«Μια κουβέντα με γινάτι τ΄ αφεντός και του χωριάτη»: Ένα σατυρικό ποίημα του Αναστάσιου Σκιαδαρέση για τις σχέσεις μεταξύ των αρχόντων και των χωρικών | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Τε, Απρ 19th, 2023

«Μια κουβέντα με γινάτι τ΄ αφεντός και του χωριάτη»: Ένα σατυρικό ποίημα του Αναστάσιου Σκιαδαρέση για τις σχέσεις μεταξύ των αρχόντων και των χωρικών

anastasios_skiadaresisΟ Αναστάσιος (Τασάκης) Σκιαδαρέσης (1877-1941)

Αφορμή για να το ψάξουμε μας έδωσε το υπ΄ αριθ. 24 φύλλο της 29ης Μαΐου 1915 της τοπικής εφημερίδας «ΕΡΓΑΣΙΑ» που εξέδιδε ο Γιάννης Σ. Φίλιππας και είχε τον πρωτοσέλιδο τίτλο «ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΣΤΟ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ». Η εφημερίδα διασώζεται μεταξύ άλλων λευκαδίτικων εφημερίδων στο αρχείο του Κεφαλλονίτη λόγιου δημοσιογράφου Παναγή Πατρίκιου (1911-2007), που αγόρασε το καλοκαίρι του 2020 η Ιακωβάτειος Βιβλιοθήκη. Το αρχείο έχει πλέον ψηφιοποιηθεί και είναι στη διάθεση της επιστημονικής κοινότητας και κάθε φιλαναγνώστη και φιλίστορα πολίτη.

Ο Αναστάσιος (Τασάκης) Σκιαδαρέσης (1877-1941) λόγιος, ποιητής και πολιτικός είχε δημοσιεύσει την εποχή εκείνη (προχθές γράφει η εφημερίδα «ΕΡΓΑΣΙΑ», άρα στις 27 Μαΐου 1915) στην εφημερίδα «ΕΡΓΑΤΗΣ» ένα σατυρικό ποίημα με τίτλο «Μια κουβέντα με γινάτι τ΄ αφεντός και του χωριάτη», με το οποίο καταφέρονταν εναντίον των Βαλαωρίτηδων, όπως παρατηρεί η εφημερίδα «ΕΡΓΑΣΙΑ».

1_skiadaresis_poiimaΤο χειρόγραφο ποίημα του Αναστάσιου Σκιαδαρέση (Χαραμόγλειος Βιβλιοθήκη Λευκάδας)

Όπως σημειώνει ο Πανταζής Κοντομίχης («Ο τύπος της Λευκάδας 1800-1987», εκδόσεις Γρηγόρη, 2003), το ποίημα αποτελεί ένα σημαντικό κείμενο από κοινωνική άποψη για τη σύγκρουση που ανέκαθεν υπήρχε στο νησί της Λευκάδας μεταξύ των φεουδαρχών-αρχόντων και των σέμπρων χωρικών, ενώ αποκτάει μεγαλύτερη σημασία δεδομένου ότι η σάτιρα γράφτηκε από άνθρωπο που ήταν και ο ίδιος άρχοντας και ζούσε προσωπικά τις σχέσεις ανάμεσα στον Αφέντη και τον Χωριάτη.

3_anastasios_skiadaresisΤο υπ΄ αριθ. 24 φύλλο της 29ης Μαΐου 1915 της τοπικής εφημερίδας «Εργασία»

Σημειώνει στο άρθρο της με τίτλο «Απάντησις στο Σκιαδαρέση» η εφημερίδα «ΕΡΓΑΣΙΑ», η οποία δημοσιεύει και ολόκληρο το ποίημα του Σκιαδαρέση:

«Έγραψε προχθές ο Σκιαδαρέσης στον «Εργάτη» για τα καλά τα οποία έκαμαν ο Βαλαωρίτης και ο Θεοτόκης στη Λευκάδα, θέλοντας να ρίξει στάχτη στα μάτια των Βαλαωριταίων.

