Ρογός (ο)…
Ως ρογός αναφέρεται στα αρχαία ελληνικά η αποθήκη σίτου (σιτοβολώνας), ενώ το ίδιο αναφέρει και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στις σημειώσεις του ποιήματός του «Αθανάσιος Διάκος»: «Ρογός, το εκ σανίδων διαμέρισμα εντός των αποθηκών, οπού αποταμιεύεται ο σίτος, και αυτός, ο σωρός του σίτου». (Άπαντα Βαλαωρίτη, Β΄ τόμος, σελ. 158, Γ. Μέρμηγκας, Ιστορικές Εκδόσεις Λογοτεχνίας).
Στα χωριά του Αλέξανδρου Λευκάδας έτσι λεγόταν ο χώρος όπου αποθήκευαν τις ελιές μέχρι να τις κάνουν στο ελαιοτριβείο. Βρισκόταν στο υπόγειο ή στην αυλή των σπιτιών. Με τον τρόπο αυτό της αποθήκευσης οι ελιές γινόταν με τον καιρό μια μάζα και «άναβαν». Τις έβγαζαν από τον ρογό με τα φτυάρια ή ακόμη και με τους κασμάδες. Περιττό να αναφέρουμε ότι ότι το λάδι που έκαναν είχε μεγάλη οξύτητα.