Οι Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 22ο Συνέδριο: ΚΚΕ – Ολόκληρο το κείμενο
Δημοσιεύουμε ολόκληρο το κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 22ο Συνέδριο του ΚΚΕ που θα διεξαχθεί 29-31 Γενάρη του 2026 με σύνθημα: «ΚΚΕ Δυνατό, σταθερό σε κάθε δοκιμασία, έτοιμο στο κάλεσμα της ιστορίας για το Σοσιαλισμό!».
Μπορείτε επίσης να κατεβάσετε το κείμενο σε μορφή pdf πατώντας εδώ.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΕ
Υποδεχόµαστε το 22ο Συνέδριο του ΚΚΕ µε πνεύµα ευθύνης, περηφάνιας, µαχητικής ρεαλιστικής αισιοδοξίας για το δίκαιο του αγώνα µας και την προώθηση του Προγράµµατός µας, για µια ζωή χωρίς εκµετάλλευση και ιµπεριαλιστικούς πολέµους, µε αξιοπρέπεια, κοινωνική ευηµερία, όπως αρµόζει στις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών δυνάµεων και της νεολαίας, όπως ταιριάζει στον 21ο αιώνα.
Η ΚΕ του ΚΚΕ, εδώ και έναν χρόνο, µπαίνοντας στην τελική ευθεία για το 22ο Συνέδριο, έδωσε έγκαιρα για συζήτηση σε όλο το Κόµµα τις Αποφάσεις που αφορούσαν τις εξελίξεις στα µέτωπα του ιµπεριαλιστικού πολέµου και τα καθήκοντά µας, την πορεία της κοµµατικής οικοδόµησης του Κόµµατος και της ΚΝΕ, την ιδεολογικοπολιτική δουλειά του Κόµµατος, την πορεία του «Ριζοσπάστη», καθώς και τα συµπεράσµατα από τη δράση µας στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα και τους αγώνες του λαού µας. Οι Αποφάσεις αυτές της ΚΕ αποτέλεσαν στοιχεία ουσιαστικής προετοιµασίας, βαθύτερης αφοµοίωσης κρίσιµων εκτιµήσεων και συµπερασµάτων, ώστε καλύτερα να συνειδητοποιούνται οι συνθήκες µέσα στις οποίες δρούµε, για να ανταποκριθούµε στον σκοπό ύπαρξης του Κόµµατος. Ως ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία, καθοδηγητής της εργατικής τάξης για την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής, την απαλλαγή της εργατικής τάξης από τα δεσµά της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης και την οικοδόµηση της νέας σοσιαλιστικής – κοµµουνιστικής κοινωνίας.
Οι Θέσεις για το 22ο Συνέδριο, που δίνουµε στη δηµοσιότητα, κωδικοποιούν και ενσωµατώνουν την πλούσια συζήτηση που προηγήθηκε, µέσα από επανειληµµένες Γενικές Συνελεύσεις των ΚΟΒ σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Φιλοδοξούµε µε την προσυνεδριακή συζήτηση και τις ίδιες τις εργασίες του Συνεδρίου µας, το Κόµµα να κάνει ένα ακόµα µεγάλο, στέρεο βήµα στην ανάπτυξη όλων των σύγχρονων επαναστατικών του χαρακτηριστικών.
Το κεντρικό θέµα του 22ου Συνεδρίου είναι το ΚΟΜΜΑ. Το Κόµµα που όλη η λειτουργία του, η κατάσταση των δυνάµεών του, πρέπει να εναρµονιστεί πλήρως και µε πιο γρήγορους και αποτελεσµατικούς ρυθµούς µε το επαναστατικό του Πρόγραµµα και το Καταστατικό του, να είναι πραγµατικά «κόµµα παντός καιρού», «κόµµα έτοιµο για όλα», όχι ως σύνθηµα ή ως ένας γενικός στόχος, αλλά στόχος που θα αποτυπώνεται στην καθηµερινή του δράση και προσφορά, συνεγείροντας τις εργατικές – λαϊκές συνειδήσεις, καθοδηγητής της πάλης του λαού µας για τον σοσιαλισµό. Η ικανότητα και προετοιµασία του Κόµµατός µας αφορά και την ανάλογη στρατηγική προγραµµατική ετοιµότητα, αλλά αφορά και την τρέχουσα οργανωτική του πολιτική και δράση στις σηµερινές συνθήκες σε µια αδιάσπαστη ενότητα.
Κρίσιµο ζήτηµα είναι ο συνδυασµός του επαναστατικού Προγράµµατός µας µε την καθηµερινή επαναστατική δράση, σε όλους τους τοµείς, σε κάθε κρίκο της καθοδηγητικής δουλειάς. Άλλωστε, και σε µη επαναστατική κατάσταση, όπως η σηµερινή, οφείλουµε να κάνουµε επαναστατική δουλειά προετοιµασίας µε προοπτική. Οφείλουµε να κάνουµε συστηµατική δουλειά, να πείθουµε όλο και περισσότερους εργάτες και εργάτριες, εργαζόµενους στον ιδιωτικό και δηµόσιο τοµέα, αλλά και ευρύτερα λαϊκά στρώµατα να ξεκόβουν οριστικά από την αστική ιδεολογία και κάθε εκδοχή της (φιλελεύθερη, σοσιαλδηµοκρατική κ.λπ.), τον οπορτουνισµό, από όλα τα αστικά κόµµατα, µε όποιον µανδύα και αν αυτά εµφανίζονται, να πυκνώνουν, να δυναµώνουν µε όλες τους τις δυνάµεις τους αγώνες, τις διεκδικήσεις, τις απεργιακές κινητοποιήσεις, τις διαδηλώσεις, το επαναστατικό κίνηµα, χωρίς να λυπόµαστε θυσίες, χωρίς όρια στην προσφορά µας, οργανώνοντας µακροχρόνια, επίµονη προετοιµασία.
Η συνολική εκτίµηση της πορείας του Κόµµατος και της συµβολής σε αυτήν την πορεία των καθοδηγητικών του οργάνων, των στελεχών και µελών του εδράζεται στο αν η καθοδηγητική δουλειά µας αντιστοιχεί στον κατακτηµένο από το Κόµµα -προγραµµατικά και καταστατικά- επαναστατικό του χαρακτήρα, ζήτηµα που πρέπει να επιβεβαιώνεται συνεχώς, σε κάθε Συνέδριο, εµπλουτιζόµενο οπωσδήποτε µε τις ίδιες τις εξελίξεις και τη γενίκευση της πείρας της ταξικής πάλης. Τα αναµφίβολα συνολικά θετικά βήµατα σε πολλούς τοµείς της δράσης µας δεν πρέπει να κρύψουν αδυναµίες, κενά και ελλείψεις, µε στόχο την πλήρη αντιστοίχηση όλου του Κόµµατος µε το επαναστατικό µας Πρόγραµµα.
Το ερώτηµα που τίθεται και πρέπει να είναι διαρκώς στην προσοχή µας είναι το πώς κατακτιέται στην πράξη και µέσα στην κοµµατική λειτουργία ο πρωτοπόρος, επαναστατικός χαρακτήρας του Κόµµατος. Εστιάζουµε στο ζήτηµα της λειτουργίας των ΚΟΒ, γιατί σε αυτό το επίπεδο εκφράζονται όλες οι καθοδηγητικές αδυναµίες. Η ετοιµότητα, η ικανότητα, η θέληση και η γεµάτη αυταπάρνηση δουλειά του κάθε κοµµουνιστή και κοµµουνίστριας, όπου κι αν βρίσκεται, κάτω από όλες τις συνθήκες, αποδεικνύονται ως γενικά, υποχρεωτικά, ενιαία στοιχεία. Είναι απαραίτητο να αναδεικνύονται σε λαϊκούς ηγέτες στον χώρο τους, στο περιβάλλον τους, να αφήνουν το αποτύπωµά τους παντού, έτοιµοι να αντιµετωπίσουν κάθε δυσκολία.
Συνεπώς, απαιτείται συνολικά καλύτερη ποιοτικά οργάνωση της καθηµερινής δουλειάς του Κόµµατος. Να δράσουµε µέσα στους εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, φτωχούς αγρότες, αυτοαπασχολούµενους της πόλης, οι οποίοι υποφέρουν από το καπιταλιστικό σύστηµα, από τα δεινά των πολέµων, της εκµετάλλευσης, της φοροληστείας και τόσα άλλα προβλήµατα, από όσα, δηλαδή, δεν µπορούν ούτε υπάρχει περίπτωση να απαλλαγούν χωρίς την ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, εξηγώντας αυτό συγκεκριµένα, απλά, κατανοητά, στις πλατιές µάζες, στα εκατοµµύρια του λαού. Να µιλάµε και να προβάλλουµε τα χαρακτηριστικά της σοσιαλιστικής κοινωνίας την οποία εµείς σχεδιάζουµε, επιδιώκουµε να οικοδοµήσουµε, µε όρους ζύµωσης και προετοιµασίας από σήµερα. Να προετοιµάζουµε πρωτοπόρες, εργατικές και σύµµαχες λαϊκές δυνάµεις στην απόκτηση πείρας σκληρών συγκρούσεων της ταξικής πάλης.
Το ΚΚΕ δρα στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην ευρύτερη περιοχή, σε συνθήκες πολύ δύσκολες, συνολικού αρνητικού συσχετισµού, στον αγώνα για την οριστική ανατροπή του καπιταλισµού, για την οικοδόµηση του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού, του µόνου συστήµατος που µπορεί να βάλει τέρµα στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους, στη φτώχεια, στην εκµετάλλευση, στην προσφυγιά, στην καταπίεση.
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ, ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ, ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
Α. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
1. Συνολική εκτίµηση για το πού βρισκόµαστε σήµερα
Τριάντα πέντε χρόνια µετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές παραµένει αρνητικός ο συσχετισµός της ταξικής πάλης παγκόσµια, παρά τα προβλήµατα του καπιταλισµού, την όξυνση των αντιθέσεών του. Η καπιταλιστική εξουσία κατόρθωσε να ενσωµατώσει όχι µόνο τµήµατα της εργατικής τάξης, του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος και λαϊκών µεσαίων στρωµάτων, αλλά και Κοµµουνιστικά Κόµµατα. Ωστόσο, όλο και περισσότερο οι ίδιες οι εξελίξεις δείχνουν ένα σύστηµα γερασµένο, σάπιο, ξεπερασµένο πλέον ιστορικά.
Στο διάστηµα που εξετάζουµε από το 21ο Συνέδριο του Κόµµατος, διευρύνθηκε το χάσµα ανάµεσα στον πλούτο που συγκεντρώνεται στους µονοπωλιακούς οµίλους και τη σχετική και απόλυτη φτώχεια που βιώνει η µεγάλη πλειοψηφία των εργαζοµένων.
Στα χέρια του κεφαλαίου οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες, ο ψηφιακός µετασχηµατισµός και η Τεχνητή Νοηµοσύνη, αντί να αξιοποιούνται για την πλήρη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών που διευρύνονται, υπηρετούν την αύξηση της κερδοφορίας και τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, την αύξηση του βαθµού εκµετάλλευσης, την καταστολή και τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης και γενικότερα του λαού. Η καπιταλιστική αξιοποίησή τους οδηγεί στη γιγάντωση των αντιθέσεων του ίδιου του καπιταλιστικού συστήµατος.
Η ενίσχυση της τάσης σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης και µακρόχρονης ανεργίας, η ακύρωση της αξιοποίησης των σύγχρονων επιστηµονικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων για την προστασία της υγείας του λαού, την κάλυψη των µορφωτικών αναγκών του, την προστασία του περιβάλλοντος αναδεικνύουν την όξυνση της βασικής αντίθεσης ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και γενικότερα του συνόλου των κοινωνικών αντιθέσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήµατος.
Η επιβράδυνση της διεθνούς οικονοµίας την τελευταία τριετία, σε σχέση µε τον µακρόχρονο µέσο όρο της περιόδου 2000 – 2019, αναδεικνύει το µεγάλο µέγεθος του υπερσυσσωρευµένου κεφαλαίου, το οποίο δεν µπορεί να ανακεφαλαιοποιηθεί, να επενδυθεί, διασφαλίζοντας ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Η ύφεση στην οικονοµία της Ευρωζώνης, ειδικότερα της Γερµανίας, αλλά και της Ιαπωνίας στην Ασία, η οριακή επιβράδυνση στις ΗΠΑ, η µείωση της αναπτυξιακής δυναµικής της Κίνας και της Ινδίας αποτελούν χαρακτηριστικές όψεις της πραγµατικής κατάστασης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονοµίας.
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και η εκδήλωση της κρίσης δηµιουργείται περιοδικά από τη φυσιολογική λειτουργία της καπιταλιστικής οικονοµίας. Δεν αποτελεί κάποια εκτροπή της, όπως θέλουν να την προβάλλουν οι αστικές αναλύσεις. Γεννιέται από την αντίφαση που υπάρχει στον πυρήνα λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήµατος στη σφαίρα της παραγωγής.
Την προηγούµενη περίοδο αποδείχτηκε επίσης, για µια ακόµη φορά, ότι καµιά πρόταση αστικής διαχείρισης, κεϋνσιανή ή νεοφιλελεύθερη, επεκτατική ή περιοριστική δηµοσιονοµική και νοµισµατική πολιτική, δεν µπορεί να ακυρώσει τις νοµοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής, την αντίθεση ανάµεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσµάτων της, που αποτελεί τη βασική αντίθεση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την κύρια αιτία των οικονοµικών κρίσεών του.
Δοκιµάστηκαν ξανά όλες οι διαχειριστικές επιλογές (όπως η αύξηση και στη συνέχεια η µείωση των επιτοκίων από τις Κεντρικές Τράπεζες των ιµπεριαλιστικών κέντρων, τα µεγάλα πακέτα κρατικών ενισχύσεων για την «πράσινη µετάβαση») και επιβεβαιώθηκε, για άλλη µια φορά, ότι µόνο συγκυριακά αµβλύνουν αντιθέσεις, δεν µπορούν να αντιµετωπίσουν τις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήµατος που διογκώνονται.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, και µε δεδοµένη την όξυνση των ενδοϊµπεριαλιστικών αντιθέσεων, προωθείται η στροφή προς την πολεµική οικονοµία και την προετοιµασία για έναν ιµπεριαλιστικό πόλεµο µεγάλης κλίµακας, µε στόχο αφενός να µεταθέσουν µε τις επενδύσεις στην πολεµική οικονοµία τον χρόνο εκδήλωσης της επόµενης µεγάλης καπιταλιστικής κρίσης και αφετέρου να διαµορφωθούν προϋποθέσεις για µια σχετικά ελεγχόµενη, µεγάλη απαξίωση, καταστροφή κεφαλαίου στις διάφορες πολεµικές εστίες. Η στροφή αυτή συνοδεύεται από αύξηση του βαθµού εκµετάλλευσης των εργαζοµένων, µείωση των δαπανών κοινωνικής πολιτικής και ένταση του αυταρχισµού και της καταστολής σε όλα τα ιµπεριαλιστικά κέντρα.
Αποδεικνύεται, άλλη µια φορά, ότι δεν υπάρχει έγκληµα που το µεγάλο κεφάλαιο θα διστάσει να διαπράξει προκειµένου να διαφυλάξει την εξουσία του και να αυξήσει τα κέρδη του.
Για τους ίδιους λόγους, που κλιµακώνει την επίθεση στο εισόδηµα και τα δικαιώµατα των εργαζοµένων στην περίοδο της ιµπεριαλιστικής ειρήνης, σχεδιάζει να σύρει τους λαούς στο πεδίο των πολεµικών αναµετρήσεων.
Το σύνολο των εξελίξεων επιβεβαιώνει ότι ο καπιταλισµός είναι ένα σύστηµα ιστορικά ξεπερασµένο. Φωτίζει ότι η µόνη προοδευτική διέξοδος για την εποχή µας είναι το επαναστατικό πέρασµα στον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό.
2. Ανισόµετρη ανάπτυξη και όξυνση των ανταγωνισµών
Η ανισόµετρη ανάπτυξη επιδρά στην αλλαγή του συσχετισµού και οξύνει τις αντιθέσεις ανάµεσα στις ιµπεριαλιστικές συµµαχίες, στο εσωτερικό των σηµερινών συµµαχιών καθώς και τις ενδοαστικές αντιθέσεις στα καπιταλιστικά κράτη.
Ο ιµπεριαλιστικός ανταγωνισµός για τον έλεγχο ορυκτού πλούτου, ενεργειακών πηγών, πλούσιων εδαφών, υδάτινων πόρων, δρόµων µεταφοράς Ενέργειας και εµπορευµάτων, διασφάλισης γεωπολιτικών στηριγµάτων, µεριδίων των αγορών έχει προκαλέσει δύο περιφερειακούς ιµπεριαλιστικούς πολέµους, στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, στους οποίους µε τον έναν ή άλλον τρόπο εµπλέκεται µεγάλος αριθµός καπιταλιστικών κρατών του πλανήτη. Επιπλέον, δεκάδες είναι οι εύφλεκτες εστίες σε όλες τις ηπείρους, που αιµατοκυλούν τους λαούς για τα συµφέροντα των µονοπωλίων και των αστικών τάξεων. Διατάσσονται και αναδιατάσσονται ιµπεριαλιστικές συµµαχίες, οξύνονται οι αντιθέσεις στις γραµµές τους.
Βασικό στοιχείο της διαπάλης σε διεθνές επίπεδο είναι η αµφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ και του µπλοκ των δυνάµεων ΝΑΤΟ – ΕΕ στο διεθνές ιµπεριαλιστικό σύστηµα.
Απέναντι στην ευρωατλαντική συµµαχία προβάλλει η υπό διαµόρφωση ευρασιατική, µε βασικές δυνάµεις την Κίνα, που διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία από τις ΗΠΑ στο διεθνές ιµπεριαλιστικό σύστηµα, και τη Ρωσία, που παραµένει η 2η ισχυρότερη πολεµική δύναµη. Η συµµαχία αυτή, παρά τις διάφορες µορφές που παίρνει, είναι λιγότερο «αποκρυσταλλωµένη» σε σχέση µε την ευρωατλαντική (ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – ΕΕ) και σε αυτό επιδρούν οι αντιθέσεις στις γραµµές της, οι παρεµβάσεις της ευρωατλαντικής συµµαχίας.
Οι ΗΠΑ, που διατηρούν ακόµα την πρωτοκαθεδρία, προσπαθούν να ανακόψουν την τάση αλλαγής συσχετισµού προς όφελος της Κίνας. Αυτή η τάση αποτυπώνεται στην υποχώρηση του µεριδίου των ΗΠΑ και στη σηµαντική αύξηση του µεριδίου της Κίνας στο Παγκόσµιο Προϊόν (Παγκόσµιο ΑΕΠ) την περίοδο 2000 – 2025, στη σηµαντική διαφορά του ρυθµού ανάπτυξης ΗΠΑ – Κίνας, στο µεγάλο εµπορικό έλλειµµα των ΗΠΑ στο διµερές εµπόριο µε την Κίνα και την ΕΕ, στη θεαµατική αύξηση του αµερικανικού κρατικού χρέους. Ήδη διεθνείς οίκοι του χρηµατιστικού κεφαλαίου υποβαθµίζουν την πιστοληπτική ικανότητα των ΗΠΑ.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η νέα κυβέρνηση Τραµπ ενισχύει σηµαντικά τα µέτρα προστατευτισµού των προηγούµενων αµερικανικών κυβερνήσεων, αυξάνοντας τους εµπορικούς δασµούς και απειλώντας για κλιµάκωση του εµπορικού πολέµου, ακόµα και τους συµµάχους στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο. Εγκαταλείπει τις διεθνείς δεσµεύσεις της «πράσινης µετάβασης» και ενισχύει τις εξορύξεις κοιτασµάτων υδρογονανθράκων. Διευκολύνει µια σχετική υποτίµηση του δολαρίου για την ενίσχυση των εξαγωγών των ΗΠΑ και αυξάνει την πίεση προς την Κίνα, µε στόχο να εµποδίσει την επέκταση της επιρροής της και να ενισχύσει τη ροή κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ.
Προσπαθεί να διεµβολίσει την επιρροή της Κίνας στην υπό διαµόρφωση συµµαχία των BRICS µέσα από ιδιαίτερες συνοµιλίες και διαπραγµατεύσεις µε τη Ρωσία και την Ινδία και να αποδυναµώσει το σχέδιο του «Δρόµου του Μεταξιού» της Κίνας, που αυξάνει τους οικονοµικούς δεσµούς της µε κράτη της Ασίας και της Ευρώπης.
Η πολιτική των ΗΠΑ οξύνει τις αντιθέσεις µέσα στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο και οδηγεί σε επιδείνωση των σχέσεων των ΗΠΑ µε την ΕΕ, τον Καναδά, την Αυστραλία. Οξύνει τις ενδοαστικές αντιθέσεις και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που αντανακλώνται και στις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστηµα. Αυξάνει τις πιθανότητες εξασθένισης του δολαρίου ως διεθνούς νοµίσµατος. Επιδρά αρνητικά στο διεθνές εµπόριο και ενισχύει την τάση επιβράδυνσης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονοµίας.
Παράλληλα, η Κίνα έχει πάρει µια σειρά από µέτρα για να αντιµετωπίσει την πίεση της πολιτικής προστατευτισµού των ΗΠΑ. Έχει µειώσει την εξάρτηση των εξαγωγών της από την αµερικανική αγορά, χρηµατοδοτεί γενναία την ανάπτυξη της εγχώριας νέας τεχνολογίας και την εγχώρια κατανάλωση. Αξιοποιεί την προνοµιακή της θέση στη βιοµηχανική παραγωγή και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, και ιδιαίτερα στον έλεγχο των σπάνιων γαιών που παίζουν σηµαντικό ρόλο σε σηµαντικούς κλάδους των ΗΠΑ και της ΕΕ, όπως η αυτοκινητοβιοµηχανία, η πολεµική βιοµηχανία, η αεροδυναµική. Ενισχύει τη στρατηγική συµµαχία της µε τη Ρωσία και τη δυναµική των BRICS που περιλαµβάνουν πλέον 10 κράτη και άλλα 10 ως συνεργαζόµενους εταίρους. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση των ΗΠΑ, παρά τις επιθετικές εξαγγελίες της στον εµπορικό πόλεµο, υποχρεώνεται να κάνει προσωρινούς συµβιβασµούς – συµφωνίες µε την Κίνα.
Η ΛΔ Κίνας αποτελεί σήµερα το πιο τρανταχτό παράδειγµα καπιταλιστικής παλινόρθωσης που καθοδηγείται από ένα ΚΚ το οποίο έχει ενσωµατωθεί στην καπιταλιστική εξουσία, αξιοποιώντας τη δυνατότητά του για διευρυµένη κρατική παρέµβαση στην οικονοµία, γεγονός που, ωστόσο, δεν έχει µειώσει καθόλου την κοινωνική ανισότητα και την ταξική εκµετάλλευση στην Κίνα, όπως συµβαίνει σε όλο τον καπιταλιστικό κόσµο.
Οι BRICS ξεπερνούν πλέον κατά πολύ τους G7 στο ποσοστό που κατέχουν στο Παγκόσµιο Προϊόν και στο εργατικό δυναµικό. Έχουν συγκροτήσει Αναπτυξιακή Τράπεζα (NDB) και Κοινό Ταµείο για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (CRA), κάνουν βήµατα για ενίσχυση των διµερών συναλλαγών τους µε βάση τα εθνικά τους νοµίσµατα και όχι το δολάριο, όµως η συγκρότησή τους παραµένει χαλαρή, χωρίς αυστηρές δεσµεύσεις και µε αντιθέσεις στο εσωτερικό τους (ιδιαίτερα Κίνας – Ινδίας).
Η όξυνση των ενδοϊµπεριαλιστικών αντιθέσεων µπορεί να διευρύνει υπάρχουσες ρωγµές στον ευρωατλαντικό άξονα τα επόµενα χρόνια. Ήδη καταγράφονται σηµαντικές διαφορές και αυξάνονται οι αποκλίσεις για τη στάση απέναντι στον πόλεµο στην Ουκρανία και γενικότερα για τη Ρωσία, την Κίνα, τους εµπορικούς δασµούς, τις στρατιωτικές δαπάνες, την «πράσινη µετάβαση».
Η ΕΕ χάνει έδαφος και βλέπει να επιδεινώνεται η θέση της στον διεθνή ανταγωνισµό σε σχέση µε τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Σε αυτές τις συνθήκες, όλο και λιγότερο µετράνε για τα αστικά κράτη τα διπλωµατικά µέσα και παίρνουν προτεραιότητα οι εµπορικοί – οικονοµικοί πόλεµοι καθώς και η πολεµική προετοιµασία. Παρατηρείται γενικότερη τάση προς τη λεγόµενη πολεµική οικονοµία.
3. Η πορεία της ΕΕ και της Ευρωζώνης
Η οικονοµία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε σχετική στασιµότητα την τελευταία τριετία, µε ρυθµό ανάπτυξης που δεν ξεπερνά το 0,5%. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις αναφέρουν τη δυνατότητα να φτάσει το 1,1% το 2025.
Σηµειώνεται υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ σε σχέση µε τις ΗΠΑ και την Κίνα, που οφείλεται σε µια από σειρά λόγους: Το υψηλότερο ενεργειακό κόστος, την υστέρηση στον ψηφιακό µετασχηµατισµό, στην Τεχνητή Νοηµοσύνη και γενικότερα στις νέες τεχνολογίες, τον µεγαλύτερο βαθµό εξωστρέφειας που την κάνει πιο ευάλωτη στον εµπορικό πόλεµο, στην υψηλή εξάρτησή της στις εισαγωγές κρίσιµων πρώτων υλών (π.χ. σπάνιες γαίες).
Η πιθανή κλιµάκωση του εµπορικού πολέµου από την αµερικανική κυβέρνηση σε συνδυασµό µε τη σχετική ανατίµηση του ευρώ έναντι του δολαρίου και τις συγκριτικά υψηλότερες τιµές Ενέργειας θα έχουν αρνητική επίδραση στις εξαγωγές εµπορευµάτων της Ευρωζώνης.
Σ’ αυτό το έδαφος, οξύνονται οι ενδοαστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό κρατών-µελών της ΕΕ (π.χ. Γαλλία, Γερµανία, Ολλανδία) και µεταξύ κρατών λόγω της αντικειµενικής διαφοράς της δηµοσιονοµικής τους κατάστασης, της διαφοράς των συνεπειών από την υλοποίηση της «πράσινης µετάβασης» και τη στροφή στην πολεµική οικονοµία, της αντιµετώπισης του Μεταναστευτικού, γενικότερα λόγω της επίδρασης της ανισόµετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ήδη 9 κράτη – µέλη της ΕΕ βρίσκονται εκτός των δηµοσιονοµικών ορίων (π.χ. Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο). Οι διαφορές αφορούν και στη στάση απέναντι στην πολιτική Τραµπ, αλλά και απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα (π.χ. Ουγγαρία, Σλοβακία, Πολωνία).
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ βρίσκεται σε πορεία περαιτέρω αντιδραστικοποίησης. Η υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ προϋποθέτει κλιµάκωση της επίθεσης στο εισόδηµα και στα δικαιώµατα του λαού, επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων και των ορίων συνταξιοδότησης, νέες περικοπές στις δαπάνες κοινωνικής πολιτικής (π.χ. Υγεία), αύξηση της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζοµένων.
Ταυτόχρονα, η ηγεσία της ΕΕ και της ΕΚΤ προβάλλει την κλιµάκωση του εµπορικού πολέµου µε τις ΗΠΑ ως ευκαιρία, για να επιταχυνθεί η προσπάθεια διασφάλισης της «στρατηγικής αυτονοµίας της ΕΕ». Συγκεκριµένα: Η ΕΕ προσπαθεί να πετύχει βελτίωση της θέσης του ευρώ ως διεθνούς νοµίσµατος, αντιστροφή της ροής κεφαλαίων (από τις ΗΠΑ προς την ΕΕ) και διεύρυνση των διεθνών συµµαχιών της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται η στροφή στην πολεµική οικονοµία και στην ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάµεων της ΕΕ. Η στροφή αυτή συνοδεύεται από τη σηµαντική αύξηση και ανακατανοµή της κοινοτικής χρηµατοδότησης στην προσαρµογή πολλών κλάδων της οικονοµίας και της επιστηµονικής έρευνας στην κατεύθυνση της πολεµικής οικονοµίας (σχέδιο «ReArm Europe» για την αξιοποίηση έως και 800 δισ. ευρώ, χρηµατοδοτικό εργαλείο SAFE κ.λπ.).
Βέβαια, η στροφή στην πολεµική οικονοµία εµπεριέχει αντιφάσεις, αφού, λόγω της στάσης της ΕΕ στις ενδοϊµπεριαλιστικές αντιθέσεις και του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-µελών της είναι ταυτόχρονα και κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ (µε εξαίρεση την Ιρλανδία, την Κύπρο και τη Μάλτα), οδηγεί σε αγορές αµερικανικών οπλικών συστηµάτων και στην ενίσχυση της πολεµικής βιοµηχανίας των ΗΠΑ. Παράλληλα, η στροφή αυτή οξύνει αντιθέσεις για τη νέα κατανοµή των κοινοτικών κονδυλίων (π.χ. για τον αγροτικό τοµέα, για την «πράσινη µετάβαση»), καθώς και για τον τρόπο χρηµατοδότησης (π.χ. µορφές κοινού δανεισµού) και την κατανοµή τους.
4. Ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος στην Ουκρανία, οι θέσεις του ΚΚΕ για τις αιτίες του πολέµου και τον χαρακτήρα του, ο κίνδυνος γενίκευσης
Το Κόµµα µας έγκαιρα ανέδειξε τον ιµπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέµου στην Ουκρανία και από τις δύο πλευρές. Σηµείωσε πως ο λαός της Ουκρανίας πληρώνει τους ανταγωνισµούς και τις επεµβάσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που στηρίζουν την κυβέρνηση Ζελένσκι, από τη µια, και της καπιταλιστικής Ρωσίας, από την άλλη. Αποτελεί κορύφωση µιας διαδικασίας που ξεκίνησε µε την ανατροπή του σοσιαλισµού και εντάθηκε τουλάχιστον τα τελευταία 10 χρόνια, έπειτα από τα περιβόητα γεγονότα της πλατείας Μαϊντάν, που στηρίχτηκαν από τµήµα των ουκρανικών αστικών δυνάµεων καθώς και από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και άλλα καπιταλιστικά κράτη και οδήγησαν στην πραξικοπηµατική ανατροπή της ουκρανικής κυβέρνησης και σε επιθέσεις εναντίον κοµµουνιστών, των ρωσόφωνων πληθυσµών της Ουκρανίας και στην απαγόρευση όλων των πολιτικών κοµµάτων που δεν στηρίζουν την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Το ΚΚΕ παρουσίασε στον λαό το πώς συσσωρεύτηκε η «καύσιµη ύλη» του πολέµου. Ανέδειξε τις ευθύνες των αστικών τάξεων όλων των εµπλεκόµενων δυνάµεων, απορρίπτοντας τα προσχήµατά τους, δίνοντας απαντήσεις στην αντικοµµουνιστική και αντισοβιετική διαστρέβλωση της Ιστορίας, στην οποία επιδίδονται και οι δύο πλευρές. Τόνισε την αναγκαιότητα της κοινής πάλης των λαών και συγκρούστηκε µε την πολύµορφη εµπλοκή της Ελλάδας στον πόλεµο, µε ευθύνη της κυβέρνησης της ΝΔ και όλων των κοµµάτων του ευρωατλαντισµού.
Στα τριάµισι χρόνια αυτού του πολέµου έχουν χάσει τη ζωή τους εκατοντάδες χιλιάδες Ουκρανοί και Ρώσοι και από τις δύο πλευρές, νέοι άνθρωποι κυρίως από την εργατική τάξη και τα φτωχά – λαϊκά στρώµατα. Περίπου 25 εκατοµµύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους. Τεράστιες είναι οι καταστροφές στις κατοικίες και τις δηµόσιες υποδοµές και πάνω στα ερείπια ανταγωνίζονται καπιταλιστικά κράτη και µονοπώλια για την «ανοικοδόµηση» της Ουκρανίας ως «επενδυτικής ευκαιρίας», που θα κοστίσει εκατοντάδες δισ. ευρώ και θα πληρώσει ακριβά ο λαός.
Η ρωσική αστική τάξη έχει καταφέρει να καταλάβει το 20% των εδαφών της Ουκρανίας , επιδιώκει να ενσωµατώσει την Ουκρανία, µε τον έναν ή άλλον τρόπο, στις δικές της ιµπεριαλιστικές συµµαχίες, αποτρέποντας την ένταξή της σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Ως ενδιάµεσος στόχος προβάλλεται σήµερα από τη ρωσική ηγεσία η αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας και η µη ένταξή της στο ΝΑΤΟ, µε ταυτόχρονη αναγνώριση της απώλειας των εδαφών που έχει κατακτήσει η Ρωσία στα πεδία των µαχών.
Η αστική τάξη της Ουκρανίας και οι Ευρωατλαντικοί σύµµαχοί της επιδιώκουν αποχώρηση της Ρωσίας απ’ όλα τα εδάφη της Ουκρανίας, προωθώντας τη βαθύτερη συµµετοχή του ΝΑΤΟ στον πόλεµο και την παράλληλη προσκόλληση της Ουκρανίας σε αυτό.
Η αµερικανική προεδρία Τραµπ τάσσεται υπέρ της διευθέτησης της σύγκρουσης, χωρίς να επιλύονται οι αιτίες της, αλλά οικοδοµώντας µια προσωρινή «ειρήνη», που θα δώσει έδαφος για την κερδοφορία µονοπωλίων από την ανοικοδόµηση και θα επιτρέψει στις ΗΠΑ να διευρύνουν την πολιτικο-οικονοµική συνεργασία µε τη Ρωσία, µπαίνοντας «σφήνα» στο υπό διαµόρφωση ευρωασιατικό µπλοκ, επιδιώκοντας να συγκεντρώσουν τις δυνάµεις τους στην αναµέτρηση µε την Κίνα, να αναδιαταχτούν οι παγκόσµιες ισορροπίες που διέπουν τις ανισότιµες σχέσεις αλληλεξάρτησης στην ιµπεριαλιστική «πυραµίδα». Αναδιάταξη, που µε βάση τον σχεδιασµό των ΗΠΑ θα πρέπει να οδηγήσει στην αναστροφή της σηµερινής τάσης µείωσης της ισχύος τους.
Σε αυτόν τον σχεδιασµό αντιδρούν κυρίαρχοι κύκλοι της ΕΕ, που εκτιµούν πως δεν υπολογίζονται τα δικά τους συµφέροντα. Αντιδρούν, επίσης, µερίδες του µονοπωλιακού κεφαλαίου και αστικές τάξεις άλλων χωρών, που έχουν συµφέροντα από τη συνέχιση της πολεµικής σύγκρουσης και της πολιτικής των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Είναι ένα ζήτηµα που προκαλεί όξυνση των αντιπαραθέσεων και στο εσωτερικό της.
Η πυροδότηση αντιθέσεων και ανακατατάξεων στις ιµπεριαλιστικές συµµαχίες, στη βάση της εξέλιξης της ιµπεριαλιστικής σύγκρουσης και των γενικότερων ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών, έτσι που οι χτεσινοί εχθροί να µετατρέπονται σε συµµάχους και το αντίστροφο, δεν είναι κάτι παράδοξο ή πρωτοφανές, αλλά αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των ιµπεριαλιστικών πολέµων.
Είτε συνεχιστεί ο πόλεµος, είτε επιτευχθεί µια προσωρινή «ειρηνική» διευθέτηση, οι αιτίες της σύγκρουσης παραµένουν, καιροφυλακτούν η κλιµάκωση και ο κίνδυνος της γενίκευσης, διατηρούνται οι όροι για µεγάλη ανθρωπιστική και περιβαλλοντική καταστροφή, µιας και συγκρούονται δυνάµεις που χρησιµοποιούν όλο και πιο σύγχρονα όπλα, πιο εξελιγµένα και µε µεγαλύτερη εµβέλεια, ακόµα και σε µάχες που διεξάγονται και κοντά σε πυρηνικούς σταθµούς. Ο κίνδυνος του πυρηνικού ολέθρου εντείνεται και από το γεγονός ότι η Ρωσία, καθώς και κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που εµπλέκονται στο πλευρό της Ουκρανίας, όπως οι ΗΠΑ, το Ηνωµένο Βασίλειο και η Γαλλία, κατατάσσονται στις ισχυρότερες πυρηνικές δυνάµεις του κόσµου.
5. Ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος στη Μέση Ανατολή, οι στόχοι των Ισραήλ – ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, η γενοκτονία του Παλαιστινιακού λαού, η διεθνιστική αλληλεγγύη και η στήριξη του δίκαιου αγώνα του
Η ισραηλινή πολεµική µηχανή, µε τη στήριξη των ΗΠΑ και ΕΕ, χρησιµοποιώντας ως πρόσχηµα την επίθεση της Χαµάς, προχώρησε σε µια γιγαντιαία επιχείρηση στη Λωρίδα της Γάζας, σκοτώνοντας και τραυµατίζοντας δεκάδες χιλιάδες αθώους, άοπλους ανθρώπους, µικρά παιδιά, γυναίκες και ηλικιωµένους,
Το Κόµµα µας µε συνέπεια στάθηκε στο πλευρό του λαού της Παλαιστίνης, διοργανώνοντας µεγάλες κινητοποιήσεις, απαιτώντας την αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα πριν τον Ιούνη του ’67 µε πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήµ. Δώσαµε αποφασιστική µάχη στην ιδεολογική αντιπαράθεση µε το πρόσχηµα της καταπολέµησης της «τροµοκρατίας» ή τα περί δικαιώµατος «αυτοάµυνας» του Ισραήλ και άλλα που επικαλείται η κυρίαρχη αστική προπαγάνδα, υποστηρίζει η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόµµατα, όπως και στα επιχειρήµατα που χρησιµοποιεί η πλευρά που στηρίζει τον υπό διαµόρφωση ευρασιατικό ιµπεριαλιστικό άξονα.
Καταγγείλαµε και πολεµήσαµε τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης, που αρνείται να υλοποιήσει την οµόφωνη απόφαση της Ελληνικής Βουλής του 2015 για την αναγνώριση του Παλαιστινιακού κράτους και «ξεπλένει» τα εγκλήµατα του Ισραήλ, υλοποιώντας τη στρατηγική της αστικής τάξης της χώρας, που έχει χαράξει γραµµή οικονοµικής, πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας µε το Ισραήλ, ήδη από την εποχή της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ µε πρωθυπουργό τον Γ. Παπανδρέου, στη συνέχεια η κυβέρνηση Σαµαρά (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ) επέκτεινε τις συµφωνίες συνεργασίας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ µε πρωθυπουργό τον Αλ. Τσίπρα διαπραγµατεύτηκε και συµφώνησε τους όρους υπογραφής της συµφωνίας αµυντικής συνεργασίας µε το Ισραήλ που τελικά εγκρίθηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ µε πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη.
Είναι και ζήτηµα ιδεολογικοπολιτικής σηµασίας να δυναµώσει η αλληλεγγύη στους λαούς που αγωνίζονται ενάντια στα ιµπεριαλιστικά σχέδια των ΗΠΑ – ΝΑΤΟ, όπως ο λαός της Παλαιστίνης. Ο ιµπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέµου στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, ο αστικός χαρακτήρας της Χαµάς και της Παλαιστινιακής Αρχής, δεν ακυρώνει το δίκαιο της πάλης του Παλαιστινιακού λαού και των άλλων λαών της περιοχής, που αντιστέκονται και παλεύουν ενάντια στην ξενική κατοχή και σε άλλους ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς και µέσα στο πλαίσιο αυτής της πάλης µπορούν να διαµορφώσουν προϋποθέσεις για να ξεµπλέξουν οριστικά µε το σύστηµα της εκµετάλλευσης και των πολέµων. Είναι ζήτηµα διεθνιστικής αλληλεγγύης η υπεράσπιση του αγώνα και του δικαιώµατος των Παλαιστινίων για την απόκτηση της δικής τους πατρίδας, που απαιτεί το άνοιγµα µετώπου στις κατηγορίες περί «τροµοκρατίας» και «τροµοκρατών», που εξαπολύουν ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Ισραήλ, όπως και στο ιδεολόγηµα που ταυτίζει κάθε κριτική στο κράτος του Ισραήλ µε τον αντισηµιτισµό.
Το Ισραήλ, εκτός των Παλαιστινιακών Εδαφών, κατέχει εδάφη του Λιβάνου και της Συρίας, που µεταξύ άλλων του επιτρέπουν να ελέγχει και να αξιοποιεί προνοµιακά µεγάλο µέρος των υδάτινων πόρων της περιοχής.
Στοχεύει να επιβάλει έναν ευρύτερο σχεδιασµό στην περιοχή, είτε µε τις οικονοµικές συµφωνίες τύπου «Αβραάµ» είτε µε το «µαστίγιο» της στρατιωτικής επιθετικότητας, ώστε να αναδειχτεί το Ισραήλ σε βασική δύναµη σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, σύµφωνα µε τις στοχεύσεις της ισραηλινής αστικής τάξης και τα συµφέροντα των ΗΠΑ. Αυτή η επιδίωξη «κουµπώνει» στη χάραξη του «ινδικού εµπορικού δρόµου», που θα περνάει από τα ισραηλινά λιµάνια, θα φτάνει στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και θα διευκολύνει τις ΗΠΑ στους σχεδιασµούς τους για πλήρη προσεταιρισµό της Ινδίας στους ανταγωνισµούς τους µε την Κίνα και το Ιράν.
Άλλες περιφερειακές δυνάµεις (Ιράν, Τουρκία), που παρουσιάζονται µε τον «µανδύα» της «προστασίας» του Παλαιστινιακού λαού, έχουν τους δικούς τους σχεδιασµούς, όπως είναι η διεκδίκηση τµήµατος της «πίτας» των δρόµων µεταφοράς εµπορευµάτων και Ενέργειας από την Ασία προς την Ευρώπη.
Ανάλογα συµφέροντα του κεφαλαίου κρύβονται και πίσω από τη στάση των άλλων αστικών τάξεων της περιοχής (Αιγύπτου, Σαουδικής Αραβίας, Εµιράτων, Κατάρ κ.ο.κ.).
