Έξη ποιήματα σύγχρονων ποιητών για τη Λευκάδα | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Πε, Μαρ 20th, 2025

Έξη ποιήματα σύγχρονων ποιητών για τη Λευκάδα

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης

51417245798_ce93dcd5dd_o

Του Ηλία Γεωργάκη

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης στις 21 Μαρτίου έξη ποιήματα σύγχρονων Λευκαδίων ποιητών για τη Λευκάδα.

ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ

Λευκή μου πέτρα εσύ.
Νεράϊδα μέσ’ το πέλαγο,
Στρωμένη με τ’ αμπέλι
Και την ελιά σκεπή.

Άγια μου Μαύρα.
Οι ανατολές σου φώς,
Τα δειλινά σου πυρκαγιές,
Οι λίμνες σου καθρέφτες.

Μου στρώνεις ανοιξιάτικα
Στρωσίδια να διαβαίνω,
Δαντέλες στις ακρογιαλιές
Τ’ όμορφο καλοκαίρι,

Φύλλα χλωμά
Το έρμο το φθινόπωρο
Και το χειμώνα πάχνες.

Παθιάζω στ’ άκουσμά σου
Σαν είμαι ξαπλωμένος
Μέσ’ τα ξερά χορτάρια σου,
Ώρα καλοκαιριού,

Φιλώ τα άγιο σου χώμα,
Ρουφάω τ’ άρωμά σου,
Είσαι για με τροφή κι ανάσα
Αντάμα.

Σε καμαρώνω σα φοράς τον ήλιο
Στο κεφάλι,
Τη θάλασσα στηθόδεσμο
Την ώρα της γαλήνης,

Σε στολίζει η αγράμπελη
Κι η δάφνη σε ραντίζει
Με το πικρό της μύρο.
Ω μάνα μου Λευκάδα.

Αγια μου Μαύρα.
Μη μου το δώς’ η μοίρα
Η σκύλα η νοσταλγία
Να μου σπαράξει την καρδιά.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΘΗΝΙΩΤΗΣ

********************************************************

ΛΕΥΚΑΔΑ

Χώρα της όμορφης ελιάς με τ’ απαλό ακρογιάλι
Πόσες φορές δε μ’ έπνιξε η νοσταλγία για σένα,
Στον ελαιώνα σου να ξαναρχόμουν πάλι
Και στους γιαλούς σου νάβλεπα τα κύματα αφρισμένα.

Στο κάστρο το Βενέτικο να κοίταζα το ιβάρι
Πού καθρεπτίζ’ η όψη σου του δειλινού τις ώρες
Να ξαναζούσα τις βουερές τις νύχτες του Γενάρη
Τ’ ατέλειωτο ανεμόβροχο, τις τρικυμίες, τις μπόρες.

Και στα στενά δρομάκια σου που κελάρύζ’ η βρύση
Τα βράδια του καλοκαιριού μες στη βαθιά γαλήνη
Που το φεγγάρι ολόγιομο θαρθεί να σε φωτίσει
Και τη γλυκιά τη θλίψη σου, ως νάταν, ν’ απαλύνει.

Χώρα της όμορφης ελιάς με τ’ απαλό ακρογιάλι,
Όπου κοντά σου πέρασα παιδί, κι εντός μου ζείς αιώνια,
Ας ήτανε για μια στιγμή να ξαναρχόμουν πάλι
Να ζήσω ό,τι δεν έζησα και μούκλεψαν τα χρόνια.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΦΙΛΙΠΠΑΣ

********************************************************

ΛΕΥΚΑΔΑ

Παραδομένη ολοχρονίς στ’ ουρανού τις τύψεις
Στο δάκρυ του Γαρμπή και στο Νοτιά π’ αχνίζει
Ανατέλλει πίσω από κάθε καμπή αισθήματος
Αυτή

Της Νοσταλγίας μας η λυδία λίθος
Γραμμένη μ’ ασβεστόλιθο και κυπαρίσσι
Με περδικολαλήματα μ’ αφρούς και μ’ ακρωτήρια
Με τρεχαντήρια κόκκινα στους πόθους του πελάγους