Για να σας αποδείξωμεν πως ο Σκιαδαρέσης δεν τα πιστεύει αυτά που γράφει, ούτε είναι αληθινά, απεφασίσαμεν να αναδημσιεύσωμεν την κατωτέρω σάτιραν, έργον αυτού του ιδίου, δια της οποίας λούζει πατόκορφα ολόκληρη την οικογένεια των Βαλαωριταίων Περικλή και αοιδίμους Νάνου και Ξενοφώντα, ως βαρβαρώσαντας την Λευκάδα και ζήσαντας από τα ταμεία του κράτους τον δε Κόντε Θεοτόκη, τον νυν αρχηγόν του, ως καταστροφέα της Θρησκείας και της Δικαιοσύνης, και κλέπτην και άρπαγα του Δημοσίου πλούτου. Βεβαίως αν εζούσαν οι αείμνηστοι αυτοί δεν θα πατούσε την βαλαωρίτικη σκάλα, όπως δεν την επάτησεν, εφ΄ όσον εζούσαν. Λευκάδιοι! Διαβάστε την καλά και με προσοχή κι έπειτα ρωτήστε τον Σκιαδαρέση, πότε έλεγε την αλήθεια, τότε ή τώρα; Κι έπειτα πέστε γι΄ αυτόν ό,τι σας υπαγορεύει η συνείδησή σας».

ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΕ ΓΙΝΑΤΙ
Τ’ ΑΦΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΑΤΗ

ΤΟ ΔΕΞΙΜΟ

Ο Χωριάτης: Προσκυνώ, Αφέντη!

Ο Αφέντης: Γειά σου. Σώγραψα με διαφόρους,
Και σου μήνυσα για νάρτεις με πολλούς μαντατοφόρους
Πως δεν ήρτες μοναχός σου να μου πεις καλώς κοπιάζω;

Ο Χωριάτης: Αφεντάκη, δεν αδειάζω!
Πέρασαν τα χρόνια εκείνα!
και τι τράβηξα θυμώμαι τότες πούρτα στην Αθήνα!
στο πορτόνι καρτερούσα,
(και μιαν ώρα θάναι λίγη)
Κι εχτυπούσα, κι εχτυπούσα,
μα δεν έβεπα ν’ ανοίγει!
Κι όταν άνοιγε στο τέλος μοναχά μια χαραμάδα,
μ’ ερωτάγανε, χωριάτης μήπως είμαι απ’ την Λευκάδα.
Κι άμα ακούγανε ποιος είμαι κι έβλεπαν την μπουραζάνα
εβαρούγαν την καμπάνα
κι εφωνάζαν από πάνω – Μήπως θέλετε τον Κύριο;
είναι στο Χρηματιστήριο.
– Τον αφέντη μη ζητάτε
να γυρίσητε, κοιμάται.
Κι’ όταν έσωσα κι εμπήκα
στο γραφείο σου σ’ ευρήκα,
Μα δεν γνώρισες ποιος είμαι κι’ ούτε μώδωκες να κάτσω
ούτε ρώτησες τι θέλω,
μόνο επήρες το καπέλο
κι έφυγες να πας σουλάτσο!
Τι γελάς καλέ μου αφέντη, κι’ όλο μου χτυπάς την πλάτη;
μ’ εθυμήθηκες εφέτος;

Ο Αφέντης: Άκουσε μωρέ χωριάτη:
Λες κι εκείνο πούχεις κάνει του πατέρα μου ξεχάνω;
Όλα θα μου τα πλερώσεις τώρα με το παραπάνω.
Ξέρεις πως αυτόν τον τόπο μέσα μου τον έχω ολόρτο;
Και δεν έννοιωσες ακόμα, γιατί σώφκιασα το πόρτο
και δεν βλέπεις τι θα πάθεις;
άκουσε με να το μάθεις.

