Δεκεμβριανά του 1944: Σημάδια…- Ντοκουμέντα από το αρχείο του Αρχοντοχωρίτη καπετάνιου του ΕΛΑΣ Αναστασίου Ευστ. Λιοπύρη
Του Σπύρου Θ. Μήτση,
Δάσκαλος-Ερευνητής
Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Απελευθέρωση της Ελλάδας από τη Γερμανική Κατοχή, αναπτύχθηκε μια άνευ προηγουμένου αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων της Αντίστασης και των συμμαχικών Αγγλικών δυνάμεων. Η αντιπαράθεση αυτή (κακοί χειρισμοί της κυβέρνησης του Καϊρου για το ζήτημα της συγκρότησης του εθνικού στρατού,…) οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση που έλαβε χώρα στην Αθήνα. Για ένα περίπου μήνα, από 3 Δεκέμβρη του 1944 έως 15 Γενάρη του 1945, ο λαός της Αθήνας και ο ΕΛΑΣ υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και την αξιοπρέπεια που είχαν ανακτήσει, συγκρούονταν στους δρόμους της Αθήνας «με τις βρετανικές και τις φιλοκυβερνητικές δυνάμεις…».
Ενδυμασία του αξιωματικού του ΕΛΑΣ Ανάστου Ευστ. Λιοπύρη. Φορούσε χιτώνιο και μια κυλόττα του Ελληνικού Στρατού, με ένα ζευγάρι ιταλικές γκέτες. Δίκοχο με το εθνόσημο ΕΛΑΣ. Μια δερμάτινη αρμάθα με σφαίρες στη μέση, πιστόλι, κιάλια….
Βοήθεια στον ΕΛΑΣ, που αγωνίζονταν άνισα απέναντι στα τανκ και τα αεροπλάνα των Άγγλων, στάλθηκε … και από την 8η Μεραρχία Ηπείρου. Το ιστορικό αυτό γεγονός-ντοκουμέντο μας το εξιστορεί σε τμήμα των απομνημονευμάτων του ο εκ του Αρχοντοχωρίου Ξηρομέρου Αιτ/νίας, αξιωματικός του ΕΛΑΣ Αναστάσιος Ευστ. Λιοπύρης (ακόλουθος του Άρη Βελουχιώτη στην Πελοπόννησο μέχρι τις αρχές του 1944):
«… Στο στρατόπεδο κρατουμένων Αγίου Γεωργίου κάθισα έξι μήνες Μετά με αντικατέστησε ένας δικηγόρος Δήμου από την Ήπειρο. Από τότε η έδρα του στρατοπέδου μεταφέρθηκε στην Τατάρνα Ευρυτανίας.
Από το στρατόπεδο κρατουμένων του Αγίου Γεωργίου γύρισα στην 8η Μεραρχία, όπου η διοίκηση μου ανέθεσε νέα καθήκοντα. Ορίστηκα υπεύθυνος για την περισυλλογή πολεμικού υλικού και την αποστολή αυτού όπου το κίνημα είχε ανάγκη.
Η νέα θέση είχε περισσότερες ευθύνες και είχε μεγαλύτερο βαθμό κινδύνου. Και από αυτή τη θέση προσπάθησα να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης που μου έδειχνε η διοίκηση. Και αυτό νομίζω ότι τους το ανταπέδωσα.
Στην όλη μου δράση περισυνέλλεξα περίπου 186 νάρκες, εκατοντάδες φυτίλια και δεκάδες χειροβομβίδες. Τα είχα βάλει σε μία αποθήκη στο Χαλκιόπουλο (Βάλτου Αιτ/νίας), για να είναι έτοιμα για μεταφορά όπου και όταν χρειαζόταν.
Μεταφορά Πολεμικού Υλικού στην Αθήνα, (φύλο πορείας) με βαθμό Ανθυπολοχαγού.