Οι ανταγωνισµοί αυτών των δυνάµεων οδήγησαν στην ανταλλαγή χτυπηµάτων µεταξύ Ισραήλ και Ιράν – Υεµένης, στην ισραηλινή εισβολή στον Λίβανο και στην κατοχή εδαφών του, όπως και στην ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία από τους τζιχαντιστές, που εκπαίδευσε και εξόπλισε η Τουρκία. Στην εξέλιξη εµπλέκεται και το ζήτηµα των Κούρδων, που γίνεται προσπάθεια να το εκµεταλλευτούν µε διαφορετικό σχεδιασµό τόσο το Ισραήλ όσο και η Τουρκία, που ενισχύει την παρουσία της στη Συρία, συνεχίζει τις επιθετικές ενέργειες της αστικής τάξης της µε το όχηµα του «νεο-οθωµανισµού».
Παραµένει ισχυρή η παρέµβαση των ΗΠΑ, που, στηρίζοντας το Ισραήλ και τις µοναρχίες του Κόλπου, επιδιώκουν διευθέτηση τόσο της αναµέτρησης Ισραήλ – Τουρκίας στη Συρία, όσο και του ζητήµατος του πυρηνικού προγράµµατος του Ιράν, «εργαλειοποιώντας» και από την πλευρά τους το Κουρδικό για να εξυπηρετήσουν τις στοχεύσεις τους.
Όλα αυτά τα δεδοµένα δείχνουν πως η περιοχή παραµένει «κινούµενη άµµος» των ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών και διαµορφώνονται όροι για παραπέρα κλιµάκωση του πολέµου στη Μέση Ανατολή και στην ευρύτερη περιοχή. Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε η σχεδιασµένη αεροπορική και πυραυλική επίθεση του Ισραήλ εναντίον του Ιράν στις 13/6/2025 και στη συνέχεια των ΗΠΑ, που χρησιµοποίησαν στις 22/6/2025, βαρέα βοµβαρδιστικά και βόµβες µεγάλης ισχύος κατά του Ιράν, µε πρόσχηµα το πυρηνικό πρόγραµµά του, αλλά µε πραγµατικό στόχο την προώθηση του σχεδίου για τη «Νέα Μέση Ανατολή» και τον ασφυκτικό έλεγχο της ευρύτερης περιοχής.
6. Άλλες σηµαντικές εστίες συγκρούσεων και έντασης σήµερα
Στην περιοχή του Ινδικού – Ειρηνικού, στη Νότια Θάλασσα της Κίνας, που είναι σηµαντική ναυτιλιακή αρτηρία, από την οποία διέρχεται το 1/3 των θαλάσσιων µεταφορών και στο στενό της Ταϊβάν µετατοπίζεται το βάρος των ΗΠΑ στον ανταγωνισµό µε την Κίνα και αποτελεί βασική εστία έντασης.
Εστίες έντασης αποτελούν και οι θαλάσσιοι δρόµοι του Παναµά και της Γροιλανδίας, η Αρκτική.
Διαστάσεις λαµβάνει και η σύγκρουση Πακιστάν – Ινδίας, χωρών που διαθέτουν πυρηνικό οπλοστάσιο.
Σχετικά κοντά στη χώρα µας βρίσκονται 2 ένοπλες εµφύλιες συγκρούσεις, σε Λιβύη και Σουδάν, που έχουν στερήσει τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους και έχουν αφάνταστα δυσκολέψει τη ζωή εκατοµµυρίων άλλων. Στις συγκρούσεις αυτές παρεµβαίνουν αστικές τάξεις γειτονικών και παρακείµενων καπιταλιστικών χωρών καθώς και ισχυρότερες ιµπεριαλιστικές δυνάµεις. Αντικείµενο κι εδώ είναι η µοιρασιά του ορυκτού πλούτου (π.χ. πετρέλαιο, ουράνιο, χρυσός), των δρόµων µεταφοράς εµπορευµάτων (π.χ. λιµάνια), των στρατιωτικών στηριγµάτων (π.χ. ξένων στρατιωτικών βάσεων), ενώ στη σύγκρουση στο Σουδάν ισχυρός παράγοντας είναι και ο έλεγχος των νερών του Νείλου.
Καµία περιοχή δεν µένει έξω από τους σφοδρούς ανταγωνισµούς, όπως δείχνουν οι κινήσεις Τραµπ απέναντι στον Καναδά, στο Μεξικό, στον Παναµά και τη Βενεζουέλα, τη στιγµή που η τελευταία προωθεί εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της Γουιάνας για την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή του Εσεκίµπο.
Και στα Βαλκάνια και στον Καύκασο εντείνονται οι αντιθέσεις αστικών τάξεων, µε την εµπλοκή και ισχυρότερων ιµπεριαλιστικών κρατών, που µπορεί να αιµατοκυλήσουν τους λαούς.
7. Στρατηγικές κατευθύνσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ
Η στρατηγική του ΝΑΤΟ αντανακλά την όξυνση των ανταγωνισµών ΗΠΑ – Κίνας και ΗΠΑ – Ρωσίας και τις απαιτήσεις του πολέµου στην Ουκρανία. Υλοποιείται η Στρατηγική Αντίληψη ΝΑΤΟ-2030, συγκροτούνται ετοιµοπόλεµες πολυεθνικές στρατιωτικές µονάδες, µε εκσυγχρονισµό του συµβατικού και πυρηνικού οπλοστασίου, µε επανασχεδιασµό της δράσης του στην κατεύθυνση της συγκρότησης του «παγκόσµιου ΝΑΤΟ», που θα µπορεί να παρεµβαίνει σε όλη την υδρόγειο. Δυναµώνουν οι σχέσεις µε Ιαπωνία, Αυστραλία, Ν. Ζηλανδία, Ν. Κορέα, Ινδία. Ενισχύεται η Νοτιοανατολική Πτέρυγα (Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική κ.ά.) και επεκτείνονται οι «εταιρικές σχέσεις» µε κράτη αυτών των περιοχών, αναβαθµίζεται η «κινητικότητα» για τη µεταφορά ΝΑΤΟικών δυνάµεων και όπλων στα πολεµικά ή εν δυνάµει πολεµικά µέτωπα. Βασικά στοιχεία είναι:
• Διεύρυνση του ΝΑΤΟ (έχουν ήδη ενταχθεί Β. Μακεδονία, Φινλανδία, Σουηδία), πολιτικο-στρατιωτική στήριξη της Ουκρανίας, διαπάλη για ενσωµάτωση των Γεωργίας – Μολδαβίας.
• Αύξηση πολεµικών δαπανών (στο 3% και στη συνέχεια στο 5% του ΑΕΠ των κρατών-µελών) και επιτάχυνση της πολεµικής παραγωγής, ενίσχυση της «διαλειτουργικότητας» και διασφάλιση κρίσιµων αλυσίδων εφοδιασµού.
• Εκσυγχρονισµός πυρηνικής υποδοµής στο πλαίσιο του δόγµατος του «πρώτου πυρηνικού πλήγµατος».
Η ΕΕ για τις ανάγκες και τα συµφέροντα των ευρωπαϊκών µονοπωλίων στον διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισµό και την αναβάθµιση της θέσης της στο παγκόσµιο ιµπεριαλιστικό σύστηµα, δραστηριοποιείται σε συνεργασία µε το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ, αλλά και αυτοτελώς στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους και επεµβάσεις. Στη βάση της «Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας» (ΚΕΠΠΑ) και της «Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άµυνας» (ΚΠΑΑ) προχωρά στη συγκρότηση στρατιωτικών και µη στρατιωτικών αποστολών και επιχειρήσεων σε πολλές περιοχές της υδρογείου. Μέσα σε κλίµα εσωτερικών αντιθέσεων, µπαίνουν οι βάσεις για την αποκαλούµενη Στρατηγική Αυτονοµία προσθέτοντας νέα όπλα στο ευρωενωσιακό οπλοστάσιο.
Έτσι κι αλλιώς, βασικό στοιχείο της περιόδου είναι η στροφή της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονοµίας προς τον πόλεµο, η πολεµική οικονοµία, και στο πλαίσιό της η ενίσχυση της πολεµικής βιοµηχανίας. Καθοριστική είναι η στροφή των ενισχύσεων της ΕΕ από την «πράσινη ανάπτυξη» προς την πολεµική βιοµηχανία, στροφή που αφορά τόσο τα όρια της «πράσινης ανάπτυξης» ως πεδίου εκτόνωσης της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, όσο και την προετοιµασία µιας επερχόµενης πολεµικής εµπλοκής. Σηµειώνεται πως η στροφή φυσικά δεν σηµαίνει «εγκατάλειψη» της πολιτικής της «πράσινης ανάπτυξης» αλλά κυρίως αναπροσαρµογή ενισχύσεων και επενδύσεων το επόµενο διάστηµα. Στο πλαίσιο της πολεµικής οικονοµίας και προετοιµασίας, υλοποιείται, εκτός των άλλων, και η αποκαλούµενη Λευκή Βίβλος που συµπεριλαµβάνει τον κανονισµό Safe της ΕΕ, που προβλέπει δανειοδοτήσεις 150 δισ. ευρώ, προς όφελος της πολεµικής βιοµηχανίας σε κράτη-µέλη και τρίτες χώρες, συγκροτώντας ένα νέο πεδίο ανταγωνισµών που επιδρούν και στις σχέσεις Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας.
8. Η στάση του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους
Ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος στην Ουκρανία προκάλεσε νέες και βάθυνε παλιές ιδεολογικοπολιτικές διαιρέσεις. Κοµµουνιστικά Κόµµατα, που προηγούµενα ταύτιζαν τον ιµπεριαλισµό µόνο µε την επιθετική εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και ορισµένων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης και εξωράιζαν τον ρόλο άλλων καπιταλιστικών κρατών, βλέπουν τώρα στο πρόσωπο της Ρωσίας ή της Κίνας και του Ιράν κάποιες δήθεν «αντιιµπεριαλιστικές δυνάµεις» ή ακόµη και έναν κατά φαντασία «αντιιµπεριαλιστικό άξονα».
Τέτοιες δυνάµεις, αυθαίρετα και αντιεπιστηµονικά, ξεπερνούν τις ενδοϊµπεριαλιστικές αντιθέσεις και τους αντίστοιχους ανταγωνισµούς, που αποτελούν τη βασική αιτία των ιµπεριαλιστικών πολέµων, εκτιµούν πως αργά ή περισσότερο γρήγορα διαµορφώνεται ένας «δίκαιος», «ειρηνικός», «πολυπολικός κόσµος» και κάποιες από αυτές στηρίζουν την Κίνα ή τη Ρωσία ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρώντας αυτές τις δυνάµεις ως «νέους πόλους» και «αντίπαλο δέος» στις ΗΠΑ, ταυτίζοντας τις επιδιώξεις των αστικών τάξεων αυτών των κρατών ή ενώσεων µε τα συµφέροντα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων των χωρών τους.
Μεγάλη σηµασία έχουν δύο ζητήµατα:
α) Ο χαρακτήρας της Κίνας: Τα ΚΚ που δεν βλέπουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα της -λόγω του εκτεταµένου κρατικού τοµέα στην οικονοµία της και του τίτλου του κυβερνητικού κόµµατος- αντιµετωπίζουν την αντίθεση της Κίνας µε τις ΗΠΑ για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσµιο καπιταλιστικό σύστηµα ως διαπάλη «σοσιαλισµού – καπιταλισµού».
β) Τα κόµµατα που έχουν στη στρατηγική τους τη λογική των σταδίων στην επαναστατική διαδικασία, που βλέπουν την παρεµβολή κάποιου υποτιθέµενου φιλολαϊκού σταδίου πριν τον σοσιαλισµό, και επίσης αντιµετωπίζουν τον φασισµό ως κάποια «εκτροπή από την αστική δηµοκρατία» και όχι ως γέννηµα – θρέµµα του καπιταλισµού, είναι επιρρεπή σε µια «αντιφασιστική» ρητορική, που µεταφράζεται σε αντιλήψεις περί «αντιφασιστικών µετώπων», «αντιφασιστικού πολέµου», τις οποίες αξιοποιούν αστικές δυνάµεις και κυβερνήσεις, για να προωθήσουν τους αντιλαϊκούς στόχους τους, πολιτικές συµµαχίες, ακόµη και πολεµικές επιχειρήσεις. Η διατήρηση της στρατηγικής των σταδίων οδηγεί τα κόµµατα αυτά να θεωρούν λαθεµένα µια σειρά από αστικές -σοσιαλδηµοκρατικής κατεύθυνσης- κυβερνήσεις ως «αντιιµπεριαλιστικές – προοδευτικές».
Ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος στην Ουκρανία επηρέασε τις διεθνείς µορφές συνεργασίας στις οποίες συµµετέχει το Κόµµα µας. Η Διεθνής Κοµµουνιστική Επιθεώρηση (ΔΚΕ) χρειάστηκε να περάσει από µια φάση ανασυγκρότησης, ενώ στη θέση της Ευρωπαϊκής Κοµµουνιστικής Πρωτοβουλίας (ΕΚΠ), που διαλύθηκε, συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Κοµµουνιστική Δράση (ΕΚΔ). Δυνάµωσε η ιδεολογικo-πολιτική διαπάλη και στο πλαίσιο των Διεθνών Συναντήσεων των Κοµµουνιστικών και Εργατικών Κοµµάτων (ΔΣΚΕΚ), που έγιναν στην Αβάνα (2022) και στη Σµύρνη (2023), εκφράστηκε στις τοποθετήσεις των ΚΚ και µε ξεχωριστά ψηφίσµατα.
Η κατάσταση των ΔΣΚΕΚ είναι πολύ προβληµατική, έχουν ατονήσει σηµαντικά τα ζητήµατα της κοινής δράσης και της αλληλεγγύης, µε χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτές γύρω από το ΚΚ Βενεζουέλας και την αλληλεγγύη στους λαούς της Μέσης Ανατολής. Διαµορφώνεται µια κατάσταση που απειλεί τη συνέχισή τους, ενώ εµφανίζονται, µε τη συµµετοχή και ΚΚ, µορφές («πλατφόρµες» και «φόρουµ») που ξεπλένουν ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς και επιδιώκουν να σύρουν το κοµµουνιστικό κίνηµα στην υπηρεσία τού υπό διαµόρφωση ιµπεριαλιστικού ευρασιατικού άξονα, κατά το παράδειγµα του Κόµµατος Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ), που στηρίζει την ιµπεριαλιστική ΕΕ.
Σ’ αυτήν τη δύσκολη και σύνθετη κατάσταση παρεµβαίνει το Κόµµα µας, στηρίζοντας ΚΚ µε τα οποία συνεργαζόµαστε, διαδίδοντας τις θέσεις του για τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και µια σειρά άλλα καθοριστικά ζητήµατα, για να ανοίξει συζήτηση στις γραµµές Κοµµουνιστικών Κοµµάτων και Κοµµουνιστικών Νεολαιών.
Δίπλα στα κόµµατα που συνεργαζόµαστε στενά, υπάρχουν ΚΚ, σε όλες τις ηπείρους, µε τα οποία διατηρούµε καλές σχέσεις, παρακολουθούν τις επεξεργασίες και εκτιµούν θετικά τη δράση του ΚΚΕ.
Απαιτείται:
• Να δυναµώσουµε τη διεθνιστική µας αλληλεγγύη ενάντια στην ιµπεριαλιστική επιθετικότητα, την καταστολή και τον αντικοµµουνισµό, µε µεθοδική στήριξη πρωτοβουλιών, εργατικών – λαϊκών αγώνων, προβληµάτων που αντιµετωπίζουν τα ΚΚ, συνδικάτα, εργατικές – λαϊκές δυνάµεις.
• Να διαφυλάξουµε και να ενισχύουµε τη συνεργασία µε τα ΚΚ της ΕΚΔ και της ΔΚΕ και διαµορφώνουµε σχέδιο για την ανάπτυξη της κοινής δράσης και της συνεργασίας µε ΚΚ, αλλά και µε κοµµουνιστικές δυνάµεις που παρακολουθούν θετικά τη δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, ανησυχούν για την κατάσταση στο κοµµουνιστικό κίνηµα.
• Να υπερασπιστούµε, όσο εξαρτάται από εµάς, τα όποια κοµµουνιστικά χαρακτηριστικά στις ΔΣΚΕΚ, προετοιµαζόµενοι για κάθε ενδεχόµενο.
Ιδιαίτερα, επιδιώκουµε την κοινή δράση και τη συνεργασία µε ΚΚ και κοµµουνιστικές δυνάµεις που ανταποκρίνονται στα εξής κριτήρια:
α) Υπερασπίζονται τον µαρξισµό – λενινισµό και τον προλεταριακό διεθνισµό, την ανάγκη διαµόρφωσης κοµµουνιστικού πόλου διεθνώς.
β) Αντιπαλεύουν τον οπορτουνισµό, τον ρεφορµισµό, απορρίπτουν την κεντροαριστερή διαχείριση, κάθε είδους αστική διαχείριση, συµµετοχή ή στήριξη αστικών κυβερνήσεων και την οποιαδήποτε παραλλαγή της στρατηγικής των σταδίων.
γ) Υπερασπίζονται τις νοµοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με αυτές κρίνουν την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόµησης, επιδιώκουν να ερευνήσουν και να αντλήσουν διδάγµατα από τα προβλήµατα και τα λάθη της, απορρίπτουν θέσεις περί «σοσιαλισµού µε αγορά» ή την άρνηση των νοµοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόµησης λόγω εθνικών ιδιοµορφιών.
δ) Καταδικάζουν τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο, αναδεικνύουν τις εκατέρωθεν ευθύνες των αστικών τάξεων. Έχουν ιδεολογικό µέτωπο απέναντι σε λαθεµένες αντιλήψεις για τον ιµπεριαλισµό, ιδιαίτερα αυτές που αποσπούν τη στρατιωτική πολεµική επιθετικότητά του από το οικονοµικό του περιεχόµενο, έχουν µέτωπο απέναντι σε κάθε ιµπεριαλιστική συµµαχία. Δεν επιλέγουν πλευρά στην ιµπεριαλιστική σύγκρουση.
ε) Αναπτύσσουν δεσµούς µε την εργατική τάξη, προσπαθούν να δράσουν στο συνδικαλιστικό κίνηµα, στα κινήµατα των λαϊκών τµηµάτων των µεσαίων στρωµάτων, επιδιώκουν να εντάσσουν την καθηµερινή πάλη για τα εργατικά και λαϊκά δικαιώµατα σε µια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική για την εργατική εξουσία.
στ) Δεν αποσπούν την αντιπολεµική και αντιφασιστική πάλη από την πάλη ενάντια στον καπιταλισµό, που γεννά τον πόλεµο και τον φασισµό. Απορρίπτουν τον κάλπικο «αντιφασισµό» και τα διάφορα «αντιφασιστικά µέτωπα», που χρησιµοποιούν αστικές και οπορτουνιστικές δυνάµεις για τον εγκλωβισµό στους σχεδιασµούς τους.
Οι Κοµµατικές Οργανώσεις στο εξωτερικό έχουν µεγάλη προσφορά στη στήριξη και προώθηση της πολιτικής του ΚΚΕ στις χώρες όπου παλεύουν και σήµερα µπορούν να συµβάλουν πιο ουσιαστικά στην ανάπτυξη του κοµµουνιστικού και εργατικού κινήµατος. Αντικειµενική βάση µιας τέτοιας πολιτικής κατεύθυνσης αποτελεί το γεγονός ότι τα µέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στις χώρες του εξωτερικού αντιµετωπίζουν ίδια ή παρόµοια προβλήµατα µε τις υπόλοιπες εργατικές – λαϊκές δυνάµεις στις χώρες όπου διαµένουν, εργάζονται, σπουδάζουν.
Β. Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
1. Για την ελληνική οικονοµία
Η εγχώρια οικονοµία βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης, µετά τη βαθιά καπιταλιστική κρίση του 2008 – 2015, την περίοδο στασιµότητας που την ακολούθησε και τη µικρότερη κρίση του 2020 – 2021. Ωστόσο, παρά το γεγονός πως το ΑΕΠ αυξάνεται και το ποσοστό ανεργίας µειώνεται την τελευταία 4ετία, το ΑΕΠ παραµένει µικρότερο από το ΑΕΠ του 2008, όπως συγκριτικά µικρότερος παραµένει και ο συνολικός αριθµός των απασχολουµένων. Παράλληλα, η καπιταλιστική ανάπτυξη παραµένει σχετικά επισφαλής µεσο-µακροπρόθεσµα, καθώς η εγχώρια οικονοµία είναι στενά συνδεδεµένη µε τις οικονοµίες των χωρών της ΕΕ και µια νέα ύφεση στην ΕΕ αναµένεται να έχει αρνητικά αποτελέσµατα στην εγχώρια καπιταλιστική οικονοµία.
Η ελληνική οικονοµία, αν και τον τελευταίο χρόνο κινείται µε µεγαλύτερο ρυθµό ανάπτυξης από τον µέσο όρο της ΕΕ, παραµένει στην τελευταία θέση της ΕΕ στην παραγωγικότητα εργασίας και στον δείκτη επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Οι επενδύσεις συγκεντρώνονται στον Τουρισµό και την Εστίαση, στην αντικατάσταση κεφαλαίου που αφορά στην αλλαγή εργασιακών σχέσεων και πρακτικών, ειδικά όσον αφορά την ψηφιακή κάρτα εργασίας και την υποτιθέµενη καταπολέµηση της υποδηλωµένης ή αδήλωτης εργασίας. Το έλλειµµα τρεχουσών συναλλαγών και ιδιαίτερα το εµπορικό έλλειµµα διευρύνθηκε. Οι βασικές τάσεις αύξησης της µισθωτής εργασίας και επέκτασης των µονοπωλιακών οµίλων ενισχύθηκαν την τελευταία τετραετία.
Η αστική πολιτική και η καπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων ετών έχουν µεταβάλει σχετικά τη διάρθρωση των κλάδων της εγχώριας οικονοµίας, σε σχέση µε τη διάρθρωση την περίοδο 2000 – 2008. Η ισχυροποίηση του κλάδου του Τουρισµού και η υποχώρηση του κλάδου των Κατασκευών, παρά την επίσης µεγάλη ανάπτυξή του, είναι οι σηµαντικότερες αλλαγές που αντανακλώνται στο σύνολο της οικονοµίας, µε αναπροσαρµογές σε όλους τους σχετικούς κλάδους.
Πλέον, ο Τουρισµός αποτελεί τον κλάδο µε τη σηµαντικότερη συµβολή στο ΑΕΠ, συµπαρασύροντας πολλούς άλλους κλάδους (Τρόφιµα – Ποτά, Μεταφορές), ενώ είναι κύριος εξαγωγικός κλάδος της εγχώριας οικονοµίας. Το καθοριστικό ποσοστό των νέων θέσεων εργασίας τις τελευταίας 5ετίας αφορά τον ευρύτερο τουριστικό κλάδο.
Μεγάλες εξαγωγές καταγράφει και ο κλάδος των πετρελαιοειδών. Ισχυροποιήθηκαν επίσης σηµαντικά οι κλάδοι της ηλεκτρικής ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών, αντανακλώντας και την πολιτική της πράσινης ψηφιακής µετάβασης, ενώ και ο κλάδος των βασικών µετάλλων εµφανίζεται ισχυροποιηµένος κυρίως λόγω της σχέσης του µε την Ενέργεια (καλώδια, σωλήνες).
Οι θαλάσσιες µεταφορές εµπορευµάτων (εφοπλισµός) παραµένουν βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονοµίας.
Παραµένουν, επίσης, σηµαντικοί για την εγχώρια καπιταλιστική οικονοµία ο κλάδος της αγροτικής παραγωγής, σε αντιδιαστολή µε την πορεία του στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, και ο κλάδος του εµπορίου που παραµένει -ειδικά τους χειµερινούς µήνες- ο µεγαλύτερος εργοδότης.
2. Στροφή στην πολεµική οικονοµία
Η εµπλοκή της χώρας στον πόλεµο και στην πολεµική προετοιµασία γενικά δεν αφορά µόνο την καθ’ αυτό πολεµική βιοµηχανία (όπλα, πυροµαχικά, ηλεκτρονικός πόλεµος), ούτε ευρύτερα, τη στεφάνη των επιχειρήσεων που παράγουν εµπορεύµατα χρήσιµα για τον πόλεµο (π.χ. είδη επιµελητείας, κατασκευές κ.ά.). Η πολεµική οικονοµία τελικά αφορά τη γενικότερη προετοιµασία και «υπαγωγή» πολλών κλάδων στον πόλεµο. Η χώρα συµµετέχει ενεργά στον ενεργειακό και εµπορικό πόλεµο και στις οικονοµικές κυρώσεις προς τη Ρωσία, που έχουν δραστικό αρνητικό αποτύπωµα στις τιµές της Ενέργειας, ενώ συµµετέχει στην οικονοµική και υλική στήριξη της Ουκρανίας.
Παράλληλα, ως µέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η χώρα εµπλέκεται βαθύτερα στη συνολική διεθνή αντιπαράθεση των δύο µεγάλων µπλοκ ΗΠΑ – ΝΑΤΟ/Κίνας – Ρωσίας, που εκτείνεται από τις σπάνιες γαίες και την τεχνολογική υπεροχή µέχρι την προτεραιοποίηση των δρόµων µεταφοράς. Χαρακτηριστική είναι η όξυνση των αντιθέσεων για τον έλεγχο εγχώριων λιµανιών (π.χ. Θεσσαλονίκης, Βόλου) και για την υλοποίηση ενεργειακών δρόµων από τη Μέση Ανατολή στην ΕΕ (π.χ. σχέδια Great Sea, Gregy, East Med) και στο εσωτερικό της ΕΕ (π.χ. Κάθετος Διάδροµος). Γενικότερα, η διττή χρήση (πολιτικοοικονοµική και στρατιωτική) ορισµένων υποδοµών (µεταφορές, λιµάνια, τηλεπικοινωνίες, αγωγοί Ενέργειας κ.ά.), αλλά και η γεωπολιτική σηµασία τους αναδιατάσσει τις προτεραιότητες στην προώθησή τους, φορτώνοντας σε κάθε περίπτωση το κόστος τους στα εργατικά – λαϊκά στρώµατα.
3. Ψηφιακός µετασχηµατισµός και Τεχνητή Νοηµοσύνη
Την τελευταία πενταετία προωθήθηκε µια ταχεία ψηφιοποίηση πλευρών τόσο της οικονοµίας, µε την ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εµπορίου, όσο και της κρατικής διοίκησης, µε το ψηφιακό αστικό κράτος να βρίσκεται στην αιχµή του δόρατος. Το ψηφιακό αστικό κράτος µπορεί να λειτουργεί πολύ αποτελεσµατικότερα προς όφελος του κεφαλαίου, σε βάρος των λαϊκών δυνάµεων, διευκολύνοντας την προώθηση αντιδραστικών αλλαγών, για παράδειγµα στη φορολογία (myData). Παράλληλα, αποκτά µεγάλη έκταση ο βαθµός της παραχώρησης και αξιοποίησης δεδοµένων από το αστικό κράτος σε εγχώριους και ξένους οµίλους.
Οι νέες τεχνολογίες, και ιδιαίτερα η Τεχνητή Νοηµοσύνη, αξιοποιούνται από την εξουσία του κεφαλαίου -διεθνώς και στην Ελλάδα- ως µέσο αύξησης της εκµετάλλευσης και µέσο ελέγχου, χειραγώγησης και καταστολής του λαού. Ο καπιταλισµός αξιοποιεί τις τεχνολογίες αιχµής για να προσεγγίσει την πλήρη υπαγωγή της εργασίας στους στόχους του κεφαλαίου.
Τα σχέδια και το πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοηµοσύνης, τα οποία προωθεί η ελληνική κυβέρνηση, επιβεβαιώνουν αυτήν την αντιδραστική κατεύθυνση.
Ο καπιταλισµός ακυρώνει τη δυνατότητα που προσφέρει το βάθεµα του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής, η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοηµοσύνης και της αυτοµατοποίησης, της γενικής επιστηµονικής εργασίας, για να µειωθεί ο εργάσιµος χρόνος της καταναγκαστικής εργάσιµης µέρας και να διευρυνθεί και αναβαθµιστεί το περιεχόµενο του µη εργάσιµου χρόνου σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Ακυρώνει τις τεράστιες δυνατότητες να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες ανάγκες µας, για να αποκτά η εργασία δηµιουργικό χαρακτήρα, για ουσιαστική µόρφωση και προστασία της υγείας µας, µε πλούσιο σε περιεχόµενο ελεύθερο χρόνο. Έτσι, η είσοδος στην εποχή της Τεχνητής Νοηµοσύνης οξύνει σήµερα τη βασική αντίθεση ανάµεσα στο κεφάλαιο και την εργασία.
Σε κάθε περίπτωση, η σύγχρονη εργατική τάξη είναι η κύρια παραγωγική δύναµη, ο αποφασιστικός παράγοντας για την αντιµετώπιση των σύγχρονων µηχανισµών του συστήµατος της εκµετάλλευσης, για την ανατροπή του καπιταλισµού και την οικοδόµηση του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού. Ο καπιταλισµός που σαπίζει δεν είναι ούτε ανίκητος, ούτε παντοδύναµος.
4. Ενδοαστικές αντιθέσεις
Στο φόντο και αυτών των τεχνικών αλλαγών εµφανίζεται πλέον η τάση ακόµα µεγαλύτερης µεγέθυνσης ορισµένων µεγάλων οµίλων που έχουν καθοριστική σηµασία στην παραγωγική διαδικασία και συχνά «πανελλαδικό χαρακτήρα», αναφορικά τόσο µε τη διάρθρωση της παραγωγής όσο και µε την επίδραση στα εργατικά – λαϊκά στρώµατα.
Οι προαναφερθείσες αλλαγές στη διάρθρωση της οικονοµίας και την αστική πολιτική τροφοδοτούν µια σειρά από ενδοαστικές αντιθέσεις, που διογκώθηκαν την τελευταία περίοδο. Οι αντιθέσεις αυτές σχετίζονται -µεταξύ άλλων- µε την Ενέργεια και το υψηλό κόστος της πράσινης ενέργειας στη βιοµηχανία, µε την γενικότερη διάρθρωση των κλάδων και τη «µονοκαλλιέργεια» του Τουρισµού, που επιδρά ανταγωνιστικά µε άλλους κλάδους της οικονοµίας και λαµβάνει τη µορφή συζητήσεων για το λεγόµενο παραγωγικό µοντέλο της εγχώριας οικονοµίας, την κατανοµή των κρατικών και των κοινοτικών κονδυλίων ανάµεσα σε τοµείς και κλάδους της οικονοµίας και την ιεράρχηση των ενισχύσεων.
Ειδική πλευρά αυτών των αντιθέσεων αποκτά το ζήτηµα του λεγόµενου υπερτουρισµού, δηλαδή της υπερβολικής εισροής τουρισµού σε περιοχές της χώρας. Πρόκειται για σύνθετο ζήτηµα, που αφορά, µεταξύ άλλων, το µέγεθος του Τουρισµού σε σχέση µε άλλους κλάδους, την κατανοµή του τουριστικού εισοδήµατος ανάµεσα στο τουριστικό κεφάλαιο και σε µικροαστικά στρώµατα και τις µεγάλες αρνητικές επιπτώσεις που δηµιουργεί η κατάσταση από ένα µεγάλο τουριστικό ρεύµα στα λαϊκά στρώµατα τα οποία κατοικούν σε µια περιοχή (όπως στη χρήση υποδοµών και φυσικών πόρων κ.λπ.).
5. Συνολική επιδείνωση της κατάστασης του λαού
Η οικονοµική ανάπτυξη των τελευταίων ετών δεν έχει οδηγήσει σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζοµένων, αλλά σε σηµαντική υποχώρηση. Ο µισθός στην Ελλάδα είναι ο δεύτερος χαµηλότερος στην ΕΕ µετά τη Βουλγαρία, ενώ η χώρα καταλαµβάνει την πρώτη θέση σε µηνιαίες ώρες εργασίας. Ο ονοµαστικός µισθός αυξήθηκε µεν, αλλά αφενός παραµένει -σε ονοµαστικούς όρους- µικρότερος από τα προ κρίσης επίπεδα ενώ είναι πολύ χαµηλότερος αν υπολογίσει κανείς τα επίπεδα, που θα είχε ο ονοµαστικός µισθός µε τις αυξήσεις που προβλέπονταν από τις Συλλογικές Συµβάσεις της περιόδου προ κρίσης. Κυρίως, όµως, ο πραγµατικός µισθός, παρά την αύξηση του ονοµαστικού, µειώθηκε την εξεταζόµενη περίοδο λόγω του τεράστιου πληθωρισµού, που οφείλεται σε πολλούς παράγοντες, µεταξύ άλλων, στη νοµισµατική πολιτική της ΕΚΤ, στις τεράστιες αυξήσεις στις τιµές της Ενέργειας, στην επιβολή υψηλών τιµών από διεθνείς και εγχώριους οµίλους, που έχουν καθοριστική θέση στην αγορά (δύο όµιλοι ελέγχουν τα πετρελαιοειδή, τρεις – τέσσερις όµιλοι την πώληση τροφίµων, τρεις όµιλοι τις τηλεπικοινωνίες, τρεις όµιλοι την ακτοπλοΐα κ.ά.), τη φορολογική επίθεση της κυβέρνησης µέσω του υπέρογκου ΦΠΑ, αλλά και τη φοροεπιδροµή σε αυτοαπασχολούµενους, που αντικειµενικά αυξάνουν το κόστος των εµπορευµάτων. Την επίθεση στο εργατικό εισόδηµα συµπληρώνει η διεύρυνση της εµπορευµατοποιηµένης λειτουργίας µιας ολόκληρης κατηγορίας υπηρεσιών, οδηγώντας σε µεγάλη αύξηση των τιµών τους, µε χαρακτηριστικά παραδείγµατα την Υγεία και την Παιδεία καθώς και η αύξηση των ενοικίων και των στεγαστικών δανείων. Καταγράφεται, επίσης, τάση µείωσης των λαϊκών αποταµιεύσεων, ενώ η ψαλίδα µεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανείων αυξάνεται και παραµένει µια από τις µεγαλύτερες της ΕΕ.
Ταυτόχρονα, η παρούσα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης δίνει περιθώρια στο καπιταλιστικό σύστηµα να εφαρµόσει πολιτικές συµµαχιών µε µεσαία στρώµατα λαϊκών δυνάµεων. Επίσης, σε συνδυασµό µε τη µείωση της ανεργίας και την επέκταση του χρόνου εργασίας, διαµορφώνονται όροι ενσωµάτωσης εργατικών τµηµάτων µε ορισµένες αυξήσεις σε µισθούς κ.λπ.
Στην πορεία των χρόνων που εξετάζουµε είναι απολύτως συνένοχες όλες οι αστικές πολιτικές δυνάµεις για τη σηµερινή κατάληξη. Η «πράσινη – ψηφιακή µετάβαση», οι πανάκριβες «εναλλακτικές» µορφές Ενέργειας και η ψηφιοποίηση είναι πλευρές µιας ενιαίας πολιτικής από τη «Δανία του Νότου» του ΠΑΣΟΚ, στην επιθετική προώθηση των Ανανεώσιµων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και της ψηφιακής ατζέντας µε τις πιστωτικές κάρτες από τον ΣΥΡΙΖΑ, για να φτάσουµε στην περίοδο της κυβέρνησης της ΝΔ. Όλοι είναι συνένοχοι για τη φοροεπιδροµή σε µισθωτούς και στους αυτοαπασχολούµενους και κυρίως για την εκτόξευση του ΦΠΑ και για το στεγαστικό πρόβληµα. Η γενική συµφωνία των αστικών κοµµάτων στις κεντρικές πολιτικές της ΕΕ για την «πράσινη ανάπτυξη», την ανταγωνιστικότητα, για την προώθηση της ενιαίας αγοράς, τελικά η φύση τους ως διαχειριστών της καπιταλιστικής εξουσίας, βρίσκεται πίσω από τις κοινές ευθύνες τους για την πορεία σχετικής εξαθλίωσης των εργαζοµένων.
Η επίθεση στο εισόδηµα και τα δικαιώµατα των εργαζοµένων αποτελεί µονόδροµο για τη στρατηγική του κεφαλαίου. Η στροφή στη νέα αύξηση των πολεµικών δαπανών, ο τερµατισµός του Ταµείου Ανάκαµψης το 2026 και η πίεση για προσέλκυση µεγάλων επενδύσεων την επόµενη τριετία καθώς και ο στόχος για προεξόφληση των δανείων προς την ΕΕ, θα οδηγήσουν σε κλιµάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης, ιδιαίτερα σε σχέση µε τα όρια συνταξιοδότησης, την επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, τη διατήρηση των υψηλών τιµών στα τρόφιµα και την Ενέργεια.
6. Μεγαλώνουν η επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης και το βάθεµα της εµπλοκής της Ελλάδας στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους
Η ελληνική αστική τάξη, µε ιδιαίτερη επιθετικότητα, υπερασπίζεται και προωθεί τα στρατηγικά της συµφέροντα αυτοτελώς και µέσα από τις ιµπεριαλιστικές συµµαχίες του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, αλλά και την ενδυνάµωση των σχέσεων µε τις ΗΠΑ, για την αναβάθµιση της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές ιµπεριαλιστικό σύστηµα και την περιοχή, ως ισχυρός ενεργειακός – µεταφορικός κόµβος, διεκδικώντας µεγαλύτερο µερίδιο από τη λεία των ιµπεριαλιστικών πολέµων και επεµβάσεων.
Αυτούς τους στόχους υλοποιεί σήµερα η κυβέρνηση της ΝΔ µε τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, όλων των αστικών κοµµάτων, εµπλέκοντας τη χώρα στους ΝΑΤΟικούς και ευρωατλαντικούς σχεδιασµούς, στον ρόλο του θύτη κατά άλλων λαών, βάζοντας τον ελληνικό λαό σε µεγάλους κινδύνους, στο στόχαστρο αντιποίνων αντίπαλων ιµπεριαλιστικών συµµαχιών.
Στους κόλπους της αστικής τάξης της χώρας υπάρχουν και ισχυρά επιχειρηµατικά συµφέροντα που πλήττονται από τις εξελίξεις και δυσφορούν, επιδιώκουν «διορθωτικές κινήσεις», εκφράζουν προβληµατισµούς για την «άνευ όρων» -όπως οι ίδιοι χαρακτηρίζουν- συµµετοχή στον ΝΑΤΟικό σχεδιασµό και ζητούν να διατηρηθούν οι σχέσεις µε τη Ρωσία. Οι ενδοαστικές αντιθέσεις για την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους δεν αντανακλώνται στην παρούσα φάση στην ύπαρξη συγροτηµένης αστικής πολιτικής δύναµης, που να αµφισβητεί τον σταθερό προσανατολισµό της χώρας στο ιµπεριαλιστικό ΝΑΤΟικό και ευρωενωσιακό στρατόπεδο.
Η πολιτική της εµπλοκής του ελληνικού αστικού κράτους διαπερνά όλες τις κυβερνήσεις, συνολικά το αστικό πολιτικό σύστηµα, αποκτά χρόνο µε τον χρόνο ποιοτικά και πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά, προειδοποιεί ακόµα και για άµεση συµµετοχή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάµεων στο µέτωπο, σε πολεµικές συγκρούσεις.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της πολιτικής της εµπλοκής είναι:
• Η µετατροπή της Ελλάδας σε αµερικανοΝΑΤΟικό ορµητήριο, µέσα από τον Στρατηγικό Διάλογο Ελλάδας – ΗΠΑ και συµφωνίες επέκτασης των αµερικανοΝΑΤΟικών στρατιωτικών βάσεων, που ξεκίνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και υλοποιεί η ΝΔ, µε τη συµφωνία του ΠΑΣΟΚ και των άλλων φιλοΝΑΤΟικών κοµµάτων. Στρατιωτικές βάσεις σε Σούδα, Λάρισα, Μαγνησία, Αλεξανδρούπολη, Άκτιο κ.α., χρησιµοποιούνται ως προκεχωρηµένα φυλάκια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ σε όλους τους ιµπεριαλιστικούς πολέµους στην περιοχή, µε ειδική αποστολή στον πόλεµο στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
• Η αποστολή όπλων και πυροµαχικών στην Ουκρανία, συνοµιλίες για εφοδιασµό της Ουκρανίας µε µαχητικά αεροσκάφη.
• Η ένταξη των ελληνικών Ενόπλων Δυνάµεων στον ΝΑΤΟικό σχεδιασµό του προωθηµένου εξοπλιστικού προγράµµατος – «Ατζέντα 2030», ύψους 28 δισ. ευρώ, που φορτώνει συνεχώς µε νέα βάρη τον λαό. Ήδη, για τις ΝΑΤΟικές ανάγκες ο ελληνικός λαός πλήρωσε σε στρατιωτικές δαπάνες το 2022 8.054 δισ. ευρώ, το 2023 6.224 δισ. και 7.126 δισ. ευρώ το 2024.
• Η αποστολή ελληνικών πολεµικών πλοίων και στρατιωτικών µονάδων σε ευρωατλαντικές αποστολές στο εξωτερικό.
• Στρατιωτικές συµφωνίες µε Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα (ΗΑΕ) και Σαουδική Αραβία, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟικού σχεδιασµού ενάντια στο Ιράν.
• Η συµµετοχή σε ΝΑΤΟική προετοιµασία γενικευµένου ιµπεριαλιστικού πολέµου, συµπεριλαµβανοµένης της χρήσης πυρηνικών.
Το ΚΚΕ από θέση αρχών καταδικάζει και αντιπαλεύει την πολιτική της εµπλοκής, βρίσκεται σε πλήρη ταύτιση µε τα συµφέροντα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωµάτων και τα δικαιώµατα της νεολαίας, σε αντιπαράθεση µε τα διάφορα προσχήµατα που χρησιµοποιούν η αστική τάξη και η κυρίαρχη πολιτική, για να εγκλωβίσει τον λαό, είτε πρόκειται για το αποκαλούµενο εθνικό συµφέρον ή αναµασώντας τα περί «συµβατικών συµµαχικών υποχρεώσεων» κ.ά.
7. Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Η πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων χαρακτηρίζεται από τη συνεργασία και την αντιπαράθεση των αστικών τάξεων των δύο καπιταλιστικών κρατών – ΝΑΤΟικών συµµάχων.