Ο ΛΙΜΕΝΑΣ

Ο Αφέντης: – Είδες το μεγάλο αυλάκι που πληρώνεις για ν’ ανοίξω;
Εκεί μέσα θα σε θάψω! Εκεί μέσα θα σε πνίξω!
Τώξερα, μωρέ χωριάτη, πούταν έργον Εθνικόν!
αλλά τώριξα κι εκείνο στην καμπούρα τι δική σου
για να πάρω το ψωμί σου
να σ’ αφήσω νηστικό
Πέντε μιλιούνια ακέρηα
θα σου βγάλω από τα χέρια
για να φκιάσω το λιμένα
δίχως όφελος κανένα!
Δεν τον ήθελα μικρόνε κι εκατό χιλιάδες νάχει
πώσκουζε το κόμμα τ’ άλλο,
αλλά σώβαλα το φόρο παληοχώριατε στη ράχη
και τον έκαμα μεγάλο.
Μα θα μπούνε κι’ άλλοι φόροι
όταν ο παράς δεν φτάσει!
Κι ο χωριάτης με το ζόρι θα πλερώσει και θα σκάσει!
γιατί θέλω το λιμάνι
ως τα σπίτια μου να φτάνει.
Γιατί θέλω να σου παίρνω το κρασί σου και το στάρι
και να τρέφω τον καθένα μασκαρά και κατεργάρη.
Γιατί θέλω να πληρώνεις
και ποτέ σου να μη σώνεις

Ο ΦΟΡΟΣ

Γι’ αυτό σώβαλα στην πλάτη
και τον άλλονε το φόρο,
το μεγάλο στο κρασί,
για να μην μπορείς χωριάτη,
να μου κάνεις το δετόρο,
κι απ’ την κάθε σου βαρέλα να σου παίρνω τη μισή!

ΤΟ ΠΑΡΑΚΡΑΤΗΜΑ

Ο αφέντης: Μη δεν έτρεξα χωριάτη, και το νόμο να ψηφίσω,
όταν πήραν την σταφίδα να την κάμουν σταφιδίσιο;
Ο χωριάτης: Μέσα ’κει στην εταιρεία λεν πως ήσουνα και συ,
όπου πήρε τη σταφίδα και την έκαμε κρασί.
Κι ενώ πρώτα τα κρασιά μας είχαν είκοσι δραχμές
από τότες και για πάντα εξεπέσαν οι τιμές!

Ο ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΣ

Ο αφέντης: Τον καιρό που το κρασί σας δεν εδιάβαινε τις έξη
κι όλοι σας απελπισμένοι στους Κορφούς είχατε τρέξει
να πουλήσετε μια στάλα
γίνηκαν κακά μεγάλα!
Κι έβαλεν ο Θεοτόκης (φίλος μου!) τον αστυνόμο
μια διάταξη να βγάλει εναντία προς το Νόμο.
Κι εβρεθήκαν τα κρασά μας, πως δεν είναι από σταφύλια.
κι είπανε πως έχουν ύψον ένα μερδικό στα χίλια!
Και σ’ απόκλεισαν χωριάτη!
Ο χωριάτης: Αφεντάκι μου σπολάτη!

Η ΤΡΑΠΕΖΑ

Ο αφέντης: Μα δεν ένιωσες ακόμα γιατί τράπεζα σου φέρνω;
Γιατί θέλω να σε δέσω κι απ’ τη μύτη να σε σέρνω.
Γιατί θέλω να νοικιάσω το μεγάλο μου το σπίτι
γιατί θέλω να φτωχήνεις παλιοχώριατε ψωρίτη!