Με τα Δεκεμβριανά του 1944 πήρα έγγραφο από τη Διοίκηση της Μεραρχίας. Το έγγραφο αυτό έλεγε να μεταφέρω το πολεμικό υλικό που είχα συγκεντρώσει στην Αθήνα τάχιστα. Το φύλλο πορείας, με απόφαση της διοίκησης της 8ης Μεραρχίας Ηπείρου, με ανέφερε ως Ανθυπολοχαγό. Φυσικά, ο προβιβασμός σε αξιωματικό του ΕΛΑΣ, με χαροποίησε πάρα πολύ.
Περισυνέλλεξα 15 μουλάρια και κατά τα Χριστούγεννα του 1944 αναχώρησα, με 15 αντάρτες από το Χαλκιόπουλο, για το Αγρίνιο. Η μεταφορά μας ήταν δραματική. Πέρασα πολλά ορεινά χωριά, καθώς και δύσβατα βουνά και λαγκάδια. Όλα ήταν χωμένα μέσα στο χιόνι. Τελικά, μετά από 10 ώρες ταλαιπωρίας, σε αυτή την πρώτη φάση του μεγάλου ταξιδιού, φτάσαμε στο χωριό Καμαρούλα Αγρινίου. Εκεί βρήκαμε μια αποθήκη. Ξεφορτώσαμε το υλικό και το αποθηκεύσαμε μέσα με μεγάλη προσοχή. Ύστερα, επειδή ήμασταν αρκετά ταλαιπωρημένοι, πήγαμε να ξεκουραστούμε. Για φύλαξη του υλικού βάλαμε τρεις ντόπιους φύλακες, τους οποίους μας είχε προτείνει ο υπεύθυνος του χωριού. Όμως, για κακή μας τύχη οι φύλακες εγκατέλειψαν τη θέση τους. Πήγανε σε ένα κοντινό σπίτι για γλέντι και φαγητό. Όταν ξυπνήσαμε και είδαμε τις αποθήκες αφύλακτες τότε τα χρειαστήκαμε! Σκεφτήκαμε πως «μας πήραν το υλικό και φύγανε». Μα σαν είδα το υλικό στη θέση του, και ταυτόχρονα ενημερώθηκα και από τον υπεύθυνο του χωριού για το τι είχε γίνει, αναθάρρεψα. Πήρα τους αντάρτες μου και πήγα στο σπίτι που καλοέτρωγαν και τους συνέλαβα. Τους έδεσα τα χέρια και τους μετέφερα στην αποθήκη όπου και τους έδειξα το υλικό… Μόλις είδανε τι περιείχε μέσα η αποθήκη τα χάσανε. Κάποια στιγμή, αστειευόμενος, τους είπα ότι θα τους εκτελέσω γιατί είχαν εγκαταλείψει τη θέση τους. Τότε τα χρειάστηκαν…. Φοβήθηκαν. Στο τέλος βάλανε τα κλάματα… και αφέθηκαν ελεύθεροι.
Από την Καμαρούλα πήρα τηλέφωνο τον Φρούραρχο του Αγρινίου, ο οποίος και μου έστειλε 8 αυτοκίνητα Εγγλέζικα. Τα αυτοκίνητα αυτά τα είχαμε πάρει στο Κρυονέρι, τις 18 Δεκέμβρη του 1944, όταν μέρος του 36ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ νίκησε αγγλικά τμήματα, και αυτά κατά τη φυγή τους στην Πάτρα άφησαν πίσω τους βαρύ οπλισμό με αρκετό υλικό…
Πράγματι, τα αυτοκίνητα ήρθαν γρήγορα. Φορτώσαμε αμέσως το υλικό και το μεταφέραμε με αυξημένη προσοχή στο Αγρίνιο. Όταν φτάσαμε εκεί ο Φρούραρχος, Λοχαγός …; παρέλαβε το υλικό και στη συνέχεια μας οδήγησαν στην τραπεζαρία για φαγητό. Εμένα, ως Ανθυπολοχαγό, με οδήγησε στη Λέσχη Αξιωματικών, τους δε αντάρτες μου στην τραπεζαρία του μαγειρείου. Με το διαχωρισμό αυτό διαφώνησα και αμέσως πήρα τα τρόφιμα και τους αντάρτες μου και ξεκινήσαμε για να φύγουμε. Τελικά, δεν μας άφησαν να φύγουμε. Μας πήραν όλους μαζί και μας ανέβασαν σε ένα σπίτι όπου γλεντούσανε την απελευθέρωση από τους Γερμανούς. Σαν τους αντίκρισα τους είπα «καλησπέρα, χρόνια πολλά και ελεύθερα» και αυτοί αμέσως μας προσφέρανε μεζέ.