Η αποκαλούµενη επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που δροµολογήθηκε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους της Λιθουανίας τον Ιούλη του 2023 και ο «Οδικός Χάρτης», που καταρτίστηκε και προωθείται, µε αµερικανοΝΑΤΟική εποπτεία, µε τον «Πολιτικό Διάλογο», τα «Μέτρα Οικοδόµησης Εµπιστοσύνης» και τα λεγόµενα Θετικά Μέτρα (εµπορικές, οικονοµικές συµφωνίες, µε κέντρο τα συµφέροντα των επιχειρηµατικών οµίλων), υπηρετούν συγκεκριµένους στόχους που αφορούν:
• Την ενίσχυση της Νοτιοανατολικής Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις των ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών και των πολέµων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή.
• Την ανάπτυξη των οικονοµικών και ενεργειακών σχέσεων των δύο κρατών, τη συνεκµετάλλευση και συνδιαχείριση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, στο πλαίσιο του γενικότερου ευρωατλαντικού σχεδιασµού για τα συµφέροντα των µονοπωλίων σε βάρος των λαών.
Παρά τα σχέδια συνεργασίας για συνεκµετάλλευση και συνδιαχείριση του Αιγαίου και περιοχών της Ανατολικής Μεσογείου, ο ανταγωνισµός ανάµεσα στις δύο αστικές τάξεις δεν πρόκειται να εκλείψει. Προστίθενται νέα ζητήµατα που αφορούν τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασµό και τα Θαλάσσια Πάρκα.
Το τουρκικό κράτος θέτει επίµονα ένα πακέτο απαράδεκτων διεκδικήσεων, που αµφισβητούν την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώµατα ελληνικών νησιών του Αιγαίου, αναπαράγοντας τα περί «γκρίζων ζωνών» (νησιών και βραχονησίδων) και την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών. Προβάλλει το αποκαλούµενο δόγµα της «Γαλάζιας Πατρίδας» µε διεκδικήσεις σε µια ευρύτερη περιοχή (Αιγαίο, Αν. Μεσόγειος, Μαύρη Θάλασσα), αξιοποιεί το «Τουρκολυβικό Σύµφωνο», µε την απειλή ενεργειακών ερευνών σε θαλάσσιο χώρο που δεν ανήκει στην Τουρκία, ενώ η θρησκευτική, µουσουλµανική µειονότητα της Θράκης χαρακτηρίζεται τουρκική, σε αντίθεση µε τη Συνθήκη της Λοζάνης. Στην περιοχή παρεµβαίνει το τουρκικό προξενείο και δυνάµεις του εθνικισµού για τον διχασµό και τον εγκλωβισµό του λαού.
Η κυβέρνηση σκοπίµως επιχειρεί να καλλιεργήσει κλίµα εφησυχασµού, αλλά ο λαός καλείται να επαγρυπνεί, γιατί έτσι και αλλιώς στο «παζάρι» των ελληνοτουρκικών διαπραγµατεύσεων περιλαµβάνονται ζητήµατα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωµάτων.
Το κρίσιµο ζήτηµα είναι η ενίσχυση της φιλίας και της κοινής πάλης του τουρκικού και του ελληνικού λαού, ενάντια στις αστικές τάξεις και τα συµφέροντά τους, τις συµµαχίες τους, την αντιλαϊκή πολιτική των αστικών κρατών και κυβερνήσεων. Αυτήν την υπόθεση υπηρετεί το ΚΚΕ σε συνεργασία µε το ΚΚ Τουρκίας, θέτοντας τον στόχο «καµιά αλλαγή των συνόρων και των συνθηκών που τα καθορίζουν», που παραµένει στόχος επίκαιρος και αναγκαίος.
8. Η πορεία του Κυπριακού
Παρά τις αβάσιµες προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν από τον στόχο ανάδειξης της Κύπρου ως ενεργειακού κόµβου στην περιοχή, διαιωνίζεται η τουρκική κατοχή του 37% των κυπριακών εδαφών και οξύνεται το κυπριακό πρόβληµα µέσα στις συµπληγάδες των ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών. Προωθούνται επικίνδυνες διευθετήσεις στο έδαφος της αναβάθµισης του νησιού στον ευρωατλαντικό σχεδιασµό, λόγω των εξελίξεων στην περιοχή.
Οι ισχυρισµοί ότι η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η ενδυνάµωση των σχέσεων µε τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ θα έχουν ευεργετική επίδραση στην αναζήτηση «δίκαιης» λύσης έχουν καταρρεύσει.
Αναβαθµίζεται ο ρόλος του ψευδοκράτους στη στρατηγική της Τουρκίας και εργαλειοποιείται ως στρατιωτική βάση και µέσο διεκδίκησης ενεργειακών πόρων στην περιοχή. Επιχειρείται να ανοίξει ο δρόµος για «απευθείας εµπόριο, πτήσεις και επαφές», µε τη συνένοχη στάση του ευρωατλαντικού παράγοντα και κατεύθυνση διεθνούς αναγνώρισης.
Στην Κύπρο, ως πεδίο έντονων ιµπεριαλιστικών ανταγωνισµών και κάτω από την επίδραση των ελληνοτουρκικών αστικών αντιθέσεων, µπορεί να παγιωθεί ο κρατικός διαµελισµός.
Έχει αδυνατίσει η αντιµετώπιση του κυπριακού προβλήµατος ως διεθνούς προβλήµατος εισβολής και κατοχής. Η πρόταση για «διζωνική, δικοινοτική οµοσπονδία», η οποία από θέση συµβιβασµού µετατράπηκε σε θέση αρχής, στη βάση των «δύο συνιστώντων κρατών», αποτελεί συνοµοσπονδιακή λύση, διευκολύνει αντικειµενικά διχοτοµικές επιδιώξεις και οδηγεί σε «νοµιµοποίηση» των συνεπειών της εισβολής και της κατοχής. Η γραµµή αυτή είναι σε αντίθεση µε την αναγκαιότητα ανάπτυξης της συντονισµένης εργατικής – λαϊκής πάλης, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, για την επανένωση της Κύπρου και του λαού της, για να υψωθεί τείχος αντίστασης στον εθνικισµό και τον κοσµοπολιτισµό του κεφαλαίου, για Κύπρο ανεξάρτητη και ενιαία, δηλαδή ένα και όχι δύο κράτη, µε µία και µόνη κυριαρχία, µία ιθαγένεια και διεθνή προσωπικότητα, κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρµένιων και Λατίνων, χωρίς κατοχικά και κάθε είδους ξένα στρατεύµατα και βάσεις, χωρίς εγγυητές και προστάτες, µε τον λαό κυρίαρχο.
9. Για το µεταναστευτικό – προσφυγικό ζήτηµα
Στις σηµερινές συνθήκες το µεταναστευτικό – προσφυγικό ζήτηµα γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο. Η κλιµάκωση του ιµπεριαλιστικού πολέµου, η ληστρική εκµετάλλευση των χωρών, η καταστροφή του περιβάλλοντος από την ασύδοτη δράση των επιχειρηµατικών οµίλων, ο αδυσώπητος ανταγωνισµός στον παγκόσµιο καταµερισµό εργασίας προκαλούν ολοένα και µεγαλύτερη µεταναστευτική και προσφυγική µετακίνηση ανθρώπων. Οξύνονται οι αντιθέσεις των αστικών δυνάµεων στο µείγµα διαχείρισης ανάµεσα στην καταστολή και την προσέλκυση εργατικού δυναµικού. Φανερώνονται τα αγιάτρευτα αδιέξοδα του συστήµατος της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης.
Οι αντιθέσεις αυτές εκφράζονται στο νέο Σύµφωνο της ΕΕ για τη Μετανάστευση και το Άσυλο, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πολεµικής οικονοµίας και προετοιµασίας και συνιστά την πυξίδα της αστικής στρατηγικής στο Μεταναστευτικό – Προσφυγικό σε όλα τα κράτη-µέλη. Με το Σύµφωνο δίνεται προτεραιότητα στην ένταση της καταστολής, παραβιάζοντας κάθε έννοια «Διεθνούς Δικαίου», που είχε επικρατήσει µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο και την επίδραση του σοσιαλισµού. Ο έλεγχος των συνόρων αφορά τόσο τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ, όπως λέγεται, όσο και τα εσωτερικά σύνορα ανάµεσα στα κράτη-µέλη, οδηγώντας ακόµα και σε µερική αναστολή της Συνθήκης Σένγκεν. Οι λεγόµενες χώρες πρώτης υποδοχής, όπως η Ελλάδα, εξακολουθούν να έχουν τον ρόλο του «χωροφύλακα» και του εγκλωβισµού. Ταυτόχρονα, προωθείται πλέγµα συµφωνιών µε τρίτες χώρες εκτός ΕΕ, που σε αντάλλαγµα της διείσδυσης επενδυτικών κεφαλαίων αναλαµβάνουν την αποτροπή εισόδου µεταναστών και προσφύγων στην ΕΕ, δηλαδή άγρια καταστολή, τη δηµιουργία και διατήρηση στο έδαφός τους κέντρων κράτησης µεταναστών και προσφύγων («κόµβοι επιστροφής»), αλλά και την τροφοδότηση ανακυκλωνόµενου φθηνού εργατικού δυναµικού («κυκλική νόµιµη µετανάστευση»). Οι πολιτικές προσέλκυσης εργατικού δυναµικού συνοδεύονται µε τη συζήτηση για το δηµογραφικό πρόβληµα και τη γήρανση του πληθυσµού.
Το προσφυγικό – µεταναστευτικό ζήτηµα εξακολουθεί να «εργαλειοποιείται» στα µεγάλα γεωπολιτικά παζάρια (π.χ. ευνοϊκή µεταχείριση Ουκρανών προσφύγων σε σχέση µε τους πρόσφυγες των άλλων εµπόλεµων χωρών, σχέσεις µε Τουρκία και µε αφρικανικές χώρες όπως Λιβύη και Τυνησία, παλαιστινιακό ζήτηµα κ.ά.).
Παράλληλα, βρίσκεται στο επίκεντρο αστικών πολιτικών διεργασιών σε πολλές χώρες της ΕΕ και αξιοποιείται για την αναµόρφωση του αστικού πολιτικού συστήµατος. Καλλιεργείται το ρατσιστικό και ξενοφοβικό µίσος, ενισχύονται ακροδεξιές και φασιστικές δυνάµεις. Τα κατασταλτικά µέτρα σε βάρος των µεταναστών και των προσφύγων εντάσσονται στο συνολικότερο πλέγµα καταστολής, αυταρχισµού και τροµοκράτησης των λαών στις συνθήκες της πολεµικής προετοιµασίας. Εξυπηρετούνται συνολικότερες στοχεύσεις για την υποταγή ευρύτερων εργατικών και λαϊκών στρωµάτων σε επικίνδυνους ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς.
Η ελληνική αστική τάξη µένει πιστή στην παραπάνω πυξίδα για το µεταναστευτικό – προσφυγικό ζήτηµα. Η κυβέρνηση της ΝΔ, σε συνέχεια του έργου της προηγούµενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, προσφέρει πολύτιµες υπηρεσίες στην προώθηση των κατευθύνσεων της ΕΕ. Ο πρόσφατος ρατσιστικός και απάνθρωπος νόµος της κυβέρνησης της ΝΔ (νόµος Πλεύρη) για τις απελάσεις και τις φυλακίσεις µεταναστών και προσφύγων ανοίγει πολύ επικίνδυνους δρόµους. Ταυτόχρονα, µε τις διακρατικές συµφωνίες για την εισαγωγή εργατικού δυναµικού (µέχρι τώρα µε Αίγυπτο και Μπαγκλαντές) και το πλαίσιο της λεγόµενης µετάκλησης εργαζοµένων και εποχικών εργατών εξυπηρετούνται τα συµφέροντα του κεφαλαίου σε σηµαντικούς κλάδους της ελληνικής οικονοµίας (Κατασκευές, Τουρισµός, πρωτογενής τοµέας κ.ά.). Το Μεταναστευτικό – Προσφυγικό εντάσσεται σταθερά στην ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής και συνδέεται µε ευρύτερες γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις και διεργασίες, όπως στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις σχέσεις µε τη Λιβύη, την Αίγυπτο κ.ά.
Σ’ αυτές τις συνθήκες, το Κόµµα έχει µεγάλη καθοδηγητική ευθύνη για την άνοδο των κοινών αγώνων Ελλήνων και µεταναστών και προσφύγων εργαζοµένων, τη βαθύτερη ιδεολογική δουλειά για την κατανόηση του µεταναστευτικού φαινοµένου και την απόκρουση των αστικών ιδεολογηµάτων και του ρατσιστικού και ξενοφοβικού δηλητηρίου. Παραµένει το καθήκον που θέσαµε στο 21ο Συνέδριο για την ανάπτυξη της δράσης για την υπεράσπιση των δικαιωµάτων µεταναστών και προσφύγων, τόσο σε επίπεδο αλληλεγγύης ενάντια στην όξυνση της καταστολής όσο και σε αντιπαράθεση µε την επιδίωξη του κεφαλαίου να αξιοποιηθούν για περαιτέρω µείωση της τιµής της εργατικής δύναµης συνολικά. Παραµένει το καθήκον να ασχοληθούµε ακόµη πιο συστηµατικά, ώστε να ενταχθούν στα συνδικάτα και να παλέψουν µαζί µε τους Έλληνες εργαζόµενους, τόσο για τα δικά τους προβλήµατα, που γεννά το σύστηµα της εκµετάλλευσης, όσο και για τα συνολικά ζητήµατα της εργατικής τάξης. Το καθήκον αυτό σήµερα αποκτά και νέα χαρακτηριστικά, µπροστά στην προσπάθεια εισαγωγής φθηνού εργατικού δυναµικού µε τις διακρατικές συµφωνίες, που σωστά έχουµε χαρακτηρίσει ως συµφωνίες σύγχρονου δουλεµπορίου.
Γ. ΟΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
1. Μέσα σε ποιες συνθήκες διαµορφώνονται αυτές οι διεργασίες
Οι εξελίξεις στην οικονοµία, η όξυνση των ενδοϊµπεριαλιστικών αντιθέσεων και η κλιµάκωση των πολεµικών συγκρούσεων, οι ανταγωνισµοί ανάµεσα σε τµήµατα του κεφαλαίου καθώς και η πολεµική προετοιµασία είναι το έδαφος πάνω στο οποίο εξελίσσονται και οι διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστηµα.
Επιβεβαιώνεται η εκτίµηση, που έχουµε εδώ και πολύ καιρό ως Κόµµα, ότι µέσα στην εργατική τάξη και πλατιά στις λαϊκές δυνάµεις αναπτύσσεται µια ευρύτερη δυσαρέσκεια εξαιτίας µιας σειράς εξελίξεων στην καπιταλιστική οικονοµία. Βιώνονται πια στην πράξη, οι επιπτώσεις από την «ωρίµανση» των «νέων» ευέλικτων εργασιακών σχέσεων, των νέων µεθόδων έντασης της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, τη συρρίκνωση του πραγµατικού εργατικού – λαϊκού εισοδήµατος, την αύξηση της ακρίβειας, αλλά και την όξυνση µιας σειράς προβληµάτων όπως π.χ. της στέγης, της Υγείας κ.ά. Έχει ταυτόχρονα ενισχυθεί η δυσπιστία σε ορισµένους «θεσµούς» και λειτουργίες του αστικού κράτους, έχουν διευρυνθεί η αβεβαιότητα, η ανησυχία για το µέλλον, ο φόβος του πολέµου, παρόλο που συνεχίζει να µην αξιολογείται σωστά ως υπαρκτός κίνδυνος για τη χώρα.
Αν και αυτή η ευρύτερη δυσαρέσκεια εκφράστηκε και µε πολύ µαζικό και αγωνιστικό τρόπο στις πρόσφατες κινητοποιήσεις µε αφορµή τα δύο χρόνια από το έγκληµα στα Τέµπη, παραµένει ρηχή και σε σηµαντικό βαθµό περιορισµένη πολιτικά, εστιάζοντας κυρίως σε επιµέρους υπαρκτά ζητήµατα ατοµικών ευθυνών ορισµένων πολιτικών προσώπων, στη µεγάλη διαφθορά καθώς και στην έλλειψη «κράτους δικαίου», αναζητώντας διέξοδο µόνο στην πτώση της κυβέρνησης της ΝΔ, ή στην παραίτηση Μητσοτάκη, ή στο να µπουν φυλακή κάποιοι ένοχοι κ.λ.π. Στην ενίσχυση αυτής της δυσαρέσκειας και της αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική συµβάλλουν και προσπαθούν να παρέµβουν στον προσανατολισµό της και αστικές δυνάµεις, επιχειρηµατικά συµφέροντα, που έχουν ανοιχτούς λογαριασµούς µε την κυβέρνηση της ΝΔ και τη σηµερινή ηγεσία της και σε αυτήν την κατεύθυνση κίνησαν µηχανισµούς, ΜΜΕ κ.ά.
Παρόλο που, σε έναν βαθµό, κάτω από την επίδραση των δικών µας δυνάµεων υιοθετήθηκαν συνθήµατα, όπως τα «κέρδη τους ή οι ζωές µας» κ.λπ., αναγνωρίστηκαν, επίσης, οι διαχρονικές ευθύνες όλων των αστικών κυβερνήσεων, η δυσαρέσκεια αυτή δεν σηµατοδοτεί συνολική αµφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήµατος, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της εξουσίας του κεφαλαίου. Όλα αυτά σηµατοδοτούν αρνητικό συσχετισµό δυνάµεων και αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη της ταξικής πάλης είναι πίσω από τις ανάγκες της περιόδου.
Ωστόσο, από τη σκοπιά της αστικής τάξης, το βλέµµα είναι στραµµένο στο µέλλον. Είναι στραµµένο στην πιθανότητα µαζικής αµφισβήτησης του αστικού πολιτικού συστήµατος σε συνθήκες γενίκευσης του ιµπεριαλιστικού πολέµου, νέας βαθιάς οικονοµικής κρίσης, µεγάλης όξυνσης των ενδοαστικών αντιθέσεων. Σήµερα, η συζήτηση για την αναµόρφωση του πολιτικού συστήµατος δεν είναι ίδια µε την ανάλογη συζήτηση που γίνεται εδώ και περίπου µια 20ετία.
2. Ποια είναι τα βασικά στοιχεία των διεργασιών στο πολιτικό σύστηµα
α. Προς το παρόν, σηµαντικά τµήµατα της αστικής τάξης συνεχίζουν να στηρίζουν την κυβέρνηση της ΝΔ ως καλύτερο διαχειριστή των συµφερόντων του κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, όµως, εκφράζεται δυσαρέσκεια σε σχέση µε τις προτεραιότητες σε «αναπτυξιακούς σχεδιασµούς», από τους οποίους ένα τµήµα του κεφαλαίου θεωρεί ότι είναι «ριγµένο», καθώς επίσης διατηρεί επιφυλάξεις σε σχέση µε τη διάρρηξη όλων των σχέσεων µε τη Ρωσία αλλά και για τις εξελίξεις και συµβιβασµούς στα Ελληνοτουρκικά.
Ειδικό ζήτηµα αποτελούν τα σχέδια Συνταγµατικής Αναθεώρησης που βρίσκονται στα σκαριά µε πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Αστικές αναλύσεις επισηµαίνουν ότι µε αφορµή τα 50 χρόνια από το Σύνταγµα του 1975, πρέπει να ανοίξει µια ευρύτερη συζήτηση για την ανάγκη το αστικό Σύνταγµα να εκσυγχρονιστεί ριζικά, να προσαρµοστεί ακόµα περισσότερο στις τρέχουσες και µελλοντικές ανάγκες της καπιταλιστικής διαχείρισης. Το ζήτηµα της συνταγµατικής αναθεώρησης αποτελεί και ένα πεδίο στο οποίο επιδιώκονται ευρύτερες συγκλίσεις και συναινέσεις ανάµεσα στα αστικά κόµµατα. Από την άλλη µπορεί να αποτελέσει και πεδίο αντιπαράθεσης και διαµόρφωσης πλαστών διαχωριστικών γραµµών ανάµεσα, από τη µια µεριά, σε αυτούς που θα υπερασπιστούν δήθεν προοδευτικές ρυθµίσεις του ισχύοντος Συντάγµατος ή θα προτείνουν άλλες αντιδραστικές µε αυτόν τον µανδύα, και, από την άλλη µεριά, στη «νεοφιλελεύθερη» κυβέρνηση που επιδιώκει την αλλαγή τους. Ωστόσο, η κυβέρνηση και η ΝΔ φανερώνει συνοχή ακόµα, παρ’ όλες τις τάσεις και τις κινήσεις αµφισβήτησης της ηγεσίας της που εκδηλώνονται στο εσωτερικό της.
β. Εκφράζεται προβληµατισµός για το λεγόµενο κενό που υπάρχει στο αστικό πολιτικό σύστηµα σε σχέση µε τη διαµόρφωση εναλλακτικής αστικής κυβερνητικής πρότασης, ώστε η δυσαρέσκεια, που αντικειµενικά διαµορφώνεται από την υλοποίηση στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου, να ενσωµατώνεται στο αστικό πολιτικό σύστηµα.
Ο προβληµατισµός ιδιαίτερα εστιάζει στην κατάσταση των υπαρχόντων πολιτικών φορέων της σοσιαλδηµοκρατίας: Την τάση συρρίκνωσης του ΣΥΡΙΖΑ και των δυνάµεων που προέρχονται από αυτόν, κυρίως της «Νέας Αριστεράς». Τη µεγάλη δυσκολία του ΠΑΣΟΚ να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναµη εναλλακτικής διακυβέρνησης. Το γεγονός ότι ευρύτερα εργατικές και λαϊκές δυνάµεις που αποτελούσαν παραδοσιακή βάση της σοσιαλδηµοκρατίας εµφανίζονται δυσαρεστηµένες και απογοητευµένες, προδοµένες από την πορεία των φορέων αυτού του χώρου, εξαιτίας και της πολιτικής που ακολούθησαν τα προηγούµενα χρόνια, είτε ως κυβερνητικές είτε ως αντιπολιτευόµενες δυνάµεις. Ταυτόχρονα, εκφράζεται η επιφύλαξη από τη σκοπιά ισχυρών τµηµάτων της αστικής τάξης να στηρίξουν αποφασιστικά δυνάµεις που τις θεωρούν φθαρµένες και σε µεγάλο βαθµό αναξιόπιστες ως εναλλακτική κυβερνητική λύση. Σε αυτό το πλαίσιο, µέσα στις διεργασίες που συντελούνται, «τρέχουν» και διάφορα σενάρια για ανασύνθεση του ευρύτερου σοσιαλδηµοκρατικού χώρου, του ρόλου που µπορούν να παίξουν διάφορες προσωπικότητες (όπως π.χ. ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλ. Τσίπρας) ή ακόµα και συγκρότησης νέων πολιτικών φορέων.
Ταυτόχρονα, όλα τα εναλλακτικά σχέδια αναµόρφωσης της σοσιαλδηµοκρατίας προσκρούουν στην αντικειµενική πραγµατικότητα της καπιταλιστικής οικονοµίας, στην οποία οφείλεται και η αδυναµία των σοσιαλδηµοκρατικών πολιτικών φορέων να διαµορφώσουν προτάσεις αστικής διαχείρισης, που θα ενσωµατώνουν ευρύτερες εργατικές – λαϊκές δυνάµεις, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
γ. Η κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πολιτικοί φορείς της σοσιαλδηµοκρατίας δεν σηµαίνει ότι το «σοσιαλδηµοκρατικό» και «ρεφορµιστικό» ρεύµα έχει συρρικνωθεί, ακόµα και αν αυτήν τη στιγµή δεν «βρίσκει» επαρκή «κοµµατική έκφραση». Η σοσιαλδηµοκρατία έχει ισχυρή κοινωνική βάση µέσα σε τµήµατα της εργατικής τάξης καθώς και σε τµήµατα των λαϊκών δυνάµεων που θίγονται από την πολιτική της καπιταλιστικής διαχείρισης που ασκείται σήµερα. Γι’ αυτόν τον λόγο, παρά τα πλήγµατα που έχει δεχθεί, διατηρεί σηµαντικά ερείσµατα στο συνδικαλιστικό κίνηµα της εργατικής τάξης αλλά και σε αρκετούς φορείς µεσαίων στρωµάτων. Επίσης, διατηρεί σηµαντικά ερείσµατα στην Τοπική Διοίκηση (Δήµους και Περιφέρειες) που τα αξιοποιεί και συνολικότερα για την αναµόρφωση του πολιτικού χώρου. Παραµένει ισχυρή η προσδοκία µιας «προοδευτικής εναλλακτικής» κυβερνητικής λύσης εντός των τειχών, µιας «λιγότερο αντιλαϊκής οικονοµικής και πολιτικής διαχείρισης». Κάτω από το σύνθηµα της «δικαιοσύνης» και του «κράτους δικαίου» συντηρούνται ισχυρές αυταπάτες και ψευδαισθήσεις πως µπορεί να υπάρξει µια «πιο δίκαιη διαχείριση» του καπιταλιστικού συστήµατος, µια «πιο δίκαιη λειτουργία» του αστικού κράτους. Παρά τη σχετική -συγκριτικά µε το παρελθόν- απαξίωση της ΕΕ ως καπιταλιστικής συµµαχίας παραµένει και αναπαράγεται η πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι εξαίρεση στην «ευρωπαϊκή κανονικότητα», ότι παραµένει ως ένας παράγοντας «ασφάλειας» για τη χώρα. Η αρνητική πείρα από την κυβερνητική πορεία της σοσιαλδηµοκρατίας, είτε του ΠΑΣΟΚ είτε του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρείται αποτέλεσµα της αθέτησης υποσχέσεων, της προδοσίας και εξαπάτησης και όχι ως αποτέλεσµα των νοµοτελειών του καπιταλιστικού συστήµατος και της στρατηγικής του κεφαλαίου, που υπηρετεί στο ακέραιο και η σοσιαλδηµοκρατία, των ψευδαισθήσεων ότι µπορεί να ταιριάξει το κυνήγι του µέγιστου κέρδους των επιχειρηµατικών οµίλων µε τα συµφέροντα των λαϊκών δυνάµεων. Παραµένει το ενδεχόµενο διαµόρφωσης ενός µαζικού ρεφορµιστικού ρεύµατος στο άµεσο χρονικό διάστηµα. Σε αυτήν την κατεύθυνση, ιδιαίτερο ρόλο παίζουν οι δυνάµεις του οπορτουνισµού µέσα στο κίνηµα, που, συγκεντρώνοντας την αιχµή της δράσης τους στον αποσπασµατικό στόχο να «πέσει η κυβέρνηση του Μητσοτάκη», ουσιαστικά βάζουν πλάτη στο να ενισχύονται και να δυναµώνουν ρεφορµιστικές αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, συµβάλλουν στο να παραµένουν εγκλωβισµένες σε αυτό εργατικές – λαϊκές δυνάµεις.
δ. Διαµορφώνεται µε την άµεση και έµµεση στήριξη τµηµάτων του κεφαλαίου ένας ψευδεπίγραφος «αντισυστηµικός πόλος» µέσα στο πολιτικό σύστηµα. Βασικά στοιχεία αυτού το πόλου είναι:
• Η έντονη καταγγελτική ρητορεία όσον αφορά την κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και των υπόλοιπων «συστηµικών κοµµάτων», όσων βασικά έχουν συµµετάσχει σε κυβερνήσεις.
• Η αποθέωση του ρόλου που µπορεί να παίξει η αστική Δικαιοσύνη, η υπεράσπιση του αστικού Συντάγµατος και των νόµων, η λειτουργία της «διάκρισης των εξουσιών».
• Η προσωποπαγής συγκρότηση και η προβολή των δήθεν «αυτοδηµιούργητων» επιχειρηµατιών ή επιστηµόνων επαγγελµατιών, που τάχα δεν εξαρτώνται ούτε λογοδοτούν σε κανέναν «κοµµατικό µηχανισµό».
• Η ανάδειξη των διαφόρων «κοινοβουλευτικών σόου» ως κριτήριο αγωνιστικότητας και µαχητικότητας.
• Ο αντικοµµουνισµός και η συκοφαντία ότι το ΚΚΕ είναι ένα συµβιβασµένο συστηµικό κόµµα «που κάνει πλάτη στην κυβέρνηση της ΝΔ» κ.ά., που, ορισµένες φορές, παίρνουν και τον χαρακτήρα προβοκάτσιας.
Πρόκειται για µια συνολικά αντιδραστική και επικίνδυνη για τον λαό και τη νεολαία λογική, που οδηγεί τελικά στην υπεράσπιση αυτού του συστήµατος, αφού ως πρόβληµα προβάλλεται «η µη σωστή λειτουργία των θεσµών του», αντιστρέφοντας έτσι την πραγµατικότητα.
Σε αυτήν τη γραµµή κινούνται το κόµµα της Πλεύσης Ελευθερίας της Ζ. Κωνσταντοπούλου, οι δυνάµεις που συσπειρώνονται στο Κίνηµα Δηµοκρατίας του Στ. Κασσελάκη, το εθνικιστικό κόµµα Ελληνική Λύση του Βελόπουλου κ.ά. Η προσπάθεια αυτή είχε την άµεση στήριξη αστικών ΜΜΕ ιδιοκτησίας µεγάλων επιχειρηµατικών συµφερόντων. Αναβιώνει, µέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συνύπαρξη δυνάµεων που προέρχονται από τον «οπορτουνισµό», αλλά και την ακροδεξιά, όπως περίπου είχε γίνει στο «κίνηµα των πλατειών» την περίοδο της κρίσης. Σκοπός αυτού του πόλου είναι να ψαρέψει στα θολά νερά, να εγκλωβίσει λαϊκή δυσαρέσκεια, να συµβάλει στη συγκρότηση νέων εναλλακτικών για το σύστηµα πολιτικών φορέων σε αντιδραστική κατεύθυνση.
Πλευρά αυτής της προσπάθειας αποτελεί και η αξιοποίηση των συγκλονιστικά µεγάλων µαζικών κινητοποιήσεων για το έγκληµα στα Τέµπη στη συγκρότηση ενός τέτοιου πόλου. Πίσω από τις εκκλήσεις περί «ακοµµάτιστου και ακηδεµόνευτου κινήµατος», της προσπάθειας να δηµιουργηθεί αντίθεση µε το οργανωµένο εργατικό-λαϊκό κίνηµα, των συνθηµάτων για «δικαιοσύνη», κρύφτηκαν και κρύβονται ορισµένα µεγάλα επιχειρηµατικά και πολιτικά συµφέροντα, που θέλουν να αξιοποιήσουν διάφορους «διαθέσιµους», οι οποίοι µιλάνε εξ ονόµατος των νεκρών και των συγγενών τους. Σε αυτήν την κατεύθυνση, ειδικό ρόλο παίζουν επίσης ορισµένες δυνάµεις του οπορτουνισµού που προσπαθούν να εξωραΐσουν, όπως είχαν κάνει και την περίοδο των µνηµονίων, την αντιδραστική κατεύθυνση τέτοιων σχεδιασµών ή να ταυτίσουν τον αντισυστηµισµό µε έναν φετιχισµό των µορφών σύγκρουσης µε τις δυνάµεις καταστολής.
ε. Απέναντι στην προσπάθεια αναµόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήµατος το ΚΚΕ αναπτύσσει την ιδεολογικοπολιτική του παρέµβαση, αναδεικνύοντας τα αδιέξοδα για τον λαό που προκύπτουν όταν η αποδυνάµωση µιας µερίδας αστικών πολιτικών δυνάµεων διοχετεύεται στη στήριξη άλλων.
Αναδεικνύει τον ταξικό και κατά συνέπεια αντιλαϊκό χαρακτήρα του αστικού πολιτικού συστήµατος, των κοινοβουλευτικών διεργασιών και των κυβερνήσεων στο έδαφος του καπιταλισµού, συνολικά των αστικών θεσµών, όπως η Δικαιοσύνη κ.λπ.
Αποκαλύπτει τον ιστορικά υπονοµευτικό ρόλο της σοσιαλδηµοκρατίας στον εγκλωβισµό εργατικών – λαϊκών δυνάµεων, αξιοποιώντας τα παραδείγµατα του πρόσφατου αλλά και του ιστορικού παρελθόντος. Ένα τµήµα εργατικών – λαϊκών δυνάµεων µε σοσιαλδηµοκρατικές αντιλήψεις προσεγγίζουν τις δυνάµεις του Κόµµατος στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα, συµπορεύονται µαζί τους σε ορισµένα µέτωπα πάλης, εκφράζονται συνδικαλιστικά σε αρχαιρεσίες µέσα από ψηφοδέλτια που στηρίζουν οι κοµµουνιστές, παρακολουθούν µε ενδιαφέρον το Κόµµα. Προφανώς και διαµορφώνονται δυνατότητες για απεγκλωβισµό δυνάµεων µε βασική όµως προϋπόθεση το βάθεµα της ιδεολογικής – πολιτικής διαπάλης και την προβολή του Προγράµµατος του ΚΚΕ, ώστε να αµβλύνονται ψευδαισθήσεις, να σπάνε αυταπάτες, αξιοποιώντας και την πείρα από τη συµµετοχή στους αγώνες, από τις διαδικασίες του κινήµατος. Αντιπαλεύει επιζήµιες αντιλήψεις ότι δήθεν οι κάθε 4 χρόνια αστικές κοινοβουλευτικές εκλογές αποτελούν την ανώτερη µορφή δηµοκρατίας, ότι η λεγόµενη κυβερνησιµότητα και η συµµετοχή ή στήριξη αστικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο του καπιταλισµού και στο όνοµα της «πολιτικής σταθερότητας» συνιστούν βήµα προς τη διέξοδο υπέρ των λαϊκών συµφερόντων.
Κρίσιµος δείκτης όλης αυτής της προσπάθειας αποτελεί η διεύρυνση της συµφωνίας και της συσπείρωσης πρωτοπόρων εργατικών – λαϊκών δυνάµεων µε το Πρόγραµµα του Κόµµατος, δηλαδή µε την πάλη σήµερα για τη συγκέντρωση δυνάµεων σε αντικαπιταλιστική – αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση, µε την προοπτική του σοσιαλισµού. Αυτό είναι, άλλωστε, και όρος -όπως έχει διδάξει και η πείρα- ώστε να αντιµετωπίζονται και οι οπορτουνιστικές πιέσεις, που αντικειµενικά διαµορφώνονται από τις εξελίξεις, για να υποχωρήσει το Κόµµα µπροστά σε ένα ρεφορµιστικό και σοσιαλδηµοκρατικό ρεύµα. Η δράση αυτή του Κόµµατος συµβάλλει στο να δυσκολέψει τέτοιες διεργασίες µέσα στο αστικό πολιτικό σύστηµα, να µην κλείνουν ρήγµατα που διαµορφώνονται στην εργατική – λαϊκή συνείδηση, στην εµπιστοσύνη στην αστική πολιτική.
Το ΚΚΕ αναδεικνύει ότι πραγµατικός αντισυστηµισµός είναι η αµφισβήτηση και αντιπαράθεση µε το καπιταλιστικό σύστηµα, το αστικό κράτος, το αστικό πολιτικό σύστηµα στο σύνολό του και όχι η υπεράσπιση των αστικών θεσµών, της Δικαιοσύνης και του Συντάγµατος, ότι πραγµατική αντισυστηµική δράση δεν είναι τα σόου στη Βουλή αλλά η ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ο αγώνας για τα εργατικά – λαϊκά συµφέροντα, για τη συγκέντρωση δυνάµεων σε αντικαπιταλιστική και αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση, ο δρόµος δηλαδή για τη ριζική αλλαγή του συσχετισµού δυνάµεων σε βάρος του κεφαλαίου και υπέρ της εργατικής τάξης και των συµµάχων της.
3. Οι αντιδραστικές εξελίξεις στην αστική Δικαιοσύνη και η παρέµβαση του Κόµµατος
Στο διάστηµα από το 21ο Συνέδριο όχι µόνο επιταχύνθηκε µια σειρά αντιδραστικών µεταρρυθµίσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης αλλά τέθηκαν και στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης τα ζητήµατα του αστικού «κράτους δικαίου», της «ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης», µε αιχµή είτε το σκάνδαλο των υποκλοπών το 2022, είτε το έγκληµα στα Τέµπη και το πρόσφατο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Από τα σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα προβάλλεται η υπεράσπιση του «κράτους δικαίου της ΕΕ» ως βασική γραµµή της αντιπαράθεσης µε την κυβέρνηση της ΝΔ, η «ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης» και οι διάφορες «ανεξάρτητες αρχές» ως εχέγγυα για τον «έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας». Ενώ, η ΕΕ, τα ευρωπαϊκά δικαστήρια και διάφορα ευρωπαϊκά όργανα (όπως η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία) παρεµβαίνουν ενεργά στις εξελίξεις, προβάλλονται ως «εγγυητές» κατά της διαφθοράς, ως αποκούµπι για τους εργαζόµενους και τα λαϊκά στρώµατα.
Την ίδια στιγµή, βασική κατεύθυνση της ΕΕ και προαπαιτούµενο του Ταµείου Ανάκαµψης αποτελούν οι συνεχείς αντιδραστικές µεταρρυθµίσεις στη Δικαιοσύνη, τις οποίες προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ µε δυο βασικούς στόχους: Αφενός την αποτελεσµατικότερη και ταχύτερη στήριξη στα επενδυτικά σχέδια και τις ευρύτερες ανάγκες του κεφαλαίου και αφετέρου την ένταση της καταστολής απέναντι στον «εχθρό λαό», το οργανωµένο εργατικό – λαϊκό κίνηµα. Αυτούς τους στόχους θα υπηρετήσει και η επερχόµενη Συνταγµατική Αναθεώρηση.
Φυσικά, η κυβέρνηση στηρίχτηκε στα πεπραγµένα των προηγούµενων κυβερνήσεων, ιδιαίτερα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι αντιδραστικές αναδιαρθρώσεις στη Δικαιοσύνη ήταν βασικό ζητούµενο και των µνηµονίων (π.χ. ηλεκτρονικοί πλειστηριασµοί και «ιδιώνυµο» για όσους κινητοποιούνταν, Ποινικοί Κώδικες κ.λπ).
Από πλευράς της κυβέρνησης της ΝΔ ξεδιπλώθηκε, µε αιχµή την «επιτάχυνση» και την «ψηφιακή µετάβαση στη Δικαιοσύνη», ισχυρή προσπάθεια νοµιµοποίησης και αποδοχής των αλλαγών αυτών από τους εργαζόµενους και τα λαϊκά στρώµατα. Σε αυτήν την προσπάθεια το ΚΚΕ αντιπαρατέθηκε έντονα, αναδεικνύοντας το πραγµατικό περιεχόµενο αυτών των µεταρρυθµίσεων, ως βασικών συστατικών του «επιτελικού κράτους» για τη στήριξη της κερδοφορίας των µονοπωλιακών οµίλων, εχθρικών για τον λαό και τα δικαιώµατά του.
Συνολικά απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις το Κόµµα έγκαιρα, µέσα και από εκδηλώσεις, ηµερίδες και εκδόσεις, αποκάλυψε τον ταξικό χαρακτήρα των κυβερνητικών µέτρων, του αστικού «κράτους δικαίου» και της αστικής δηµοκρατίας, τον ειδικό ρόλο του Συντάγµατος και της «ανεξάρτητης Δικαιοσύνης» στην υπεράσπιση των συµφερόντων του κεφαλαίου.
Φώτισε την προσπάθεια ενίσχυσης του κατασταλτικού πλαισίου µε «αιχµή του δόρατος» την ενσωµάτωση – ενεργοποίηση των διατάξεων του «Δικαίου της ανάγκης» σε συνθήκες «κανονικότητας».
Στην ίδια κατεύθυνση, αποκάλυψε και αντιπαλεύει αντίστοιχα µέτρα που δροµολογήθηκαν και ενισχύονται και στο εσωτερικό της χώρας και στοχεύουν:
α) Στην ενίσχυση και αναβάθµιση της ηλεκτρονικής, ψηφιακής και συµβατικής παρακολούθησης και φακελώµατος από το αστικό κράτος και στην κατεύθυνση της προληπτικής κρατικής παρέµβασης ενάντια στον λαϊκό παράγοντα.
β) Στην ενίσχυση της κατασταλτικής νοµοθεσίας και στη συνταγµατική νοµιµοποίησή της.
γ) Στην ένταση των µέτρων για την ιδεολογική αποδοχή της κρατικής καταστολής: Με την επίκληση γενικών εννοιών-λάστιχο (όπως η «εθνική ασφάλεια» ή η «αντιµετώπιση της τροµοκρατίας» κ.ο.κ.), µε την αξιοποίηση οξυµένων προβληµάτων που γεννά το ίδιο το σύστηµα και η αντιλαϊκή πολιτική.
Ταυτόχρονα, καταδεικνύοντας την πραγµατική στόχευση νοµοσχεδίων όπως οι αλλαγές στους ποινικούς κώδικες, τα µέτρα καταστολής στα ΑΕΙ, αξιοποιώντας εκδόσεις όπως το «ΜΑΘΕ – ΠΑΛΕΨΕ για τα δικαιώµατά σου», το Κόµµα ανέδειξε τη σηµασία το ίδιο το εργατικό – λαϊκό κίνηµα να γνωρίζει και να υπερασπίζεται τα δικαιώµατα και τις ελευθερίες του, να βάζει εµπόδια στην ένταση της καταστολής, να σπάει στην πράξη την προσπάθεια τροµοκράτησης από πλευράς αστικού κράτους και κυβέρνησης.
Αντίστοιχα, πρωτοστάτησε ώστε να κατανοηθεί πλατιά ότι οι προωθούµενες αλλαγές στην αστική Δικαιοσύνη αφορούν πρώτα και κύρια τους εργαζόµενους και τα λαϊκά στρώµατα, αφού ενισχύουν τα εµπόδια για την πρόσβασή τους σε αυτή, «σφίγγουν τα λουριά» για την έκδοση όλο και περισσότερων αντιδραστικών – εχθρικών για τον λαό αποφάσεων (όπως π.χ. µε τη διευκόλυνση των funds να αρπάζουν τα σπίτια του λαού, την «ταφόπλακα» στα αναδροµικά που δικαιούνται δεκάδες χιλιάδες συνταξιούχοι, την έγκριση της ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ κ.λπ.). Έδωσε τις δυνάµεις του ώστε σωµατεία, φορείς, χιλιάδες λαού να αντιπαλέψουν την υλοποίηση και εφαρµογή απαράδεκτων νοµοσχεδίων µε πιο πρόσφατα τον δικαστικό χάρτη, το φορολογικό έκτρωµα κ.ά.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, άνοιξε δρόµους στη δράση του Κόµµατος για τη συσπείρωση ευρύτερων δυνάµεων και την αλλαγή συσχετισµών, η προσπάθεια να ενταθεί η προβολή της ανωτερότητας της εργατικής εξουσίας, ως ανώτερου τύπου δηµοκρατίας, όπου οι εργαζόµενοι έχουν ενεργό ρόλο στη λήψη, στην υλοποίηση και στον έλεγχο των αποφάσεων.