ΤΑ ΝΟΙΚΙΑ

Ο αφέντης: Άκουσε, μωρέ χωριάτη, πόσα νοίκια τώρα παίρνω
απ’ το δόλιο το κουβέρνο:
πρώτον απ’ τον αστυνόμο, δεύτερο απ’ τον
τραπεζίτη, τρίτον απ’ τον Τελώνη,
πώχουνε δικό μου σπίτι.
Τέταρτον από τους σταύλους, πούταν πρώτα φυλακή,
και τους έχω νοικιασμένους για τη χωροφυλακή.
Πέμπτον απ’ το τελωνείο παίρνω το μεγάλο νοίκι
έκτον απ’ του τελωνείου τη μεγάλη αποθήκη.
Έβδομον από το σπίτι που την τράπεζα έχω φέρει,
άλλο από τη Μοιραρχία που καθένας σας το ξέρει.
Κι ένατον και τελευταίον απ’ τα σπίτια τα μεγάλα
πώχω την αστυνομία.
Ο χωριάτης: Μην, αφέντη, θέλεις κι άλλα;

ΤΑ ΣΚΟΛΕΙΑ

Ο αφέντης: Μα δεν έμαθες ακόμα του Συγγρού τη Διαθήκη,
παληοχώριατε, τσολιά;
Τόσα εκατομμύρια σ’ όλη την Ελλάδα έχει αφήκει
για να γίνουνε σχολειά.
Κι ενώ τάφκιασε το κράτος σ’ όλα τα τσοπανοχώρια,
ένα-δυο σας έχω κάμει με μεγάλη στεναχώρια.
Μα γιατί θα να μου πήτε;
Για να μην ξεστραβωθήτε!
«Πρέπει τα σκολειά να κλείσω» είπα και δεν άργησα.
Της Καρυάς το Σχολαρχείο μη δεν εκατάργησα;
Μα και τ’ άλλο τ’ αϊ-Πέτρου τάφηκα χωρίς δασκάλους.
Δεν συμφέρει τους χωριάτες να τους κάμωμε μεγάλους.
Εγώ θέλω το χωριάτη ταπεινό κι αγράμματο,
να δουλεύει πεινασμένος για το μεροκάματο,
όχι νάρχεται εδώ κάτω
ευρωπαϊκά να βάνει
και να βλέπεις από κάτω
το σκαφτιά και τον τσοπάνη!

Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ

Ο αφέντης: Παληοχώριατε, όταν βγαίνω βουλευτής εγώ δεν είδες
πως γεμίζει με φονιάδες το νησί και νταλματζήδες;
Και δεν ένιωσες ακόμα γιατί σ’ άφηκα τον κλέφτη,
να σ’ αδράζει το ψωμί σου, στο κοπάδι σου να πέφτει,
να σου δέρνει τη γυναίκα, την κοπέλλα να σου πάρει;
Και δεν ένιωσες ακόμα πως σε θέλω διακονιάρη,
δούλον, εξευτελισμένον, χωρίς σπίτι και τιμή,
τίποτε να μην ορίζεις, να λιμάζεις το ψωμί;

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Ο χωριάτης: Πες μου, αφέντη, για να ξέρω κι όλα τ’ άλλα ας πάν’ αμόντε.
Υποστήριξες αλήθεια την κυβέρνηση του Κόντε;
Ο αφέντης: Υποστήριξα, χωριάτη, την κυβέρνηση εκείνη
που δεν σάφηκε θρησκεία, Σύνταγμα, Δικαιοσύνη!
Την Κυβέρνηση εκείνη που τους φόρους σώχει βάλει,
που φαλήρησε το κράτος κι έζησε με τη σπατάλη!
Την Κυβέρνηση εκείνη πώφαγε εκατομμύρια,
όπου πήρε Μεταλλεία κι έγδυσε τα Μοναστήρια!
Που το Σύνταγμα, χωριάτη, το καντάτησε κουρέλια,
οπού πέρυσι που πήρε να χαλάσει τα Βαγγέλια,
εκεινούς που στην Αθήνα δεν αφήκαν να το κάμει,
τους σκοτώσανε, χωριάτη, κι αίμα χύθηκε ποτάμι!

ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Ο χωριάτης: Προσκυνώ, αφέντη, τώρα που μου τάπες όλα αυτά,
πάω να τα διαλαλήσω και θα ιδείς τση δεκαεφτά.



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>

            









Copy Protected by Chetan's WP-Copyprotect.