Το σπίτι αυτό ήταν του καπνεργάτη Γιώργου Ράγκου1, ο οποίος ερχόταν συχνά στο χωριό μας. Θυμάμαι πως τις περισσότερες φορές κοιμόταν στο σπίτι μου. Κάποια στιγμή κουβέντιασα και μαζί του. Εγώ βέβαια τον γνώρισα, αυτός όμως, όχι. Όταν του είπα πως είμαι από το Αρχοντοχώρι, με ρώτησε για το Νώντα Μπανιά (καπεταν Πελεκούδα) και για τον Ανάστο Λιοπύρη (καπετάν Καλιακούδα). Κι εγώ χαμογελώντας του απάντησα πως, «καλά είναι ο Νώντας» και πως, «ο Ανάστος, είναι εδώ στο Φρουραρχείο». Χωρίς δεύτερη κουβέντα κινήθηκε να πάει να με βρει. Τότε τον σταμάτησα και του είπα, «εγώ είμαι ο Ανάστος». Και αμέσως έπεσε πάνω μου, με αγκάλιασε και με φίλησε.
Από το Αγρίνιο στη Ναύπακτο
Κατά τις 1:30 τη νύχτα φτάσαμε στη Ναύπακτο. Εκεί μας περίμενε το ΕΛΑΝ, ένα μεγάλο καϊκι παντόφλα με δύο αντάρτες καπεταναίους-φύλακες. Τους είπα να βάλουμε μέσα τα αυτοκίνητα και να ειδοποιηθεί ο υπεύθυνος για να φύγουμε αμέσως για την Ιτέα. Πράγματι, ήρθε πολύ γρήγορα ο μεγάλος καπετάνιος, βάλαμε μέσα τα αυτοκίνητα και μετά ειδοποίησαν τον Διοικητή του ΕΛΑΝ ότι τo καράβι φεύγει για την Ιτέα. Διοικητής του ΕΛΑΝ ήταν ένας Λοχαγός, ονόματι Βασιλειάδης, που μαζί είχαμε χτυπήσει στην Μακρακόμη 2-δύο Γερμανούς (6/10/1943) και δυστυχώς στη συνέχεια οι Γερμανοί την κάψανε.
Ο διοικητής του ΕΛΑΝ ήρθε αμέσως, αλλά με άγριες διαθέσεις. Ήταν πολύ νευρικός. Μου ’ριξε δύο πιστολιές… Ευτυχώς κρύφτηκα πίσω από ένα πλάτανο. Αλλιώς, κλάψτα Χαράλαμπε!
Τις πιστολιές τις άκουσε η Πολιτοφυλακή και το Περίπολο και έφτασαν αμέσως. Μας πήρε και τους δύο και μας οδήγησαν στη Διοίκηση της Πολιτοφυλακής. Ο Διοικητής μου ζήτησε τα χαρτιά μου και μόλις είδε τα δικαιώματα που μου είχε παραχωρήσει η 8η Μεραρχία τον έπιασε τρεμούλα και μου είπε: «γρήγορα να φύγεις για τον προορισμό σου». Μάλιστα μου ζήτησαν και χίλια συγγνώμη… (η Μεραρχία για να φτάσω στον προορισμό μου στην Αθήνα μου είχε παραχωρήσει πολλά δικαιώματα, μέχρι και εκτελέσεις να κάνω …).
