Ένα σημείωμα του Κ. Παλαμά για τον μαθηματικό Θεόδωρο Βαρόπουλο που τελείωσε στη Λευκάδα το Γυμνάσιο | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τρ, Φεβ 1st, 2022

Ένα σημείωμα του Κ. Παλαμά για τον μαθηματικό Θεόδωρο Βαρόπουλο που τελείωσε στη Λευκάδα το Γυμνάσιο

Varopoulos

Ο Θεόδωρος Βαρόπουλος (1884-1957) ήταν ένας κορυφαίος Έλληνας μαθηματικός του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε τρεις μέρες πριν τον θάνατο του πατέρα του στον Αστακό Αιτωλοακαρναίας. Την στοιχειώδη εκπαίδευση την έλαβε στο Δημοτικό σχολείο της Ζαβέρδας (Παλαίρου), όπου υπηρετούσε ως δάσκαλος ο θείος του Νικόλαος Τζανιός, ο οποίος τον ανάθρεψε και ήταν και ο πρώτος που είχε αναγνωρίσει τα ιδιαίτερά του χαρίσματα.

Επειδή στη Ζαβέρδα δεν λειτουργούσε την εποχή εκείνη Γυμνάσιο ο θείος του φρόντισε να μετατεθεί στη Λευκάδα ώστε να του δοθεί η δυνατότητα να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη Λευκάδα έζησε από το 1905 έως το 1913, όταν και έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, όπως ομολογεί ο ίδιος σε επιστολή του προς τον Παναγιώτη Ζερβό, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που γράφτηκε το 1936, 23 χρονιά μετά την αναχώρησή του, όταν ξαναεπισκέφτηκε το νησί της Λευκάδας για να αποχαιρετήσει τον θείο του λίγο προτού πεθάνει.

Γράφει στην επιστολή του: «… Εἶναι σκληρόν νά κάμῃ τις τήν διαπίστωσην ταύτην. Εἶναι ὃμως γλυκεῖα πάντοτε ἡ ἐπάνοδος εἰς τό μέρος ὃπου ἀνετράφη, ὃπου ἐγνώρισε τήν δυσχέρειαν καί συνεπῶς τήν ἀληθῆ ζωήν. Εἶναι, λέγω, γλυκύ νά ἐπανέρχεταί τις μετά 23 ἔτη πλήρη φθορᾶς καί ποιᾶς τινός, ἴσως, πείρας και ν’ ἀναζητῇ ἔστω καί ματαίως, μήπως ξαναΐδῃ τήν, ἣν ἀφήκε τότε εἰς τήν πατρίδα, σκιάν του…».

Στο πιο κάτω σημείωμα που δημοσιεύτηκε στις 22 Μαΐου 1923 στη στήλη «Πρόσωπα και ζητήματα» της αθηναϊκής εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ», με τίτλο «Ένας μαθηματικός», και υπογράφεται με το λατινικό γράμμα «W», ο συντάκτης του άρθρου, ο οποίος υπήρξε φίλος του Θ. Βαρόπουλου και δεν ήταν άλλος παρά ο μεγάλος Έλληνας στοχαστής Κωστής Παλαμάς, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ενδιαφέροντα βιογραφικά στοιχεία από την πολυκύμαντη ζωή του Έλληνα μαθηματικού.

Γράφει:

«Πτωχικής λιτότητος και αγροτικής αφροντισίας περιβολή η περιβολή του. Το καπέλο του ήτο σκούφος, και ο λαιμοδέτης έλειπε κατ΄ αρχήν από το ένδυμά του, ως κάτι περιττεύον, άχρηστον. Μεθ΄ όλην την εξωτερικήν ατημελησίαν αυτήν η σχεδόν άψογος καθαριότης του προσέδιδε την φροντίδα μιας γυναικός. Η μητέρα του αγρυπνούσεν εις το πλευρόν του. Με την επιβολήν των λαμπρών, και ως οραματιζομένου ποιητού, ματιών του, ο κάθε άλλο παρά αστικός άνθρωπος ούτος ήτον· ικανός να προσελκύση την προσοχήν και να κινήση την συμπάθειαν εκείνων οι οποίοι γνωρίζουν, βλέποντες, να παρατηρούν.