Η εξειδίκευση αυτής της προσπάθειας στους εργαζόµενους στον χώρο της Δικαιοσύνης από το 21ο Συνέδριο δέθηκε µε ενίσχυση της παρέµβασής µας στο κίνηµα, µε αρκετά βήµατα:
• Στην αυτοτελή οργάνωση τόσο των µισθωτών και ασκούµενων δικηγόρων (Σωµατεία Μισθωτών Δικηγόρων Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας), όσο και των αυτοαπασχολούµενων (µε σχετική πρωτοβουλία για την ίδρυση Συλλόγου Αυτοαπασχολούµενων Δικηγόρων).
• Στον κοινό συντονισµό των εργαζοµένων στον χώρο (αυτοαπασχολούµενων, µισθωτών και ασκούµενων δικηγόρων, δικαστικών υπαλλήλων, επιµελητών, διερµηνέων και συµβολαιογράφων), µε την επεξεργασία πλαισίου αιτηµάτων, καταγράφοντας άνοδο σε ψήφους και σε εκλεγµένους στα ΔΣ των σωµατείων και των συλλόγων τους.
• Στην αναγκαία κοινή δράση και παρέµβαση των αυτοαπασχολούµενων και µισθωτών επιστηµόνων (µηχανικών – δικηγόρων – οικονοµολόγων – λογιστών κλπ.) όπως µε αιχµή το φορολογικό νοµοσχέδιο και άλλα οξυµένα προβλήµατα (χρέη από ασφαλιστικές εισφορές κ.λπ.).
4. Ειδικά για την Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση
Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τη θέση µας για τον ρόλο της Τοπικής και Περιφερειακής Διοίκησης ως τµήµατος του κρατικού µηχανισµού και ενεργητικού παράγοντα για την υλοποίηση του αστικού σχεδιασµού.
Το πλαίσιο της δηµοσιονοµικής σταθερότητας, οι αντιθέσεις µεταξύ κλάδων της οικονοµίας και η στροφή στην πολεµική οικονοµία, η γενικότερη δυσκολία του πολιτικού συστήµατος και η οργανωτική – ιδεολογική – πολιτική κατάσταση των αστικών κοµµάτων, η εµπλοκή της Τοπικής και Περιφερειακής Διοίκησης στην αντιλαϊκή αντεργατική διαχείριση του αστικού κράτους και οι άµεσες, καθηµερινές λαϊκές αντιδράσεις που δηµιουργεί αυτό, σε συνδυασµό µε την εγγύτητα της Τοπικής και Περιφερειακής Διοίκησης µε τα λαϊκά στρώµατα, θα δηµιουργούν δυσκολίες στην υλοποίηση των αστικών σχεδιασµών.
Σε κάθε περίπτωση, διαφαίνονται δυνατότητες παρέµβασης και επαφής µε έναν κόσµο που αποτελεί τη µάζα των εργαζοµένων και των αυτοαπασχολούµενων της πόλης και του χωριού που οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται έξω από τα σωµατεία τους και τη συλλογική διεκδίκηση.
Ιδιαίτερες απαιτήσεις υπάρχουν στους έξι δήµους που αναλάβαµε διοίκηση, στις Περιφέρειες γενικά και στους πολλούς δήµους όπου έχουµε υψηλά ποσοστά. Είναι µια σχετικά νέα πραγµατικότητα για τις κοµµατικές/ΚΝίτικες οργανώσεις/όργανα και τις κοµµατικές δυνάµεις που διατάσσονται στη δουλειά της «Λαϊκής Συσπείρωσης». Έχουµε κάνει βήµατα στην καλύτερη λειτουργία Κοµµατικών Οµάδων και επιτελείων, αλλά δεν καταφέρνουµε ακόµα να τροφοδοτούνται τα όργανα µε τα στοιχεία της ζωντανής διαπάλης και των πολιτικών διεργασιών. Αποτέλεσε µία σηµαντική πρωτοβουλία οι τοπικές συγκεντρώσεις – κινητοποιήσεις, που έγιναν µέσα στο πρώτο 4µηνο από την ανάληψη των δηµοτικών αρχών στους 6 δήµους, κυρίως γιατί σηµατοδότησαν τον τρόπο δουλειάς µας και το τι εννοούµε «λαϊκή αντιπολίτευση και από τη θέση της δηµοτικής αρχής». Έγινε προσπάθεια και εξειδικεύτηκε το πολιτικό πλαίσιο µε αιτήµατα, στην προπαγάνδα κωδικοποιήσαµε στοιχεία που αποκαλύπτουν καλύτερα το «ανάπτυξη για ποιον».
Η κατακτηµένη πείρα δεν αρκεί, αλλά και η υπάρχουσα εµπειρία δεν έχει γίνει συστατικό κοµµάτι της καθοδηγητικής µας δουλειάς στις ΚΟΒ, στις Κοµµατικές Οµάδες και στα όργανα, δεν έχει γίνει αντικείµενο συνεργασίας µε τον κλάδο των εργαζοµένων ΟΤΑ για την ανάπτυξη και στοιχείων αλληλεγγύης, που είναι απαραίτητα το επόµενο διάστηµα. Απαιτείται τα κοµµατικά όργανα να στηρίζουν συστηµατικά την οργανωτική και ιδεολογικοπολιτική δουλειά των Κοµµατικών Οµάδων, να είναι πιο απαιτητικά προκειµένου για την καλύτερη αποτύπωση/παρέµβαση στον χώρο ευθύνης τους, τη δουλειά για το δυνάµωµα και τη διεύρυνση των δεσµών, την επαφή µε µαζικούς φορείς και κινήµατα της γειτονιάς, εθελοντικές οµάδες. Κάθε σύντροφος έχει ατοµική ευθύνη να συµβάλλει στο να ανέβει η ικανότητα συνολικά των κοµµατικών δυνάµεων σε έναν δήµο – µια Περιφέρεια, στη ζωντανή διαπάλη, στην εκλαΐκευση, καταγραφή και αποκάλυψη, στη λήψη πρωτοβουλιών που θα διευκολύνουν την κίνηση µαζών.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΠΑΝΕΤΟΙΜΟ, ΙΚΑΝΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ – ΠΟΛΙΤΙΚΑ – ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΑ ΝΑ ΗΓΗΘΕΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Με βάση το Πρόγραµµα του Κόµµατος, το ΚΚΕ αναδεικνύεται έµπρακτα ως η καθοδηγητική δύναµη µέσα στην επαναστατική διαδικασία, εφόσον διασφαλίσει την επαναστατική γραµµή και ικανότητά του να έχει Οργανώσεις στις µεγάλες παραγωγικές µονάδες, σε τοµείς και υπηρεσίες που παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Η οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια του ΚΚΕ ισχύει σε όλες τις συνθήκες και σε κάθε περίπτωση. Η ύπαρξη γερών Κοµµατικών και ΚΝίτικων Οργανώσεων εξασφαλίζει τη διαµόρφωση κοµµατικών µελών και ΚΝιτών ικανών να διοχετεύουν τις ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις του Κόµµατος, να εµπνέουν εµπιστοσύνη, να αποτελούν παράδειγµα πρωτοπόρας, ανιδιοτελούς και µε αυτοθυσία δράσης, να αξιοποιούν την πρωτοβουλία δυνάµεων σε δράση, αντιπαλεύοντας τον ρεφορµισµό – οπορτουνισµό και τη ναζιστική – φασιστική δράση. Το Κόµµα παλεύει για την ενότητα της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από φυλή, εθνική καταγωγή και γλώσσα, πολιτισµική ή θρησκευτική κληρονοµιά. Ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόµµατος στη συγκέντρωση δυνάµεων για την επανάσταση, δεν είναι µονόπρακτο έργο, ούτε µια οµαλά εξελισσόµενη διαδικασία, θα έχει ανοδικές και καθοδικές φάσεις, θα εκφράζεται στη συνειδητοποίηση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, στην αποκόλληση των µισοπρολετάριων, των φτωχών αγροτών και άλλων αυτοαπασχολούµενων από την αστική τάξη, τις οπορτουνιστικές επιρροές.
Α. ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ, ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΥ
1. Επιθεωρούµε τις δυνάµεις µας
Διανύοντας φέτος τον τελευταίο χρόνο της πρώτης 25ετίας του 21ου αιώνα, έχουµε υποχρέωση να επιθεωρήσουµε τις δυνάµεις µας, βαθαίνοντας όλο και περισσότερο τη σκέψη και την πολιτική µας σε θέµατα κοµµατικής λειτουργίας, καθοδήγησης και οικοδόµησης του Κόµµατος. Συνειδητοποιώντας ότι απαιτούνται πιο γρήγορα και κυρίως πιο σταθερά βήµατα για την ανάπτυξη της ικανότητας και ετοιµότητας όλου του Κόµµατος, πρώτα και κύρια των καθοδηγητικών οργάνων, για την αποτελεσµατική προώθηση και προβολή της στρατηγικής του Κόµµατος για τον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό και των καθηκόντων της ταξικής πάλης στην καθηµερινή παρέµβαση και δράση των Κοµµατικών Οργανώσεων.
Η υλοποίηση αυτού του καθήκοντος αποκτά επείγουσα σηµασία σε µια περίοδο γρήγορων και σύνθετων εξελίξεων, όπου αυξάνονται οι απαιτήσεις, για να ανταποκριθούµε σε δύσκολες συνθήκες και σε απότοµες αλλαγές κατά τις οποίες είναι πιο πιθανό -σε σχέση µε άλλες περιόδους- οι ιµπεριαλιστικοί ανταγωνισµοί, οι πολεµικές αναµετρήσεις, η καπιταλιστική οικονοµική κρίση να οδηγήσουν σε µαζική ριζοσπαστικοποίηση εργατικών – λαϊκών δυνάµεων, σε όξυνση της ταξικής πάλης ακόµα και σε αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας. Η όξυνση όλων των αντιθέσεων του καπιταλιστικού συστήµατος που αλληλεπιδρούν µπορούν να δηµιουργήσουν και κατάσταση µεγάλης κίνησης µαζών, δυνατότητας ακόµη και εξεγέρσεων ενδεχοµένως και συνθηκών επαναστατικής κατάστασης, η οποία βεβαίως δηµιουργείται αντικειµενικά και σε µη προβλεπόµενο χρόνο. Χωρίς να αποκλείουµε οποιοδήποτε ενδεχόµενο, έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά και σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσµιο επίπεδο ότι σε αυτές τις συνθήκες κρίνεται η ιδεολογική – πολιτική και οργανωτική ετοιµότητα του Κοµµουνιστικού Κόµµατος και πως η ικανότητά του να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, απαιτεί µακρόχρονη προετοιµασία και πάλη. Αυτή ξεκινά στις σηµερινές συνθήκες που δυναµώνει η λαϊκή δυσαρέσκεια και αυξάνονται οι δυνατότητες να ενισχυθούν η µαζικότητα και ο προσανατολισµός του ρεύµατος αµφισβήτησης.
Συνεπώς, δρώντας σε συνθήκες µη επαναστατικής κατάστασης µεν αλλά και σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων και ανταγωνισµών, οφείλουµε να προετοιµάζουµε από σήµερα τις αυριανές µάχες, εξασφαλίζοντας διαρκώς την ιδεολογική – πολιτική ανεξαρτησία του Κόµµατος από κάθε εκδοχή της αστικής πολιτικής. Ενισχύοντας συνεχώς την ικανότητα του Κόµµατος στον συνδυασµό του επαναστατικού Προγράµµατος µε την καθηµερινή σε όλους τους τοµείς δράση, σε κάθε κρίκο της καθοδηγητικής δουλειάς.
2. Άξονες παρέµβασης σε συνθήκες ιµπεριαλιστικού πολέµου
Απαιτείται ετοιµότητα για κάθε είδους εξέλιξη, θετική ή αρνητική, που µπορεί να οδηγήσει σε απότοµη όξυνση της ταξικής πάλης ή σε νέα οπισθοχώρησή της, ενώ και στις δύο περιπτώσεις προσαρµόζεται η ιδεολογική – πολιτική παρέµβαση του αντιπάλου, των µηχανισµών του αστικού κράτους και του κεφαλαίου, που αξιοποιούν και τις νέες επιστηµονικές – τεχνολογικές δυνατότητες στην επιδίωξη ενσωµάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας και καταστολής του κινήµατος. Έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος αποτελεί τον αποφασιστικό παράγοντα στη χρήση και στην αντιµετώπιση κι αυτών των µηχανισµών.
Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση για να ανταποκρινόµαστε στις σύγχρονες απαιτήσεις της ταξικής πάλης, ήταν και είναι η θεωρητική και προγραµµατική ετοιµότητα που αναπτύσσεται µε τη µελέτη της πείρας και των συµπερασµάτων από την Ιστορία των ταξικών αγώνων, η οποία όµως είναι απαραίτητο να εκδηλώνεται στην καθηµερινή ικανότητα ταξικής ανάλυσης των εξελίξεων, στην καθοδηγητική δράση, στην πολιτική και ιδεολογική πάλη του Κόµµατος, στην εσωκοµµατική ζωή. Ξεχωρίζοντας σε αυτήν τη φάση ότι η όξυνση των ανταγωνισµών και η εξέλιξη του ιµπεριαλιστικού πολέµου καθορίζει αποφασιστικά το συνολικό πλαίσιο δράσης, το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η ταξική πάλη και στην Ελλάδα.
Το Πρόγραµµα του Κόµµατος έχει καθορίσει µε σαφήνεια τη θέση µας για τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και τη γραµµή της δράσης µας. Οι Αποφάσεις των 19ου, 20ού και 21ου Συνεδρίων µας επιβεβαιώθηκαν και µαζί µε την πρόσφατη Απόφαση της ΚΕ είναι µέρος του πολιτικού οπλοστασίου του Κόµµατος. Βάλαµε βάσεις που συνέβαλαν στην ετοιµότητα του Κόµµατος και στον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην ταξική πάλη, στην πάλη για την έξοδο της Ελλάδας από το πολεµικό σφαγείο.
Έχουµε προσδιορίσει τους άξονες της παρέµβασης του Κόµµατος στις σηµερινές συνθήκες που πρέπει να στοχεύουν στα εξής ζητήµατα:
α. Ανάδειξη του ιµπεριαλιστικού χαρακτήρα του πολέµου, της σχέσης του πολέµου µε τον καπιταλισµό και αποδόµηση όλων των επιχειρηµάτων και των δύο πλευρών της ενδοϊµπεριαλιστικής σύγκρουσης, µε έµφαση στην απόκρουση της εγχώριας αστικής και ΝΑΤΟικής προπαγάνδας για τα «οφέλη» από τη συµµετοχή της Ελλάδας στον πόλεµο. Ξεκαθαρίζοντας ότι η σωστή πλευρά της Ιστορίας καθορίζεται από την πάλη για τα συµφέροντα του λαού, την κοινή πάλη των λαών για την ανατροπή του εκµεταλλευτικού συστήµατος.
β. Δουλειά για την καλλιέργεια αµφισβήτησης και έλλειψης εµπιστοσύνης στην αστική κυβέρνηση και το εχθρικό κράτος για τον λαό, καλλιέργεια της αντίληψης ότι δεν υπάρχουν κοινά εθνικά συµφέροντα ανάµεσα στους εργαζόµενους και τους κεφαλαιοκράτες και σε συνθήκες πολέµου. Όχι µόνο µε όρους ιδεολογικοπολιτικής ζύµωσης αλλά και από τη σκοπιά της παρέµβασης στο εργατικό – λαϊκό κίνηµα.
γ. Ενδυνάµωση του µετώπου ενάντια στην πολεµική οικονοµία και τις συνέπειές της σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων.
δ. Ανάπτυξη της δουλειάς µέσα στη στρατευµένη νεολαία, ενίσχυση του κλίµατος αµφισβήτησης και απειθαρχίας στις εντολές της αστικής κυβέρνησης, στην πολιτική της εµπλοκής στον ιµπεριαλιστικό πόλεµο και το ΝΑΤΟ.
ε. Διαµόρφωση όλων των όρων και προϋποθέσεων, ετοιµότητα για δράση του Κόµµατος σε όλες τις συνθήκες, για εναλλαγή της νόµιµης µε την παράνοµη δουλειά. Εξασφαλίζοντας συνεχή επεξεργασία του σχεδιασµού, ώστε να στηρίζεται σε στενή παρακολούθηση των εξελίξεων και να αναπτύσσεται µε την ανάλογη κλιµάκωση της ιδεολογικοπολιτικής παρέµβασης, των συνθηµάτων της πάλης και των αντίστοιχων ενεργειών, συνδυάζοντας και εξειδικεύοντας γενικά στρατηγικά καθήκοντα. Άλλωστε, δεν αναµένουµε κάποια «ηµέρα X» , όταν µάλιστα το βάθεµα της εµπλοκής προωθείται ηµέρα την ηµέρα, βήµα το βήµα και όταν βεβαίως συνδέεται και µε άλλα σχέδια στην περιοχή όχι καθαρά στρατιωτικά αλλά µε στρατηγική πολεµική σηµασία.
3. Κρίσιµη η ολόπλευρη προετοιµασία του Κόµµατος
Στις σηµερινές συνθήκες, η ικανότητα του Κόµµατος να ανταποκρίνεται στον καθοδηγητικό του ρόλο ως επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης κατακτιέται διαρκώς και στην πράξη κατά την προετοιµασία του εργατικού κινήµατος, των κινηµάτων των σύµµαχων λαϊκών δυνάµεων, στον αγώνα σύγκρουσης µε τους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης, του καπιταλιστικού κράτους και των ιµπεριαλιστικών συµµαχιών όπου συµµετέχει. Μόνο έτσι µπορούν να αξιοποιηθούν οι αντιθέσεις και οι τριγµοί που θα δηµιουργούνται στο εσωτερικό καπιταλιστικών κρατών και ιµπεριαλιστικών συµµαχιών, για την αποσταθεροποίηση του καπιταλιστικού συστήµατος και την ανατροπή του. Γι’αυτό κριτήριο της ικανότητας και αποτελεσµατικότητας της παρέµβασης του Κόµµατος είναι η διαδικασία ταξικής πολιτικής χειραφέτησης και διεύρυνσης πρωτοπόρων δυνάµεων στον αγώνα του Κόµµατος για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Μπορεί να µην είναι η στιγµή του σαλπίσµατος άµεσης «εφόδου», είναι όµως απαραίτητη και αναγκαία η διαφώτιση για τον σκοπό, τον στόχο, τους όρους και τις προϋποθέσεις της επαναστατικής ανατροπής. Είναι η περίοδος της συστηµατικής δουλειάς προετοιµασίας µε προοπτική, µε ιδιαίτερη προσοχή και προσανατολισµό να καθοδηγούµε το κίνηµα, να παλεύουµε, για να ξεκόβουν πιο µαζικά τµήµατα της εργατικής τάξης και σύµµαχων λαϊκών δυνάµεων από κάθε αστική πολιτική, φιλελεύθερη ή σοσιαλδηµοκρατική, από τους οπορτουνιστές, να οξύνουν µε όλες τους τις δυνάµεις τις διεκδικήσεις τους, τους αγώνες, τις απεργιακές κινητοποιήσεις τους, τις διαδηλώσεις και τα συλλαλητήρια, να ενισχύεται η αντικαπιταλιστική και αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση συσπείρωσης και πάλης, συνολικά το επαναστατικό κίνηµα. Να προετοιµάζουµε εργατικές και λαϊκές δυνάµεις µέσα στην πάλη ενάντια στην καθηµερινή καταπίεση του κεφαλαίου για την απόκτηση πείρας σκληρών συγκρούσεων και θυσιών.
Για να τα καταφέρουµε, χρειαζόµαστε πιο βαθιά και ανώτερη επαναστατική συγκρότηση των οργανωµένων δυνάµεων του Κόµµατος και της Νεολαίας του, µε όρους που δυναµώνουν τη µαχητική αταλάντευτη στάση, την αντοχή και τη στρατηγική σταθερότητα, την ικανότητα δράσης σε όλες τις συνθήκες καθώς και µιας ευρύτερης πρωτοπορίας εργατικών και λαϊκών δυνάµεων συσπειρωµένης µε το Πρόγραµµα του Κόµµατος.
Η κάθε Κοµµατική Οργάνωση να µετατραπεί σε κύτταρο – φορέα υλοποίησης αυτών των καθηκόντων, αντιµετωπίζοντας πετυχηµένα τις πιέσεις προσαρµογής της δράσης του Κόµµατος στην αστική – συστηµική – οπορτουνιστική κοινοβουλευτική και συνδικαλιστική δράση. Δυναµώνοντας συνολικά την ιδεολογικοπολιτική ικανότητα του Κόµµατος, να είναι δραστήριο και µαχητικό στα γεγονότα, ετοιµοπόλεµο σε κάθε αναπάντεχο, σε κάθε επιβράδυνση ή επιτάχυνση της πορείας των γεγονότων.
Σε κάθε τρέχουσα στιγµή να έχει την ικανότητα άµεσων προσαρµογών ανάµεσα στις πιο διαφορετικές και γρήγορα µεταβαλλόµενες συνθήκες, µε σταθερό προσανατολισµό την επεξεργασία της γραµµής της αντιµονοπωλιακής – αντικαπιταλιστικής συσπείρωσης και πάλης. Με στόχο να εκδηλώνεται οργανωµένα και να προσανατολίζεται η δυσαρέσκεια και η εργατική – λαϊκή πάλη, στην κατεύθυνση της ανάπτυξης ενός πανελλαδικά συντονισµένου ενιαίου -στην πορεία- κινήµατος, µε την έννοια των κοινών θέσεων και στόχων διεκδίκησης, κίνηµα µε αντιµονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, ενάντια στην ΕΕ, στο ΝΑΤΟ, µε πανελλαδικά ενιαία αιτήµατα.
Β. ΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΤΟΜΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΚΑΙ ΚΑΜΠΕΣ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
1. Η κοµµατική οικοδόµηση ως πολυπαραγοντικό ζήτηµα
Το ζήτηµα της κοµµατικής οικοδόµησης δεν το αντιµετωπίζουµε στενά, µε βάση µόνο τα ποσοτικά στοιχεία της ανάπτυξης, αλλά ως ένα πολυπαραγοντικό ζήτηµα που έχει να κάνει µε το επίπεδο της ιδεολογικοπολιτικής παρέµβασης και καθοδήγησης των Οργανώσεων, το επίπεδο της λειτουργίας τους, την παρέµβασή τους στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα, στο κίνηµα των αυτοαπασχολούµενων αγροτών και ΕΒΕ, την πορεία ανάπτυξης της ΚΝΕ, την αλλαγή συσχετισµών στο κίνηµα και στις υπόλοιπες πολιτικές µάχες, τη διάταξη των κοµµατικών δυνάµεων και στελεχών, την ποιότητα της καθοδηγητικής δουλειάς, την κοινωνική, ηλικιακή, φύλου, σύνθεση των στρατολογιών κ.ο.κ.
Χρειάζεται να αντιµετωπίζουµε συνδυασµένα, ενιαία, χωρίς αποσπασµατικότητα τα ζητήµατα αυτά, ώστε να διασφαλίζεται η ολόπλευρη ιδεολογική – πολιτική – οργανωτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ, στις σύγχρονες συνθήκες. Συγκεντρώνοντας την προσοχή µας και διαµορφώνοντας ενιαία αντίληψη για την αντιµετώπιση και νέων προβληµάτων που προκύπτουν, στην προσπάθεια να ισχυροποιείται το Κόµµα ως καθοδηγητής του επαναστατικού εργατικού κινήµατος, της κοινωνικής συµµαχίας, στην πάλη για τον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό.
Στην εισήγηση του 21ου Συνεδρίου σηµειώναµε ότι η κοµµατική οικοδόµηση αποδείχτηκε πολύ δύσκολο καθήκον µέσα στις συγκεκριµένες συνθήκες πίεσης, αυταπατών που καλλιεργήθηκαν πλατιά σε λαϊκές δυνάµεις, σε συνδυασµό µε την ηττοπάθεια και τους περιορισµούς λόγω της πανδηµίας. Σχεδόν τέσσερα χρόνια µετά, οι απαιτήσεις για να υλοποιείται το καθήκον της κοµµατικής οικοδόµησης έχουν µεγαλώσει κι άλλο, ενώ στις δυσκολίες έχουν προστεθεί νέα στοιχεία.
2. Να δέσουµε καλύτερα, ως ενιαίο καθήκον, τους στόχους της οργανωτικής ισχυροποίησης µε τους στόχους της ιδεολογικής ισχυροποίησης του Κόµµατος
Ως αναγκαιότητα παραµένει να γίνουµε καθοδηγητικά πιο ικανοί να συνδέσουµε την πλούσια ιδεολογική, πολιτική, πολιτιστική παρέµβασή µας και στα κινήµατα µε το καθήκον της κοµµατικής και ΚΝίτικης οικοδόµησης.
Παραµένει ως πρόβληµα το γεγονός ότι οι στόχοι οργανωτικής ισχυροποίησης σε µεγάλο βαθµό είναι αποσπασµένοι από την ιδεολογικοπολιτική ισχυροποίηση, αποτελούν ακόµα ένα «παράλληλο καθήκον». Αυτό εκφράζεται στον πολιτικό σχεδιασµό των Οργανώσεων, όπου δεν είναι λίγες οι φορές που χάνονται οι ιεραρχήσεις και οι προτεραιότητες κάτω από την πίεση του όγκου της πρακτικής δουλειάς. Η επισήµανση αυτή αφορά και τις µορφές παρέµβασης αλλά και στην επεξεργασία του περιεχοµένου, τη θεµατολογία και άλλα σχετικά ζητήµατα ώστε να είναι εύστοχες. Αυτό εκφράζεται, επίσης, στη λίγο ως πολύ τυπική δουλειά µε το Πρόγραµµα και το Καταστατικό του Κόµµατος. Εκφράζεται στο γεγονός ότι στην πράξη από αρκετές ΚΟΒ δύσκολα έρχεται εικόνα από την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στον χώρο ευθύνης τους µε βάση το Πρόγραµµα του Κόµµατος (περιεχόµενο σοσιαλισµού, δρόµος κατάκτησης).
Είναι βασικό το έδαφος της πάλης, των αγώνων, όµως η ανάπτυξη και ωρίµανση της πολιτικής συνείδησης δεν προωθείται µόνο σε αυτό το έδαφος, χωρίς την απαραίτητη σύνδεση και συνδροµή της ιδεολογικής διαπάλης, της ανάπτυξης του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου του Κόµµατος κ.λπ. Παίρνουµε υπόψη ότι η αστική τάξη, µε τη µακρόχρονη ελληνική και διεθνή εµπειρία της, µε τον ρόλο της επιστήµης και της τεχνολογίας στην υπηρεσία της, µέσα στην παραγωγική διαδικασία, µε την έκταση και το βάθεµα της επεξεργασµένης προπαγάνδας της, ασκεί πολύµορφο αρνητικό ρόλο, οδηγεί σε συνεχή συντηρητικοποίηση της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης συνολικά.
Παραµένουν αντιλήψεις ότι αυτή η απαιτητική δουλειά αφορά στην ουσία µόνο έναν περιορισµένο κύκλο υποψήφιων για στρατολογία και σταθερών οπαδών ή ότι µπορούµε να την αφήσουµε για αργότερα, γιατί µπορεί να αποδυναµώσει τη διεύρυνση των δεσµών µας, µε αποτέλεσµα ένα σηµαντικό µέρος της κοµµατικής επιρροής να παραµένει στην πράξη µόνο ως συνδικαλιστική επιρροή. Αυτό εκφράζεται στην πράξη, ως έναν µεγάλο βαθµό, εξαιτίας της ισχυρής πίεσης που ασκείται στο στελεχικό και κοµµατικό δυναµικό, συνολικά στις γραµµές µας, από την επικρατούσα σήµερα αντίληψη στην κοινωνία, µέσα στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώµατα, στη νεολαία, ότι «αυτά που λέτε δεν είναι εφικτά», «δοκιµάστηκαν και απέτυχαν», ή «ο κόσµος δεν καταλαβαίνει», «αυτός ο κόσµος δεν θα αλλάξει ποτέ» και άλλα. Απόψεις που έρχονται και ως αποτέλεσµα της αντεπανάστασης, του ιστορικού πισωγυρίσµατος που συντελέστηκε πριν από 35 χρόνια, αλλά και του συνολικά αρνητικού συσχετισµού διεθνώς, ζητήµατα που δυστυχώς οδηγούν σε υποχώρηση µέλη του Κόµµατος και της ΚΝΕ, ουσιαστικά σε παραίτηση από την προσπάθεια µε επιµονή και υποµονή να διαδίδουν τη στρατηγική πολιτική µας πρόταση για τον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό και τον τρόπο που θα φτάσουµε εκεί µε βάση τη θεωρία µας, αλλά και την πλούσια ιστορική πείρα του ελληνικού και διεθνούς κοµµουνιστικού και εργατικού κινήµατος. Αυτές οι επισηµάνσεις και εκτιµήσεις έχουν στόχο την εµπέδωση της αναγκαιότητας για ένταση της ιδεολογικής καθοδηγητικής δουλειάς και λειτουργίας των Οργάνων και των ΚΟΒ.
Παρότι στις Κοµµατικές Οργανώσεις υπάρχει ιδεολογική – πολιτική συµφωνία µε τη στρατηγική µας, αυτή, όµως, πρέπει να εκφραστεί πιο συγκεκριµένα:
• Με τη συνεχή επεξεργασία του περιεχοµένου, την ουσιαστική σύνδεση της ιδεολογικής, µορφωτικής δουλειάς µε το περιεχόµενο της καθηµερινής δράσης όλων των Οργανώσεων του Κόµµατος και της ΚΝΕ, µε σκοπό και σταθερό στόχο να διευρύνεται και να δυναµώνει το επαναστατικό ρεύµα µέσα στις γραµµές της εργατικής τάξης και της νεολαίας.
• Με την καθηµερινή καθοδηγητική δουλειά των Οργάνων, των Γραφείων Περιοχής, των Τοµεακών Επιτροπών και των Γραφείων των ΚΟΒ, των Κοµµατικών Οµάδων, καθώς και των Τµηµάτων της ΚΕ, των Βοηθητικών Επιτροπών των Κοµµατικών Οργανώσεων Περιοχής, να αντιµετωπιστούν διάφορες λαθεµένες αντιλήψεις, σχετικά µε τη σωστή, κατά τα άλλα, ανάγκη πλατιάς προβολής της στρατηγικής µας διεξόδου όσο γίνεται πιο εκλαϊκευτικά, που δεν θα εκχυδαΐζει όµως το επιστηµονικό περιεχόµενό της ή δεν θα συσκοτίζει την ουσία της.
• Με την ένταξη του συνόλου των πλευρών της κοµµουνιστικής µορφωτικής δουλειάς, όπως η αξιοποίηση και διάδοση του «Ριζοσπάστη», του «Οδηγητή», της ΚΟΜΕΠ, των εκδόσεων του Κόµµατος, των συστηµάτων εσωκοµµατικής µόρφωσης κ.λπ., στο ενιαίο, µόνιµο πρόγραµµα της καθηµερινής δράσης των Οργανώσεων.
• Με την ουσιαστική καθοδηγητική βοήθεια προς την ΚΝΕ, σε µια περίοδο που έχουν αυξηθεί οι απαιτήσεις, ιδιαίτερα σε σχέση µε τη δουλειά της αφοµοίωσης των νέων µελών, που περιλαµβάνει και την κατανόηση των κριτηρίων στρατολογίας. Έκφραση προβληµάτων στην καθοδήγηση της ΚΝΕ είναι η αναλογία στρατολογιών και διαγραφών, πιθανά προβλήµατα εξαρτήσεων που αντιµετωπίζουν κάποια µέλη της ΚΝΕ, που µπορεί να προϋπήρχαν της πρότασης στρατολογίας τους, ή η επικρατούσα «απογοήτευση λόγω αρνητικού συσχετισµού», ή η περιορισµένη συνδικαλιστική παρέµβαση µελών της ΚΝΕ στο πλαίσιο του Συλλόγου, κυρίως στους χώρους των ΑΕΙ.
Μια από τις βασικές αιτίες για τις αδυναµίες και καθυστερήσεις στα παραπάνω πρέπει να την αναζητήσουµε στο γεγονός ότι ο µεγαλύτερος όγκος της δουλειάς είναι οργανωµένος «από τα πάνω». Από αυτήν την άποψη είναι ευθύνη της ΚΕ, των Τµηµάτων της, των Γραφείων Περιοχής να δώσουµε µεγαλύτερο βάρος στην ενίσχυση της δουλειάς, του σχεδιασµού, των δράσεων «από τα κάτω», από την ίδια την ΚΟΒ, βοηθώντας αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση, έτσι ώστε να συνειδητοποιούν όλα τα µέλη καλύτερα τις χρεώσεις τους, το «άνοιγµα» στον περίγυρό τους, την υποχρέωση να έχει αυτή η δράση αποτελέσµατα στη στρατολογία νέων µελών και στην οικοδόµηση Οργανώσεων. Εδώ εκφράζονται αρκετές δυσκολίες, αντικειµενικά, αλλά κυρίως ζητήµατα µη κατανόησης, αφοµοίωσης, ακόµα και συγχύσεων που πρέπει να αντιµετωπίσουµε. Επισηµαίνοντας αυτά δεν εννοούµε η ΚΕ, τα υπόλοιπα καθοδηγητικά όργανα να υποκαθιστούν τη δουλειά των παρακάτω οργάνων και των ΚΟΒ, οργανώνοντας τα ίδια τη δουλειά ή παρεµβαίνοντας διοικητικά, αλλά να συµβάλλουν στην ουσιαστική βοήθεια, ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική, σκύβοντας συντροφικά σε όλα τα προβλήµατα που απασχολούν τις Οργανώσεις µας, τα στελέχη και µέλη του Κόµµατος, που δίνουν καθηµερινά µια πολύ δύσκολη µάχη σε πολλούς τοµείς της ζωής και δράσης τους.
Η ιδεολογική δουλειά µε το Πρόγραµµα και το Καταστατικό για τη στρατολογία στο Κόµµα δεν είναι τυπική διαδικασία. Αυτά τα κείµενα είναι η βάση, που απαντούν αν και πώς αλλάζει ο κόσµος, γιατί η εργατική τάξη είναι η µόνη επαναστατική δύναµη, τι κόµµα είναι το ΚΚΕ, γιατί έχει τις συγκεκριµένες αρχές συγκρότησης και λειτουργίας. Από αυτήν τη σκοπιά, η ουσιαστική συζήτηση µε τα υποψήφια κοµµατικά µέλη δεν µπορεί να είναι ένας τυπικός έλεγχος, εάν τα διάβασαν και εάν συµφωνούν µε αυτά. Είναι αντικείµενο συστηµατικής συζήτησης και ουσιαστικής κατανόησης, ατοµικής προετοιµασίας αλλά και οργανωµένης συµµετοχής σε δραστηριότητες που ενισχύουν τις προϋποθέσεις να οργανωθούν σωστά και να αφοµοιωθούν πιο εύκολα στην κοµµατική ζωή και δράση.
Είναι απαραίτητο να γίνει αντικείµενο προβληµατισµού στις ΚΟΒ το ζήτηµα για το σε πόσο κόσµο διακινούµε το Πρόγραµµα του Κόµµατος, ανοίγουµε συζήτηση µαζί του, αυτοτελώς για αυτό, ιδιαίτερα στα τρία βασικά στοιχεία του, όπως είναι η επανάσταση, η συγκέντρωση δυνάµεων για αυτήν, ο σοσιαλισµός και η οικοδόµησή του. Αυτήν τη συζήτηση δεν µπορεί να τη λύσει η επεξεργασία, που κάνει ένα Όργανο µε βάση φυσικά τη στρατηγική µας, για ένα ειδικό θέµα, η οποία είναι οπωσδήποτε και αναγκαία και απαραίτητη, όπως π.χ. για την αντιπληµµυρική προστασία, την Ενέργεια, τις υποδοµές. Όλα αυτά είναι πολύ αναγκαία για τη στήριξη της προσπάθειας ώστε να επεξεργάζονται τους στόχους πάλης µε βάση τη γενική στρατηγική µας θέση, να αναδεικνύεται η ανωτερότητα του σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, για την επίλυση βασικών προβληµάτων. Εµείς ταυτόχρονα και παράλληλα, πρέπει να προβληµατιστούµε περισσότερο, πώς θα φέρουµε και στο επίκεντρο της συζήτησης, στην καθηµερινή µας δουλειά, για το τι κίνηµα χρειάζεται, για να ανατραπεί η επιρροή της σοσιαλδηµοκρατίας και του αστικού εκσυγχρονισµού, να κυριαρχήσει η ταξική ιδεολογική – πολιτική χειραφέτηση απέναντι στους µηχανισµούς της καπιταλιστικής εξουσίας, να συνειδητοποιηθούν η αναγκαιότητα και οι προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτό απαιτεί διαρκή και συστηµατική προσπάθεια σε καθηµερινή βάση µε αφετηρία τα κρίσιµα ζητήµατα της ταξικής πάλης και της πείρας της. Να µας απασχολήσει, δηλαδή, πώς οι ΚΟΒ θα συζητάνε συχνά, τουλάχιστον µε έναν περίγυρο, την πείρα ενός αγώνα που έγινε, πόσο αναδεικνύουµε τα αντικειµενικά όρια στο πλαίσιο του καπιταλισµού, το πώς δεν αντιµετωπίζουµε στενά µε όρους προπαγάνδας αλλά ανοίγουµε την ίδια ώρα ζητήµατα για το τι σηµαίνει να νικάει πραγµατικά η εργατική τάξη σε έναν αγώνα, ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν γι’ αυτό σήµερα κ.λπ., σε τελευταία ανάλυση να κάνουµε περισσότερη δουλειά µε την ουσία του Προγράµµατος του Κόµµατος.
Γ. ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΓΕΝΝΑΙΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ, ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΑ, ΣΤΗΝ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
1. Η σηµερινή οργανωτική κατάσταση και σύνθεση του Κόµµατος
Η κοµµατική δύναµη πανελλαδικά ανάµεσα στο 21ο και 22ο Συνέδριο καταγράφει νέα µικρή αλλά διακριτή άνοδο. Υπάρχει ουσιαστική βελτίωση στη συνολική εργατική σύνθεση του Κόµµατος και πιάστηκε ο στόχος του 21ου Συνεδρίου, οι µισθωτοί εργαζόµενοι να είναι απόλυτη πλειοψηφία στην κοινωνική σύνθεση του Κόµµατος. Σήµερα µισθωτοί – εργατοϋπάλληλοι είναι το 50,80% των µελών του Κόµµατος, σε σχέση µε 46,64% που ήταν στο 21ο Συνέδριο.
Το θετικό αυτό αποτέλεσµα δεν µας εφησυχάζει. Ιδιαίτερη σηµασία έχει πλέον η βελτίωση της σύνθεσης και µέσα σε αυτό το 50,8% της εργατικής τάξης, ρίχνοντας βάρος ιδιαίτερα στο βιοµηχανικό προλεταριάτο και στις καινοτόµες επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών.
Η πρόοδος που υπάρχει στη συγκέντρωση κοµµατικών δυνάµεων σε ορισµένους κλάδους και κρίσιµους χώρους δουλειάς είναι αποτέλεσµα συνδυασµένης κοµµατικής και µαζικής παρέµβασης, κυρίως σε ορισµένους κλάδους της µεταποίησης, σε νοσοκοµεία, αεροδρόµια, νέες τεχνολογίες κ.α. Όµως, η πρόοδος που έχουµε πετύχει είναι αναντίστοιχη µε τις ανάγκες να οικοδοµηθεί το Κόµµα και να αποκτήσει γερές και µαζικές Οργανώσεις σε κρίσιµους χώρους και κλάδους µεγάλης σηµασίας. Εξακολουθούµε να είµαστε λίγοι στους κλάδους των Μεταφορών, της Ενέργειας. Παραµένουµε έξω από µεγάλα εργοστάσια και οµίλους στο Μέταλλο, στα Τρόφιµα, καθώς και στα µεγάλα ξενοδοχεία και τις µεγάλες αλυσίδες σούπερ µάρκετ.
Είναι θετικό ότι η ηλικιακή σύνθεση του Κόµµατος βελτιώθηκε. Η µισή και πλέον κοµµατική δύναµη βρίσκεται στις παραγωγικές ηλικίες έως 50 χρόνων, ενώ περίπου τα 2/3 των κοµµατικών µελών έχουν στρατολογηθεί µετά το 1991.
Επίσης, αυξήθηκε το ποσοστό των οργανωµένων γυναικών στο Κόµµα. Η βελτίωση αυτή είναι αποτέλεσµα νέων στρατολογιών και κοριτσιών από την ΚΝΕ αλλά και από το γυναικείο ριζοσπαστικό κίνηµα που γίνονται κοµµατικά µέλη. Όµως, το γενικό ποσοστό είναι πίσω από το ποσοστό συµµετοχής γυναικών στον οικονοµικά ενεργό πληθυσµό, ειδικότερα στους µισθωτούς. Επίσης, κρύβει τη µεγάλη ανοµοιογένεια από περιοχή σε περιοχή. Επιβεβαιώνεται ότι χρειάζεται σταθερά στα καθοδηγητικά όργανα να υπάρχει εκτίµηση της παρέµβασης των αστικών θεσµών και ιδεολογικών µηχανισµών στις γυναίκες, ώστε να οργανώνεται η εύστοχη ιδεολογική – πολιτική αντιπαράθεση. Αφορά και στην εκτίµηση της παρέµβασης µονοπωλιακών οµίλων στις µισθωτές, η οποία έχει πυκνώσει µε επίκεντρο την ανάγκη του κεφαλαίου να αυξηθεί η γυναικεία συµµετοχή στην απασχόληση.