Από την Ναύπακτο στην Ιτέα
Κατά το χάραμα φτάσαμε στην Ιτέα. Μας υποδέχτηκε ένας Συνταγματάρχης με πολύ ευγενικό τρόπο. Εμείς αμέσως του ζητήσαμε φαγητό και αυτός μας πρόσφερε κρέας, ψωμί και τυρί. Ξεκουραστήκαμε λίγο και μετά τις οδηγίες που πήραμε φύγαμε για την Αθήνα.
Από την Ιτέα στην Αθήνα
Κατά τις 4:00 το πρωί μπήκαμε στο στρατόπεδο της 13ης Μεραρχίας. Εκείνες τις ημέρες η Αθήνα καιγότανε από τις μάχες που έδιναν οι αντάρες του ΕΛΑΣ με τους περίπου 70.000 Άγγλους και Έλληνες Εύζωνες στρατιώτες. Στο κέντρο της Αθήνας: Μακρυγιάννη, Πλάκα, Πλατεία Συντάγματος, Μεταξουργείο, Γουδί, Σχολή Ευελπίδων, Εξάρχεια, Κυψέλη, Φυλακές Αβέρωφ, Γηροκομείο Αθηνών,… χάλαγε ο κόσμος!!! Βομβαρδισμοί αεροπλάνων, κανονιοβολισμοί από τα γύρω υψώματα, άρματα μάχης στους δρόμους, όλμοι, κανόνια, ντουφέκια, χειροβομβίδες, σφαίρες παντού, ….!
Φτάσαμε στην πύλη της 13ης Μεραρχίας. Μας υποδέχτηκε ο Διοικητής και αφού έκανε την αναγνώριση, προχωρήσαμε μέσα στις αποθήκες του στρατοπέδου και ξεφορτώσαμε όλο το πολεμικό υλικό. Με την ολοκλήρωση της αποστολής μας νιώσαμε μεγάλη ανακούφιση και συγχρόνως απέραντη ευχαρίστηση για την επιτυχή εκπλήρωση του καθήκοντος.
Και πριν πάρουμε το δρόμο της επιστροφής ζητήσαμε από τους αξιωματικούς της 13ης Μεραρχίας να μας κρατήσουν εκεί. Είχαμε τη θέληση να πολεμήσουμε τους Άγγλους στην Αθήνα, αλλά το αίτημά μας δεν έγινε δεκτό.
Οι αξιωματικοί της Μεραρχίας μας δώσανε ψωμί, ρούχα, άρβυλα, χλαίνες, όλα Εγγλέζικα (….). Μας έδωσαν και δύο από τα οκτώ αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε για τη μεγάλη επιστροφή.
Επιστροφή στα πάτρια εδάφη – Από Αθήνα στη Λαμία
Από την Αθήνα ξεκινήσαμε για την Λαμία. Στο δρόμο συναντήσαμε πέντε αντάρτες να πηγαίνουν στη Λαμία τη γυναίκα του Μεταξά, την κόρη του, τον γαμβρό του και τον υπουργό Οικονομικών Μπάκο. Τους πήραμε στα αυτοκίνητα. Καθώς ταξιδεύαμε μου ήρθε στο νου η πολύχρονη νοσηλεία μου (1936-1939) στο Ασκληπιείο Βούλας, καθώς και το εφάπαξ επίδομα πρόνοιας των 3000 δρχ. που μου είχε δώσει η αρμοδία της κυβέρνησης Μεταξά, το 1939. Γι΄ αυτό όταν φτάσαμε στη Λαμία είπα να ελευθερωθούν οι Μεταξάδες. Τελικά, ελευθέρωσαν τις γυναίκες. Ο Μπάκος και ο γαμπρός του Μεταξά εκτελέσθηκαν!
Από τη Λαμία στην Ιτέα-Ναύπακτο-Μεσολόγγι-Ρίγανη-Αστακό-Αμφιλοχία.
Από τη Λαμία φτάσαμε στην Ιτέα. Στην Ιτέα παραμείναμε 8 ημέρες μέχρι να καταλαγιάσει η θαλασσοταραχή.
Τέλος φτάσαμε στη Ναύπακτο και από εκεί στο Μεσολόγγι. Στο Μεσολόγγι αφήσαμε τα δύο αυτοκίνητα και από εκεί πήγαμε με τα πόδια στη Ρίγανη.