Με τις τεράστιες συλλαβές του αισθήματος
Με σύννεφα βαριά και με κλωνάρια του ήλιου
Σκαρφαλωμένη στα κύματα χαμένη στους ανέμους
Του Ιονίου Ωραία

Λευκάδα
Καμίνι του ήλιου.
Γερμένη στο πλευρό του Μαΐστρου
Ερωτεύεται τα καλοκαίρια
Με περίσσιο άσπρο στους κόρφους της

Με χρυσοδέλφινα και μ’ αγριοπερίστερα
Μ’ αγράμπελες
Και τ’ άρωμα το επαναστατημένο της ρίγανης

Γερμένη κάτω απ’ τις ελιές
Δυο πιθαμές πάνω από τη διαφάνεια των νερών
Όπου το μάτι βλέπει μόνο τον πόθο
Και μετά ξανά τον πόθο

Ερωτεύεται τα καλοκαίρια
Λευκάδα
Πέτρα στου Έρωτα το δαχτυλίδι
Γραμμένη στο Πνεύμα γραμμένη στην ποίηση
Γραμμένη στο Θρύλο γραμμένη με χρώματα
Γραμμένη μ’ ασβεστολιθο και κυπαρίσσι.

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΑΣ

********************************************************

ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ

Eλάτε να σας δείξω το νησάκι μου
στα κύματα λουσμένο και στους μύθους,
με σύννεφα θα στείλω την αγάπη μου
ακούγοντας της θάλασσας τους ήχους.

Φεγγάρια μισοπέλαγα σπαρμένα
ξωκκλήσια που μιλάνε στο Θεό
κοχύλια στο λαιμό της κρεμασμένα
στίχοι που φωνάζουν σ’ αγαπώ.

Ελάτε να σας δείξω το νησάκι μου
μια χάντρα θαλασσιά η ομορφιά του
τάμα στην Κυρά μένει το δάκρυ μου,
παθιάζω σας τρελός στο άκουσμά του.

————-

Λαμπιόνια τα αστέρια στα καντούνια της
προσκύνημα τα πεύκα στο βυθό της,
στους Μύλους θα αλέσουμε τις δύσες μας
ωδή στον περιζήτητο Θεό της.

Γιούλια, ροδοπέταλα, ζουμπούλια
μαγιάπριλο θα στείλω στην Νηρά
χαράματα χορεύω με την Πούλια
στης Γύρας τα φιλόξενα νερά.

Χαλί θα στρώσω δενδρολίβανα
τις μνήμες ερωμένες στο κορμί μου
κι αν έφυγα για πάντα σε περίμενα
σκυλί που αλυχτά η θύμηση μου.

—————-

Λευκάδα του μυαλού μου
Και της σκέψης μου,
νησί από το είναι μου βγαλμένο
αιώνια θα μείνω στην αγκάλη σου,
παιδί που το θεώρησαν χαμένο.

Κι αν κάποτε τα χρόνια με προδώσουνε
εγώ πάντα θα μείνω στη στοργή σου
αιώνες το κορμί μου θα αλώσουνε
στο χώμα σου θα μείνω θύμησή σου.

ΗΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΗΣ

********************************************************

ΛΕΥΚΑΔΑ

Ω, Σύ παραπόδας Ενετού ανόγραμμα της Σικελίας Μέτωπο
Λευκάδα κλαδωτή από πολυελαίους φωτοσκιάσεων.
Σου έφερα τον ωκεανογράφο του ορίζοντα
να αστραπογράψει μυριόηχος ο Νομοπλάστης.

Να η όαση του κάμπου Σου στη δίψα της ερήμου.
Να οι προτομές που χειροτόνησαν οι ίσκιοι Σου.
Εσύ Βυζαντίου ανάγνωσμα, ορθοπτέρυγου Φανερωμένης.
Το κάποτε της ζωής μου το ζωηφόρο σώσμα.

Πόσων γενιών πατήματα εφώλιασαν στις σκέπες Σου.
Ζευγολάτης εφύτευσε αντρότητες στις πόρτες Σου Νησί,
γιατί του αγαπώ μαζί γεννήθηκαν οι χρόνοι απ’ το δρόμο Σου
ηρωθεόρατος Οδυσσεολόγος είσαι γενέτειρα μου.