Την περίοδο που εξετάζουµε δεν είχαµε πρόοδο στην οργάνωση αυτοαπασχολούµενων και βιοπαλαιστών αγροτών στο Κόµµα. Εδώ αντιµετωπίσαµε µεγαλύτερες δυσκολίες και εκφράστηκαν περισσότερες αδυναµίες να επεξεργαστούµε στόχους στρατολογίας και οικοδόµησης, µολονότι η δράση και η γενική πολιτική επιρροή του Κόµµατος σε αυτά τα στρώµατα έχουν βελτιωθεί. Απαιτείται καλύτερη επεξεργασία σχεδίου σε κάθε Κοµµατική Οργάνωση Περιοχής µε ιεράρχηση, διάταξη και µέτρα.
Αυτή η «φωτογραφία» των κοµµατικών δυνάµεων εµπεριέχει ελπιδοφόρα στοιχεία, αλλά γεννά και νέες µεγάλες απαιτήσεις για την ενίσχυση και το ατσάλωµα των επαναστατικών – κοµµουνιστικών χαρακτηριστικών στις γραµµές µας, για πιο θαρραλέους στόχους στην κοµµατική οικοδόµηση.
2. Να κάνουµε πιο γενναία βήµατα στην κοµµατική οικοδόµηση
Με βάση την πείρα που έχουµε συγκεντρώσει, τη δράση του Κόµµατος και το κύρος που έχει κατακτηθεί σε ένα πρωτοπόρο τµήµα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωµάτων και της νεολαίας, το Κόµµα µπορεί και πρέπει να κάνει πιο γενναία βήµατα στην κοµµατική του οικοδόµηση, µε νέα πρωτοπόρα µέλη του Κόµµατος και της ΚΝΕ, σε όλους τους µεγάλους χώρους δουλειάς του ιδιωτικού και δηµόσιου τοµέα, µέλη ενταγµένα στις ΚΟΒ και ΟΒ που θα γίνονται πραγµατικοί καθοδηγητές, ηγέτες στον χώρο τους.
Μπορούµε να επεξεργαστούµε καλύτερα τους στόχους προσέγγισης, επαφής, στρατολογίας και οικοδόµησης, εντοπίζοντας και ξεπερνώντας εµπόδια και δυσκολίες, βγάζοντας συµπεράσµατα, µε βάση και την πείρα που αποκτήθηκε τα τελευταία χρόνια διείσδυσης σε νευραλγικούς και κρίσιµους τοµείς για την οικοδόµηση του Κόµµατος, µε προσηλωµένη και πειθαρχηµένη δουλειά στους στόχους που κάθε φορά θέτουµε.
Δεν πρέπει να υποτιµήσουµε ότι υπάρχει επίδραση της αστικής προπαγάνδας σε τµήµα του περίγυρού µας, ιδιαίτερα νεότερων σε ηλικία που αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την οργάνωσή τους στο Κόµµα. Το βασικό είναι ότι πρέπει να πείθονται µε βάση την ιδεολογία µας για να οργανωθούν στο Κόµµα. Οι προϋποθέσεις, για να ξεπερνιούνται δυσκολίες υποκειµενικού χαρακτήρα στην κοµµατική οικοδόµηση, αφορούν στην αναγκαία επεξεργασία του σχεδίου µαζικής ιδεολογικής και πολιτικής δράσης που βασίζεται στη µελέτη των εξελίξεων και στην καλή παρακολούθηση των τάσεων στους κλάδους, στις µεγάλες επιχειρήσεις, σε όλες τις βαθµίδες της Εκπαίδευσης, η επεξεργασία της διαπάλης µε την εργοδοσία, τις άλλες πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάµεις, την κυβέρνηση, την ΕΕ, όλους τους µηχανισµούς (ιδεολογικούς, πολιτιστικούς, κατασταλτικούς), που επιδρούν στη χειραγώγηση της ταξικής συνείδησης, ώστε να γινόµαστε πιο ικανοί στην εξειδίκευση στον κλάδο, στον χώρο δουλειάς, κυρίως στο πώς βλέπουµε τον συγκεκριµένο κλάδο στην πολιτική µας πρόταση για την εργατική εξουσία. Μεγάλη σηµασία επίσης έχει η δουλειά του Κόµµατος στα ΑΕΙ και τις Σχολές Κατάρτισης για τη διαµόρφωση κοµµατικής υποδοµής εκεί όπου εκπαιδεύεται το νέο δυναµικό, που θα µπει στην παραγωγική διαδικασία.
Με βάση τα παραπάνω χρειάζεται να συγκεντρωθεί η προσοχή µας, σε όλη την κλίµακα του Κόµµατος, από πάνω προς τα κάτω, στα εξής:
• Στη σταθερή καλλιέργεια µε όρους ζύµωσης και πάλης, µέσα στους εργάτες και τις εργάτριες, του «τάξη απέναντι σε τάξη», που απεγκλωβίζει τη σκέψη πρωτοπόρων εργατών και εργατριών από τη στενή πείρα του χώρου δουλειάς τους, τον ατοµικό εργοδότη, συµβάλλει να κατανοείται η αναγκαιότητα της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισµού. Οπωσδήποτε αυτό σηµαίνει καλή γνώση της θεωρίας µας και στοχοπροσηλωµένη ιδεολογική δουλειά, γιατί τα παραπάνω δεν συνειδητοποιούνται από την πείρα µόνο των ταξικών αγώνων, χωρίς να σηµαίνει ότι δεν συνδέονται µε τον προσανατολισµό τους, ο οποίος µόνο µε την παρέµβαση των κοµµουνιστών είναι δυνατόν να δυναµώνει σε αντικαπιταλιστική – αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση.
• Στην επικαιροποίηση θέσεων και εξελίξεων για την πορεία του κλάδου, τη σύνθεση των εργαζοµένων, τις εργασιακές σχέσεις, την τακτική της εργοδοσίας, την παρέµβασή της για την ενσωµάτωση των εργαζοµένων, την καλλιέργεια της συναίνεσης ή την ανοιχτή τροµοκρατική παρέµβαση κ.ά.
• Στη συνεχή και µε κάθε αφορµή αποκάλυψη του χαρακτήρα του αστικού κράτους, των λειτουργιών του, των θεσµών του και των χαρακτηριστικών της νέας κρατικής υπαλληλίας που διαµορφώνεται σε συνθήκες βαθιών αναδιαρθρώσεων (αξιολόγηση, άρση µονιµότητας κ.λπ.).
• Στην αξιοποίηση της πρωτοπόρας πολιτιστικής δηµιουργίας, που πρέπει να είναι οργανικό στοιχείο της δράσης των Τοµεακών Οργανώσεων και ΚΟΒ.
• Στην ένταξη στις καθηµερινές διεκδικήσεις ζητηµάτων ποιότητας ζωής της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωµάτων (Υγεία, Εκπαίδευση, λαϊκή στέγη, διατροφή, περιβάλλον, ποσότητα και περιεχόµενο ελεύθερου χρόνου).
• Στην οργάνωση της ιδεολογικής – πολιτικής αντεπίθεσης για την υπεράσπιση της αντικειµενικής πραγµατικότητας, της ουσίας του ανθρώπου, του κοινωνικού χαρακτήρα της µητρότητας, του ρόλου των γονιών κ.λπ., ζητήµατα που άνοιξαν µε ιδιαίτερη σφοδρότητα µε αφορµή τα ζητήµατα φύλου.
Αυτά παραµένουν ως στοιχείο της διαπάλης ανεξάρτητα αν βρίσκονται στην επικαιρότητα, αφού η αµφισβήτηση διαπερνά το σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων, όλο το εποικοδόµηµα.
Ως ιδιαίτερο πεδίο στη διαµόρφωση κοµµουνιστικής συνείδησης αναδείχθηκε η διαπάλη µε παλιές αλλά και νέες αστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις γύρω από την ταξικότητα της γυναικείας ανισοτιµίας και τις θεωρίες «απροσδιοριστίας, ρευστότητας του φύλου», τα σύγχρονα ρεύµατα του υποκειµενικού ιδεαλισµού. Μια ορισµένη προσπάθεια, ώστε να διαπερνά τη δουλειά των καθοδηγητικών οργάνων έγινε την περίοδο συζήτησης της Απόφασης της ΚΕ για τον νόµο περί «ισότητας στον γάµο και στην από κοινού γονική µέριµνα από οµόφυλα ζευγάρια». Η συλλογική συζήτηση ανέδειξε την καθυστέρηση κυρίως στις Μαθητικές – Φοιτητικές ΟΒ όξυνσης του ιδεολογικού µας µετώπου απέναντι στον «δικαιωµατισµό», ως διεκδίκηση που καταργεί τα όρια µεταξύ τάξεων, φύλου, σεξουαλικής έκφρασης κ.λπ. Χρειαζόταν πιο έγκαιρα να αναπτυχθεί η πολεµική στη λεγόµενη συµπεριληπτικότητα, δηλαδή στην ισοπεδωτική αντίληψη που ουσιαστικά αρνείται όχι µόνο την εκµετάλλευση της εργατικής τάξης, αλλά και τις εξειδικευµένες ανάγκες ανάλογα µε την ηλικία, το φύλο, το είδος της εργασίας, την αναπηρία κ.ά. Τα παραπάνω είχαν αντανάκλαση στην αδυναµία πιο ενιαίας συνειδητοποίησης της διείσδυσης των «θεωριών απροσδιοριστίας φύλου» όχι µόνο στα ελληνικά πανεπιστήµια, αλλά και στις άλλες βαθµίδες της Εκπαίδευσης. Την ίδια στιγµή, η σχετική συζήτηση σε καθοδηγητικά όργανα και ΚΟΒ ευαισθητοποίησε εν µέρει γονείς και εκπαιδευτικούς, κοµµατικά µέλη και οπαδούς, έστω και καθυστερηµένα.
Η θετική προβολή της αγωνιστικής στάσης ζωής, η καλλιέργεια του ενδιαφέροντος για όλες τις Τέχνες, τον Πολιτισµό, τη γνώση, το διάβασµα αποτελούν οργανικά στοιχεία σταθερής παρέµβασης και πεδίο δράσης των Κοµµατικών Οργανώσεων και όχι επετειακές, αποσπασµατικές πρωτοβουλίες. Είναι στοιχεία που αναδείχνουν την αξία της οργάνωσης στις γραµµές του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, την ιδεολογική, πολιτική και ηθική υπεροχή του ΚΚΕ. Οι θετικές πρωτοβουλίες, που έχουν αναπτυχθεί αυτά τα χρόνια, µας υποχρεώνουν να συνειδητοποιήσουµε ότι αυτά που κάνουµε είναι ακόµα πολύ λίγα µπροστά στον πλούτο που έχουµε να αξιοποιήσουµε και τη «φτώχεια» που χαρακτηρίζει ακόµα πολλές Οργανώσεις σε αυτόν τον τοµέα.
Επίσης, σηµαντικό στοιχείο θετικής επίδρασης και κινήτρου για ένταξη στο κοµµουνιστικό κίνηµα, είναι η στάση των κοµµουνιστών κατά την εργασιακή διαδικασία, το ενδιαφέρον για την εκπαίδευσή τους σε νέους τοµείς της παραγωγής, η εργατικότητα, η επιδίωξή τους για δουλειά σε µεγάλους – στρατηγικής σηµασίας εργασιακούς χώρους, η συναδελφική αλληλεγγύη, η στάση του κοµµουνιστή εκπαιδευτικού, γιατρού, συνολικότερα των νέων επιστηµόνων, απέναντι στα ζητήµατα που αφορούν το περιεχόµενο της δουλειάς τους, αλλά και της επαγγελµατικής επιστηµονικής εξέλιξης, από τη σκοπιά όχι του ατοµικού οφέλους και της καριέρας αλλά της συνολικής υπηρέτησης των εργαζοµένων, του λαού, του λαϊκού κινήµατος. Συνολικότερα, τα ζητήµατα της κοµµουνιστικής ηθικής, που διακρίνουν το µέλος του ΚΚΕ, όχι µόνο από τα «µέλη» άλλων κοµµάτων, αλλά που στη στάση τους, ο περίγυρός τους, βλέπει εικόνες από το µέλλον, τη νέα σοσιαλιστική – κοµµουνιστική κοινωνία, τον κοµµουνιστή άνθρωπο.
Οπωσδήποτε, το θέµα της κοµµουνιστικής διαπαιδαγώγησης απαιτεί σύνθετη καθοδηγητική δουλειά, που συµπεριλαµβάνει τη συστηµατική ιδεολογική – µορφωτική δουλειά και τη διαπαιδαγώγηση στη βάση της καλής γνώσης της ηρωικής Ιστορίας του Κόµµατος, έως την καθηµερινή προσπάθεια για να δυναµώνουν η µαχητικότητα, η αταλάντευτη στάση και να διαµορφώνεται πείρα από τη σύγκρουση µε τον αντίπαλο. Γι’ αυτό απαιτεί διαρκές µέτωπο σε στοιχεία χαλαρότητας και φιλελευθερισµού. Απαιτεί τήρηση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Κόµµατος, καλλιέργεια της επαναστατικής ετοιµότητας και επαγρύπνησης, της αδιάλλακτης στάσης απέναντι στους µηχανισµούς της εργοδοσίας και του κράτους. Απαιτεί συνεχές µέτωπο ενάντια στον ατοµισµό που καλλιεργούν, εκτός των άλλων, και τα µέσα κοινωνικής δικτύωσης, που εξελίσσονται σήµερα σε βασικό εργαλείο αστικής επίδρασης και χειραγώγησης των εργαζοµένων, κυρίως των νέων ηλικιών.
Έχει πολύ µεγάλη σηµασία να συνειδητοποιείται ότι σήµερα υπάρχει µεγάλη διάσταση – αντίθεση ανάµεσα στις εξελισσόµενες σύγχρονες ανάγκες και την πραγµατικότητα που βιώνουν η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύµµαχοι. Είναι, ταυτόχρονα, και παράγοντας αφύπνισης και ωρίµανσης αλλά και παράγοντας ενσωµάτωσης, κούρασης, απογοήτευσης. Είναι καθήκον µας να συµβάλουµε ώστε να αναδειχτεί και σε στοιχείο διαπαιδαγώγησης, αντιπαλεύοντας τα στρεβλά κριτήρια που καλλιεργούνται µέσα στον λαό, για το τι σηµαίνει πραγµατική σύγχρονη ανάγκη, κόντρα σε διάφορα καταναλωτικά κριτήρια, χωρίς υπερβολές, αλλά µε µοναδικό γνώµονα το πώς κατανοούνται αυτά από τους κοµµουνιστές και τις κοµµουνίστριες, πώς επηρεάζουν την ατοµική δράση στο πλαίσιο της συλλογικότητας.
Μαζί µε όλα τα παραπάνω, είναι απαραίτητο να διατηρείται σε υψηλή ετοιµότητα ο σχεδιασµός του Κόµµατος για την οργάνωση της αλληλεγγύης στις γραµµές της εργατικής τάξης και ευρύτερα, απέναντι στη µεγαλοεργοδοσία και στο αστικό κράτος.
Οφείλουµε να επισηµάνουµε ότι η σηµαντική επιτυχία όλου του Κόµµατος να καταφέρνει σε αντεπαναστατικές συνθήκες να ανανεώνει τις γραµµές του µε νέα µέλη, µε την καθοριστική συµβολή της ΚΝΕ που ήταν, είναι και θα είναι φυτώριο νέων κοµµουνιστών και ως αποτέλεσµα νέων στρατολογιών, συνυπάρχει µε ένα τµήµα κοµµατικών µελών που δεν ανταποκρίνεται, δυσκολεύει τη λειτουργία και την ποιότητα της δουλειάς των ΚΟΒ, επιδρά αρνητικά στα κοµµουνιστικά χαρακτηριστικά, ενισχύει την αναποτελεσµατικότητα και ρίχνει τη µαχητικότητα.
Το κοµµουνιστικό ατσάλωµα των στελεχών και των µελών του Κόµµατος αποτελεί ένα διαρκές καθήκον που απαιτεί φροντίδα, να τηρούνται οι κανόνες της επαναστατικής λειτουργίας και δράσης, να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται η σύγχρονη κοµµουνιστική προσωπικότητα µε υψηλό µορφωτικό ιδεολογικό επίπεδο, σταθερότητα στις αρχές και αδιαλλαξία στην υπεράσπισή τους.
Όλα τα παραπάνω µπορούν να αποτελέσουν παράγοντες οργάνωσης περισσότερων εργατών και εργατριών στο Κόµµα.
Δ. Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ, ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΤΩΝ ΚΟΒ, Η ΔΙΑΤΑΞΗ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΙ ΣΤΕΛΕΧΩΝ
1. Πιο αποφασιστικά βήµατα να κάνουµε στη λειτουργία των Κοµµατικών Οργανώσεων Βάσης (ΚΟΒ)
Τα βήµατα προόδου που σηµειώνει το Κόµµα από το 21ο Συνέδριο µέχρι σήµερα δεν θα µπορούσαν να πραγµατοποιηθούν χωρίς πρόοδο στη λειτουργία και δράση των Κοµµατικών Οργανώσεων. Οι απαιτήσεις όµως στις σηµερινές συνθήκες για ένα κόµµα συνειδητών επαναστατών, όπως είναι το ΚΚΕ, είναι µεγάλες, όπως είναι και οι ευθύνες για κάθε ΚΟΒ του ΚΚΕ να κατακτιέται και να εδραιώνεται στην πράξη και µέσα από την κοµµατική λειτουργία ο πρωτοπόρος, επαναστατικός χαρακτήρας του Κόµµατος.
Εστιάζουµε στο ζήτηµα της λειτουργίας των ΚΟΒ, γιατί σε αυτό το επίπεδο εκφράζονται όλες οι καθοδηγητικές αδυναµίες, µε το βλέµµα στραµµένο στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης σύµφωνα και µε τις εξελίξεις.
Το βασικό κριτήριο για τη βελτίωση της λειτουργίας της ΚΟΒ είναι το ανέβασµα της ικανότητας συλλογικά της ΚΟΒ και ατοµικά όλων των µελών του Κόµµατος να οργανώνουν και να υλοποιούν µαζική ιδεολογική και πολιτική παρέµβαση στον χώρο ευθύνης τους µε βάση το Πρόγραµµα του Κόµµατος, βασικές θέσεις και συµπεράσµατα, τα κριτήρια και τις ιεραρχήσεις που προκύπτουν από αυτό. Δηλαδή, πώς συµβάλλει η λειτουργία της κάθε ΚΟΒ, ώστε στην πράξη τα κοµµατικά µέλη να δρουν ως πρωτοπόροι επαναστάτες µέσα στον χώρο ευθύνης τους, να προωθούν τη στρατηγική του Κόµµατος, να οργανώνουν την πάλη, να διαφωτίζουν, να οικοδοµούν, να επαγρυπνούν. Αυτό αφορά και το ζήτηµα που έχουµε θέσει µε διάφορους τρόπους, η ΚΟΒ και το κοµµατικό µέλος να είναι το «Κόµµα στον χώρο ευθύνης τους».
Παρά τα θετικά παραδείγµατα που υπάρχουν, µπορούµε να πούµε ότι το κρίσιµο αυτό καθήκον δεν έχει προωθηθεί αποφασιστικά, ενιαία και ολοκληρωµένα. Σε αυτήν την κατεύθυνση χρειάζεται να επισηµάνουµε ορισµένα βασικά ζητήµατα που κυρίως πρέπει να αντιµετωπιστούν. Όπως:
• Την άνοδο της αξιοποίησης και διακίνησης του «Ριζοσπάστη» στο πλαίσιο της ΚΟΒ, ως βασικό στοιχείο του ιδεολογικοπολιτικού εξοπλισµού των κοµµατικών δυνάµεων. Το ξεπέρασµα της σηµερινής κατάστασης, τη φροντίδα και τα µέτρα, ώστε όλα τα κοµµατικά µέλη να αγοράζουν καθηµερινά την εφηµερίδα. Με κέντρο την εφηµερίδα να οργανώνουν την ιδεολογική – πολιτική και µαζική τους παρέµβαση.
• Να ξεπεράσουµε τη δυσκολία που έχει η ΚΟΒ να διαµορφώνει το δικό της σχέδιο µαζικής και ιδεολογικοπολιτικής δράσης µε βάση τον χώρο ευθύνης της και να µη δραστηριοποιείται µόνο µε βάση κεντρικές δράσεις που θέτουν τα παραπάνω όργανα. Η εξειδίκευση, προσαρµογή και ιεράρχηση καθηκόντων αφορά την ανάγκη να συνδέεται σωστά το ενιαίο καθήκον του Κόµµατος µε τη δράση της κάθε ΚΟΒ. Το πρόγραµµα της κάθε ΚΟΒ πρέπει να ανταποκρίνεται στο ενιαίο γενικό καθήκον αλλά και στο ειδικό, τοπικό ή κλαδικό. Η προσαρµογή και εξειδίκευση έχει απαιτήαεις γιατί έρχεται αντιµέτωπη µε τα «στενά», περιορισµένα όρια ενός συγκεκριµένου χώρου (π.χ. εργοστάσιο, υπηρεσία, συνοικία, χωριό κ.λπ.).
• Να αντιµετωπιστεί η εντοπισµένη δυσκολία των κοµµατικών µελών αλλά και των στελεχών σε επίπεδο ΚΟΒ (Γραµµατείς, µέλη Γραφείων ΚΟΒ) να οργανώνουν την πολιτική συζήτηση, να πρωτοστατούν στη σύσκεψη, να γίνονται δηλαδή προπαγανδιστές, διαφωτιστές και οργανωτές της πολιτικής παρέµβασης του Κόµµατος χωρίς να περιµένουν «από τα πάνω», να αναπτύσσουν πρωτόβουλη δράση. Το πρόβληµα αυτό είναι ιδεολογικό – πολιτικό. Εκφράζει και έλλειψη πολιτικής αυτοπεποίθησης, που προέρχεται από τη µειωµένη αφοµοίωση του Προγράµµατός µας, από τη µη συστηµατική, καθηµερινή παρακολούθηση της πολιτικής µας, µε συνέπεια να αδυνατίζει την ιδεολογική – πολιτική διαπάλη, να υπάρχει η λαθεµένη αντίληψη ότι η ιδεολογική – πολιτική διαπάλη γίνεται µόνο από τα πάνω.
• Το τελευταίο διάστηµα έχει γίνει µια σηµαντική προσπάθεια σε σχέση µε το παρελθόν καταγραφής επαφών και γνωριµιών που έχουν οι ΚΟΒ στον χώρο ευθύνης τους. Οι καταγραφές αυτές όµως σε µεγάλο βαθµό συνεχίζουν να αντιµετωπίζονται µόνο ως «εκλογικές λίστες» ή ως «συνδικαλιστική επιρροή» ή ως κόσµο που καλούµε γενικά σε συγκεντρώσεις, εκδηλώσεις. Χρειάζεται να αναπτυχθεί εξειδικευµένη συστηµατική ιδεολογικοπολιτική δουλειά µε αυτές τις δυνάµεις, να δυναµώσει η προσπάθεια ένταξής τους στον σχεδιασµό δράσης στο εργατικό – λαϊκό κίνηµα, ώστε να διαµορφώνονται δυνατότητες µιας πιο σταθερής συσπείρωσης µε το ΚΚΕ και την πολιτική του γραµµή, το Πρόγραµµά του.
• Πολύ περισσότερο η θετική και αρνητική πείρα αναδεικνύει τις δυνατότητες αλλά και τις απαιτήσεις της δουλειάς µε µια πιο στενή επιρροή µε έναν κόσµο που µπορούµε πιο άµεσα και πιο σταθερά να δουλέψουµε µαζί του µε βάση το Πρόγραµµα, την ιδεολογία µας. Πρόκειται για δυναµικό που µπορεί να πολλαπλασιάσει τις δυνάµεις µας, να αξιοποιηθεί στην πολιτική και µαζική µας παρέµβαση, στη δράση µας στο εργατικό – λαϊκό κίνηµα, να γεννήσει δυνατότητες για στρατολογία και οικοδόµηση.
Όλα αυτά είναι σηµαντικά, ώστε η συµφωνία που υπάρχει να εκφράζεται ουσιαστικά και στην πράξη στη δράση των Κοµµατικών Οργανώσεων και των κοµµατικών µελών.
2. Η σταθερή και πλούσια εσωκοµµατική λειτουργία των ΚΟΒ κρίσιµος παράγοντας
Το προηγούµενο διάστηµα πραγµατοποιήθηκαν πολλοί κύκλοι Γενικών Συνελεύσεων (ΓΣ) των ΚΟΒ µε αφορµή διάφορα θέµατα, Αποφάσεις της ΚΕ, ιδεολογικά µαθήµατα κ.λπ. Έχουν γίνει σηµαντικά βήµατα στο να σταθεροποιηθεί σε έναν µεγάλο αριθµό ΚΟΒ η καταστατική υποχρέωση για Συνέλευση της ΚΟΒ µέσα στο µήνα. Όλη αυτή η διαδικασία είναι µια σηµαντική κατάκτηση και αποτελεί προϋπόθεση για τη σωστή λειτουργία.
Παρόλο που η εσωκοµµατική λειτουργία δεν είναι µόνο η Γενική Συνέλευση της ΚΟΒ, πρέπει να µεγαλώσει η φροντίδα για την ουσιαστική προετοιµασία και την πραγµατοποίησή της. Να αντιµετωπιστούν φαινόµενα προχειρότητας, όπως η διαδικασία της Συνέλευσης να περιορίζεται στην ενηµέρωση για τις εξελίξεις (η οποία θα πρέπει να λύνεται µε το διάβασµα του «Ριζοσπάστη» καθηµερινά) ή για τρέχοντα καθήκοντα, να µην υπάρχουν επεξεργασµένες εισηγήσεις ή να µεταφέρονται αυτούσιες οι εισηγήσεις των παραπάνω οργάνων χωρίς εξειδίκευση στο επίπεδο της ΚΟΒ κ.λπ.
Να µας απασχολήσει ακόµα το γεγονός ότι η συµµετοχή στις ΚΟΒ δεν είναι πάντα η επιδιωκόµενη. Δεν παίρνονται υπόψη τα άστατα ωράρια και οι βάρδιες, ώστε να µην απουσιάζουν µάχιµες παραγωγικές ηλικίες από τις Γενικές Συνελεύσεις ή µε ευκολία και χωρίς ουσιαστικό λόγο να υπάρχουν απουσίες.
Η εσωκοµµατική λειτουργία πρέπει να στηρίζεται στην ανάπτυξη της ιδεολογικής και πολιτικής δουλειάς στο εσωτερικό του Κόµµατος. Το ζήτηµα αυτό, όπως έχουµε θέσει, δεν αφορά µόνο ή κυρίως το απαραίτητο πρόγραµµα των ιδεολογικών µαθηµάτων των ΚΟΒ. Αφορά πρώτα απ’ όλα το πώς αναπτύσσεται η ιδεολογικοπολιτική συζήτηση µε επίκεντρο την καθηµερινή δράση της ΚΟΒ, αφορά πώς µελετάει και επεξεργάζεται η ΚΟΒ τη διαπάλη στον χώρο ευθύνης, στους µαζικούς φορείς που «καθοδηγεί». Αφορά την ανάγκη να εµπλουτίζεται η ιδεολογικοπολιτική συζήτηση της ΚΟΒ µε θέµατα που σχετίζονται µε την παρακολούθηση των εξελίξεων της επικαιρότητας µέσα από τον Κοµµατικό Τύπο. Αφορά την ανάγκη η ολοκλήρωση της συζήτησης στην ΚΟΒ να συνοδεύεται από συγκεκριµένα καθήκοντα µε σαφήνεια για τα µέλη, µε συγκεκριµένο καταµερισµό ευθύνης και αντίστοιχη καθοδηγητική φροντίδα για την υλοποίησή τους.
Ταυτόχρονα, στις Γενικές Συνελεύσεις δεν µπορούν να λυθούν τα πάντα. Χρειάζεται να δοθεί περισσότερος χρόνος και περιεχόµενο στις συνεργασίες, σε συσκέψεις µελών να «λύνονται» ζητήµατα, να εξασφαλίζεται ο σταθερός και διαρκής εξοπλισµός των δυνάµεών µας, να οργανώνεται πρακτικά η δράση της ΚΟΒ, να συγκεκριµενοποιούνται τα καθήκοντα µε το ατοµικό σχέδιο των κοµµατικών µελών.
Αποδεικνύεται ότι οι απαιτήσεις για συζήτηση, βοήθεια, στήριξη, πηγαίνοντας προς την ΚΟΒ µεγαλώνουν. Πρέπει, λοιπόν, να αντιµετωπιστεί η πρακτική που πολλές φορές οδηγεί ένα πιο πλούσιο περιεχόµενο που υπάρχει στα Όργανα, να στενεύει πηγαίνοντας προς τις ΚΟΒ, να αφυδατώνεται. Χωρίς βεβαίως αυτό να σηµαίνει ότι θα µεταφέρονται στις ΚΟΒ ανεπεξέργαστα καθήκοντα, που δεν έχουν λύσει ή εξειδικεύσει τα Όργανα.
Στον βαθµό που θα αλλάζει αυτή η πρακτική θα ανεβαίνει και το επίπεδο της ατοµικής ευθύνης, προσφοράς και πρωτοβουλίας των κοµµατικών µελών, της µαχητικής στράτευσης, της θυσίας, θα συµβάλλουν ο καθένας και η καθεµιά µε το δικό τους αποτύπωµα στην κοινή προσπάθεια για την οργάνωση και κινητοποίηση των εργατικών – λαϊκών µαζών, στη διαπάλη µε τον αντίπαλο. Θα καταπολεµιέται, τελικά, η αντίληψη «τόσα µπορούν τόσα προσφέρουν», που δεν συµβαδίζει µε τους µεγάλους σκοπούς του Κόµµατος και την ευθύνη µας απέναντι στην εργατική τάξη.
3. Σηµαντικός ο ρόλος των Γραµµατέων των ΚΟΒ και των Γραφείων των ΚΟΒ
Για τους παραπάνω λόγους κρίσιµος είναι ο ρόλος των Γραµµατέων των ΚΟΒ και των Γραφείων. Είναι οι κρίκοι που µπορούν να δώσουν τον τόνο για µια ουσιαστική κοµµουνιστική λειτουργία των ΚΟΒ.
Χρειάζεται να αντιµετωπιστούν αποφασιστικά φαινόµενα που περιορίζουν στην πράξη τον ρόλο των Γραµµατέων και των Γραφείων στην ειδοποίηση και τον συντονισµό των κοµµατικών µελών ή στη συγγραφή εισηγήσεων. Χρειάζεται ουσιαστική στήριξη για να µπορούν να παίξουν τον καθοδηγητικό τους ρόλο στο πλαίσιο της ΚΟΒ. Δηλαδή, εξασφαλίζοντας την τακτική συνεδρίαση του Γραφείου και τις συνεργασίες, την οργανωµένη ιδεολογικοπολιτική συζήτηση και την επεξεργασία του σχεδίου δράσης, τον καταµερισµό ζητηµάτων της διαπάλης, της γραµµής παρέµβασής µας σε µαζικούς φορείς που είναι στην ευθύνη της ΚΟΒ.
Το Γραφείο της ΚΟΒ να καταφέρνει να κωδικοποιεί αυτά που συναντάει στη δράση του και να προσπαθεί µε τις δικές του δυνάµεις να τα απαντάει, ενώ η βοήθεια του Τοµεακού Γραφείου να τροφοδοτεί τις επεξεργασίες -και προς τα πάνω και προς τα κάτω- των επιτελείων. Όλα αυτά τα προαπαιτούµενα δεν είναι πολυτέλεια. Είναι ανάγκη και επιταγή.
Το ζήτηµα αυτό πρέπει να αναµετρηθεί µε αντικειµενικές δυσκολίες που υπάρχουν στην αφιέρωση χρόνου και των προτεραιοτήτων µε δεδοµένο ότι ένα µεγάλο µέρος Γραµµατέων και Γραφείων ΚΟΒ είναι εργατοϋπάλληλοι στον ιδιωτικό τοµέα µε ποικιλία ωραρίων, πολλές φορές άστατα, πολλοί από αυτούς σχολάνε αργά το απόγευµα. Αυτό το γεγονός δυσκολεύει την οργάνωση της κοµµατικής δουλειάς και οι συγκεκριµένοι σ/φοι χρειάζονται περισσότερη βοήθεια. Οι καθοδηγητές τους από τα ΤΓ να είναι πιο κοντά, να προβλέπουν τα κενά, να δίνουν λύσεις.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να παίρνουµε µέτρα για το πώς τα µέλη των Γραφείων ΚΟΒ και οι Γραµµατείς θα εµπλέκονται άµεσα στην πολιτική δράση µε τη συµµετοχή τους σε συσκέψεις ως οµιλητές καθώς και στο εργατικό – λαϊκό κίνηµα. Αυτό το ζήτηµα είναι σχετικά λυµένο στις Κλαδικές, στις οποίες όµως πολλές φορές πρέπει να αντιµετωπιστεί η σύγχυση ανάµεσα στον ρόλο του συνδικαλιστή και του στελέχους του Κόµµατος, όπως το να υπάρχουν εκλεγµένοι συνδικαλιστές, οι οποίοι, στο όνοµα της «µη κοµµατικοποίησης», κρύβουν την κοµµατική ιδιότητα, δεν διακινούν υλικά ή «Ριζοσπάστη» ή άλλοι που ξεχνούν ότι είναι πρόεδροι ή µέλη ΔΣ ενός µαζικού φορέα που έχει απαιτήσεις και διαδικασίες ξεχωριστής λειτουργίας, ενηµέρωσης, συνεδριάσεων κ.λπ.
Στις Εδαφικές όµως είναι πιο σύνθετο το ζήτηµα και θα λυθεί µόνο µε την εξασφάλιση τέτοιου προσανατολισµού και ανάλογων µέτρων. Ιδιαίτερα σε Εδαφικές των µεγάλων αστικών κέντρων χρειάζεται να εξασφαλίσουµε συντρόφους και συντρόφισσες που θα τους δοκιµάσουµε, δίνοντας χρόνο και βοήθεια να γνωρίσουν καλά τον χώρο ευθύνης τους. Το ίδιο ισχύει και για µεγάλες ΚΟΒ Υπαίθρου όπου ο χώρος ευθύνης τους έχει παραγωγικό πληθυσµό, νέες ηλικίες κ.ά.
4. Η διάταξη των ΚΟΒ
Η διάταξη των ΚΟΒ πρέπει να εξυπηρετεί τον καλύτερο προσανατολισµό των κοµµατικών δυνάµεων µε βάση τις κοινωνικοταξικές ιεραρχήσεις που έχουµε στην εργατική τάξη, στις σύµµαχες δυνάµεις από τους αυτοαπασχολούµενους και τους αγρότες. Η όποια διάταξη δεν είναι πανάκεια χωρίς φυσικά να αναιρούνται οι καταστατικές προβλέψεις για τη συγκέντρωση δυνάµεων στους χώρους δουλειάς. Για να λειτουργήσει η σωστή διάταξη των οργανωµένων δυνάµεων πρέπει να συνοδεύεται µε το ανάλογο περιεχόµενο που να την εξυπηρετεί και να διευκολύνει την ενιαία κοµµουνιστική δουλειά µε τις εργατικές – λαϊκές δυνάµεις, άρα και την ανάλογη καθοδηγητική στήριξη. Επίσης, να διεξάγεται µε κύριο έναν πιο µακροπρόθεσµο σχεδιασµό, που θα περιλαµβάνει γνώση των οικονοµικών εξελίξεων, της συγκέντρωσης του εργατικού δυναµικού, τη διάθεση και διάταξη στελεχών και την επιλογή κατάλληλου οργανωτικού σχήµατος, για να επιτελέσουν το βασικό τους καθήκον, να στρατολογήσουν και να οικοδοµήσουν στον χώρο ευθύνης τους.
Τα προηγούµενα χρόνια έγιναν βήµατα σε αυτήν την κατεύθυνση χρειάζεται όµως να επιµείνουµε αντιµετωπίζοντας ορισµένα ζητήµατα:
• Την ανοµοιοµορφία που έχουν ορισµένες Εδαφικές ΚΟΒ, που έχουν µεγάλους χώρους ευθύνης σε αστικές ή ηµιαστικές περιοχές και εγκλωβίζονται σε έναν περίγυρο συνταξιούχων, χωρίς σταθερό προσανατολισµό σε εργαζόµενους σε µικρούς εργασιακούς χώρους (π.χ. εµπορουπάλληλοι, επισιτισµό, τουρισµό), ΕΒΕ, αγρότες κ.ά., που βρίσκονται στον χώρο ευθύνης τους. Αντιµετωπίζοντας τέτοια ζητήµατα, µπορεί να αφοµοιώνεται καλύτερα στην πράξη ο εδαφοπαραγωγικός προσανατολισµός, η επικέντρωση στη δουλειά στην εργατική τάξη και σε δυνάµεις της κοινωνικής συµµαχίας ανεξάρτητα διάταξης. Τον καλύτερο προσανατολισµό τους στη δουλειά των φορέων που βρίσκονται στον χώρο ευθύνης τους (π.χ. Σύλλογος Γυναικών, Ένωση Γονέων, Ένωση ΕΒΕ ή Εµπορικός Σύλλογος, Αγροτικός Σύλλογος) παρόλο που συχνά η καθοδηγητική ευθύνη δεν βρίσκεται, σε όλες τις περιπτώσεις, άµεσα στην ΚΟΒ αλλά σε επίπεδο Τοµέα κ.λπ. Αυτή η κατεύθυνση µπορεί να στηριχτεί και µε τη λειτουργία τµηµάτων των ΚΟΒ µε αντίστοιχο καταµερισµό ευθύνης σε αυτές τις χρεώσεις
• Την ανάγκη Κλαδικές ΚΟΒ να ξεπεράσουν φαινόµενα λειτουργίας που τείνουν περισσότερο στην Κοµµατική Οµάδα κλαδικού σωµατείου, δηλαδή την επικέντρωση της λειτουργίας τους γύρω από το κλαδικό συνδικάτο µε επιµονή και προσπάθεια το περιεχόµενο λειτουργίας τους να ανέβει µε τον εµπλουτισµό της θεµατολογίας, του περιεχοµένου της συζήτησης, ώστε να αφορά στο σύνολο της ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς στον χώρο ευθύνης τους, µε ενίσχυση του ελέγχου στη βάση των αντίστοιχων δεικτών, αντιµετωπίζοντας στην πράξη, δηλαδή, και φαινόµενα «συνδικαλιστικοποίησης» του περίγυρου.
• Να στηριχθεί σταθερά ο προσανατολισµός για συγκρότηση Κοµµατικών Οργανώσεων σε κρίσιµες στρατηγικής σηµασίας επιχειρήσεις, βιοµηχανικές µονάδες και οµίλους, παίρνοντας ανάλογα µέτρα διάταξης δυνάµεων. Και φυσικά να συνδυαστεί µε µέτρα ενίσχυσης της ιδεολογικής – πολιτικής λειτουργίας και συζήτησης στην ΚΟΒ, καθώς δεν είναι δύσκολο να στενεύει το περιεχόµενό της, να «σπάει» η δράση της στο πολύ επιµέρους, στο όνοµα της εξειδίκευσης.
• Να αξιοποιηθεί και να γενικευτεί η θετική πείρα συντονισµού Εδαφικών και Κλαδικών Οργανώσεων για τη δουλειά στην εργατική τάξη συνολικά τόσο σε κρίσιµες επιχειρήσεις και χώρους δουλειάς όσο και στον χώρο κατοικίας, ξεπερνώντας έναν τεχνητό διαχωρισµό, που πολλές φορές αναπαράγεται, γύρω από ένα σύνολο ζητηµάτων, που αφορούν τη ζωή της εργατικής τάξης. Ο συντονισµός που εκφράστηκε στα µεγάλα µέτωπα της περιόδου (πολιτική προστασία, πλειστηριασµοί, Υγεία, Παιδεία κ.ά.), µε τη διαµόρφωση επιτελείων καθοδήγησης αυτών των µετώπων πάλης, επεξεργασίας εισηγήσεων που συζητήθηκαν σε κλαδική και εδαφική βάση, ακόµα και σε κοινές συνεδριάσεις τοµεακών οργάνων, βοήθησαν στην ενίσχυση του περιεχοµένου δουλειάς Τοµέων και ΚΟΒ Εδαφικών και Κλαδικών. Είναι όµως επιτακτική ανάγκη να στηριχτεί από όλα τα καθοδηγητικά όργανα ενιαία, ώστε να αντιµετωπιστούν οι µεγάλες διαβαθµίσεις που υπάρχουν µεταξύ των Κοµµατικών Οργανώσεων. Πολύ περισσότερο που η συνθετότητα που υπάρχει στη διακλαδική διάταξη οµίλων ή τη λειτουργία οµίλων σε περισσότερες από µία περιοχές, αποκαλύπτει πόσο αναγκαία είναι η συνεργασία και ο συντονισµός Κλαδικών και Εδαφικών Οργανώσεων, ακόµα και Οργανώσεων Περιοχής µεταξύ τους, τόσο για το δούλεµα του περιεχοµένου όσο και του ενιαίου σχεδιασµού. Και ως µέθοδος δουλειάς αυτό αφορά καταρχάς την ΚΕ, τα Τµήµατά της, τη Γραµµατεία και τις Κοµµατικές Οργανώσεις Περιοχής.
5. Να δυναµώσουν η πολιτική επαγρύπνηση, η περιφρούρηση του Κόµµατος, η πολιτική πληροφόρηση προς κάθε κατεύθυνση στους σηµερινούς δύσκολους καιρούς
Η ανάπτυξη των στοιχείων της επαγρύπνησης, της περιφρούρησης, της πολιτικής πληροφόρησης πρέπει να αποτελέσει κρίσιµο στοιχείο της λειτουργίας των ΚΟΒ ειδικά στις σηµερινές συνθήκες. Είναι στοιχεία που πρέπει να δυναµώσουν, γιατί η µακροχρόνια δουλειά σε ειρηνικές και κοινοβουλευτικές συνθήκες αστικής νοµιµότητας έχουν τροφοδοτήσει µια αδράνεια, έναν ορισµένο συµβιβασµό και µια ανοχή σε µια χαλαρότητα στην κοµµατική λειτουργία.
