη Λευκάδα, όπου γκαρσόν ήταν ο Γιώργος ο Χαλικιάς απ’ το Σπανοχώρι, (Σαπούνιας), ο οποίος έχει φύγει πια απ’ τη ζωή…
Στα σκαλιά του λεωφορείου, πριν καλά καλά κατεβούμε, να ο Ζακχαίος με το γυάλινο ντουλάπι κρεμασμένο στο στήθος και μέσα τα ζαχαροκούλουρα, μια γραφική φιγούρα για πάρα πολλά χρόνια στο παζάρι της Λευκάδος… Η πρώτη παράκληση στην μάνα μου και το πρώτο λάφυρο… Το πρώτο γλυκό βήμα στον απίθανο κόσμο της Χώρας… Εκείνα τα υπέροχα ζαχαροκούλουρα, που δεν χορταίναμε! Απέναντι ακριβώς απ’ το ΚΤΕΛ ήταν το μαγαζάκι του μπάρμπα Νιόνιου του Ρήγα με τις παχές μουστάκες! Λάζαρης το επίθετό του, απ’ τα Λαζαράτα, μα η μάνα του, μικρό, τον «βάφτισε Ρήγα», απ’ την μεγάλη αγάπη της τον φώναζε «ο Ρήγας μου», ο βασιλιάς μου, και τούμεινε του μπάρμπα Νιόνιου, αλλά και τον παιδιών του… Και τώρα το μαγαζί το είχε ο Σωκράτης του Ρήγα. Έξω δυο παγκάδες ξύλινες και πάνω κάτι πανύψηλες μπουκάλες γυάλινες γεμάτες καραμέλες!!! Τεράστια πρόκληση στον παιδικό μου ουρανίσκο… Καραμέλες! Του λουκουμιού, του λεμονιού, της μέντας… του ονείρου… Ένας άλλος κόσμος θαυμάσιος στα παιδικά μου μάτια!
-Άστες τις καραμέλες τώρα, προστάζει η μάνα μου, θα πάρουμε φεύγοντας για το χωριό, για να πάμε και στ’ αδέρφια σου, ξέρεις πως περιμένουνε, δεν θα προλάβουμε να κατέβουμε απ’ το λεωφορείο θα μας κυκλώσουν και θα ψάχνουν τα σακούλια… Θα φας γλυκό… Θα σε κεράσει ο μπάρμπας σου ο Γιάννης ο Μπόρσας, άντρας της πρώτης ξαδέρφης της μάνας μου της Ευρύκλειας Σάντα, μετά έφυγαν οικογενειακά στην Αμερική, είχε ραφείο στην Αγία Παρασκευή, δίπλα απ’ το ζαχαροπλαστείο του μπάρμπα Αντρέα!!! Εκεί, στο ζαχαροπλαστείο του μπάρμπα Αντρέα ήταν ο θρίαμβος της Ποικιλίας!!! Όσοι την έχουν γευτεί γνωρίζουν καλά… Συμβιβάστηκα με την προτροπή της μάνας μου για τις καραμέλες… Αλλά με τον όρο πως, μαζί με τις καραμέλες θα παίρναμε και μισή φρατζόλα άσπρο ψωμί απ’ τον φούρνο του Περσίδη, ήταν εκεί που σήμερα είναι το Αρχονταρίκι, δίπλα στον Άγιο Μηνά… Η φρατζόλα… Στοίχειωνε τα παιδικά μας όνειρα και τις επιθυμίες. Καλά καλά ούτε καραμέλες δεν θέλαμε… Αλλά για την άσπρη φρατζόλα δίναμε μάχη… Εκλιπαρούσαμε κάθε φορά τον πατέρα μου, ή τον παπούλη μου, όταν κατέβαιναν στη Χώρα… «Λίγη φρατζόλα άσπρη θέλουμε…» Και την προσφαγίζαμε και την πιθώναμε σε απίθανα μέρη για να διαρκέσει η απόλαυση…
Mα ίδια με την επίσκεψη στη Χώρα με γοήτευε και η ιδέα πως θα έβλεπα τη θάλασσα από κοντά! Μεγάλη ερωμένη μου η θάλασσα από παιδάκι! Την έβλεπα από τόσο μακριά απ’ το χωριό μου, το Πινακοχώρι, να απλώνεται μέχρι τον Κάλαμο και στον κόρφο της Ζαβέρδας! Την έβλεπα και ονειρευόμουν τα ταξίδια της και τον μυθικό Οδυσσέα που τόσο την κούρσεψε. Και τα βράδια έβλεπα τα γρι – γρι της Λυγιάς με τις βάρκες και τις λάμπες να ψαρεύουν και το παιδικό μου μυαλό ταξίδευε και ταξίδευε… Την έβλεπα, όμως τη θάλασσα και από πιο κοντά, απ’ την περιοχή της Μαντόνας, το βουνό πάνω απ’ την Κατούνα, όταν πήγαινα στα κτήματά μας! Μάλιστα χρησιμοπούσαμε τις βενζίνες που έκαναν τη συγκοινωνία Λευκάδα – Μεγανήσι και Λευκάδα – Μύτικας για ρολόϊ, αφού καταλαβαίναμε με τους γονείς μου πως ήταν περίπου τρεις η ώρα το απόγευμα, όταν και έπρεπε να ετοιμαζόμαστε σιγά – σιγά για την επιστροφή στο χωριό! Και πόσες φορές δεν είδα από εκεί απ΄την Μαντόνα τον περίφημο ΓΛΑΡΟ, που πήγαινε στην Αθήνα τους Λευκαδίτες και το μυαλό μου θέριευε και φαντάζονταν ένα ταξίδι μαγευτικό με τον ΓΛΑΡΟ! Και να που ήρθε η ώρα να τον δώ και από κοντά! Με πήγε επί τούτου στην παραλία με το ποδήλατό του ο μπάρμπας μου ο Γιάννης ο Μπόρσας! Μάτια παιδικά ολάνοιχτα γεμάτα θαυμασμό και απορία για ένα πλοίο που τόσο θρυλοποιήθηκε στο νησί μας!