Εις την αντίληψιν ενός κοινού υποκειμένου, παρουσιάζετο όχι ως κύριος βέβαια, καθώς συνηθίζομεν να λέγωμεν με την φραγκικήν εκδοχήν του ελληνικού ονόματος τούτου τους διακρινομένους εις τας κοινωνίας των πόλεων και παίζοντας εις τα δάχτυλα τους κανόνας όλους της λεγομένης καλής συμπεριφοράς, αλλ΄ ως πληβείος δυσκόλως δυνάμενος να καταλάβη θέσιν εις τας απογευματινάς και τας εσπερίδας των αιθουσών. Υποθέτω ότι οι θυρωροί των μεγάρων με πολλήν δυσκολίαν θα του επέτρεπον να περάση.

Μολαταύτα υπό το εξωτερικόν παράστημα του ωχρού εκ της κακοπαθείας ίσως, αλλ΄ ευθυτενούς και με την αλλοκότως εκφραστικήν φυσιογνωμίαν νέου ο παρατηρητής θα ηδύνατο επί τέλους να ανακαλύψη λανθάνον κάποιον αριστοκρατικόν, ας το είπω, ξεχώρισμα. Αντιθέτως προς τον καλοενδεδυμένον λιμοκοντόρον υπό του οποίου το αμέμπτως κομμένον σακκάκι, όχι σπανίως, δοθείσης ευκαιρίας, αποτόμως ξεμυτίζει ο πρωτογενής πατροπαράδοτος χωριάτης, ο ήρως του σημειώματος τούτου, με όλην του την αγροτικότητα, εγέμιζε γύρω του τον αέρα από την αίσθησιν κάποιας χάριτος, αναλόγου προς εκείνην, την οποίαν απολαύουν οι στοχαστικοί εκτιμηταί της ζωντανής γλώσσης, από το δημοτικόν τραγούδι.

Σκυμμένον επάνω εις εν γραφείον της κεντρικής υπηρεσίας του Πανεπιστημίου τον είχα κάποτ΄ εκεί, περαστικός, αντικρύσει, διησθάνθην ότι διέφερε κάπως από τους άλλους συνηλικιωτάς του και συντοπίτας εις την ζωήν, και ηυτύχησα να προσλεκύσω την φιλίαν και την εμπιστοσύνην του.

Εις την υπηρεσίαν του Πανεπιστήμιου τον είχε συστήσει, αν δεν απατώμαι, ο καθηγητής της Μαθηματικής Αναλύσεως, Γεώργιος Ρεμούνδος εις τον τότε Πρύτανιν, τον Γεώργιον Αγγελόπουλον, όχι βέβαια, δια να καταλάβη μόνιμον θέσιν μεταξύ των υπαλλήλων του Πανεπιστημίου, αλλά δια να του δοθή μικρά τις προσωρινή ανακούφισις και με την αντιγραφικήν εργασίαν εκείνην. Τον εβάρανε τόσον ο περί υπάρξεως αγών, η βιοπάλη τον έφθειρεν, η στέρησις τον επάγωνεν, η ανεξάντλητος στοργή της απλοϊκής, αλλ΄ εκλεκτής μητέρας του της γρηγορούσης εις τους πόνους του που τους εμοιράζετο, δεν έφθανε δια να τον κρατήση, καθώς ήρμοζε, στα πόδια του. Αλλ΄ ήτο τάχα μεγάλη ανάγκη να σταθή στα πόδια του ο άνθρωπος αυτός; Ήτο. Διότι από τον μόνον εις την περίστασιν αυτήν αρμόδιον, από τον καθηγητήν του Ρεμούνδον, εγγεγραμμένος εις την Σχολήν των φυσικών και μαθηματικών επιστημών του Πανεπιστημίου μας, είχεν αναγνωρισθή ευθύς εξ αρχής, ότε κατά πρώτον εις το μάθημά του παρέστη, ως νέος άξιος προσοχής, και μετ΄ ου πολύ ως μαθηματική ιδιοφυΐα.