Η απαρέγκλιτη εφαρµογή του Καταστατικού, των αρχών λειτουργίας του Κόµµατος και ιδιαίτερα τα µέτρα διαπαιδαγώγησης των νέων, νεότερων ηλικιακά και κοµµατικά µελών µε τέτοια χαρακτηριστικά, είναι ζητήµατα που πρέπει να αναπτυχθούν στην κοµµατική λειτουργία µε ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων. Περιλαµβάνουν την ανάγκη να δυναµώσει η συζήτηση για την κατανόηση των πολύµορφων µηχανισµών παρέµβασης του ταξικού αντιπάλου και της διάταξής του απέναντι στο Κόµµα, να αξιοποιηθεί η πολύτιµη ιστορική πείρα. Ταυτόχρονα παραµένει ένα µικρό δυναµικό του Κόµµατος που είναι τυπικά ενταγµένο, έχει σηµάδια αποστράτευσης, παρακολουθεί µε µεγάλη απόσταση την πολιτική µας, δεν έχει ουσιαστικά αφοµοιώσει ή ακόµα διατηρεί επιφυλάξεις ή και διαφωνίες µε τη στρατηγική µας. Χρειάζεται να αντιµετωπισθούν, µε βάση τις καταστατικές αρχές λειτουργίας του Κόµµατός µας, ο συµβιβασµός και η υποχώρηση σε τέτοιες καταστάσεις.
6. Ειδικά για την πορεία της εξειδικευµένης δουλειάς του Κόµµατος και της ΚΝΕ στις γυναίκες εργατικής – λαϊκής ένταξης και καταγωγής
Η εκτίµηση της πορείας της εξειδικευµένης δουλειάς του Κόµµατος και της ΚΝΕ στις γυναίκες, που µας ενδιαφέρουν κοινωνικοταξικά, αναδεικνύει κυρίως την ανάγκη αποφασιστικής αναµέτρησης µε καθυστερήσεις σε αυτό το σύνθετο καθήκον.
Βασικό ζήτηµα προς κατάκτηση είναι ο σταθερός προσανατολισµός των καθοδηγητικών οργάνων, ώστε το περιεχόµενο της εξειδικευµένης δουλειάς στις γυναίκες να διαχέεται στον σχεδιασµό της µαζικής ιδεολογικής – πολιτικής παρέµβασης του Κόµµατος, της οργανωτικής ισχυροποίησης, στην καθοδήγηση των κοµµατικών δυνάµεων στο εργατικό, συνδικαλιστικό κίνηµα, στο κίνηµα των αυτοαπασχολούµενων, στο αγροτικό κίνηµα, στο µαθητικό και φοιτητικό κίνηµα, αλλά και στην καθοδήγηση της δουλειάς των κοµµουνιστριών στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα.
Ορισµένα βήµατα συλλογικής συζήτησης στα καθοδηγητικά όργανα του περιεχοµένου και των µορφών της εξειδικευµένης παρέµβασης του Κόµµατος στις γυναίκες έγιναν την περίοδο των πολλαπλών εκλογικών µαχών. Αυτά τα βήµατα είναι ανάγκη να µονιµοποιηθούν, να σταθεροποιηθεί η γενίκευση της πείρας από την πολιτική επικοινωνία µε τις γυναίκες, µε βάση ηλικιακά, κοινωνικοταξικά κριτήρια, υπολογίζοντας την επίδραση που ασκούν στη συνείδηση γυναικών των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων οι υλικοί όροι εργασίας και ζωής, οι σύγχρονες µορφές της γυναικείας ανισοτιµίας, αλλά και η µη ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους, καθώς και η επίδραση των αστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων.
Βασικό ζήτηµα παραµένει ο σχεδιασµός του περιεχοµένου και των µορφών της εξειδικευµένης ιδεολογικής δουλειάς για την ουσιαστική βελτίωση του µαρξιστικού ιδεολογικού υπόβαθρου και του µορφωτικού- πολιτιστικού επιπέδου κοµµατικών µελών και οπαδών. Αφορά στη διαµόρφωση ενός πολύµορφου σχεδίου µε περιεχόµενο τις ιδεολογικές- πολιτικές επεξεργασίες του Κόµµατος. Κυρίως, σχετίζεται µε την επίµονη και σταθερή προβολή της στρατηγικής µας εξειδικευµένα στις γυναίκες, ενσωµατώνοντας στρατηγικά συµπεράσµατα από την Ιστορία του κοµµουνιστικού κινήµατος, της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόµησης τον 20ό αιώνα και φωτίζοντας πλευρές της αντίστοιχης γυναικείας συµµετοχής στην ταξική πάλη, ιδιαίτερα σε συνθήκες ιµπεριαλιστικού πολέµου. Αυτές οι πρωτοβουλίες είναι ανάγκη να καλλιεργούν την αντοχή και τη µαχητικότητα των γυναικείων κοµµατικών µελών και στελεχών, αλλά και γυναικών του κοµµατικού περίγυρου, προβάλλοντας τις αξίες που καθορίζουν τη µαχητική, κοµµουνιστική στάση ζωής σε αντιπαράθεση µε τον κυρίαρχο αστικό τρόπο ζωής.
Ιδιαίτερα την περίοδο που εξετάζουµε ήταν πιο έντονο το αποτύπωµα στη σκέψη και τη στάση γυναικών του κοµµατικού περίγυρου, ακόµα και κοµµατικών δυνάµεων της κυρίαρχης αστικής αντίληψης περί ατοµικής – οικογενειακής ευθύνης στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Ενδεχοµένως επέδρασε η περίοδος της πανδηµίας, κατά τη διάρκεια της οποίας ενισχύθηκε η ατοµική ευθύνη ιδιαίτερα της γυναίκας στη φροντίδα των παιδιών, άλλων εξαρτώµενων µελών της οικογένειας σε συνθήκες κατά τις οποίες οι εργασίες φροντίδας ατόµων συνεχώς εµπορευµατοποιούνται. Συνεπώς, καθοδηγητικά χρειάζεται ουσιαστική φροντίδα για τους κοµµουνιστές και κοµµουνίστριες νέους γονείς, µε πολύπλευρα ιδεολογικά – πολιτικά – οργανωτικά µέτρα στήριξής τους. Κυρίως, αφορά στην προετοιµασία των νεότερων σε ηλικία κοµµατικών δυνάµεων, η οποία να στηρίζεται στην πιο βαθιά αφοµοίωση της αντίληψής µας για την οικογένεια, την εξέλιξή της και των καθηκόντων της στις εκάστοτε ιστορικές κοινωνικές συνθήκες, για το περιεχόµενο της γονικής ευθύνης.
7. Κρίσιµο ζήτηµα η βελτίωση της λειτουργίας των καθοδηγητικών οργάνων των Τοµεακών Επιτροπών
Στο 21ο Συνέδριο ξεχωρίζαµε τον κρίσιµο ρόλο των Τοµεακών Επιτροπών ως τα όργανα που έχουν άµεση ευθύνη της καθοδήγησης των ΚΟΒ. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά την ανάγκη να συγκεντρωθεί όλη η προσπάθεια στη στήριξη του καθοδηγητικού ρόλου τους στις ΚΟΒ.
Προφανώς υπάρχουν βήµατα βελτίωσης στη λειτουργία και τη συγκρότηση των Τοµεακών Επιτροπών. Έγινε προσπάθεια να στηριχτούν οι νέες αναδείξεις στελεχών, να υπάρχει καταµερισµός που να εξασφαλίζει την κάλυψη όλων των καθοδηγητικών ζητηµάτων που είναι στην ευθύνη ενός Τοµέα, συνδυάζοντας καθοδηγητικές χρεώσεις και τοµείς δουλειάς, χωρίς όµως, σε πολλές περιπτώσεις, αυτός ο καταµερισµός να παραµένει αρκετά σταθερός, κάτω από την πίεση των αναγκών και των εξελίξεων. Σε γενικές γραµµές, οι Τοµεακές Επιτροπές αποτελούνται από τα πιο πρωτοπόρα στελέχη του Τοµέα, που µπαίνουν µπροστά στον σχεδιασµό και την υλοποίηση των καθηκόντων, ενώ σε σηµαντικό βαθµό είναι Γραµµατείς, µέλη Γραφείων των ΚΟΒ ή καθοδηγητές.
Η κατάκτηση µιας σταθερής ιδεολογικοπολιτικής συζήτησης στις ΤΕ και τα Γραφεία τους είναι ένα κρίσιµο ζήτηµα. Η προσπάθεια που έχει γίνει -όπου έχει γίνει- µε οργανωµένο τρόπο συζήτησης θεµάτων, αποδίδει, συµβάλλει στο ανέβασµα του ιδεολογικοπολιτικού επιπέδου του Οργάνου. Ταυτόχρονα ένας σηµαντικός αριθµός µελών ΤΕ περνάει από τα συστήµατα αυτοµόρφωσης. Ωστόσο, το κύριο ζήτηµα παραµένει, και είναι η σταθεροποίηση και άνοδος της ιδεολογικής – πολιτικής συζήτησης στα «τρέχοντα» θέµατα του Οργάνου και ιδιαίτερα στα ζητήµατα που αφορούν τη µεταφορά πείρας από το άνοιγµα στους εργαζόµενους, την πείρα από την πολιτική και συνδικαλιστική παρέµβαση, τη συζήτηση συµπερασµάτων. Αυτή η διαδικασία να τροφοδοτεί το ανέβασµα της ιδεολογικοπολιτικής στάθµης και κυρίως το ανέβασµα του περιεχοµένου που απευθύνεται στις ΚΟΒ. Μια οργανωµένη ιδεολογικο-πολιτική συζήτηση στο ΤΓ ή στην ΤΕ δεν γίνεται µόνο ή κυρίως για την «αυτοανάπτυξη» του Οργάνου ή των στελεχών, γίνεται για να µπορεί αυτή η συζήτηση να βοηθήσει, να στηρίξει την καθοδηγητική βοήθεια στην ΚΟΒ. Αν δεν διαπερνάει αυτός ο τρόπος δουλειάς την καθηµερινή λειτουργία των καθοδηγητικών οργάνων µε καλή προετοιµασία και δίνοντας ταυτόχρονα τον κατάλληλο χρόνο, δεν θα καταφέρουµε να προχωρήσουµε στο παρακάτω σηµαντικό βήµα που είναι να επεκταθούν οι θεµατικές συζητήσεις και στις Κοµµατικές Οργανώσεις Βάσης σε πιο συστηµατική βάση. Να κατεβαίνουν κεντρικές επεξεργασίες, αλλά και των καθοδηγητικών οργάνων σε κάθε ΚΟΒ όχι µε τυπικό χαρακτήρα και απλά για εξοπλισµό, αλλά µε κατεύθυνση να γίνεται ουσιαστική συζήτηση, να ανοίγει ο προβληµατισµός των κοµµατικών µελών και να νιώθουν την ανάγκη να συµβάλλουν µε τη σκέψη τους στην επεξεργασία, να δοκιµάζονται στην προσπάθεια εκλαΐκευσής της και να συµµετέχουν µε µεγαλύτερη επάρκεια και µαχητικότητα στη µαζική πολιτική δράση του Κόµµατος, αναλαµβάνοντας περισσότερα καθήκοντα και ανεβάζοντας την προσφορά τους.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να αντιµετωπιστούν φαινόµενα είτε αφ’ υψηλού αντιµετώπισης των δυσκολιών που υπάρχουν στο επίπεδο της ΚΟΒ και µε απόσταση ενός στελεχικού δυναµικού µελών των ΕΠ και ΤΕ από την προσπάθεια να αντιµετωπιστούν στην πράξη οι δυσκολίες ιδεολογικοπολιτικές και οργανωτικές στην υλοποίηση του σχεδιασµού των ΚΟΒ, είτε, από την άλλη, η υποκατάσταση των Γραµµατέων, των Γραφείων των ΚΟΒ από ορισµένα πρωτοπόρα στελέχη και έναν πυρήνα µελών. Εντοπίζονται ζητήµατα «εµπιστοσύνης» στελεχών προς τις ΚΟΒ και τα µέλη που εκφράζονται είτε κατεβάζοντας πολύ τον πήχη των απαιτήσεων και δυνατοτήτων, είτε καταφεύγοντας στην «από τα πάνω» κριτική και τον διοικητισµό. Το πρόβληµα αυτό δεν είναι «οργανωτικό», εκφράζει πολλές φορές υποχώρηση και συµβιβασµό στελεχών µε τις δυσκολίες, υποτίµηση των δυνατοτήτων που έχουν σήµερα οι κοµµατικές δυνάµεις, ιδιαίτερα οι νεότερες ηλικιακά, οδηγείται στην αναζήτηση πολλές φορές των «ιδανικών» κοµµατικών µελών και τις «ιδανικές» ΚΟΒ που υπάρχουν µόνο στη φαντασία, αντικειµενικοποιεί καθοδηγητικές αδυναµίες.
Με δεδοµένο µάλιστα ότι ένας µεγάλος αριθµός µελών ΤΕ έχει µικρή κοινωνική και πολιτική πείρα -εξαιτίας και της µικρής σχετικά κοµµατικής και φυσικής ηλικίας, της µονοµερούς πείρας µέσα από τη δουλειά της ΚΝΕ κ.λπ.- τέτοιου είδους προβλήµατα δεν είναι δύσκολο να παγιωθούν. Γι’ αυτό χρειάζεται συστηµατική αντιµετώπισή τους, συνδυάζοντας µέτρα ιδεολογικοπολιτικής στήριξης µε την ανάπτυξη συγκεκριµένης µεθόδου καθοδήγησης που έχει ως κριτήριο την ανάγκη µε επιµονή και σταθερότητα να προετοιµάζονται συλλογικά και ατοµικά ιδεολογικοπολιτικά τα µέλη του Κόµµατος, να εντάσσονται στον σχεδιασµό της ΚΟΒ, να ελέγχονται και να βοηθιούνται στις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν. Ξεχωρίζοντας µέσα σε αυτήν τη διαδικασία τη δουλειά των πιο πρωτοπόρων, που µπορεί να λειτουργήσει πιλοτικά αναδεικνύοντας και γενικεύοντάς την. Μόνο έτσι µπορούν να αντιµετωπίζονται δυσκολίες.
Τα Τοµεακά Γραφεία που έχουν συγκροτηθεί αποτελούνται από συντρόφους, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι στην παραγωγή, αντιµετωπίζοντας προβλήµατα µε ωράρια, εργασιακές σχέσεις, υποχρεώσεις µε παιδιά κ.λπ., µε ελάχιστο µη εργάσιµο χρόνο µέσα στην ηµέρα. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσµα τον σχετικά µεγάλο αριθµό των µελών Τοµεακών Γραφείων, προκειµένου να µπορούν να καλυφθούν όλες οι χρεώσεις, µε αποτέλεσµα, σε ορισµένες περιπτώσεις, τα Όργανα αυτά να είναι δυσκίνητα και λιγότερο επιτελικά. Αυτό έχει επιπτώσεις και στην ίδια τη συνεδρίαση. Γι’ αυτό και χρειάζεται να τηρούνται τα µέτρα που έχουµε µε ειδικές αποφάσεις συζητήσει, για καλή προετοιµασία της συνεδρίασης, µε λίγα θέµατα, από τα πριν διαµορφωµένες εισηγήσεις που θα έχουν µελετηθεί και θα είναι προετοιµασµένα τα µέλη του Οργάνου, πρακτικά ζητήµατα ή ζητήµατα ελέγχου να αντιµετωπίζονται σε συνεργασίες, έτσι ώστε στη συνεδρίαση να επικεντρώνεται η συζήτηση στην ουσιαστική ανταλλαγή της πείρας και των συµπερασµάτων, στη σαφήνεια των καθηκόντων που προκύπτουν για τον σχεδιασµό της δράσης µας, στα καθοδηγητικά καθήκοντα που προκύπτουν. Επίσης, να αξιοποιούνται πιο συστηµατικά και άλλες µορφές καθοδήγησης, όπως είναι οι συσκέψεις του καθοδηγητή µε Γραµµατείς και Γραφεία ΚΟΒ, π.χ. σε επίπεδο δήµου. Κάθε στέλεχος να γίνεται περισσότερο πολύπλευρο και µε πείρα που εξελίσσεται από τον τοµέα χρέωσης. Απαραίτητη είναι και η εναλλαγή καταµερισµού, ώστε να εµπλουτίζεται η πείρα, να παίρνει και νέα ώθηση σε έναν νέο καταµερισµό.
Παρά τα βήµατα, παραµένει το ζήτηµα του ελλιπούς καταµερισµού στο πλαίσιο του Τοµεακού Γραφείου τοµέων δουλειάς, γεγονός που πρέπει να αντιµετωπιστεί σε όλη την κλίµακα των ΤΟ. Εξακολουθεί σε µεγάλο βαθµό να αφιερώνεται ο λίγος χρόνος των στελεχών στην καθοδήγηση ΚΟΒ και να περνούν «σε δεύτερη µοίρα» η ευθύνη και η οργάνωση της δουλειάς σε έναν τοµέα που µπορεί να έχουν χρεωµένο. Αυτό θα βελτιώνεται µόνο στο βαθµό που το Όργανο βλέπει κάθε τοµέα δουλειάς σε πιο συστηµατική βάση και αντιµετωπίζει µε πιο µακροπρόθεσµο σχεδιασµό την παρέµβασή του και τις πρωτοβουλίες που θα πάρει, ελέγχει και εξετάζει τα αποτελέσµατά τους. Και βεβαίως, µε ευθύνη πρώτα από όλα του Γραµµατέα να γίνονται βελτιωτικές κινήσεις στον καταµερισµό, να παίρνεται υπόψη η έφεση που µπορεί να έχει κάποιος σύντροφος ή συντρόφισσα για συγκεκριµένους τοµείς, οι ικανότητες, τα ενδιαφέροντα, η πείρα που έχει συγκεντρώσει, αλλά και η ανάγκη εναλλαγής χρεώσεων, που βοηθάει στην ολόπλευρη ανάπτυξη του κάθε στελέχους. Το συγκεκριµένο καθήκον αφορά την ανάγκη να δυναµώσει η ιδεολογική – πολιτική συζήτηση στα Όργανα και τις ΚΟΒ, στο βαθµό που τα καθοδηγητικά όργανα θα τροφοδοτούνται από τα βοηθητικά τους επιτελεία και θα ανεβαίνει η συλλογικότητα στην επεξεργασία, εξειδίκευση, σχεδιασµό της ιδεολογικής – πολιτικής – µαζικής παρέµβασης στον χώρο ευθύνης.
Υπάρχει µια καλύτερη προσπάθεια να κατακτιέται η αντίληψη ότι η Τοµεακή Οργάνωση καθοδηγεί χώρο ευθύνης και όχι απλώς κάποιες ΚΟΒ. Να έχει αντίληψη του χώρου ευθύνης της παρέµβασής της ως το ΚΚΕ στον χώρο της. Οι προσπάθειες αυτές έχουν εκφραστεί µε τις εισηγήσεις στις Συνδιασκέψεις, µε την αποτύπωση του «οργανωτικού χάρτη», ωστόσο δεν αποτελούν στοιχείο της σταθερής λειτουργίας όλων των Τοµέων.
8. Ο ρόλος των Επιτροπών Περιοχής και των Γραφείων Περιοχής
Υπάρχουν εµφανή βήµατα βελτίωσης στη λειτουργία των Επιτροπών Περιοχής (ΕΠ) ως καθοδηγητικών επιτελείων που βρίσκονται άµεσα κάτω από την καθοδήγηση της ΚΕ. Στις ΕΠ υπάρχει ένα σηµαντικό στελεχικό δυναµικό του Κόµµατος µε µια σχετικά σηµαντική κοµµατική συγκρότηση και πείρα. Έχουν γίνει βήµατα στην προσπάθεια η ΕΠ και τα Γραφεία Περιοχής (ΓΠ) να µελετήσουν συστηµατικά τον χώρο ευθύνης τους, τις οικονοµικές εξελίξεις, την παρέµβαση και δράση των άλλων δυνάµεων, γενικά της αστικής τάξης, της εργοδοσίας, των επιχειρηµατικών οµίλων, των ιµπεριαλιστικών κέντρων.
Η δουλειά αυτή αποτελεί ένα σηµαντικό υπόβαθρο που έχει βοηθήσει το Κόµµα να εξειδικεύσει σε αρκετές περιπτώσεις τις θέσεις του µε την ανάλογη βοήθεια και στήριξη της ΚΕ και των Τµηµάτων της, γεγονός που έχει αντίκτυπο στο ξεδίπλωµα της ιδεολογικοπολιτικής και µαζικής παρέµβασης του Κόµµατος. Και εδώ όµως θέλει πολύ µεγαλύτερη προσπάθεια, ώστε οι επεξεργασίες αυτές να µην µπαίνουν στο ράφι, αλλά να εµπλουτίζονται, να αποτελούν σταθερό οδηγό στην προσπάθεια ανάπτυξης της παρέµβασης του Κόµµατος σε κλάδους, στρατηγικούς τοµείς της οικονοµίας, στην αντιπαράθεση µε τα αστικά σχέδια ανάπτυξης κ.λπ.
Το ιδεολογικοπολιτικό και µορφωτικό επίπεδο των µελών των ΕΠ έχει ανέβει σχετικά µε το παρελθόν παρόλο που η αξιοποίηση του Κοµµατικού Τύπου και του βιβλίου της «Σύγχρονης Εποχής» παραµένει πίσω προφανώς και στο επίπεδο της ΕΠ. Ωστόσο, παρά αυτό το ιδεολογικό και µορφωτικό ανέβασµα, πολλές φορές στη διαµόρφωση της καθοδηγητικής αντίληψης και πρακτικής επικρατούν ο εµπειρισµός και ο πρακτικισµός, που σηµαίνει ότι το ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο δεν ενσωµατώνεται στην τρέχουσα καθοδηγητική δουλειά, δεν εξετάζεται η πείρα µε τα ιδεολογικοπολιτικά κριτήρια που θέτουµε.
Στο επίπεδο των ΕΠ, όπως βέβαια και στις ΤΕ, υπάρχει απόλυτη συµφωνία µε τις Αποφάσεις, το Πρόγραµµα, τη στρατηγική και τις θέσεις του Κόµµατος. Υπάρχουν στελέχη που έχουν δυνατότητα µε τοποθετήσεις τους να αναδεικνύουν, να φωτίζουν, να επιβεβαιώνουν την ορθότητα της πολιτικής µας µέσα από την πείρα της δράσης του Κόµµατος. Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να εφησυχάζει. Γιατί ανάµεσα στη συµφωνία και στο πώς στην πράξη εκφράζεται αυτή η συµφωνία υπάρχει πολλές φορές σηµαντική απόσταση. Το γεγονός ότι δρούµε µέσα σε συνθήκες αρνητικού συσχετισµού επιδρά σηµαντικά µε τον έναν ή άλλον τρόπο σε αυτό που ονοµάζουµε απόσπαση της τρέχουσας καθηµερινής δουλειάς από τη στρατηγική και αυτό δεν χρειάζεται καµία υποτίµηση. Αντίθετα, πρέπει να αναπτύξουµε την απαιτητικότητα από τα στελέχη να συµβάλλουν µε βασανιστικό και δηµιουργικό τρόπο στη µελέτη θεµάτων, στην επεξεργασία ζητηµάτων, ώστε να λύνεται στην πράξη αυτό το ζήτηµα, κυρίως να κυριαρχούν τέτοια κριτήρια στον σχεδιασµό, στην υλοποίηση και αποτίµηση της δουλειάς µας.
Χρειάζεται µε δηµιουργικό και διαπαιδαγωγητικό τρόπο να ανέβουν η κριτική και αυτοκριτική πλευρά στην αξιολόγηση της δουλειάς µας. Τα στελέχη του Κόµµατος σε επίπεδο ΕΠ αναµφίβολα σηκώνουν ένα πολύ µεγάλο βάρος µιας σύνθετης και απαιτητικής δουλειάς µε σηµαντικές µάλιστα επιτυχίες στην πραγµατοποίηση εκδηλώσεων, πολιτικών ή συνδικαλιστικών µαχών. Ωστόσο, πολλές φορές ένα γενικά θετικό αποτέλεσµα δεν αξιολογείται ολόπλευρα, εύκολα υποτιµώνται αδύναµες πλευρές που συνυπάρχουν και που πολλές φορές είναι κρίσιµες. Ή, από την άλλη, παρουσιάζεται το φαινόµενο να ωραιοποιούνται καταστάσεις. Η προσπάθεια να κρατάµε ένα υψηλό φρόνηµα και ηθικό µέσα στις σηµερινές αντεπαναστατικές συνθήκες, δεν σηµαίνει ότι πρέπει να υποτιµάµε σοβαρές και µεγάλες αδυναµίες που υπάρχουν, αντίθετα πρέπει να ενισχύεται το πνεύµα της κριτικής και αυτοκριτικής στα στελέχη του Κόµµατος.
Συχνά στο επίπεδο των ΕΠ γίνονται σωστές διαπιστώσεις από τα στελέχη για την κατάσταση που επικρατεί στο Κόµµα, για τις δυσκολίες και τα προβλήµατα της καθοδηγητικής δουλειάς που φωτίζονται από διάφορες πλευρές. Ωστόσο, αυτές οι σωστές διαπιστώσεις δεν συνοδεύονται πάντα από τη συµβολή να αντιµετωπίζονται στην πράξη αυτά τα ζητήµατα. Το πρόβληµα αυτό είναι σηµαντικό, γιατί πολλές φορές µεταθέτει την ευθύνη επίλυσης προς τα κάτω, προς τις ΤΕ και τις ΚΟΒ, χωρίς να υπάρχει ανάληψη της ευθύνης από την ΕΠ και τα στελέχη της για την ανάλογη ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική βοήθεια στην επίλυση καθοδηγητικών ζητηµάτων.
Χρειάζεται µεγαλύτερη προσοχή να δώσουν οι Επιτροπές Περιοχής στην τήρηση των αρχών λειτουργίας του Κόµµατος, πολλά ζητήµατα ανοχής και χαλαρότητας απέναντι σε οργανωτικές παραβιάσεις αφορούν ευθύνες υποτίµησης των ΕΠ, των ΓΠ και των στελεχών τους. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να υποτιµήσουµε την ανάγκη τα στελέχη σε όλη την κλίµακα και τα µέλη των ΕΠ µε τη στάση τους να συµβάλλουν στην αντιµετώπιση φαινοµένων αυταρχικού διοικητισµού, να είναι δεκτικοί στην κριτική, να µην καλλιεργείται δυσπιστία και καχυποψία απέναντι στα καθοδηγητικά όργανα, που σίγουρα και πάντα θα αξιοποιήσει ο αντίπαλος για να ενισχύσει τον αντικαθοδηγητισµό.
Συνολικά τα στελέχη, ξεκινώντας από την ίδια την ΚΕ, να εκπαιδευτούν, ώστε η στάση υπεράσπισης της ιδεολογίας µας, του Προγράµµατος του Κόµµατος, των αρχών λειτουργίας να µην εµποδίζει την ανάπτυξη κριτικής από τα κάτω, παρατηρήσεων ή και προτάσεων διόρθωσης ή συµπλήρωσης επιµέρους πλευρών, ιδιαίτερα όταν συζητιούνται νέα ζητήµατα. Γενικότερα, η ικανότητα καθοδήγησης πρέπει να περιλαµβάνει την ευελιξία καθοδήγησης συντρόφων που µπορεί να έχουν και µεγαλύτερες, πιο εξειδικευµένες ή και γενικότερες ικανότητες, γνώσεις κ.λπ. και ανεξάρτητα από την τυπική καθοδηγητική ιεραρχία. Αντίστοιχα, απαιτείται η καλλιέργεια της κοµµουνιστικής σεµνότητας, της απόρριψης της αφ΄ υψηλού καθοδήγησης και υποτίµησης των δυσκολιών άλλων στελεχών, ο εξοπλισµός µε υποµονή και επιµονή στην εξήγηση κυρίως των νέων ζητηµάτων που προκύπτουν.
9. Για τις Βοηθητικές Επιτροπές των καθοδηγητικών οργάνων
Σήµερα, υπάρχουν καλύτερα συγκροτηµένες Βοηθητικές Επιτροπές σε ΕΠ και λιγότερο σε ΤΕ. Ο ρόλος των Βοηθητικών Επιτροπών είναι κρίσιµος, ώστε να µπορεί να στηρίζεται η επεξεργασία ζητηµάτων στα ίδια τα καθοδηγητικά όργανα. Η συγκρότησή τους δεν αποτελεί δηλαδή πολυτέλεια αλλά µεγάλη ανάγκη. Το ότι έχουν συγκροτηθεί δεν σηµαίνει ότι εξασφαλίζεται σταθερά και πάντα η λειτουργία τους. Παραµένει προς κατάκτηση η ολοκληρωµένη καθοδήγησή τους µε ευθύνη των ΓΠ και των ΤΓ και των επικεφαλής, µε προσδιορισµό των αναγκών της ΕΠ και της ΤΟ και χρέωση θεµάτων, ώστε να αναβαθµίσουν τον ρόλο τους ως βοηθητικά επιτελεία για τη στήριξη της δουλειάς των καθοδηγητικών οργάνων µε τροφοδότηση επεξεργασιών, εξειδίκευσης θέσεων και διαµόρφωσης πλαισίων πάλης, γενίκευσης πείρας.
Κάθε Βοηθητική Επιτροπή, µε ευθύνη του αντίστοιχου Οργάνου ΤΓ ή ΓΠ πρέπει να διαµορφώνει το πρόγραµµα δουλειάς της, να ελέγχεται γι’ αυτό, να χρεώνεται δουλειά. Ταυτόχρονα, η στελέχωσή τους είναι ένα ζήτηµα που δεν λύνεται πάντα µε τον καταλληλότερο τρόπο. Πολλές φορές τις στελεχώνουν σ/φοι υπερχρεωµένοι αντί να γίνεται µια προσπάθεια να αξιοποιηθούν και στελέχη που µπορεί να έχουν αδυναµίες στη συγκρότησή τους, όµως θα µπορούσαν να αξιοποιηθούν στη δουλειά στήριξης της ΒΕ, έχουν τον χρόνο και τη δυνατότητα. Το κύριο, όµως, είναι οι επικεφαλής των ΒΕ να είναι στελέχη που πληρούν τις στοιχειώδεις απαιτήσεις στελεχικού επιπέδου.
Το παραπάνω εντάσσεται στον συνολικότερο σχεδιασµό πολιτικής ανάδειξης και ανάπτυξης στελεχών. Είναι κρίσιµο ζήτηµα και αφορά την εξειδίκευση, την εκπαίδευση και παραπέρα ανάπτυξη των στελεχών, την καλλιέργεια της έφεσης και της δυνατότητας που διαθέτουν να εξειδικευτούν σε έναν τοµέα δουλειάς. Τη φροντίδα να περνάνε από συστήµατα εσωκοµµατικής µόρφωσης.
10. Για τις Κοµµατικές Οµάδες
Δεν έχουµε απαλλαγεί ακόµα από προβλήµατα στη συγκρότηση των Κοµµατικών Οµάδων (ΚΟ) ιδιαίτερα σε πρωτοβάθµια σωµατεία, στο περιεχόµενό τους, στη λειτουργία τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι ΚΟ υπολειτουργούν ή δεν λειτουργούν καθόλου. Συνεχίζουν συχνά στον προγραµµατισµό και στο περιεχόµενο δράσης τους να επικαλύπτουν τη δουλειά του ΔΣ του σωµατείου, να αποφασίζουν για λεπτοµέρειες, που θα µπορούσαν να λυθούν στο ΔΣ ή στη Συνέλευση του σωµατείου. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά υποτιµά ένα πιο ανεβασµένο ιδεολογικοπολιτικό περιεχόµενο που πρέπει να έχουν οι ΚΟ. Αυτό αφορά την επεξεργασία πλαισίων πάλης, τη δράση του συνδικάτου ή άλλου µαζικού φορέα, τη συνολική ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στον κλάδο, τη µελέτη των εξελίξεων και της προοπτικής του κλάδου, τη δράση των άλλων δυνάµεων, την παρέµβαση της εργοδοσίας, ζητήµατα κοµµατικής οικοδόµησης κ.ά.
Η Κοµµατική Οµάδα έχει ιδιαίτερη ευθύνη για τη µαζικοποίηση του σωµατείου, τη διαµόρφωση σχεδίου για τη δηµιουργία νέων σωµατείων, τη σταθερή λειτουργία των σωµατείων (των ΔΣ, διεξαγωγή ΓΣ, συσκέψεων) ως βασικό κριτήριο για την ανασύνταξη του κινήµατος, τη συστηµατική παρακολούθηση, έγκαιρη και ουσιαστική οργάνωση των αρχαιρεσιών, µε ένταση της ιδεολογικοπολιτικής δράσης και τα κατάλληλα οργανωτικά µέτρα που θα συµβάλλουν στην αλλαγή του συσχετισµού δύναµης υπέρ των ταξικών δυνάµεων. Να επεξεργάζεται σε επίπεδο τοµέα οικονοµίας και ευρύτερου κλάδου κοινούς στόχους πάλης των µισθωτών εργαζοµένων µε τους αυταπασχολούµενους αυτών των κλάδων, τους αγρότες, ενάντια στον κοινό εχθρό, τα µονοπώλια, τους επιχειρηµατικούς οµίλους. Να επεξεργάζεται εξειδικευµένους στόχους για τις γυναίκες, τη νεολαία στον κλάδο ή άλλες κατηγορίες όπως οι µετανάστες, να αναπτύσσουν πρωτοβουλίες για το άνοιγµα της δουλειάς των σωµατείων σε τοµείς που αφορούν το σύνολο της ζωής της εργατικής – λαϊκής οικογένειας. Όλα τα µέλη των Κοµµατικών Οµάδων πρέπει να είναι χρεωµένα µε υποψήφιους για στρατολογία, να συµβάλλουν στο αντίστοιχο σχέδιο των ΚΟ για οικοδόµηση ΚΟΒ στα µεγάλα εργοστάσια και επιχειρήσεις. Επίσης, να δείχνουν ιδιαίτερη φροντίδα στην ανάδειξη νέων συνδικαλιστικών στελεχών.
Τα παραπάνω ζητήµατα πρέπει να προωθούνται ταυτόχρονα, ενιαία και όχι αποσπασµατικά. Στο σχέδιο υλοποίησής τους να µπαίνουν ιεραρχηµένοι στόχοι, µε ενδιάµεσους σταθµούς.
11. Η φροντίδα για την εκπαίδευση και ανάδειξη στελεχών
Συνεχίστηκε η πορεία που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια για ανάδειξη νέων στελεχών, βασικά από την ΚΝΕ που περνάνε στο Κόµµα. Στελέχη που δίνουν ώθηση στη δουλειά του Κόµµατος, στελεχώνουν καθοδηγητικά όργανα όλων των επιπέδων, Τµήµατα της ΚΕ, αναλαµβάνουν δουλειά στο κίνηµα. Συνεχίζεται µια σηµαντική ανανέωση στελεχών στα περισσότερα καθοδηγητικά Όργανα, ειδικά των µεγάλων αστικών κέντρων. Αρκετά στελέχη έχουν αναλάβει σηµαντικές καθοδηγητικές ευθύνες, έχουν δείξει ικανότητες και απαιτείται ένα ικανό χρονικό διάστηµα για να εξελιχθούν, να αναπτύξουν τις δυνατότητές τους.
Η ανάπτυξη των στελεχών ξεκινάει από την όσο γίνεται καλύτερη γνώση των προσωπικών τους χαρακτηριστικών και των ιδιαίτερων δυνατοτήτων τους στην αξιοποίηση και εξέλιξή τους µε κοµµατικά κριτήρια. Σήµερα, χρειάζεται να αναπτύξουµε στελέχη πολύπλευρα, χωρίς ισοπεδωτικά κριτήρια, να παίρνουµε υπόψη και τη φυσική τους ηλικία, την πείρα κ.λπ. Η προετοιµασία, όµως, πρέπει να έχει ενιαία χαρακτηριστικά, όπως η διαµόρφωση ενός ορισµένου επιπέδου θεωρητικής µόρφωσης, γνώσης των θέσεων και επεξεργασιών του Κόµµατος, που αποτελούν και παράγοντα ιδεολογικοπολιτικής ενότητας και συνειδητής συµφωνίας. Ταυτόχρονα, για την ολόπλευρη ανάπτυξη των στελεχών, έχει σηµασία η εναλλαγή κατά διαστήµατα του καταµερισµού καθηκόντων, όχι µονιµοποίηση σε οργανωτική δουλειά καθοδήγησης γενικών καθηκόντων, αλλά εναλλαγή και σε καθήκοντα στο µαζικό κίνηµα, στον ιδεολογικό τοµέα, σε άλλους τοµείς δράσης.
Ταυτόχρονα µε τα στοιχεία άµεσης αποτελεσµατικότητας της δουλειάς µε βάση τους δείκτες που µετράµε είναι αναγκαία µια πιο βαθιά και ολόπλευρη αξιολόγηση των στελεχών. Βεβαίως όλοι κρίνονται και θα κριθούν ιδιαίτερα σε πιο δύσκολες συνθήκες της ταξικής πάλης που είναι µπροστά µας. Ωστόσο δεν πρέπει να φύγουν της προσοχής ή να υποτιµηθεί η ανάγκη τα στελέχη να έχουν ανοιχτό µέτωπο σε φαινόµενα φιλελευθερισµού όπως είναι π.χ. η ατοµική χρήση Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ΜΚΔ), η ανοχή σε φαινόµενα που δεν συνάδουν µε τη στάση ζωής του κοµµουνιστή (π.χ. κάθε είδους εξαρτήσεις, ναρκισσισµός κ.ά.), να µη συµβιβάζονται κάτω από τη λογική «έτσι είναι η εποχή σήµερα» κ.λπ. Τα ζητήµατα της κοµµουνιστικής ηθικής, της στάσης ζωής που εµπνέει, του µη διαχωρισµού της κοµµατικής από την προσωπική ζωή, είναι ζητήµατα που πρέπει να αναπτυχθούν, τα στελέχη να τα καλλιεργούν µε την ίδια την προσπάθειά τους και την κοµµουνιστική συγκρότησή τους, µε την καλλιέργεια των κοµµουνιστικών αρετών, που εµπνέουν στην καθηµερινή δράση, µε την ενότητα λόγων και έργων. Τα ζητήµατα αυτά διαµορφώνουν καλύτερο έδαφος για την ανάπτυξη της οικοδόµησης και στρατολογίας στο Κόµµα και την ΚΝΕ.
Δεν πρέπει να υποτιµηθεί ταυτόχρονα ότι υπάρχουν σήµερα νέα στελέχη που δείχνουν σηµάδια κούρασης, αναδίπλωσης, υποχώρησης. Η απλή διαπίστωση τέτοιων φαινοµένων και τάσεων δεν φτάνει. Πρέπει να σκύψουµε βαθύτερα πάνω από αυτό το ζήτηµα. Έχει σηµαντική επίδραση ο σηµερινός αρνητικός συσχετισµός δυνάµεων, η απόσπαση της τρέχουσας δουλειάς από την προοπτική, ο φόβος και η αβεβαιότητα για τις εξελίξεις στο µέλλον. Εκφράζεται έµµεσα ή άµεσα µια ατοµική επιλογή που συνδέεται µε την έλλειψη πίστης στον δρόµο της επανάστασης.
Ο σχεδιασµός των καθοδηγητικών οργάνων είναι ανάγκη να στηρίζει πολύπλευρα την προσπάθεια ανάπτυξης και γυναικείων στελεχών. Με µεγαλύτερη σταθερότητα χρειάζεται να απασχολεί τα καθοδηγητικά όργανα η εκτίµηση για τη συµµετοχή γυναικών στα Όργανα του Κόµµατος και του κινήµατος, αλλά και η εκπαίδευσή τους στο περιεχόµενο της εξειδικευµένης δουλειάς του Κόµµατος και της ΚΝΕ στις γυναίκες, ανεξάρτητα από χρέωση. Πάσχουµε στην προσπάθεια περισσότερα γυναικεία στελέχη να στηρίξουν ουσιαστικά τη δουλειά των καθοδηγητικών οργάνων. Η συχνή εναλλαγή των γυναικείων στελεχών στον συγκεκριµένο καταµερισµό των καθοδηγητικών οργάνων δυσκολεύει τη βαθύτερη γνωριµία µε αυτό το σύνθετο καθήκον, τη συνέχεια της προσπάθειας αποφασιστικής αναµέτρησης µε αδυναµίες, κενά, ώστε να διασφαλίζεται µε σαφήνεια ο σχεδιασµός, ο έλεγχος, να εκτιµούνται τα αποτελέσµατα.
Συνολικότερα, η προσπάθεια αναβάθµισης της δουλειάς ξεκινά από τα ίδια τα µέλη του κάθε Οργάνου. Αφορά τον σταθερό προσανατολισµό να σχεδιάζουµε και να υλοποιούµε τον καθηµερινό πολιτικό αγώνα µε σταθερή βάση τις επεξεργασίες µας, τα ντοκουµέντα µας (Αποφάσεις Συνεδρίων, Πανελλαδικών Συνδιασκέψεων, Ειδικών Αποφάσεων της ΚΕ), τα σχετικά θεωρητικά και ιστορικά συµπεράσµατα.
Αφορά τη βασανιστική, επίµονη προσπάθεια να αξιοποιούνται συνδυασµένα οι εκδόσεις, η αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ και του «Ριζοσπάστη», το περιεχόµενο των εσωκοµµατικών µαθηµάτων στη διαµόρφωση και εξειδίκευση της παρέµβασης κάθε ΚΟΒ στον χώρο ευθύνης της. Να αποτελούν σταθερό στοιχείο προβληµατισµού και επεξεργασίας κάθε Οργάνου τα ερωτήµατα, τα κενά, οι δυσκολίες των δυνάµεών µας, που αναδεικνύονται µέσα από το σύστηµα της εσωκοµµατικής µόρφωσης και την καθηµερινή δράση. Να αναζητούνται και να αντιµετωπίζονται συγκεκριµένα οι βαθύτερες αιτίες της δυσκολίας, ακόµα και ατολµίας, µέρους των δυνάµεών µας να προβάλλουν τεκµηριωµένα και εκλαϊκευτικά το ζήτηµα της στρατηγικής διεξόδου.
Βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση ενός ολοκληρωµένου σχεδίου ιδεολογικοπολιτικής παρέµβασης από τα Όργανα είναι η αναβάθµιση της εκπαίδευσης στελεχών, η κατάλληλη διάταξή τους και ο µακροπρόθεσµος σχεδιασµός της ανάπτυξής τους. Πρόκειται για σύνθετο καθήκον, που πρέπει να λαµβάνει υπόψη και τα προσωπικά χαρακτηριστικά και τις ιδιαίτερες δυνατότητες στελεχών στην εξέλιξή τους, µε κοµµατικά κριτήρια.
