Το κιόσκι και το πεντοφάναρο της Πλατείας
Η κεντρική πλατεία Λευκάδας (Εθνικής Αντίστασης) γύρω στα 1890
Σε λίγες μέρες η Πλατεία μας θα είναι πλέον έτοιμη με τη νέα της πλέον μορφή. Ανυψωμένη κατά 20-30 πόντους, ουσιαστικά είναι πιο μεγάλη απ΄ την πρώτη, αν λάβουμε υπ΄ όψη μας πως οι δρόμοι μπροστά απ΄ του Κομπίτση – Κατωπόδη – Ντόβα έγιναν πλακοστρωμένες προεκτάσεις της, σε κάπως χαμηλότερο επίπεδο. Παρότι δεν έχει ακόμα πάρει την τελική της μορφή μπορούμε να πούμε, πως κάθε άλλο παρά άσκημη θα είναι. Και τα λέμε αυτά, γιατί, όταν άρχισαν οι πρώτες εργασίες πολλοί, κάπως βιαστικοί ίσως, είχαν αντίρρηση για το σχέδιο.
Πάντως είναι γεγονός, πως η παλιά πλατεία δεν υπάρχει πλέον σαν αισθητικός χώρος. Παραχώρησε τη θέση της στη νέα, που έχει όμως κι΄ αυτή τη χάρη της. Γιατί πράγματι έπρεπε να υψωθεί κάπως και να προσαρμοσθεί στις ανάγκες του χώρου. Άλλωστε θα την συνηθίσουμε.
Το πεντοφάναρο με κρεμασμένα τα κεφάλια επτά ανταρτών του ΔΣΕ μετά την Μάχη της Πούντας τον Ιούνιο του 1947
Λείπει βέβαια το «πεντοφάναρο». Παρευρεθήκαμε ένα μεσημέρι στην… καθαίρεσή του. Μια συσκευή οξυγόνου το σώριασε φαρδιά-πλατιά, στη μέση της πλατείας. Την ώρα που έπεφτε ένας συμπολίτης είπε: «Και τι δεν είδε με τα μάτια του το πεντοφάναρο…». Αλήθεια αυτή η απλή κολώνα με τα πέντε φανάρια της μπήκε στη ζωή των κατοίκων της πόλεως και του νησιού, επιβλητικά κι΄ ατράνταχτα. «Πρόσεξε γιατί θα σε βάλω στο πεντοφάναρο» ή «βγήκε στο πεντοφάναρο» κι΄ ακόμα «Θα σε κρεμάσω στο πεντοφάναρο». Είναι φράσεις που τις λέμε καθημερινά με την αλληγορική τους σημασία. Έγιναν πολλές συζητήσεις αν πρέπει ή όχι να το γκρεμίσουν. Τελικά το γκρέμισαν, πάει. Έμειναν όμως οι παραπάνω φράσεις. Κι΄ έπειτα από πολλά χρόνια οι νεώτεροι θα προσπαθούν να τις εξηγήσουν και δεν θα τα καταφέρνουν. Φυσικά θα γραφεί η ιστορία και κάτι θα ΄χει να πει γι΄ αυτό.
Εκείνο που βασικά έμεινε και θα μείνει είναι τα γύρω. Τα σπίτια που περιβάλλουν τη μικρή απλωσιά της και την κάνουν να μοιάζει με υπαίθριο θέατρο. Το σαλόνι της πόλεως. Ένα-δύο περιπτώσεις σπιτιών είναι και σήμερα σκηνικά. Και διαλογίζεσαι πότε θ΄ αρχίσει η παράσταση. Και βέβαια η αυλαία ανοίγει κάθε καλοκαίρι. Αυγουστιάτικα.
Για πολύν καιρό θα θυμόμαστε την παλαιά μορφή της Πλατείας, την τόσο λιτή και τόσο όμορφη. Κι΄ επαναλαμβάνομε πως πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια και φροντίδα, ώστε να μην αλλοιώνεται η αισθητική των χώρων και των κτιρίων μας, όταν έχουν τουλάχιστον, κάποια αξία σε συνδυασμό με το περιβάλλον. Όταν υπάρχει τοπικό χρώμα, πρέπει να το διατηρούμε.
Για να μην έχομε παράπονο κι΄ μεις οι σημερινοί λέμε πως η πλατεία άλλαξε μορφή αρκετές φορές. Σε μια φωτογραφία του 1890 πάνω κάτω την είδαμε και δεν την γνωρίσαμε. Φαίνεται να ΄ναι στρωμένη… με χώμα. Ίσως να είχε σκεπαστεί το πρώτο της επίστρωμα καμωμένο με μικρές ακανόνιστες πλάκες σε καλντεριμικό σχέδιο.
Η κεντρική πλατεία Λευκάδας (Εθνικής Αντίστασης) γύρω στα 1890
Εκεί μπροστά στον Άγ. Σπυρίδωνα και λίγο προς το μέρος της πλατείας ήτανε στημένο ένα κιόσκι, ψηλό, πολυγωνικού σχήματος, σε μέγεθος σημερινού περιπτέρου. Γύρω γύρω τοιχοκολλούσαν οι αρχές διάφορες ανακοινώσεις. Σιμά στο κιόσκι, που συνήθως νοικιάζονταν σε ωρολογοποιούς, ήταν ένα δέντρο, αρκετά μεγάλο, ίσως πλάτανος. Στον ίσκιο του θα βγάνανε τις καρέκλες τους οι καφενέδες και θα καθόντανε οι αφεντάδες να πιούνε το καφεδάκι τους.
Απέναντι όπου σήμερα του Ντόβα το καφενείο (κτίριο Νομαρχίας) ήταν μια μεγάλη, χαμηλή ξύλινη αποθήκη, με μεγάλη και πολύ κακότεχνη σκεπή, με χαμηλές πόρτες, που έδινε την εντύπωση παράγκας. Ίσως, αν ήταν και σήμερα, να την γκρέμιζε ο Τουρισμός. Στην γωνιά του παζαριού υπήρχε ένα κρασοπουλειό, ταβέρνα. Πουλούσαν εκεί το εκλεκτό Λευκαδίτικο γιοματάρι και κεροπάτι. Δύο μέτρα παραπέρα ήταν μια πινακίδα μόνιμη (κάτι σαν τα σημερινά σήματα της τροχαίας) όπου κολλούσαν αγγελίες. Ίσως και το πρόγραμμα «Πλατείας» της «Φιλαρμονικής». Άλλωστε και σήμερα στο ίδιο μέρος το βάζομε. Η πινακίδα ήταν στην κορυφή ενός σιδερένιου πασσάλου μπηγμένου στο χώμα. Τότε δεν υπήρχε φόβος να τον γκρεμίσουν τα αυτοκίνητα. Μόνο από την «Διάνα» κινδύνευε.
Λίγα χρόνια αργότερα γύρω στα 1895-98, γκρεμίσανε το κιόσκι, κόψανε το δέντρο και κάμανε την πλακόστρωση που ξηλώσαμε εμείς προχθές, το σωτήριον έτος 1964, το μήνα Δεκέμβρη.
Ο ΠΑΛΑΙΟΣ
Πηγή: Εφημερίδα «Λευκαδίτικες Σελίδες» (Μηνιαία έκδοση του Μουσικοφιλολογικού Ομίλου «Ορφεύς»), Αριθ. Φύλλου 43-44 (Δεκέμβριος 1964 – Ιανουάριος 1965), Σελ. 6.