Εις την Λευκάδα διήλθε την παιδικήν ηλικίαν του, με αιτωλοακαρνανικήν περισσότερον ευρωστίαν παρά με λεπτότητα επτανησιακήν, τραγουδώντας τα τραγουδάκια του τόπου του με αγροτικήν περισσότερον ή με αστικήν αγωγήν. Αλλ΄ είχε, καθώς είπα, την πολύτιμον μητέρα του, η οποία ετήρει εις τον ευθύν δρόμον το προώρως απορφανισθέν του πατρός του αγόρι, και τον αδελφόν του πατρός του, ένα οξυδερκή θείον· ούτως διέγνωσε ότι εχρειάζετο ν΄ αφήσουν το παιδί, και με χίλια βάσανα, να εξακολουθήση τα μαθήματά του εις το σχολείον, και όχι να το παραδώσουν στα χέρια κανενός βαναύσου μάστορη δια να μάθη τέχνην.

Το παιδί, με το ζωηρόν ύφος του, είλκυε την παροδικήν προσοχήν κάποιων ξένων· αλλ΄ ότι, ευτυχώς δεν υπήρξεν παροδικόν, ήτο η προσήλωσίς του εις τους αριθμούς και τους λογαρίθμους. Είχε γεννηθή μαθηματικός. Από τα βάθρα του ελληνικού σχολείου ή του γυμνασίου, ως να είχε μυηθή, ταχύτατα, εις τα στοιχειώδη προβλήματα της επιστήμης του, εκεί που οι συμμαθητές του ίδρωναν δια να καταφέρουν κάτι, και ως να ήτο ανυπόμονος δια να τραβήξη εμπρός όπως όπως, εσοφίσθη να απευθυνθή δια γράμματός εις Αθήνας προς τον μακαρίτην Ιωάννην Χατζηδάκιν, τον άριστον των διδασκάλων της μαθηματικής επιστήμης παρ΄ υμίν, με μίαν παράκλησιν. Να του αποστείλη εις την Λευκάδα τα βιβλία του. Η παράκλησις εισηκούσθη, και ότε ο από την Λευκάδα βιοπαλαιστής, συνοδευόμενος πάντοτε από την μητέρα του, ήλθεν εις τας Αθήνας δια να σπουδάση, σχεδόν χωρίς κανένα πόρον, με κάποιον μόνον πενιχρότατον επίδομα του πτωχού διδασκάλου θείου του, θα ήτο κατηρτισμένος εις τα μαθηματικά περισσότερον ίσως άλλων ακαδημαϊκών σταδιοδρόμων του.

Έζησεν εδώ ως ο θρυλικός Κλεάνθης. Υποκείμενος εις ανεχείας, εις παραβλέψεις, εις περιφρονήσεις. Αντιτάσσων εις τα εμπόδια των στερήσεων την δύναμιν του πάθους του. Εστερείτο τον ύπνον, του ήτο ξένη η άνεσις, δια να επαρκή εις τας υποχρεώσεις του ειργάζετο την νύκτα εις το ταχυδρομείον, την ημέραν εις ολίγας παραδόσεις, όλα τας άλλας ώρας εις τα πανεπιστημιακά μαθήματα και εις τας εμπνευσμένας μελέτας του.

Αποχωρισμένος από τον κόσμον, αμύητος εις κάθε είδους κοσμικήν και πνευματικήν κίνησιν γύρω του, ήξευρε μόνον να ενσαρκώση το μέγα του ιδανικόν εις ένα ήρωα ομού της μαθηματικής επιστήμης και της φιλοσοφικής σκέψεως, ο οποίος θα του απεκαλύφθη βέβαια από τον Ρεμούνδον, τον αγαπητόν καθηγητήν του. Τον καθηγητήν του ανέφερε πάντοτε μ΄ ευλάβειαν. Και ο ήρως τον οποίον ελάτρευεν ήτον ο εξάδελφος του νυν κυβερνήτου εις την Γαλλίαν, ο μεγαλοφυής Ερρίκος Πουανκαρό. Ούτως είχον τα πράγματα, ότε εις το Πανεπιστήμιον ανέλαβε προσωρινήν αντιγραφικήν εργασίαν· εδωκεν ο Θεός και είλκυσε την συμπάθειαν του Πρυτάνεως Αγγελοπούλου, ο οποίος τον συνέστησεν εις τον φιλόπατριν και μεγάθυμον άνδρα, εις τον Μπενάκη.