Από τη Ρίγανη πήγαμε στον Αστακό και από εκεί στην Αμφιλοχία όπου έδρευε η 7η Ταξιαρχία.
Η αποστολή αυτή ήταν σοβαρή και επικίνδυνη. Πολλές φορές, στις μοναχικές και συνάμα σκληρές νύχτες του μεγάλου αυτού ταξιδιού, καθόμουν και αναλογιζόμουν για την επικινδυνότητα της θέσης μου, αλλά και για την πορεία-τύχη του κινήματος! Όμως, στο τέλος πάντα έλεγα: «δε βαριέσαι, όλα είναι τυχερά»… !
Μετά τα Δεκεμβριανά: Υπεύθυνος αποθήκης τροφίμων της 7ης Ταξιαρχίας (2/39 Σύνταγμα και 24ο Σύνταγμα…)
Στην Αμφιλοχία κρατήθηκα από την 7η Ταξιαρχία, κατόπιν παρεμβάσεως του Ταγματάρχη του ΕΛΑΣ Στάθη Λιάκα ή καπετάν Φουρτούνα, ο οποίος με πήρε στο γραφείο του Τεχνικού Τμήματος της Ταξιαρχίας. Το γραφείο του Μηχανικού Στάθη Λιάκα – καπετάν Φουρτούνα ήταν απέναντι από το πηγάδι, στο σπίτι του Πρέζα. Ο Πρέζας ήτο διωκόμενος από τον ΕΛΑΣ και είχε καταφύγει στην Κέρκυρα. Στο σπίτι αυτό έμενε ο πατέρας του και τα τρία του αδέρφια. Ήταν φτωχοί. Τα παιδιά μικρά και τα μάστιζε η πείνα.
Εγώ είχα υπό την ευθύνη, που μου την είχε αναθέσει η Ταξιαρχία, και της αποθήκης τροφίμων. Η αποθήκη ήταν κάτω από το γραφείο του Φουρτούνα και έτσι μέρα και νύχτα έδινα στους ανθρώπους αυτούς απ’ όλα. Κάθε μέρα τρώγανε κρέας και ήταν πολύ υποχρεωμένοι.
Απέναντι στο πηγάδι ερχόταν όλος ο Καρβασαράς και έπαιρνε νερό. Εκεί ερχόταν και η 19/χρονη ξαδέρφη του Α. Βί.ση, του αγρονόμου του Μύτικα (υπηρετούσε πριν από τον αγρονόμο Αθ. Παπαναστάση). Αυτή μου έκανε τη ζωή δύσκολη. (…).
Στην Ταξιαρχία γνώρισα ένα γέρο από την Κανδήλα, ονόματι Αγγελή Καλμαντή. Ήταν κι αυτός στην Ταξιαρχία. Μια μέρα τον πήρα μαζί μου ανεβήκαμε στα γραφεία και του έβγαλα χαρτί με το οποίο πήγε με τον ΕΛΑΝ στη Βόνιτσα και από εκεί στην Κανδήλα.
(……..κ. ά.)
Ηλεκτρονική ανάρτηση: https://el.wikipedia.org/wiki/
«Αναμνήσεις από την Αντίσταση»: Ενδεικτικά αποσπάσματα από το Αρχείο του Αναστασίου Ευστ. Λιοπύρη.
Ευχαριστώ θερμά τον Παρασκευά Παν. Πανούτσο, για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε με το να μου παραχωρήσει το προσωπικό ημερολόγιο-αρχείο του θείου του Ανάστου Ευστ. Λιοπύρη, για παραπέρα αξιολόγηση, επιμέλεια και ανάδειξή του!
___________________________________________
1 Ο Γιώργος Ράγκος, κατάγονταν από το Αρχοντοχώρι. Με τη μετοίκισή του, πρώτα στην Κατούνα και εν συνεχεία στο Αγρίνιο, πούλησε την οικία του στον Π. Καϋμενάκη και αυτός με τη σειρά του στον Ι. Λιάβα