Ε. Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟ ΚΟΜΜΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΝΕ ΒΑΣΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ
1. Γενική εκτίµηση
Όλα τα καθοδηγητικά όργανα, ξεκινώντας από την ΚΕ, αξιοποιώντας και τη νέα πείρα που συγκεντρώσαµε, πρέπει να αναµετρηθούµε σε µεγαλύτερη έκταση και βάθος, µε σταθερότητα, µε σηµαντικές εντοπισµένες αδυναµίες και καθυστερήσεις, για να πετύχουµε στην πράξη την άνοδο σε µια ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική δουλειά, σύµφωνα µε τα κριτήρια που θέσαµε στο 21ο Συνέδριο, ώστε σε καµιά φάση εξέλιξης της καθηµερινής ταξικής πάλης αυτή να µην αποσπάται από τη στρατηγική.
Πιο ενιαία και ουσιαστικά να συνειδητοποιήσουµε ότι οι στόχοι της ολόπλευρης και πολύπλευρης οργανωτικής ισχυροποίησης του Κόµµατος παραµένουν σε µεγάλο βαθµό αποσπασµένοι από την προσπάθεια ιδεολογικοπολιτικής ισχυροποίησης, ότι το σύνολο της καθοδηγητικής δουλειάς πρέπει να καθορίζεται από τη στρατηγική µας σε όλες τις συνθήκες και να στηρίζεται σταθερά και πολύπλευρα από την κοµµουνιστική ιδεολογική µορφωτική δουλειά. Σε αυτήν την κατεύθυνση, να ενισχυθεί συνολικά η ικανότητα για επεξεργασία της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης σε κάθε κίνηµα, εργασιακό χώρο, γενικότερα χώρο ευθύνης, ώστε η διεύρυνση των δεσµών µας και η απαραίτητη και κρίσιµη αλλαγή των συσχετισµών µέσα στο κίνηµα, σε τελευταία ανάλυση, να υπηρετεί τη στρατηγική µας.
Πρόκειται για ένα σύνθετο πρόβληµα που αποτυπώνεται σε καθοδηγητικές αδυναµίες ως προς τη διάταξη στελεχών, πολιτικής ανάπτυξής τους, ιεράρχησης καθηκόντων, εποµένως και εξασφάλιση του απαιτούµενου χρόνου προετοιµασίας, ώστε να διαχέονται σταθερά και επαναλαµβανόµενα από πάνω προς τα κάτω οι κεντρικές επεξεργασίες και άξονες της ιδεολογικής πάλης µε τα αστικά και οπορτουνιστικά ρεύµατα. Να αφοµοιώνεται ουσιαστικά από τις ΚΟΒ η γενίκευση της πείρας από τη διαπάλη στον ευρύτερο χώρο κάθε Τοµέα και κάθε Περιοχής. Ακόµα, δεν έχει αφοµοιωθεί στην πράξη ως βασικό κριτήριο εκτίµησης της δουλειάς στελεχών και Οργάνων η συµβολή τους στην αναβάθµιση του ιδεολογικού – πολιτικού περιεχοµένου της δουλειάς, ενώ η οργάνωση – εκτίµηση καθηκόντων εξετάζεται συνήθως αποσπασµένα απ’ τον παραπάνω στόχο.
2. Αξιοποιούµε και διευρύνουµε ό,τι σηµαντικό πετύχαµε στην περίοδο από το 21ο στο 22ο Συνέδριο
α. Την επιβεβαίωση των προβλέψεων, εκτιµήσεων και θέσεων του Κόµµατος για µεγάλα ζητήµατα, όπως η εξέλιξη του ιµπεριαλιστικού πολέµου και της καπιταλιστικής οικονοµίας στην ΕΕ και στη χώρα µας, ο χαρακτήρας της στροφής στην πολεµική οικονοµία, σε αναδιαρθρώσεις του αστικού κράτους. Η συγκεκριµένη ικανότητα του Κόµµατος στηρίχτηκε στην υλοποίηση σηµαντικού µέρους των µελετητικών καθηκόντων που έθεσε το 21ο Συνέδριο, όπως τη µελέτη της υλοποίησης των στρατηγικών κατευθύνσεων της ΕΕ και την αναµόρφωση του αστικού πολιτικού συστήµατος και του επιτελικού – ψηφιακού κράτους στην Ελλάδα, στην περαιτέρω διερεύνηση της σοσιαλιστικής οικοδόµησης στον 20ό αιώνα, στην πάλη µε τον οπορτουνισµό σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.
β. Την άνοδο της πολιτικής επιρροής του Κόµµατος, που αποτυπώθηκε σε έναν βαθµό στις πολιτικές µάχες της περιόδου που εξετάζουµε. Τα θετικά βήµατα στην οργάνωση και ανάπτυξη αγώνων, στην ωρίµανση αρκετών στελεχών και Οργάνων, στη διαµόρφωση ενός στελεχικού δυναµικού που κατανοεί καλύτερα από πριν την ανάγκη αναβάθµισης της καθοδηγητικής δουλειάς, στήριξης της ικανότητας διαφώτισης και εκλαΐκευσης.
γ. Τη θετική επίδραση των µαθηµάτων που έγιναν στις ΚΟΒ µε βάση τον σχεδιασµό τους, ώστε να συµβαδίζουν, στον βαθµό του δυνατού, µε την τρέχουσα κοµµατική παρέµβαση και δράση, να υπάρχει επαναληπτικότητα στη διδασκαλία βασικών εννοιών και θεµάτων, να βελτιώνεται η ικανότητα στρατηγικής αντιπαράθεσης και εξειδίκευσης της διαπάλης. Φυσικά, υπάρχει διαβάθµιση ανάλογα µε την προετοιµασία που έγινε σε κάθε ΚΟΒ.
δ. Τη στήριξη, παρά τις καθυστερήσεις, της ΚΝΕ στη διαπάλη µε το ρεύµα του ατοµικού αυτοπροσδιορισµού και δικαιωµατισµού, της µεταµοντέρνας άρνησης της αντικειµενικής πραγµατικότητας, των πολλαπλών ταυτοτήτων κ.λπ.
ε. Τα βήµατα που έγιναν στη στήριξη των δασκάλων και στην αναβάθµιση της διδασκαλίας και του περιεχοµένου των µαθηµάτων στο σύστηµα εσωκοµµατικής µόρφωσης καθώς και στην επέκταση των σχολών οπαδών.
στ. Τη διεύρυνση και αναβάθµιση της θεµατολογίας της ΚΟΜΕΠ και των εκδόσεων, µε την αξιοποίηση αρκετών επετειακών και θεµατικών αφιερωµάτων, καθώς και τις σχετικές εκδηλώσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, εκθέσεις κ.λπ.
Άµεσα να κάνουµε ένα αποφασιστικό βήµα στον ολοκληρωµένο σχεδιασµό και ένταξη της ιδεολογικής – µορφωτικής δουλειάς συνολικά στην καθοδηγητική δουλειά, στην πιο ουσιαστική εναρµόνισή της µε το Πρόγραµµά µας. Με άλλα λόγια, να µην αποσπάται η πρακτική καθηµερινή καθοδηγητική δουλειά από τη στρατηγική στο όνοµα υπαρκτών αντικειµενικών δυσκολιών και παραγόντων, αλλά να εστιάζει στο βάθεµα των ιδεολογικοπολιτικών δεσµών µε τον περίγυρό µας, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη, στο χτίσιµο ερεισµάτων προοπτικής, ώστε να επεκτείνεται και να ενισχύεται αυτός ο προσανατολισµός.
Κριτήριο για τη συνεχή, σταθερή ένταξη της ιδεολογικής, κοµµουνιστικής µορφωτικής δουλειάς στο πρόγραµµα της καθηµερινής κοµµατικής λειτουργίας και δράσης των καθοδηγητικών οργάνων και των Οργανώσεων θα είναι η διαπίστωση διαµόρφωσης διαλεκτικής – υλιστικής µεθόδου ανάλυσης και αντιµετώπισης προβληµάτων από τα στελέχη και τα Όργανα. Θα αποτυπωθεί στην πιο εύστοχη ιεράρχηση των καθηκόντων, του καταµερισµού στην αντιµετώπιση της αποσπασµατικότητας και στη διάταξη των δυνάµεων, µε βάση τις εκάστοτε απαιτήσεις του αγώνα. Επίσης, στην ταχύτερη και στοχευµένη ανάπτυξη των κοµµατικών δυνάµεων, στον µεγαλύτερο βαθµό προετοιµασίας ΚΝίτικων δυνάµεων για ένταξη στο Κόµµα.
Κριτήριο είναι και η αναβάθµιση και γενίκευση της ικανότητας στην παρακολούθηση των εξελίξεων, στην επεξεργασία της γραµµής και του πλαισίου πάλης για την προώθηση της στρατηγικής µας σε κάθε εργασιακό χώρο, κλάδο, κίνηµα, σε κάθε φάση του αγώνα, στην εύστοχη εξειδικευµένη ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση, αυτοτελώς και µέσα στο κίνηµα, µε τις άλλες δυνάµεις για τον προσανατολισµό του. Η ιδεολογική – πολιτική γνώση και αφοµοίωση των θέσεων είναι σηµαντική προϋπόθεση για τη συµβολή κάθε κοµµατικού µέλους στην επεξεργασία και την υλοποίηση των αποφάσεων.
Τα µέτρα για την υλοποίηση του ολοκληρωµένου µακρόπνοου σχεδιασµού να υπηρετούν την οργανική ένταξη στην καθοδηγητική δουλειά, να ανατρέψουµε την τάση να αδυνατίζει όσο πάµε «προς τα κάτω» η ουσιαστική αξιοποίηση των ιδεολογικών θέσεων και επεξεργασιών µας.
Συγκεκριµένα επικεντρώνουµε:
α) Στην ένταση της ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς για τη βαθύτερη κατανόηση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόµµατος.
Αφορά την κατανόηση της σηµασίας της καθηµερινής παρέµβασης µε βάση τη στρατηγική µας καθώς και της εφαρµογής των αρχών λειτουργίας του Κόµµατος.
β) Στη διάχυση του ιδεολογικού προγράµµατος στο σύνολο του προγράµµατος δράσης µε ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων.
Με ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων, το πρόγραµµα αφοµοίωσης θέσεων, συµπερασµάτων και επεξεργασιών να συνδυάζεται πιο σταθερά µε την άµεση πολιτική και κινηµατική δράση των δυνάµεών µας, έτσι ώστε να γενικευτεί και να σταθεροποιηθεί η προσπάθεια ουσιαστικής σύνδεσης της ιδεολογικής µορφωτικής δουλειάς µε το περιεχόµενο της καθηµερινής δράσης, το πρόγραµµα ιδεολογικής δουλειάς να πάψει να λειτουργεί ως «παράλληλο πρόγραµµα».
Η επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει την αναβάθµιση της συµβολής των καθοδηγητικών οργάνων στη διαµόρφωση, υλοποίηση και τον έλεγχο ενός ολοκληρωµένου σχεδίου ιδεολογικής, µορφωτικής δουλειάς, προετοιµασίας και παρέµβασης των δυνάµεών µας στον χώρο ευθύνης τους.
Ενός σχεδίου που θα περιλαµβάνει και θα εντάσσει συνδυασµένα στο πρόγραµµα της καθηµερινής κοµµατικής δράσης το σύνολο των πλευρών της ιδεολογικής, κοµµουνιστικής µορφωτικής δουλειάς, δηλαδή το σύστηµα εσωκοµµατικής µόρφωσης, την αξιοποίηση και διάδοση της ΚΟΜΕΠ, του «Ριζοσπάστη», των εκδόσεων της «Σύγχρονης Εποχής», την προσπάθεια εξειδίκευσης της διαπάλης.
Ενός σχεδίου που θα ελέγχεται σταθερά και απαιτητικά σχετικά µε την πρόοδο στην υλοποίησή του, µε τη συνδυασµένη αξιοποίηση του συνόλου των σχετικών δεικτών (π.χ. πορεία διακίνησης και συνδροµητών «Ριζοσπάστη» και ΚΟΜΕΠ), ώστε να λαµβάνονται έγκαιρα πρόσθετα και διορθωτικά καθοδηγητικά µέτρα.
3. Ο «Ριζοσπάστης» πρώτο καθήκον του κάθε κοµµατικού µέλους
Να υλοποιηθούν µέτρα για την αποκατάσταση της σχέσης των στελεχών και µελών του ΚΚΕ µε τον «Ριζοσπάστη» ως βασικός όρος για την αντιµετώπιση µιας σειράς καθοδηγητικών προβληµάτων. Το κύριο ζήτηµα είναι να κατακτηθεί ενιαία αντίληψη για τον πυρήνα του προβλήµατος, την αποκατάσταση, δηλαδή, της καθηµερινής σχέσης των στελεχών και των µελών του ΚΚΕ µε την εφηµερίδα, η αξιοποίησή της στη µαζική και ιδεολογικοπολιτική δράση. Το ζήτηµα αυτό πρέπει να µπει στο επίκεντρο των συζητήσεων των Οργάνων, των συνεργασιών µε τα µέλη των καθοδηγητικών οργάνων, των συζητήσεων των Γραµµατέων των ΚΟΒ µε τα µέλη του Γραφείου και τα µέλη των ΚΟΒ. Να επιµείνουµε στους στόχους που µπαίνουν από τις Κοµµατικές Οργανώσεις. ιδιαίτερα σε ορισµένους στόχους που αφορούν την εγγραφή συνδροµητών (όπου υπάρχει συνδροµητικό δίκτυο) όλων των στελεχών του Κόµµατος από ΕΠ µέχρι ΤΕ και αντίστοιχα στελεχών της ΚΝΕ καθώς και τη σχεδιασµένη προµήθεια του φύλλου του καθηµερινού «Ριζοσπάστη» όπου δεν υπάρχει συνδροµητικό δίκτυο. Το ζήτηµα της προµήθειας και της αξιοποίησης του «Ριζοσπάστη» να αποτελέσει βασικό κριτήριο ανάδειξης στελεχών, στοιχείο της κριτικής και αυτοκριτικής.
4. Συστηµατική διάδοση και αξιοποίηση της ΚΟΜΕΠ και των εκδόσεων της «Σύγχρονης Εποχής» ως στοιχείο της καθοδηγητικής δουλειάς
Είναι ζήτηµα καθοδήγησης η µελέτη και η αξιοποίηση άρθρων της ΚΟΜΕΠ και εκδόσεων των κοµµατικών επεξεργασιών, ώστε να συνοδεύει σταθερά και συστηµατικά όλες τις πλευρές της εσωκοµµατικής ζωής (π.χ. θεµατική συζήτηση στα όργανα και στις ΚΟΒ, προετοιµασία εισηγήσεων και µαθηµάτων, επεξεργασία της διαπάλης αυτοτελώς και µέσα στο κίνηµα), αλλά και της κοµµατικής παρέµβασης στον χώρο ευθύνης (π.χ. εκδηλώσεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, εκθέσεις).
Έχουµε διαµορφώσει πλέον τις προϋποθέσεις, ώστε µέσα από την κοµµατική λειτουργία και δράση να δώσουµε ώθηση στην ανάπτυξη ενός µορφωτικού ρεύµατος στις γραµµές µας που θα αφορά ευρύτερα το πολιτικό και λογοτεχνικό βιβλίο, τη θεατρική παράσταση, γενικότερα την πολιτιστική δηµιουργία, µε αντανάκλαση στη βελτίωση της ποιότητας ζωής µελών και στελεχών µε κοµµουνιστικά κριτήρια.
Να κατακτηθεί ως καθηµερινή ρουτίνα η διασφάλιση χρόνου για τη µελέτη του «Ριζοσπάστη», της ΚΟΜΕΠ, των επεξεργασιών. Να κατανοηθεί ουσιαστικά ότι η προσπάθεια αυτοµόρφωσης δεν µπορεί να περιορίζεται στον εξοπλισµό για την τρέχουσα παρέµβαση, αλλά πρέπει να στοχεύει στη διασφάλιση στέρεου ιδεολογικοπολιτικού υπόβαθρου, που εξασφαλίζει ενότητα σκέψης και δράσης για την αποτελεσµατική προώθηση της επαναστατικής πολιτικής.
5. Ουσιαστική βελτίωση της συγκρότησης, λειτουργίας και αξιοποίησης των Ιδεολογικών και άλλων Επιτροπών και της εξειδίκευσης της διαπάλης
Η διασφάλιση της έγκαιρης συγκρότησης και ουσιαστικής λειτουργίας των Ιδεολογικών Επιτροπών, όπως και κάθε άλλης αναγκαίας Βοηθητικής Επιτροπής, αποτελεί ευθύνη των Οργάνων. Αυτό σηµαίνει ότι τα Όργανα µεριµνούν σταθερά για τη στελέχωση, την αξιολόγηση, τη στήριξη, την ανάθεση καθηκόντων και την ουσιαστική αξιοποίηση των επεξεργασιών και των εκθέσεων των Ιδεολογικών Επιτροπών. Διασφαλίζουν την αναγκαία ανατροφοδότηση και αλληλεπίδραση µεταξύ Οργάνου και Ιδεολογικής Επιτροπής για την αναβάθµιση της καθοδηγητικής δουλειάς.
Η παραδοχή ότι η Ιδεολογική Επιτροπή αποτελεί σηµαντική υποδοµή για την υλοποίηση του ολοκληρωµένου σχεδιασµού ιδεολογικοπολιτικής δουλειάς του Οργάνου πρέπει να µεταφράζεται στην πράξη µε την εξασφάλιση της αναγκαίας στελέχωσης για να φέρει σε πέρας την αποστολή της. Να λειτουργήσει µε ουσιαστικό καταµερισµό και να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της.
Αυτό σηµαίνει συγκρότηση της Ιδεολογικής Επιτροπής µε στελέχη χωρίς πολυχρέωση ή τουλάχιστον µε χρεώσεις που είναι σε µεγάλο βαθµό συµπληρωµατικές.
Σηµαίνει, επίσης, τη συγκρότηση και αυτοτελή λειτουργία Οµάδων Οικονοµίας και Ιστορίας, τουλάχιστον σε επίπεδο Επιτροπών Περιοχής. Η λειτουργία των Οµάδων Οικονοµίας είναι αναγκαία για να διαχωριστούν στην πράξη και να υλοποιηθούν διαφορετικά καθήκοντα που αφορούν την εξειδίκευση της παρέµβασής µας και της διαπάλης, τα οποία έχουν σχετική αυτοτέλεια. Σ’ αυτήν την κατεύθυνση θα βοηθήσει και η σταθερή καθοδηγητική χρέωση σε επίπεδο ΕΠ της δουλειάς στον χώρο των επιστηµόνων (µηχανικών, οικονοµολόγων, δικηγόρων κ.λπ.), ώστε εκτός των άλλων να διασφαλίζεται κι ένα δίκτυο συνεργατών για τη µελέτη εξελίξεων σε κάθε χώρο ευθύνης.
Η Οµάδα Οικονοµίας πρέπει να εστιάζει στην ανάλυση θεµάτων και φαινοµένων που αφορούν την οικονοµική λειτουργία του συστήµατος, τις αλλαγές στην κοινωνική – ταξική διάρθρωση ανά δήµο, πόλη, περιοχή µε επιπτώσεις στα κινήµατα. Επίσης την οικονοµική – κοινωνική πολιτική, την επεξεργασία γραµµής παρέµβασης και πλαισίου στόχων πάλης, π.χ., επεξεργασία ενός σχεδίου ανάπλασης και αλλαγής χρήσης γης µιας περιοχής.
Αντίστοιχα, οι Οµάδες Ιστορίας, σε συνεργασία µε το Τµήµα Ιστορίας της ΚΕ, να παρακολουθούν και να επεξεργάζονται όχι µόνο την τοπική Ιστορία του εργατικού κινήµατος και του Κόµµατος, αλλά και τη διδασκαλία της Ιστορίας σε όλα τα επίπεδα Εκπαίδευσης, την ιδεολογική – πολιτική αστική και οπορτουνιστική παρέµβαση µε αφορµή ιστορικά γεγονότα.
6. Για την αναβάθµιση του συστήµατος εσωκοµµατικής µόρφωσης και των σχολών οπαδών
Στηριγµένοι στη θετική πείρα του κύκλου µαθηµάτων στις ΚΟΒ την περασµένη τετραετία, µπορούµε πλέον να θέσουµε ως µεσοπρόθεσµο στόχο τη διαµόρφωση νέας εκπαιδευτικής βαθµίδας βασικών γνώσεων για όλα τα µέλη των ΚΟΒ. Η βαθµίδα αυτή θα είναι διακριτή από τις σχολές δόκιµων και νέων µελών και από τις ενδιάµεσες. Θα συµµετέχουν υποχρεωτικά και τµηµατικά όλα τα µέλη των ΚΟΒ, ανά τακτά χρονικά διαστήµατα. Να ξεκινήσει πιλοτικά σε ΑΕΙ και Κλαδικές Οργανώσεις Εκπαιδευτικών, Υγείας.
Μεταβατικά για τα επόµενα δύο χρόνια, µέχρι τη διαµόρφωση των προϋποθέσεων για τη νέα βαθµίδα, θέτουµε τον στόχο να αυξηθεί η συχνότητα των µαθηµάτων στις ΚΟΒ (ένα κάθε τετράµηνο), αξιοποιώντας τα θετικά στοιχεία του σχεδιασµού των τελευταίων χρόνων, δηλαδή τη διασφάλιση της επαναληπτικότητας βασικών εννοιών και θεµάτων, τη µέριµνα να συµβαδίζουν, στον βαθµό του δυνατού µε την τρέχουσα κοµµατική παρέµβαση και διαπάλη, τη συµβολή των ΤΕ στην εξειδίκευση του περιεχοµένου στον χώρο ευθύνης τους, στη στήριξη των δασκάλων µε αχτίφ και βοηθητικό υλικό.
Βασικές πλευρές της ευθύνης των Οργάνων για τη µέγιστη δυνατή απόδοση των µαθηµάτων:
• Η αφοµοίωση των βασικών ζητηµάτων κάθε µαθήµατος πρώτα από τις ΤΕ και η συµβολή τους στην εξειδίκευση της σχετικής παρουσίασης.
Η σταθεροποίηση της εκτίµησης των µαθηµάτων από τα ΤΓ που θα καταλήγει σε καθοδηγητικά µέτρα για την κάλυψη κενών, την αντιµετώπιση συγχύσεων και λαθεµένων απόψεων, τη διερεύνηση των αιτιών όταν επανέρχονται ερωτήµατα που αναδεικνύουν πρόβληµα διαρκείας στην αφοµοίωση βασικών θέσεων ή αντανακλούν καθυστέρηση στις κεντρικές µας επεξεργασίες.
• Η συµβολή στην κατάλληλη προετοιµασία των µαθηµάτων (διασφάλιση συµµετοχής, συλλογή ερωτηµάτων, τήρηση χρονοδιαγράµµατος κ.λπ.) και στην κατάλληλη διάταξη και προετοιµασία δασκάλων, µε στόχο περισσότεροι σύντροφοι µέλη των ΕΠ και των ΤΓ να εµπλέκονται σταδιακά µε τα καθήκοντα της διδασκαλίας και της ευρύτερης στήριξης των µαθηµάτων.
7. Για την ιδεολογική στήριξη της ΚΝΕ και την ιδεολογική δουλειά στη νεολαία
Αποτελεί προτεραιότητα να συνειδητοποιηθεί σε όλη την κλίµακα των κοµµατικών οργάνων η ευθύνη τους για να στηριχτεί η ιδεολογική, πολιτική και µορφωτική δουλειά στις γραµµές της ΚΝΕ, που αποτελεί τον βασικό αιµοδότη του Κόµµατος.
Η ανάληψη αυτής της ευθύνης ουσιαστικά -και όχι τυπικά, διακηρυκτικά- αποτελεί αναγκαίο όρο για τη διασφάλιση της επαναστατικής συνέχειας του Κόµµατος στο µέλλον. Προϋποθέτει τον ανυποχώρητο αγώνα απέναντι στις αντιλήψεις και κυρίως τις πρακτικές που οδηγούν στο «διαζύγιο» µε την προσπάθεια κατάκτησης της γνώσης, απέναντι στις αντιλήψεις που υποβαθµίζουν τη σηµασία της ουσιαστικής µόρφωσης ή την περιορίζουν στην απόκτηση της τρέχουσας αποσπασµατικής πληροφορίας και ενηµέρωσης. Απαιτεί ανυποχώρητο αγώνα για τη βαθύτερη κατανόηση ότι η ατοµική χρήση των ΜΚΔ αφήνει ανοικτό ένα σηµαντικό δρόµο για οργάνωση της σκέψης στη βάση της κατεύθυνσης του ταξικού αντιπάλου, ενισχύοντας τον µηχανισµό χειραγώγησης.
Το γενικότερο παραπάνω καθήκον µεταφράζεται στην πράξη στη διαµόρφωση και επιµονή στην υλοποίηση ενιαίου σχεδίου των Οργάνων του Κόµµατος και της ΚΝΕ, που αγκαλιάζει όλες τις επιµέρους πλευρές που ήδη αναπτύχθηκαν (π.χ. αξιοποίηση και διακίνηση βιβλίου, ΚΟΜΕΠ, λειτουργία Ιδεολογικών Επιτροπών) και εξειδικεύεται στις βαθµίδες Εκπαίδευσης, Μαθητείας, στους χώρους της εργαζόµενης νεολαίας, επιστηµονικής έρευνας, Πολιτισµού, Αθλητισµού.
Βασικός άξονας διαµόρφωσης και ελέγχου του περιεχοµένου του ενιαίου σχεδίου είναι επίσης η ουσιαστική βελτίωση της αφοµοίωσης και της ικανότητας προβολής του Προγράµµατος του Κόµµατος, των βασικών σύγχρονων επεξεργασιών µας, των ιστορικών συµπερασµάτων, της γενικότερης αντίληψής µας για τον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό (των νοµοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης και της οικοδόµησης του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού).
8. Κωδικοποιούµε ορισµένα βασικά µέτωπα του ιδεολογικού αγώνα για τα οποία πρέπει να ανέβει η σχετική ικανότητα παρέµβασης των ΚΟΒ συλλογικά και ατοµικά των µελών του Κόµµατος
Σ’ αυτό το συγκεκριµένο πεδίο θα δοκιµαστεί στην πράξη η καθοδηγητική αξιοποίηση όλων των µορφών εξοπλισµού, µε αφετηρία τον «Ριζοσπάστη», ΚΟΜΕΠ, βιβλίο κ.λπ. Εντείνουµε την προσπάθεια για:
• Βαθύτερη κατανόηση και αποκάλυψη της εκµεταλλευτικής σχέσης, των σύγχρονων µορφών που παίρνει η καπιταλιστική εκµετάλλευση εξαιτίας και της εφαρµογής νέων τεχνολογιών, της αξιοποίησης της Τεχνητής Νοηµοσύνης αλλά και αλλαγών στις µεθόδους οργάνωσης της εργασίας. Το ζήτηµα αυτό συνδέεται άµεσα µε την ικανότητα διεξαγωγής συνδυασµένα του οικονοµικού και πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης, της αποκάλυψης ότι πίσω από κάθε κυβερνητικό αντεργατικό µέτρο, από κάθε κατεύθυνση της ΕΕ, πίσω από κάθε απόφαση του κεφαλαίου -της εργοδοσίας- βρίσκεται ο στόχος υπεράσπισης και έντασης της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, οι ίδιες οι νοµοτέλειες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
• Αφοµοίωση της αντίληψής µας και ανάδειξη της πορείας της καπιταλιστικής οικονοµίας. Την ερµηνεία οικονοµικών αλλαγών αλλά και πολιτικών διαχείρισης µε κριτήριο τον κύκλο της οικονοµικής κρίσης στον καπιταλισµό, την εναλλαγή φάσεων ύφεσης και ανάκαµψης. Τη διαχείριση σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών δυνάµεων σε κάθε φάση. Σε αυτήν τη βάση να ανέβει η ικανότητα για διεξαγωγή διαπάλης µε τις στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου, της ΕΕ, των κυβερνήσεων για την προώθηση των επιχειρηµατικών σχεδίων, των επενδυτικών προγραµµάτων των προτεραιοτήτων και των εναλλαγών τους («πράσινη ανάπτυξη», ενεργειακό µείγµα, υποδοµές, αξιοποίηση υδρογονανθράκων, ψηφιακή οικονοµία, πολεµική οικονοµία κ.λπ.) και τον σταθερό στρατηγικό στόχο η Ελλάδα να αποτελέσει ενεργειακό και µεταφορικό κόµβο.
• Αποκάλυψη της ταξικής φύσης του αστικού κράτους ως κράτους του κεφαλαίου, των επιχειρηµατικών οµίλων, που λειτουργεί στο σύνολό του σε κάθε κρίκο του µε κριτήριο τα ταξικά συµφέροντά τους και γι’ αυτόν τον λόγο παίρνει αντεργατικά µέτρα, ενισχύει τις κατασταλτικές λειτουργίες του, έχει ταξικές προτεραιότητες, υπερασπίζεται και θωρακίζει µέσω όλων των θεσµών του την καπιταλιστική εκµετάλλευση και την αδικία σε βάρος της εργατικής – λαϊκής πλειοψηφίας. Η πείρα και δυσαρέσκεια, που συσσωρεύονται από τον αντιλαϊκό ρόλο του κράτους, την εχθρική στάση του απέναντι στις εργατικές – λαϊκές ανάγκες όλα τα προηγούµενα χρόνια µπορεί και πρέπει να αξιοποιηθούν για να δυναµώσει η συνολική αµφισβήτησή του και έτσι να ανοίγει και η συζήτηση για το ποιο κράτος σε ποια κοινωνία έχουν ανάγκη η εργατική τάξη και οι λαϊκές δυνάµεις, ποια πρέπει να είναι η δικιά τους εξουσία.
• Αποκάλυψη του χαρακτήρα του ιµπεριαλιστικού πολέµου ως πολέµου για το µοίρασµα αγορών, εδαφών και σφαιρών επιρροής, ως εµπόλεµης συνέχειας του «ειρηνικού» καπιταλιστικού ανταγωνισµού ανάµεσα σε µονοπώλια, καπιταλιστικά κράτη, ιµπεριαλιστικές συµµαχίες. Σε αυτήν τη βάση να αντιµετωπίζονται η προπαγάνδα και τα προσχήµατα των αστικών τάξεων, των αντιµαχόµενων ιµπεριαλιστικών στρατοπέδων, να αναπτύσσεται η ικανότητα διεξαγωγής της διαπάλης µε διαφορετικές εκδοχές της αστικής και οπορτουνιστικής θέσης για τον πόλεµο (φιλοπόλεµες θέσεις, ταύτιση µε το ένα ή το άλλο ιµπεριαλιστικό στρατόπεδο, εθνικισµός, πασιφισµός κ.λπ.) και µέσα στο εργατικό – λαϊκό κίνηµα. Την πλήρη αντίθεση των συµφερόντων της αστικής και της εργατικής τάξης στις συνθήκες του πολέµου, την απόρριψη των αφηγηµάτων περί «εθνικής ενότητας» και «κοινωνικής ειρήνης». Την ανάδειξη του πολέµου ως στιγµή που εκδηλώνονται οι αντιφάσεις του συστήµατος και οι δυνατότητες των εργατικών – λαϊκών µαζών να παρέµβουν, να έχουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια όπως έχει αποδείξει και η Ιστορία. Από αυτήν την άποψη µπορεί καλύτερα να αναδεικνύεται η σχέση του πολέµου µε το ίδιο το καπιταλιστικό σύστηµα και κατά συνέπεια η σύνδεση της διεξόδου από αυτόν µε την αναγκαιότητα της ανατροπής του συστήµατος και του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού.
• Καλύτερη κατανόηση της αντίληψής µας για τη σοσιαλιστική οικοδόµηση κατά τον 20ό αιώνα και την ανάδειξη του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού ως της µόνης ρεαλιστικής και ώριµης διεξόδου που προκύπτει από την ανωτερότητά του ως κοινωνικοοικονοµικού συστήµατος και αποτελεί πραγµατική και ουσιαστική διέξοδο για όσα βασανίζουν την εργατική τάξη και τις άλλες λαϊκές δυνάµεις στο σήµερα. Αυτό προϋποθέτει την ικανότητα αφοµοίωσης των νοµοτελειών του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού, του ρόλου της εργατικής εξουσίας, του ΚΚ, της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του επιστηµονικού κεντρικού σχεδιασµού, του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής κοινωνίας ως ανώριµου κοµµουνισµού. Σε αυτήν τη βάση αναπτύσσουµε την ικανότητα να υπερασπιζόµαστε το πρώτο ιστορικό εγχείρηµα της σοσιαλιστικής οικοδόµησης στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες στον 20ό αιώνα χωρίς όµως να εξωραΐζουµε, να ωραιοποιούµε, αντίθετα αναδεικνύοντας τις αιτίες που οδήγησαν στην αντεπανάσταση και την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήµατος και έτσι να αντιµετωπίζουµε την αστική και οπορτουνιστική διαστρέβλωση και τον αντικοµµουνισµό. Από αυτήν την άποψη µπορούµε καλύτερα να αναδεικνύουµε σήµερα το πόσο ώριµο είναι µια κοινωνία και οικονοµία που λειτουργούν µε κριτήριο τις εργατικές – λαϊκές ανάγκες και όχι τα καπιταλιστικά κέρδη. Από αυτήν τη σκοπιά να φωτίζονται στο σήµερα και να προβάλλονται οι θέσεις µας για µια σειρά από κρίσιµα ζητήµατα όπως η Υγεία, η Παιδεία κ.λπ.
• Αυτοτελή ζύµωση και ανάδειξη του «δρόµου της ανατροπής», την προβολή δηλαδή της επαναστατικής προοπτικής, την αναγκαιότητα ανατροπής της αστικής εξουσίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ως προϋπόθεσης, για να µπορέσει να φύγει από τη µέση η διαδικασία παραγωγής καπιταλιστικού κέρδους, να ανοίξει ο δρόµος για µια ανώτερη οικονοµική κοινωνική οργάνωση, για να µπορέσει να δοθεί διέξοδος για τις εργατικές – λαϊκές δυνάµεις από τα αδιέξοδα του συστήµατος. Αφορά την ικανότητα αντιπαράθεσής µας µε τις αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για «λύσεις υπέρ του λαού», που µπορούν να έρθουν µέσα από αλλαγές των κοινοβουλευτικών συσχετισµών, για τον ρόλο του αστικού κράτους, για δήθεν φιλολαϊκές κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισµού µέσα από µια πιο «δίκαιη διαχείριση». Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αναδεικνύεται ότι σήµερα διαµορφώνονται αυτές οι προϋποθέσεις για την ανατροπή που θα είναι έργο της µαζικής οργανωµένης εργατικής – λαϊκής δράσης µε τον πρωτοπόρο ρόλο του ΚΚ. Από αυτήν την άποψη είναι αναγκαίο να φωτίζεται από σήµερα η προοπτική που πρέπει να έχει ο εργατικός – λαϊκός αγώνας, η αναγκαιότητα ενίσχυσης του αντικαπιταλιστικού αντιµονοπωλιακού προσανατολισµού της πάλης, της συνένωσης των επιµέρους µετώπων πάλης σε ένα ενιαίο πανελλαδικό κίνηµα διεκδίκησης και αντεπίθεσης, των βηµάτων στη συγκρότηση της κοινωνικής συµµαχίας ανάµεσα σε εργατική τάξη, αγρότες, αυτοαπασχολούµενους, µε λίγα λόγια απαιτείται συσπείρωση ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάµεων µε το Πρόγραµµα του ΚΚΕ, καθήκον που προϋποθέτει:
– Την εύστοχη εξειδικευµένη ιδεολογική – πολιτική αντιπαράθεση µέσα στο κίνηµα µε τις άλλες δυνάµεις για την κατεύθυνσή του, τον προσανατολισµό του, τους στόχους πάλης που υιοθετεί.
– Την µελέτη σε σταθερή βάση των αγωνιστικών διεργασιών, τη σωστή εκτίµηση διαθέσεων, την εξαγωγή νέας πείρας και γνώσης, τη συλλογική αφοµοίωσή τους σε όλα τα επίπεδα.
– Την αντιµετώπιση αντιδραστικών θεωριών του µεταµοντερνισµού που αποτελεί σηµαντικό κοµµάτι του ιδεολογικού – πολιτικού µετώπου. Πρόκειται για τις ανορθολογικές, ιδεαλιστικές απόψεις του αυτοπροσδιορισµού και του «ατοµικού δικαιωµατισµού», που οδηγούν στις θέσεις για άρνηση του βιολογικού φύλου, αποδοχή µόνο του «κοινωνικού φύλου», τη «ρευστότητα της ταυτότητας φύλου», θέσεις που επηρεάζουν λαϊκές δυνάµεις ιδιαίτερα νεότερων ηλικιών. Οι απόψεις αυτές δεν έχουν καµιά σχέση µε την αγωνιστική συλλογική υπεράσπιση όλων των ατοµικών και κοινωνικών ελευθεριών και κατακτήσεων για την εργατική τάξη, τις λαϊκές δυνάµεις, τη νεολαία και τις γυναίκες εργατικής ή λαϊκής ένταξης και καταγωγής. Η ανάδειξη της κοινωνικής – ταξικής διάστασης των παραπάνω ζητηµάτων απαιτεί µελέτη των επιστηµονικών κατακτήσεων στη Βιολογία, στις νευροεπιστήµες, στην Ανθρωπολογία, µαρξιστική κριτική και δηµιουργική αξιοποίηση των πορισµάτων των κοινωνικών επιστηµών κ.λπ, στη διαχείρισή τους από την αστική εξουσία, αλλά και στον αντίποδα, στην ανάπτυξη του µαρξιστικού φιλοσοφικού υπόβαθρου, στον εµπλουτισµό των θέσεών µας από τη σκοπιά της σοσιαλιστικής οικονοµίας και εργατικής εξουσίας.
– Τη διεθνιστική στάση του Κόµµατος, που αφορά σε ζητήµατα αλληλεγγύης, ιµπεριαλιστικού πολέµου, αλλά και γνώσης ζητηµάτων που αφορούν τα εργατικά – λαϊκά κινήµατα σε άλλες χώρες του καπιταλισµού, την αξιοποίηση της διεθνούς πείρας, τι συµβαίνει στην ΕΕ και σε άλλες ηπείρους, ώστε και σε αυτήν τη βάση να κατανοείται η στρατηγική του σύγχρονου καπιταλισµού και η σηµασία της διεθνιστικής δράσης των µαζικών κινηµάτων, των ΚΚ κ.λπ.
ΣΤ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΔΟ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΚΝΕ
Η ΚΝΕ συνέβαλε στη συνολική δράση του Κόµµατος, στην ανανέωση των γραµµών του µε νέα µέλη. Στο 13ο Συνέδριό της επεξεργάστηκε παραπέρα την παρέµβασή της στους νέους των εργατικών – λαϊκών οικογενειών, την ενίσχυση της ικανότητας να ανταποκριθεί σε όλες τις συνθήκες στους επαναστατικούς µας σκοπούς, στο πλευρό του Κόµµατος. Η ΚΝΕ έκανε σηµαντική προσπάθεια να ανανεώσει τις γραµµές της σε όλους τους χώρους, αναδείχθηκαν νέα στελέχη, τροφοδότησε µε νέα µέλη και στελέχη τις γραµµές του Κόµµατος. Αυτό είναι φυσιολογικό και θετικό, αρκεί να γίνεται σχεδιασµένα και εξασφαλίζοντας να µη δηµιουργούνται κενά στα όργανα της ΚΝΕ.
Πρωταρχικό ζήτηµα είναι συνολικά η βοήθεια για την επαναστατική διαπαιδαγώγηση των µελών και στελεχών της ΚΝΕ, η ανάδειξη της νέας γενιάς κοµµουνιστών στελεχών σε όλους τους τοµείς. Εκτιµάµε ότι παραµένει ως δικό µας πρόβληµα, των καθοδηγητικών οργάνων του Κόµµατος να αναλάβουµε την ευθύνη µας στην πράξη να αντιµετωπιστούν σε µια σειρά από περιοχές οι αργοί ρυθµοί στρατολογίας και οι δυσκολίες στην αφοµοίωση ενός αριθµού νέων µελών της ΚΝΕ. Αφορά ιδιαίτερα στους µαθητές, όπου εµφανίζεται µια δυσκολία στην ανανέωση και στους φοιτητές όπου υπάρχουν χαµηλοί ρυθµοί στρατολογίας, ζήτηµα κρίσιµο για την ανάπτυξη της ΚΝΕ συνολικά.
Ενώ έχει µεγαλώσει η επιρροή της ΚΝΕ όπως και η ικανότητά της να επικοινωνεί µε πλατύτερες µάζες νέων, να συµβάλλει στην ανάπτυξη και τον προσανατολισµό των αγώνων τους, ταυτόχρονα έχουν ανέβει πολύ ψηλά οι απαιτήσεις στον ιδεολογικό – πολιτικό αγώνα για τον απεγκλωβισµό νεανικών συνειδήσεων από την αστική ιδεολογία και για το κέρδισµα νέων µε τη σοσιαλιστική προοπτική και την οργανωµένη δράση στις σηµερινές συνθήκες.
Η αστική ιδεολογική επίθεση στις νεανικές συνειδήσεις ξεκινά από πολύ νωρίς, από την παιδική ακόµα ηλικία, είναι πιο επεξεργασµένη και πολύµορφη, αφορά όλες τις πλευρές της ζωής των νέων, την ενσωµάτωση των αγώνων τους, την αποδοχή της ευρωατλαντικής προπαγάνδας και των αστικών επιδιώξεων, τη συνολική ενσωµάτωση της νεανικής ανησυχίας και αµφισβήτησης, της δηµιουργικής αναζήτησης του νέου, του καινοτόµου, του ίδιου του µέλλοντός τους, εγκλωβισµένης στα αστικά πρότυπα και καλούπια. Ξεχωρίζει η επίδραση του υποκειµενικού ιδεαλισµού στη νεολαία, του λεγόµενου ατοµικού αυτοπροσδιορισµού και «δικαιωµατισµού». Αξιοποιεί το αστικό εκπαιδευτικό σύστηµα, τις νέες τεχνολογίες που ελέγχονται από µεγάλους µονοπωλιακούς οµίλους και επιδρούν στον τρόπο σκέψης, επικοινωνίας, ενηµέρωσης και κοινωνικοποίησης των νέων, µέσω της προβολής ατοµικών προτύπων και αξιών και της ανάλογης ηθικής τους. Καλλιεργεί την ανοχή και την εξάρτηση από τα ναρκωτικά, τον τζόγο, το διαδίκτυο και ειδικότερα τα ΜΚΔ, τον αλκοολισµό, όλα δηλαδή αυτά τα φαινόµενα που είναι σύµφυτα µε τα αδιέξοδα που γεννά και ενισχύει το σάπιο καπιταλιστικό σύστηµα.