Απαλός αγέρας Ιόνιος στο κάθισμα της μάνας
πριν γεννηθεί το σήμερα εβύζαξε ο κόρφος Σου
να σκάψει τη λιθιά γονατισμένη στο ντύσιμο του Φάρου
Μέσα στα πλοία του αντίλαλου πολύχρωμες σημαίες.

Βωμός απ’ το Λευκάτα η στεριά νίβει τα μνημεία,
Ο θρόνος της Σαπφούς στην άβυσσο του γαλάζιου.
Η γέννα σου το Κάστρο και η μήτρα σου τα ύψη.
Η σταυρωμένη πέτρα του αετού πίνακας του νου μου.

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕ

********************************************************

ΛΕΥΚΑΔΑ ΜΟΥ

Πορφυρογέννητο νησί και θάλασσά μου αγιασμένη.
Καλοτυχίζω τους Θεούς,
που είμαι γέννημα θρέμμα, δικό, κατάδικό σου,

Μεγάλωσα στη μήτρα σου την αγγελογραμμένη,
κι είδα το φως το πρώτο μου,
σε κλίνη φτωχοαρχοντική και μαγιοστολισμένη.

Σαν μάνα αφέντρα, σκιάχτηκες μη με ακουμπήσει πόνος,
κι έβαλες δίπλα μου βουνά, σταυραετοαγκαλιασμένα,
και στην ψηλή την κορυφή, Προφήτη αρματωμένο,
ν’ αητοκοιτάει το βήμα μου, τις αστραπές να διώχνει.

Κι έριξες κρούσταλα νερά στα οροπέδιά σου,
να πέσω, να αναβαφτιστώ, της γης, τ’ ανέμου όνομα να πάρω.

Έσπειρες κάμπους κλαδωτούς,
στρωσίδια από αργαλειό της Πηνελόπης,
να περπατώ ανάλαφρα, να βρίσκω την τροφή μου,
χωρίς χαλίκια αγκαθωτά να μου κεντούν τα πόδια.

Κι όταν κανόνισες φυγή,
άνοιξες δρόμους δάφνινους και σπαρτοκεντημένους,
να κατεβώ στη χώρα σου, τη θαλασσοντυμένη,
με τα στενά που πλάταιναν ψυχή και νου κι ελπίδες.

Νησί μου, ηλιοβασίλεμα, που πλάνεψες τη μούσα.
Της έστρωσες στον Πόντε σου, στρωσίδι – παρτιτούρα,
κι αγνάντευε το πέλαγο κι έψελνε ύμνους κι αίνους.

Και όταν μάτωσα γλυκά, στη μαχαιριά του νόστου,
άνοιξες πλέρια αγκαλιά, έχτισες διαβασίδια,
πριάρια έβαλες σειρά να με ξεπροβοδίσουν.

Όρισες τότε την Κυρά, προστατιδά μου Αγία,
πάντοτε να με ακολουθεί, να ανάβει τα καντήλια,
να φέγγουν νύχτα, να μπορώ,τα εμπόδια να διαβαίνω
Όρισες να ‘ναι πανταχού, μπροστά η Φανερωμένη,
σε κάθε δύσκολη στροφή, σε κάθε πίκρας βόλι.

Μέγιστους γέννησες ποιητές, ζωγράφους κοντυλένιους
να καταθέσουν στο χαρτί, στης ρίμας το μελάνι,
τις φυσικές σου ομορφιές, τα τόσα ωσαννά σου.

Από τον κάβο ανάστησες τη μούσα, τη Σαπφώ σου,
να με κοιμίζει, σαν τρυπούν έρωτες το κορμί μου,
και με την άγια άρπα της τον ύπνο μου να υφαίνει.

Αντάρτες φυλακόκλειστους, βουνοπερπατημένους,
έζωσες σ’ όλες τις μεριές το δίκιο να φυλάξουν.
Λευκάδα μάνα μου γλυκιά, θεά κι αρχόντισσά μου,
στείλε μηνύματα τρανά, να με γυρίσουν πίσω.

Κι εγώ Λευκάδα αρχόντισσα το γόνυ μου θα κλείνω,
και στην Κυρά που καθιστή το πέλαγο αγναντεύει,
μα και σε σένα ταπεινή, Άνασσα της καρδιάς μου.

ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΡΤΗΣ



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>