Ο κ. Μπενάκης και η ευγενεστάτη κυρία του, ευκόλως αντελήφθησαν ότι ευρίσκοντο ενώπιον ιδιοφυΐας, αξίας πάσης προστασίας, και βεβαίως υπό το λιτόν εξωτερικόν του παράστημα ο νέος, με το άδολον ευπαρουσίαστον ήθος, και την απλότητα των τρόπων του θα επροξένησεν εις το σεβαστό ζεύγος εντύπωσιν όχι συνήθη. Αυτός ο καλός μου φίλος, ο κ. Ξανθοπουλίδης, γραμματεύς τότε εις το Πανεπιστήμιον νομίζω ότι συνετέλεσεν εις την αισίαν έκβασιν της υποθέσεως, κι΄ εγώ δε τότε ορμώμενος εξ όχι κοινού ενδιαφέροντος προς τον πρωτότυπον νεανίαν, αφιέρωσα κάποιον άρθρον μου εις την στήλην ταύτην, κατά πρώτον παρουσιάσας εις την δημοσιότητα, ως ήρμοζε, τον πολλά υποσχόμενον επιστήμονα.

Ο νέος, βοηθούμενος υπό τας χορηγίας του κ Μπενάκη, εγένετο δεκτός εις την Εκόλ Νορμάλ των Επιστημών, εις το Παρίσι, όπου όμως, μόλις εγκατέστη, ολίγον έλειψε να καταστρέψη μόνος του ό,τι μετά τόσου κόπου είχεν επιτευχθή υπέρ αυτού. Το ξενικόν περιβάλλον, η δυσκολία της συνεννοήσεως, μία έμφυτος αντικοινωνικότις, την οποίαν ετόνωσεν ο ερημικός μέχρι τούδε βίος του και η ροπή προς την απομόνωσιν, η ανάμνησις της μητέρας του, οι περιβομβούντες εις τ΄ αυτιά του ήχοι των τραγουδιών της πρώτης του νεότητος, του επεδείνωσαν την υποβόσκουσαν εντός του νοσταλγίαν. Έτοιμος να δέση τα μπαγάζια του και να δραπευεύση εις τα πάτρια χώματα.

Αλλ΄ η πρόνοια των καλοκαγάθων προστατών του, αι φροντίδες των ολίγον εκεί φιλοστόργως βλεπόντων εκείνον ομοφύλων του εξ αμφοτέρων των φύλων, συνετέλεσαν εις το να συνέλθη και βαθμηδόν να προσοικειωθή τον καινότροπον δι΄ εκείνον κόσμον, να αναπνεύση εν ανέσει και ως ήρμοζεν εκεί, να εργασθή. Ταχέως ο νέος μαθηματικός εδικαίωσε τας προσδοκίας. Οι διδάσκαλοί του αντελήφθησαν, ότι εμπρός των είχον ένα εξαιρετικόν περί τα μαθηματικά νουν, του οποίου από ημέρας εις ημέραν επληθύνοντο αι ανακοινώσεις εις την Ακαδημίαν των Επιστημών και εις το επίσημον περιοδικόν της.

Δια τούτο δεν εξεπλάγην ότε εις την «Εστίαν» χθες ανέγνωσα αγγελλόμενον εκ Παρισίων: «Ο Θεόδωρος Βαρόπουλος ανέπτυξε προχθές επί τετράωρον ενώπιον των καθηγητών της Σορβόνης την επί διδακτορία θέσιν του, αποσπάσας τα γενικά συγχαρητήρια, και δεχθείς τον ακαδημαϊκόν ασπασμόν του Κοσμήτορος της Σχολής».