Δίπλα ακριβώς απ’ το μαγαζάκι του Ρήγα με τις καραμέλες, στο οικόπεδο, άκτιστο τότε, εκεί που είναι σήμερα το τρίγωνο της οδού Γαζή και Γρηγόρη, ένα τεράστιο στρογγυλό ξύλινο κατασκεύασμα, σαν μεγάλη κάδη, εκείνη που πατούσαμε τα σταφύλια μέσα… Και θόρυβος… Μεγάλος θόρυβος… Τι είναι τούτο πάλι… Ο γύρος του θανάτου, διαβάζω σ’ ένα κιόσκι που έκοβαν εισιτήρια για το θέαμα.. «Μάνα θέλω να δω…» Άστα αυτά είναι για τους μεγάλους… «Μα, θέλω να δω τι κάνουνε εκεί μέσα…» Η παιδική επιμονή νίκησε πάλι… Ανέβηκα την ξύλινη σκάλα… Εκείνη την ώρα ο μοτοσυκλετιστής είχε ανέβει σχεδόν στην κορφή… Τρόμαξα σαν τον είδα… Μα μου άρεσε το θέαμα… Πως στέκει αυτός ο άνθρωπος πάνω στην μηχανή και γυρνάει τρέχοντας γυρτός, ρε μάνα; Δε ξέρω παιδί μου πως στέκει στον αέρα… Τι να σου πω… Aμα θα πας στο σχολειό ρώτα το δάσκαλο… Πράγματι. Η πρώτη μου ερώτηση σαν πήγα το Σεπτέμβρη στο σχολειό ήταν στον δάσκαλο για τον γύρο του θανάτου. Μου εξήγησε… Η φυγόκεντρη δύναμη…
Παπούτσια απ’ τον Κτσούρια, παντελόνι και πουκαμισάκι καρό απ’ τον Βαντώρο, γνέματα και βαφές για τον αργαλειό της μάνας μου απ’ τον Ξτογιάννη τον Παπαδόπουλο, απέναντι απ’ την Παναγία των Εισοδείων το μαγαζί του, εδώ συγκεντρώνονταν όλες οι γυναίκες του νησιού για τα γνέματα, για τον αργαλειό τους αλλά και για τις μπαμπακερές βαφές να βάψουν το γνέμα! Ορκέλες και ραφτικά απ’ τον Καλυβιώτη, γιαούρτια απ’ τον Παξινό, δυο λύτρες τράγιο κρέας απ’ τον Καλατζή, μισή άσπρη… φρατζόλα απ’ τον Περσίδη, ένα μπακαλιάρο, ένα κοφίσι, μια λύτρα ζάχαρη, δυο κιλά φασόλια, δυο κιλά μπίζα, δυό βαζόγαλα «Βλάχας» για τις μικρές αδερφές μου, σπαέτο, νιόκο απ’ το μπακάλικο του Νώντα της Φωτεινής, και καφέ απ’ τον γιό του παπά Βασίλη, που μοσχοβολούσε μέχρι κάτω στον Αϊ Μηνά ο καφές του…. Όλα σε δύο σακούλια παραγεμισμένα! Και το λεωφορείο του Γατσούλη για την επιστροφή στο χωριό, πάλι η χαρά για το τετράτροχο, πάλι η καρδιά γεμάτη από εικόνες μιας άλλης ζωής, παραδομένος στη μαγεία της Χώρας και στα τόσα καλούδια της… Και τα καινούργια τα παπούτσια!!! Τι καμάρι «Στ’ Αλώνια», στην πλατεία του χωριού τα κοιτούσα και δεν τα χόρταινα… Άσε που πατούσα και επιτήδεια – επιτήδεια, που λένε, για να μην τα γρατζουνίσω στις πέτρες και στα χώματα… Μόνο που δεν κοιμόμουν μαζί τους… «Πούθε τα πήρες;» Άρχιζαν οι ερωτήσεις απ’ τα άλλα παιδιά… Θα πω και γω του πατέρα μου να πάει στη χώρα στον Κτσούρια και να μου πάρει… Οι πρώτες επιδοκιμασίες και οι πρώτες ζήλιες…
Νάσαι καλά, ρε μάνα και κει πάνω ψηλά… Νάσαι πάντα καλά γιατί γνώριζα παιδάκι και γνωρίζω ακόμη πως η δική μου χαρά ήταν και δική σου αγαλλίαση! Γιατί έτσι ήσουν πλασμένη… Kαι πάντα σε λάτρευα μέχρι του σημείου μικρό παιδάκι όλοι να λένε στο χωριό πως: «Αυτό το παιδί είναι δεμένο απ’ το κότολο της Ξένης…» Δίπλα σου γνώρισα και έμαθα τα πάντα ξωμάχικα και λαογραφικά, όσα θυμάμαι και γράφω σήμερα, αφού ήσουν μάνα, αϋφάντρα, φουρνάρισα, πλήστρα, λιομαζώχτρα, αλλά και πρακτική μαμή και νοσοκόμα σε όλο το χωριό, μα και τα διασίδια έστηνες όλων των γυναικών του χωριού! Και όλα τούτα πάντα αφιλοκερδώς… Δεν δεχόσουν ποτέ ούτε ένα αυγό, που λέει ο λόγος, για αμοιβή!!! Γιατί ήσουν άνθρωπος απέραντα δοτικός!
Η μητέρα μου Πολυξένη Γεωργάκη. Η Ιέρεια της ζωής μου!
Λευκαδίτισσα με το παλιό υφαντό σακούλι για ψώνια στη Χώρα και την καλή της χωριάτικη φορεσιά! Τότε… Πριν γεμίσει η ζωή μας με τόνους πλαστικού και αχαλίνωτου ευδαιμονισμού… (Αρχείο Κώστας Σκλαβενίτης).
Και δυο λίτρες κρέας απ’ τα χασαπλειά της Χώρας!
Ο περίφημος ΓΛΑΡΟΣ! Όταν τον αγνάντευα απ’ το βουνό της Μαντόνας να σχίζει περήφανα τον Δίαυλο και να χάνεται στο βάθος του Καλάμου το μυαλό μου θέριευε! Φανταζόμουν ένα ταξίδι στο άγνωστο γεμάτο περιπέτειες πέραν απ’ τον παιδικό μου ορίζοντα! Είναι το πλοίο που έφερνε στην Αθήνα τους Λευκαδίτες μετανάστες για τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα… Στους ωκεανούς έπειτα της ξενητιάς!
ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΤΑ ΒΗΜATA
Πρόσωπα αλέγρα, ροδαλά, σκαμμένα μες στις μύριες χαρακιές! Μάτια φλογώδη, γύφτικα
εκφραστικά, λαμπυρίζοντα στου ήλιου τις φλογιές!
Χέρια ροζιασμένα, όμοια του Πολύφημου λαβές, σώματα λιγνά, κυπαρισσωμένα στο φως,
μορφές στον μόχθο Αγιοριτισμένες, ωσάν Αϊγιάννηδες ερημιστές! Φιγούρες δεμένες στη γη μας!
Χωρίς της δεν ζήσατε ούτε λεπτό… Αιώνια την κράζετε μάνα κι αδερφή… Ξωμάχοι
λατρεμένοι, Μυστικοδειπνιστές της αμάραντης ζωής!
Κοντά μας η ανάσα σας και η προσευχή, δίπλα μας η ευχή και το κατευόδιό σας το γλυκό,
παραπέρα η άγια εικόνα στιβαγμένη στο μυαλό.
Δεν είναι η ζωή μας, παρά ένα κουβάρι, αργά που ξετυλίγεται στο δικό σας θησαυρό
θυμηταριό! Πάνε χρόνια που ξεμακρύνατε απ’ του καταποριού μας τη λιθόστρωτη αυλή…
Μα πάντα η μνήμη δε λοξοδρομεί… Σταθερά οδηγεί στα δικά σας θαλερά μονοπάτια…
Αιώνια ροτιάζει στο δικό σας το σκαρί…
Ευγνωμοσύνη πλημμυρισμένη και μόνο ευγνωμοσύνης προσευχή!
(Aπ’ την ποιητική μου συλλογή ΩΔΕΙΟ ΟΜΟΤΕΧΝΩΝ. Αφιερωμένο στους ξωμάχους γονείς μας)