Για τα παιδικά του χρόνια υπάρχει ευανάγνωστη, η δική του περιγραφή, την οποία δίνει στην επιστολή του προς τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Παναγιώτη Ζερβό, όπου του γράφει:

«Ἐν Λευκάδι τῇ 2-8-1936

Σεβαστέ μου κ. Καθηγητά.

Εὑρίσκομαι πάλιν εἰς τήν Λευκάδα, ὃπου πέρασα τά νεανικά μου χρόνια (1905 – 1913), καί σᾶς γράφω, κάτω ἀπό τούς αἰωνοβίους ἐλαιῶνας τῆς Νήσου, διά νά σᾶς στείλω τούς καλλιτέρους μου χαιρετισμούς. Ἦλθα πρίν νά φύγω διά τό Παρίσι, στάς 16 Αὐγούστου, ἀναχωρῶ διά τήν Γαλλίαν, – να ἴδω τόν γηραιόν θεῖον μου, ὃστις μέ ἀνέθρεψε, ἀναπληρώσας τόν ἀποθανόντα πρός 40 ἐτῶν πατέρα μου. Ἢμην τότε 3 ἡμερῶν και ό θεῖος μου αὐτός ἒκαμε ὃ,τι θά ἐνήργει ὁ πατήρ μου.Ἦλθα νά τόν ἴδω, σβύνει φορτωμένος ἀπό τά 75 του ἒτη.

Ἐδῶ ξαναβλέπω, ὓστερα ἀπό 23 ἒτη, τόν τόπον ὃστις ἐνσαρκώνει τό παρελθόν, βλέπω μέ μελαγχολίαν καί συγκίνησιν τήν σκληράν ἀλήθειαν, ὃτι τά μέρη ἒμειναν ἀναλοίωτα καί μόνον γύρω μου οἱ ἂνθρωποι τῆς τότε ἐποχῆς φέρουσι τό βάρος ἀνεξίτηλα τά ἴχνη τῆς διαβάσεως τοῦ χρόνου, ἴχνη ἅτινα προετοιμάζουν διά τήν προσεχῆ, ταχεῖαν ἢ βραδεῖαν, πλήν ἀσφαλῆ εἴσοδον εἰς τήν «Λεωφόρον τῶν ἐξαπλωμένων».

Εἶναι σκληρόν νά κάμῃ τις τήν διαπίστωσην ταύτην, εἶναι ὃμως γλυκεῖα πάντοτε ἡ ἐπάνοδος εἰς τό μέρος ὃπου ἀνετράφη, ὃπου ἐγνώρισε τήν δυσχέρειαν καί συνεπῶς τήν ἀληθῆ ζωήν. Εἶναι, λέγω, γλυκύ νά ἐπανέρχεταί τις μετά 23 ἔτη πλήρη φθορᾶς καί ποιᾶς τινός, ἴσως, πείρας και ν’ ἀναζητῇ ἔστω καί ματαίως, μήπως ξαναϊδῃ τήν, ἣν ἀφήκε τότε εἰς τήν πατρίδα, σκιάν του.

Πάντα μέ ἀγάπη καί σεβασμόν

Θ. Βαρόπουλος».

Η επιστολή αυτή μαρτυρεί έμμεσα τις γυμνασιακές σπουδές του Θ. Βαρόπουλου, όπου, όπως λέγεται, εκεί στο Γυμνάσιο της Λευκάδος έμεινε και η ανάμνησή του για την κλίση του στα Μαθηματικά και τη λαμπρή επίδοσή του. (Πηγή για την επιστολή: hellenicaworld.com – εδώ υπάρχει και ένας κατάλογος κατά χρονολογική σειρά των επιστημονικών εργασιών του).

Να αναφέρουμε τέλος ότι το Παράρτημα Αιτωλοακαρνανίας της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας διοργανώνει προς τιμήν του Έλληνα μαθηματικού τον διαγωνισμό «Θ. Α. ΒΑΡΟΠΟΥΛΟΣ» για μαθητές της Α΄ Γυμνασίου.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>