Είναι ευθύνη του Κόµµατος να ενισχυθεί η καθοδηγητική βοήθεια προς την ΚΝΕ, που έχει στο επίκεντρο την αφοµοίωση του Προγράµµατος του Κόµµατος και την κοµµουνιστική διαπαιδαγώγηση των γραµµών της. Ώστε να καλλιεργούνται η συνειδητή στράτευση, η αντοχή και η σταθερότητα στις καµπές της ταξικής πάλης, που εδράζεται στις θεωρητικά αποδεδειγµένες και πρακτικά επιβεβαιωµένες θέσεις µας για την ταξική διαίρεση της κοινωνίας, τον ρόλο της ταξικής πάλης στην κοινωνική εξέλιξη, την επανάσταση, τον σοσιαλισµό και την οικοδόµησή του, τον ρόλο του Κόµµατος ως οργανωµένης πρωτοπορίας της εργατικής τάξης. Με µεθοδικό και συστηµατικό τρόπο να στηρίζονται τα µέλη και στελέχη της ΚΝΕ, ώστε να αναπτύσσουν ταξικό πολιτικό κριτήριο για την κατανόηση της αντικειµενικής πραγµατικότητας, την ερµηνεία των οικονοµικών, επιστηµονικών και τεχνολογικών εξελίξεων, των κοινωνικών σχέσεων που καθορίζονται από τη βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας, την κυριαρχία των εκµεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής.
Αποτελεί προτεραιότητα να συνειδητοποιηθεί η ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων του Κόµµατος, για να δυναµώσει το ιδεολογικό, πολιτικό, µορφωτικό ρεύµα στις γραµµές της ΚΝΕ, µέσα από τη βελτίωση της εσωοργανωτικής λειτουργίας κυρίως των Τοµεακών Οργάνων και των ΟΒ, την ενίσχυση των ιδεολογικών µαθηµάτων και των συστηµάτων εσωκοµµατικής µόρφωσης, την άνοδο στη µελέτη του «Ριζοσπάστη», του «Οδηγητή», της ΚΟΜΕΠ, του πολιτικού βιβλίου, τη βελτίωση του µαρξιστικού ιδεολογικού υπόβαθρου και ευρύτερα του µορφωτικού – πολιτιστικού επιπέδου στην ΚΝΕ.
Κριτήριο επιτυχίας αυτής της δουλειάς είναι η άνοδος της προετοιµασίας µελών της ΚΝΕ για να στρατολογηθούν στο Κόµµα, η βελτίωση της αφοµοίωσης και της ικανότητας προβολής του Προγράµµατος του ΚΚΕ, η απόκτηση µεθοδολογίας στον τρόπο οργάνωσης και παρέµβασης στη νεολαία. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΚΝΕ µπορεί να κατακτά και να καλλιεργεί όλο και περισσότερο τα επαναστατικά της χαρακτηριστικά, την πίστη στην ανωτερότητα του σοσιαλισµού, την εµπιστοσύνη στη δύναµη και τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης, τη µαχητική ανυπότακτη στάση ζωής, την πρωτοπόρα στάση στην κατάκτηση της γνώσης, την αντοχή στις δυσκολίες της πάλης και της ζωής, ιδιαίτερα στις µεταβατικές φάσεις.
Η ανάπτυξη αυτών των χαρακτηριστικών θα συµβάλει ώστε η ΚΝΕ να καταφέρνει -κόντρα στο ρεύµα- να επιδρά και να προσελκύει τη νεολαία στον επαναστατικό αγώνα µε τη δύναµη του προσωπικού παραδείγµατος των µελών της, που κατακτιέται και εµπνέεται από την πρωτοπόρα κοµµουνιστική στάση των στελεχών του Κόµµατος στην καθηµερινή τους δράση και στην καθοδήγηση της ΚΝΕ.
Ταυτόχρονα, απαιτείται να εξετάσουµε ζητήµατα καλύτερης διάταξης µε βάση τις ιεραρχήσεις µας, καλύτερου συντονισµού ΚΚΕ και ΚΝΕ, ανάδειξης και ανάπτυξης κατάλληλων στελεχών για τη δουλειά του Κόµµατος στη νεολαία, εξειδίκευσης της δουλειάς µας στις µικρότερες ηλικίες, προετοιµασίας των ΚΝίτικων δυνάµεων για να εργαστούν σε κρίσιµους χώρους και κλάδους στρατηγικής σηµασίας. Να ενταχθεί ο σχεδιασµός της ΚΝίτικης οικοδόµησης στον αντίστοιχο κοµµατικό σχεδιασµό και έλεγχο για στήριξη.
Με ορίζοντα την επέτειο των 60 χρόνων από την ίδρυση της ΚΝΕ που θα γιορτάσουµε το 2028, να τεθούν στόχοι ορµητικής ανάπτυξης των δυνάµεών της, έντασης της ιδεολογικής δουλειάς και θωράκισης των µελών της, ενώ το Κόµµα να προχωρήσει είτε σε Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τη Νεολαία, είτε σε διοργάνωση Ευρείας Συνόδου της ΚΕ, προκειµένου να εξετάσει τα νέα ζητήµατα που προκύπτουν για την πιο αποτελεσµατική παρέµβασή του µέσα στην ελληνική νεολαία και το κίνηµά της συνολικά και πιο ειδικά την πιο αποτελεσµατική βοήθεια προς την ΚΝΕ.
Για την παρέµβαση του Κόµµατος στις µικρότερες ηλικίες της νεολαίας
Το ΚΚΕ διαχρονικά δίνει προτεραιότητα στη νέα γενιά. Αυτά τα χρόνια, από το προηγούµενο Συνέδριο, ανέπτυξε πληθώρα πρωτοβουλιών σχετικές µε το παιδί. Πρωτοστάτησε στην οργάνωση αγώνων για τη βελτίωση των όρων ζωής. Έγινε προσπάθεια να µελετηθούν φαινόµενα και σύγχρονες συνθήκες (όπως η συγκρότηση οµάδας εργασίας για τη νεανική παραβατικότητα). Συνεχίστηκε µε πιο αποφασιστικούς ρυθµούς η προσπάθεια διαπαιδαγώγησης παιδιών από οικογένειες µελών, φίλων και οπαδών του Κόµµατος. Προσπάθεια διαπαιδαγώγησης που δένεται άρρηκτα µε τη συλλογική δράση και έρχεται σε αντίθεση µε τα κυρίαρχα πρότυπα, καλλιεργώντας τις αξίες της εργατικής τάξης, τον κοµµουνιστικό τρόπο σκέψης, ζωής και δράσης.
Συνεχίστηκε και αναβαθµίστηκε η έκδοση του «κόκκινου Αερόστατου», του διµηνιαίου περιοδικού ποικίλης ύλης για παιδιά Δηµοτικού και Γυµνασίου από τη «Σύγχρονη Εποχή». Παράλληλα, προετοιµάστηκαν κι άλλες εκδόσεις µε έµφαση στις εξελίξεις της περιόδου (κυκλοφόρησαν ξεχωριστά βιβλία σχετικά µε τα 80 χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου και τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή του 1922, όπως και πολυσέλιδα ένθετα αφιερώµατα του περιοδικού για τον πόλεµο στην Ουκρανία και αντίστοιχη ανθολογία διηγηµάτων, την ιµπεριαλιστική επέµβαση στη Γιουγκοσλαβία το 1999, το περιβάλλον, γνωριµία µε τον Μίκη Θεοδωράκη. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στην παραγωγή πρωτότυπου εκπαιδευτικού υλικού και στη δηµιουργία σχεδίων µαθήµατος για διάφορα θέµατα (ιστορικές επετείους, επικαιρότητα, παγκόσµιες µέρες κ.ά). Πρόκειται για έναν όγκο υλικών που ήδη αξιοποιούνται από εκπαιδευτικούς στην τάξη και γονείς στο σπίτι, παρέµβαση που µπορεί να διευρυνθεί σηµαντικά.
Στο διάστηµα που µεσολάβησε από το προηγούµενο Συνέδριο έγινε περισσότερο ξεκάθαρο πως βασικός πυρήνας της παρέµβασής µας στις µικρότερες ηλικίες χρειάζεται να είναι η συγκρότηση και λειτουργία οµάδων – φίλων του «κόκκινου Αερόστατου», στη γειτονιά (ανά δήµο ή πόλη), η στήριξη και καθοδήγηση της σταθερής συστηµατικής συνάντησης συνοµήλικων παιδιών µε έναν ενήλικα οµαδάρχη και βασικό τους περιεχόµενο τα θέµατα και τις δραστηριότητες που προτείνονται από τις σελίδες του περιοδικού. Οι οµάδες αυτές συναντιούνται και ανά περιοχή σε φεστιβάλ, εκδροµές, επισκέψεις και πανελλαδικά στην πολυήµερη Αντιιµπεριαλιστική Κατασκήνωση της ΚΝΕ.
Στην προσπάθεια να καθοδηγηθεί στην πράξη ο στόχος για ύπαρξη και λειτουργία οµάδας φίλων του «κόκκινου Αερόστατου» σε κάθε δήµο/πόλη, φάνηκαν δυνατότητες και απαιτήσεις.
Από τη µία, τα περιθώρια να αγγίξει πολύ περισσότερα παιδιά αυτή η δραστηριότητα είναι πραγµατικά µεγάλα. Εξάλλου, ένας περίγυρος οικογενειών µε µικρά παιδιά (που είµαστε σε επαφή µέσα από σωµατεία / Συλλόγους Γονέων και Γυναικών) αναγνωρίζουν την ανωτερότητα των θέσεών µας για το παιδί, µας προσεγγίζουν και µας ακολουθούν και από αυτήν την αφετηρία. Από την άλλη, για να πολλαπλασιαστεί αυτή η δουλειά, χρειάζεται να εµπλακούν περισσότερο ενεργά οι Κοµµατικές Οµάδες Παιδείας, να αναµειχθούν περισσότεροι σύντροφοι και οπαδοί, να ανεβάσουµε την ικανότητα όσων εµπλέκονται. Να εµπνεύσουµε και να καλλιεργήσουµε αντίστοιχη διάθεση σε ανθρώπους που ασχολούνται µε τα παιδιά (επαγγελµατικά ή από µεράκι), να γνωρίσουµε και να συναντηθούµε σε αυτήν την προσπάθεια και µε άλλους (εκπαιδευτικούς, καλλιτέχνες, γυµναστές, φοιτητές αντίστοιχων σχολών). Να στηριχτούν και να πολλαπλασιαστούν αντίστοιχες πρωτοβουλίες στο επίπεδο του κινήµατος (από εργατικά σωµατεία, Συλλόγους Γυναικών, την ΕΕΔΥΕ κ.ά.).
Το σύνολο αυτής της προσπάθειας αξιοποιείται για την ποιοτική αναβάθµιση στη λειτουργία και το περιεχόµενο ζωής και δράσης των Μαθητικών ΟΒ της ΚΝΕ ειδικά στα Γυµνάσια και µπορεί περισσότερο αποφασιστικά να αφήσει αποτύπωµα στην οργανωτική ανάπτυξη της ΚΝΕ.
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ, ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΤΙΣ ΣΥΜΜΑΧΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Το ΚΚΕ, ως ιδεολογική, πολιτική, οργανωµένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αποτελεί την καθοδηγήτρια δύναµη, τόσο της επαναστατικής διαδικασίας για την ανατροπή του καπιταλισµού, όσο και της ίδιας της επαναστατικής εργατικής εξουσίας στη σοσιαλιστική οικοδόµηση. Δικαιώνει τον επαναστατικό του ρόλο, εφόσον έµπρακτα εκφράζει τα γενικά συµφέροντα της εργατικής τάξης, ηγείται της αντικαπιταλιστικής – αντιµονοπωλιακής συµµαχίας και πάλης για την ανατροπή του καπιταλισµού, εκφράζει τις νοµοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόµησης στη συνέχεια.
Η βελτίωση της αυτοτελούς ιδεολογικοπολιτικής παρέµβασης του Κόµµατος στην εργατική τάξη τα χρόνια που πέρασαν εκφράστηκε και µε τη βελτίωση των στόχων οικοδόµησης, τη διαµόρφωση νέων βαθύτερων δεσµών µε τµήµατα εργαζοµένων σε κρίσιµους κλάδους ή σε τόπους κατοικίας, το αδιαµφισβήτητο γεγονός της ανόδου της εκλογικής επιρροής, ιδιαίτερα σε περιοχές όπου συγκεντρώνονται µεγάλα τµήµατα της εργατικής τάξης. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια απέχει ακόµα από τις µεγάλες απαιτήσεις που έχει έτσι ώστε να επιτυγχάνεται σταθερή και διευρυνόµενη συσπείρωση πρωτοπόρων εργαζοµένων ιδιαίτερα νεότερων ηλικιακά και σε κρίσιµους στρατηγικούς κλάδους µε το Κόµµα και το Πρόγραµµά του.
Απαιτείται πολύπλευρη προσπάθεια, ώστε να οξύνεται το ταξικό κριτήριο σε ευρύτερες δυνάµεις εργαζοµένων σε σχέση µε τις πολιτικές εξελίξεις, την πολιτική του αστικού κράτους, τη στάση του κεφαλαίου, των διάφορων ιµπεριαλιστικών οργανισµών όπου συµµετέχει το αστικό κράτος. Η δουλειά του Κόµµατος στην εργατική τάξη πρέπει να συµβάλλει ώστε να αναδεικνύεται ο αντικειµενικά πρωτοπόρος ρόλος της στην κοινωνία, ως φορέας των νέων σοσιαλιστικών – κοµµουνιστικών σχέσεων παραγωγής, ως φορέας δηλαδή της νέας οικονοµικής, πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτή η προσπάθεια πρέπει να παίρνει υπόψη της και αλλαγές στη σύνθεση της εργατικής τάξης, ότι ένα µεγαλύτερο τµήµα της, σχετικά µε το παρελθόν, είναι πιο µορφωµένο, έχει ακόµα και πανεπιστηµιακές σπουδές, που µαζί µε τις δυνατότητες που διαµορφώνει για µια πιο ανεβασµένη ιδεολογική δουλειά είναι ταυτόχρονα πιο ευάλωτο σε αστικές και µικροαστικές αντιλήψεις και επιδράσεις. Είναι ζήτηµα που απαιτεί συγκεκριµένη δουλειά από το ίδιο το Κόµµα στη νεολαία και ειδικά στην ΚΝΕ, τη στιγµή µάλιστα που πλέον έχει στενή σχέση ο ΣΕΒ, µέσω ειδικών συµφωνιών, µε τα ΑΕΙ.
Άλλο ζήτηµα που πρέπει να µας απασχολήσει είναι η µεγάλη κινητικότητα που υπάρχει και ότι ένα µεγάλο τµήµα ιδιαίτερα νέων εργαζοµένων κινείται από κλάδο σε κλάδο, από επάγγελµα σε επάγγελµα και αυτό εµφανίζεται πολλές φορές και ως επιλογή. Το ζήτηµα αυτό δεν επιδρά µόνο στη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζοµένων, αλλά και στο πώς διαµορφώνεται συνείδηση της ταξικής θέσης. Ιδιαίτερα, χρειάζεται ενίσχυση το τµήµα της ιδεολογικής κοµµατικής δουλειάς που αφορά στον ιστορικό υλισµό για τις τάξεις και την ταξική πάλη, την κίνηση της Ιστορίας, των κοινωνιών κ.λπ.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να παίρνουµε υπόψη ότι ένα σηµαντικό τµήµα της είναι πρώτης ή δεύτερης γενιάς µεταναστών ειδικά σε ορισµένους κλάδους της οικονοµίας. Γεγονός που διαµορφώνει ακόµα πιο µεγάλες απαιτήσεις µε δεδοµένο ότι, εκτός όλων των άλλων, η ιδεολογικοπολιτική παρέµβαση του Κόµµατος αναµετριέται και µε άλλες δυσκολίες που αφορούν πολιτιστικές, θρησκευτικές αντιλήψεις, παγιωµένες προκαταλήψεις κ.λπ., αφού πολλές φορές προέρχονται από χώρες µε πιο αδύναµο εργατικό κίνηµα, µε ανυπαρξία κοµµουνιστικών κοµµάτων ή έχουν διαστρεβλωµένη αντίληψη για τον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό.
Χρειάζεται να πυκνώσουν οι πρωτοβουλίες και οι παρεµβάσεις του Κόµµατος αυτοτελώς απευθυνόµενες στην εργατική τάξη, παίρνοντας υπόψη αυτές τις σχετικά νεότερες συνθήκες, αν και αρκετά από αυτά τα ζητήµατα τα εντοπίζουµε εδώ και χρόνια τώρα. Καλύτερα πρέπει να αφοµοιωθεί στις κοµµατικές δυνάµεις το ζήτηµα που έχουµε θέσει και σε προηγούµενα Συνέδρια, ότι δηλαδή η δουλειά του Κόµµατος στην εργατική τάξη δεν αφορά αποκλειστικά την παρέµβαση των κοµµουνιστών µέσα στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα, που αναµφισβήτητα αποτελεί σχολείο εκπαίδευσης για την οργάνωση, τον αγώνα, τη σύγκρουση µε τον αντίπαλο µε προοπτική το µέλλον του κινήµατος. Αφορά την αυτοτελή δουλειά και ιεράρχηση στην εργατική τάξη µε το σύνολο των ζητηµάτων, των όρων ζωής µέσα στον καπιταλισµό, την προσπάθεια να µην αποσπάται το σύνολο των προβληµάτων που βιώνουν από το ζήτηµα της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης και οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά.
Α. ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣ
Το 21ο Συνέδριο έθετε µε σαφήνεια τις προτεραιότητες της δουλειάς µας στην κατεύθυνση της ανασύνταξης του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήµατος και το περιεχόµενο της δουλειάς µας σε αυτό «…ως την προετοιµασία και ανάπτυξη της ικανότητας δράσης του να αντιπαρατεθεί µε αποφασιστικότητα και αποτελεσµατικότητα, σε συµµαχία µε τα λαϊκά τµήµατα των αυτοαπασχολουµένων της πόλης και της υπαίθρου που παλεύουν για την επιβίωσή τους, ενάντια στην επεξεργασµένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας».
1. Πού βρισκόµαστε σήµερα
Έχει δυναµώσει η εκτίµηση, η εµπιστοσύνη προς το Κόµµα από ευρύτερο τµήµα εργαζοµένων και µέσα στις γραµµές του συνδικαλιστικού κινήµατος.
Υπήρξε σηµαντική η συµβολή του Κόµµατος στην εργατική τάξη και στο συνδικαλιστικό κίνηµα, για τη διαµόρφωση του ρεύµατος αµφισβήτησης της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτό το ρεύµα άρχισε να ενισχύεται µέσα στις συνθήκες της πανδηµίας µε τη συνολική στάση του Κόµµατος και τη δράση µας στο κίνηµα και διευρύνθηκε όλη την επόµενη περίοδο µέχρι σήµερα.
Βέβαια, συνεχίζει να κυριαρχεί, ιδιαίτερα στα ηγετικά συνδικαλιστικά όργανα (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ), στην πλειοψηφία των δευτεροβάθµιων οργάνων, σε Οµοσπονδίες και Εργατικά Κέντρα, η γραµµή της ενσωµάτωσης στο σύστηµα, της ταξικής συνεργασίας. Όλη αυτήν την τετραετία στήριξαν την κυβέρνηση της ΝΔ ώστε να περάσει µεγάλης σηµασίας για το κεφάλαιο αντεργατικά µέτρα.
Η στάση τους αυτή έχει αναγνωριστεί από την κυβέρνηση της ΝΔ, την εργοδοσία, την ίδια την ΕΕ που εξαίρει τη συµβολή τους στην κατάργηση του 8ωρου και του 5ηµέρου στην Ελλάδα και τη γιγάντωση της ευελιξίας.
Σε ορισµένες περιπτώσεις στις ηγεσίες αυτές εµφανίζονται κρισιακά φαινόµενα όξυνσης των αντιθέσεων µεταξύ των παρατάξεων και των οµάδων που συνθέτουν τις πλειοψηφίες στις διοικήσεις, φαινόµενα σήψης, συναλλαγής µε το κράτος και την εργοδοσία. Αυτά τα φαινόµενα έχουν µεγαλώσει την απαξίωση και αποστροφή σε ορισµένα τµήµατα εργαζοµένων.
Όµως σε συνθήκες όξυνσης της επίθεσης του κεφαλαίου στην εργατική τάξη, εµπλοκής της χώρας µας στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους και έντονων διεργασιών ειδικά στον χώρο της σοσιαλδηµοκρατίας, η αντιπαράθεσή µας µε τις δυνάµεις τους στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ έχει µεγαλύτερες απαιτήσεις.
Η συνθετότητα σχετίζεται και µε το γεγονός ότι σε αυτήν τη φάση επιδιώκουν να αντιπαρατεθούν µε τις δυνάµεις µας, στα µεγάλα αστικά κέντρα και ειδικά στην Αττική, διαβλέποντας ότι ισχυροποιείται ένα ρεύµα κοινής δράσης συνδικάτων και µαζικών φορέων που συσπειρώνονται στις πρωτοβουλίες και στα µέτωπα πάλης που ανοίγει το ΠΑΜΕ, ότι συνεχώς ενισχύονται οι δυνάµεις µας στις αρχαιρεσίες. Βασικά θέλουν, ως µηχανισµός του συστήµατος, να ανακόψουν ένα ρεύµα συµπόρευσης µε το ΚΚΕ, που µε ορισµένες δυνάµεις παίρνει πιο συνειδητά χαρακτηριστικά. Διαβλέπουν τον κίνδυνο, αυτό το ρεύµα να µεγαλώσει και να βαθύνει.
Για να το καταφέρουν αυτό πρέπει να παίρνουν υπόψη και ορισµένες διεκδικήσεις των εργαζοµένων, δεν µπορούν να ξεκοπούν τελείως από τα πραγµατικά προβλήµατα, όπως το να επανέλθουν κάποιες Συλλογικές Συµβάσεις ή να επιστραφούν τα δώρα στους δηµοσίους υπαλλήλους. Άλλωστε, προϋπόθεση για να εκτελούν την αποστολή της ενσωµάτωσης είναι και να υιοθετούν κάποια από τα αιτήµατα των εργαζοµένων, για να τα αξιοποιούν στην προώθηση του κοινωνικού εταιρισµού, της ταξικής συνεργασίας και της κυβερνητικής εναλλαγής. Αυτό που δεν αλλάζει είναι συνεχώς να στηρίζουν την πολιτική που διευρύνει το χάσµα ανάµεσα σε νέες κοινωνικές ανάγκες και στην ικανοποίησή τους παρά τις υλικές δυνατότητες.
Η αντιπαράθεση µε αυτές τις δυνάµεις γίνεται εφ’ όλης της ύλης, στρατηγικά και όχι πάνω σε ορισµένα αιτήµατα που κάτω από την όξυνση των προβληµάτων των εργαζοµένων και την απήχηση του ταξικού κινήµατος µπορεί να ψελλίζουν. Ωστόσο, ακόµα και σε αυτά τα οικονοµικά αιτήµατα πρέπει να αποκαλύπτεται η πολιτική ενσωµάτωσης και η στρατηγική συµφωνία που έχουν στις αστικές επιδιώξεις, η «αλλεργία» στις συλλογικές, µαζικές διαδικασίες, η υπονόµευση της ταξικής διεκδίκησης, η προώθηση του κοινωνικού εταιρισµού, η συνεπής αντιπαράθεσή τους µε την ταξική πάλη και η παρεµπόδισή της.
Εκτιµάµε ότι έχουµε θετικά αποτελέσµατα σε βασικούς δείκτες της ανασύνταξης (πρωτοπόρα δράση, µαζικοποίηση συνδικάτων, αλλαγή συσχετισµού δυνάµεων, αντικαπιταλιστική – αντιµονοπωλιακή γραµµή πάλης) και στην πρακτική δράση σε µεγάλα µέτωπα για την κοινωνική συµµαχία. Υπάρχει βελτίωση στον συσχετισµό στο τµήµα των εργαζοµένων που είναι οργανωµένο στα συνδικάτα. Όµως ο βαθµός οργάνωσης συνολικά της εργατικής τάξης στις γραµµές των συνδικάτων παραµένει µικρός, η δηµιουργία νέων συνδικάτων συνεχίζει να είναι αργή και βασανιστική. Από την πανδηµία και µετά, για πρώτη φορά µετά από πολλά χρόνια, περιορίστηκε η γενική πτώση της συµµετοχής των εργαζοµένων στα σωµατεία και είχαµε µικρή άνοδο στις αρχαιρεσίες των σωµατείων, περίπου στο 4%, θα εκφραστεί στα επόµενα συνέδρια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Εκφράζει τις διαθέσεις ορισµένων τµηµάτων εργαζοµένων, µέσα στη γενική επίθεση να στηριχτούν στη συλλογική οργάνωση.
Ψηφοδέλτια που συγκροτούν οι δυνάµεις µας σε δεκάδες πρωτοβάθµια σωµατεία κατέκτησαν την αυτοδυναµία ή την πρώτη θέση, όπως και σε µεγάλα δευτεροβάθµια συνδικάτα, Εργατικά Κέντρα (π.χ. Πειραιάς, Τρίκαλα, Εύβοια, Κέρκυρα, Λιβαδειά) και Οµοσπονδίες (π.χ. Ιδιωτικοί Υπάλληλοι, Δάσκαλοι, νοσοκοµειακοί γιατροί). Οι θέσεις που κατακτάµε στο συνδικαλιστικό κίνηµα µάς δίνουν τη δυνατότητα µε καλύτερους όρους να σχεδιάζουµε τη δουλειά µας για την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήµατος, να τις αξιοποιούµε για να οξύνουµε την ταξική πάλη, να έχουµε την πρωτοβουλία για την οργάνωση του αγώνα µε το ταξικό αγωνιστικό πλαίσιο διεκδικήσεων.
Η βελτίωση που σηµειώνεται στον συσχετισµό εκφράζει διεργασίες στις εργατικές – λαϊκές συνειδήσεις και είναι αποτέλεσµα σκληρής, πολύχρονης δουλειάς των κοµµουνιστών. Δεν πρέπει να δηµιουργούν εφησυχασµό και να θολώνουν τα κριτήριά µας για τον συσχετισµό. Για εµάς κριτήριο του συσχετισµού είναι η ριζική αλλαγή της κατάστασης στα πρωτοβάθµια, πρώτα απ’ όλα, σωµατεία µε τη συσπείρωση των εργαζοµένων στη λειτουργία και τη δράση τους, την άνοδο στην οργάνωση των εργαζοµένων, την ίδρυση νέων σωµατείων, την ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού προσανατολισµού της πάλης, τη γενικότερη επίδραση της πολιτικής του ΚΚΕ, της αντίληψής του για τον ρόλο της εργατικής τάξης ως επαναστατικής δύναµης για τον σοσιαλισµό.
Σε κρίσιµους στρατηγικής σηµασίας κλάδους της οικονοµίας που ιεραρχούµε, όπως η Ενέργεια και οι Μεταφορές, δεν έχει αντιστραφεί η κατάσταση. Στα αποτελέσµατα των αρχαιρεσιών σε αυτούς τους κλάδους έχουµε στασιµότητα και υποχώρηση κάτω και από το βάρος υποκειµενικών αδυναµιών.
Στον Δηµόσιο Τοµέα και στις µεγάλες Οµοσπονδίες της ΑΔΕΔΥ έχουµε µια µεγάλη άνοδο της συνδικαλιστικής µας επιρροής, η οποία προήλθε από τη µεγάλη δυσαρέσκεια που διαµορφώθηκε από το χτύπηµα πολλών δικαιωµάτων των δηµοσίων υπαλλήλων, από όλες τις κυβερνήσεις. Απέναντι σε όλα αυτά, οι δυνάµεις µας µπήκαν µπροστά, οργάνωσαν τον αγώνα µε σωστό πλαίσιο διεκδικήσεων, αναγνωρίστηκαν ως η µόνη δύναµη που προειδοποιούσε για τις αντιδραστικές αλλαγές και αγωνίζεται απέναντι σε αυτές. Όµως αυτή η πορεία δεν χωρά επανάπαυση. Ο κρατικός µηχανισµός έχει µεγάλη δύναµη να ενσωµατώνει. Τα αποτελέσµατα που κατακτάµε στις αρχαιρεσίες δεν µπορούν να θεωρούνται δεδοµένα αν δεν δυναµώσει αποφασιστικά η ιδεολογική και πολιτική παρέµβαση του Κόµµατος. Αν δεν δυναµώσουν αποφασιστικά οι οργανωµένες δυνάµεις του Κόµµατος µέσα στον κρατικό µηχανισµό, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος πισωγυρίσµατος και του συνδικαλιστικού συσχετισµού, ιδιαίτερα στον βαθµό που ανασυγκροτείται η σοσιαλδηµοκρατία. Ταυτόχρονα, παίρνουµε υπόψη τις ανησυχίες της κυβέρνησης, της εργοδοσίας, των στελεχών του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισµού για τα θετικά βήµατα που καταγράφει το ΠΑΜΕ. Είναι σίγουρο ότι θα πάρουν πρόσθετα µέτρα, µε στόχο να περιχαρακώσουν και να αποκόψουν δυνάµεις που προσεγγίζουν το ΚΚΕ και τα ταξικά σωµατεία.
2. Δυναµώνουν οι αγωνιστικές κινητοποιήσεις
Δυνάµωσε ο προσανατολισµός για «δουλειά από τα κάτω», η προσπάθεια να τραβάµε δυνάµεις στην οργάνωση της πάλης, αλλά και στην κατεύθυνση του αγώνα, όπως µέσα από τις Γενικές Συνελεύσεις και τις µαζικές διαδικασίες, τον συντονισµό της δράσης των συνδικάτων µέσα από συσκέψεις, όπως η σύσκεψη της 5ης Οκτώβρη του 2021 και η Πανελλαδική Σύσκεψη του ΠΑΜΕ τον Ιούλη του 2022.
Η Πανελλαδική Σύσκεψη του ΠΑΜΕ τον Νοέµβρη του 2024 αποτελεί πραγµατικό σταθµό, µε συµµετοχή 663 συνδικάτων και Επιτροπών Αγώνα καθώς και 80 Συνταξιουχικών Σωµατείων, συνολικά, τα περισσότερα από την ίδρυσή του το 1999. Μεγάλωσε η στεφάνη σωµατείων και γύρω από το ΠΑΜΕ που δραστηριοποιούνται σε όλες αυτές τις κινητοποιήσεις.
Στην Πανελλαδική Σύσκεψη του ΠΑΜΕ το 2024 συµµετείχαν για πρώτη φορά 151 σωµατεία που δεν συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ, το 2016 είχαν πάρει µέρος 66 τέτοια σωµατεία. Με πάνω από 230 σωµατεία που δεν συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ έχουµε συντονιστεί σε διάφορες κινητοποιήσεις τα τελευταία 3 χρόνια.
Η παρέµβαση του Κόµµατος, του ΠΑΜΕ, ήταν σηµαντική στην ανάπτυξη των αγωνιστικών πρωτοβουλιών και των κινητοποιήσεων που έγιναν κόντρα στην εργοδοσία, στο κράτος, στην κυβέρνηση της ΝΔ και τα άλλα κόµµατα του κεφαλαίου, στις ηγεσίες της ΓΣΣΕ και της ΑΔΕΔΥ. Έγιναν σε έναν σηµαντικό βαθµό πιο διακριτά το πλαίσιο και ο προσανατολισµός της πάλης που προωθήσαµε µέσα στο κίνηµα, γεγονός που επιδρά σε ευρύτερα τµήµατα εργαζοµένων.
Από το προηγούµενο Συνέδριο του Κόµµατος, έγιναν 3 µαζικές πανελλαδικές – πανεργατικές απεργίες χωρίς απόφαση της ΓΣΕΕ. Μάλιστα, στην απεργία στις 28 Φλεβάρη του 2024 πετύχαµε και τον µεγαλύτερο αριθµό δευτεροβάθµιων συνδικάτων που αποφάσισαν τη συµµετοχή τους σε απεργία χωρίς τη ΓΣΕΕ (22 Οµοσπονδίες του ιδιωτικού τοµέα και 37 Εργατικά Κέντρα).
Όλες οι πανελλαδικές απεργίες που έγιναν αυτά τα τέσσερα χρόνια, είτε έπαιρναν απόφαση η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ είτε όχι, έγιναν κάτω από την αγωνιστική πίεση των πρωτοβουλιών του ΠΑΜΕ και τη συσπείρωση που διαµορφωνόταν µε Οµοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα και Συνδικάτα µε επεξεργασµένο συλλογικά περιεχόµενο και πλαίσιο πάλης για καλύτερους µισθούς και συντάξεις, για την επαναφορά των Συλλογικών Συµβάσεων Εργασίας, για µέτρα ενάντια στην ακρίβεια, ενάντια στον νόµο Γεωργιάδη που επέβαλε τις 13 ώρες δουλειάς σε πάνω από έναν εργοδότη και τώρα τον νόµο Κεραµέως για 13ωρη δουλειά σε έναν εργοδότη κ.ά., αλλά και για το έγκληµα των Τεµπών, κόντρα στη γραµµή υπεράσπισης της στρατηγικής και του κέρδους των επιχειρηµατικών οµίλων.
Το έγκληµα στα Τέµπη έδωσε µια µεγάλη ώθηση στην απότοµη άνοδο της διαµαρτυρίας µαζών απέναντι στην κυβέρνηση. Το εργατικό – λαϊκό και νεολαιίστικο ξέσπασµα για το έγκληµα των Τεµπών βρέθηκε στην «κορυφή» µιας ευρύτερης εργατικής – λαϊκής αγανάκτησης και δυσαρέσκειας, ανησυχίας και προβληµατισµού για το µέλλον, που τροφοδοτείται συνολικά από τα αδιέξοδα σε όλη τη ζωή των εργαζοµένων και του λαού. Αφορά στην ένταση της εκµετάλλευσης, στην επίθεση στο εργατικό – λαϊκό εισόδηµα, µε την ακρίβεια, τους χαµηλούς µισθούς και υψηλούς φόρους, την άθλια κατάσταση στην οποία βρίσκονται κρίσιµες κοινωνικές υπηρεσίες και υποδοµές, όπως η Παιδεία, η Υγεία, η προστασία από φυσικά φαινόµενα και καταστροφές, αλλά τροφοδοτείται και από την αµηχανία και το φόβο από τις διεθνείς εξελίξεις και την εµπλοκή της χώρας µας στα πολεµικά µέτωπα. Η αστική τάξη παρεµβαίνει στις διεργασίες που συντελούνται στην ταξική και πολιτική συνειδητοποίηση των λαϊκών δυνάµεων, µε στόχο να ελέγχει τη δυσαρέσκεια και την αγανάκτηση, για να µην πάρει αυτή, κάτω από την οργανωµένη παρέµβαση του ΚΚΕ, πιο µαζικά, αγωνιστικά, αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά.
Όλη αυτήν την περίοδο, οργανώθηκαν µεγάλες κλαδικές και τοπικές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωµάτων. Ξεχωρίζουν οι πολλές κλαδικές απεργίες των οικοδόµων, που κατάφεραν αυτήν την περίοδο να υπογράψουν δύο κλαδικές Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) και ορισµένες εργοταξιακές. Οι απεργίες των µεταλλεργατών στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη για την υπογραφή ΣΣΕ και η συντονισµένη απεργία µεταλλεργατών – ναυτεργατών – λιµενεργατών στο λιµάνι του Πειραιά µε επίκεντρο τα µέτρα υγείας και ασφάλειας. Κινητοποιήσεις για το ίδιο περιεχόµενο σε µία περίοδο µε εκτίναξη των εργατικών ατυχηµάτων πραγµατοποιήθηκαν σε σειρά από εργασιακούς χώρους έπειτα από θανάτους και τραυµατισµούς εργαζοµένων. Σηµαντικές ήταν οι Επιχειρησιακές Συλλογικές Συµβάσεις που υπογράφτηκαν µέσα από την πάλη των σωµατείων σε µια σειρά από κλάδους (Τρόφιµα – Ποτά, Μέταλλο, Χηµική Βιοµηχανία, Χρηµατοπιστωτικό κ.α.), η αγωνιστική δράση που αναπτύχθηκε ενάντια σε απολύσεις, στην αλλαγή εργασιακών σχέσεων και ωραρίων µε µικρές αλλά σηµαντικές νίκες των εργαζοµένων.
Με πρωτοβουλία των δυνάµεών µας στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα οργανώθηκαν και µεγάλα συλλαλητήρια συνταξιούχων που διεύρυναν τη συσπείρωση σωµατείων µε τη Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα που έχει επιτευχθεί µε πρωτοβουλία της Οµοσπονδίας Συνταξιούχων ΙΚΑ.
Οι αγώνες στη ΛΑΡΚΟ, στην COSCO, στην «E- FOOD», στα «Μεταλλεία Χαλκιδικής», στα «Πετρέλαια», στα «Λιπάσµατα Καβάλας», στη «Μαλαµατίνα» ανέδειξαν τη δύναµη της οργάνωσης των εργατών, γνώρισαν µεγάλη αλληλεγγύη, έγιναν σηµείο αναφοράς για ευρύτερες λαϊκές δυνάµεις.
Αναγνωρίζεται πλατιά η πρωτοπόρα δράση των µελών και φίλων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στο θέµα της υπεράσπισης της δηµόσιας και δωρεάν Υγείας όπως και συνολικά στον χώρο της Εκπαίδευσης ενάντια σε όλη τη γραµµή της εµπορευµατοποίησης και της ιδιωτικοποίησης. Εκφράστηκε θετική αλλαγή του συσχετισµού στο συνδικαλιστικό κίνηµα των υγειονοµικών στα δηµόσια νοσοκοµεία, των εκπαιδευτικών στη Δηµόσια Εκπαίδευση και στους Φοιτητικούς Συλλόγους, στην ένταση και το περιεχόµενο των αγώνων της περιόδου.
3. Καθοριστικός ο ρόλος του Κόµµατος στη διαπάλη για το τι κίνηµα, τι ταξικός αγώνας απαιτείται σήµερα
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνουν τον καθοριστικό ρόλο του Κόµµατός µας, της οργανωµένης ιδεολογικοπολιτικής πρωτοπορίας µέσα σε έναν χώρο δουλειάς και κατ’ επέκταση την καθοριστική σηµασία της οργάνωσης. Δυνάµωσε η ικανότητά µας σε ορισµένους χώρους, όπου είµαστε µειοψηφία στα ΔΣ, να δουλεύουµε µε επεξεργασµένο πλαίσιο διεκδικήσεων και γραµµή αντιπαράθεσης, στοιχείο όµως που έχει πολλά περιθώρια, αφού στην πλειοψηφία των κλάδων υστερούµε να δουλεύουµε µε τέτοιον προσανατολισµό. Αντίστοιχα, µετά από χρόνια έγιναν δυο κλαδικές απεργίες στα Τρόφιµα – Ποτά για την υπογραφή Κλαδικής ΣΣΕ, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη να δουλέψουµε ακόµα πιο αποφασιστικά για την ανάπτυξη κοµµατικών και συνδικαλιστικών υποδοµών µε επίκεντρο τους χώρους δουλειάς. Στις σηµερινές συνθήκες, η κυβέρνηση και η εργοδοσία δεν πρόκειται να κάνουν την παραµικρή υποχώρηση. Ακόµα και για τις πιο στοιχειώδεις κατακτήσεις, όπως το να ακυρωθεί µια απόλυση, απαιτείται συσπείρωση και αποφασιστική δράση των εργαζοµένων. Ο ρόλος των κοµµουνιστών µέσα στους χώρους δουλειάς είναι καθοριστικός. Αν δεν υπήρχε αυτή η δράση, αν δεν υπήρχε η καθοριστική συµβολή του ΠΑΜΕ και των ταξικών συνδικάτων, η υποχώρηση θα ήταν ακόµα µεγαλύτερη.
Για να µπορέσει κι ένας αγώνας να έχει ευρύτερη επίδραση, να συµβάλλει στην αλλαγή του συσχετισµού δυνάµεων, να διαµορφώνει προϋποθέσεις για ανατροπές, πρέπει να «ανοίγει» ο ορίζοντάς του, να κάνει βήµατα στην κατεύθυνση της αντεπίθεσης, να δυναµώνει ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισµός του, να συµβάλλει δηλαδή στη συνειδητοποίηση των όρων και των προϋποθέσεων για τη σύγκρουση µε την καπιταλιστική εξουσία, για την προετοιµασία της επαναστατικής στρατιάς, καθήκον που προωθείται και στις σηµερινές µη επαναστατικές συνθήκες.
Αυτός ο στόχος δεν προωθείται αυθόρµητα από τις ίδιες τις αγανακτισµένες εργατικές δυνάµεις, ακόµα κι όταν εµφανίζουν ανεβασµένες διαθέσεις κινητοποίησης µε µαζικότητα ή και σε µορφές πάλης. Προϋποθέτει συνεχή ιδεολογικοπολιτική παρέµβαση του Κόµµατος µε γερές Οργανώσεις σε όλους τους µαζικούς χώρους δουλειάς, σε όλους τους στρατηγικής σηµασίας κλάδους. Απαιτείται συνεχής και σκληρή ιδεολογικοπολιτική πάλη, ώστε µια επιµέρους ή και γενικότερη κινητοποίηση να γίνει κρίκος στον αγώνα για τη συνειδητοποίηση και τη συγκέντρωση δυνάµεων για την επαναστατική ανατροπή κι όχι κρίκος στην αλυσίδα των ψευδαισθήσεων και αυταπατών που οδηγούν ουσιαστικά στην ενσωµάτωση στο σύστηµα.
Η προώθηση αυτής της γραµµής στο συνδικαλιστικό κίνηµα απαιτεί από τους κοµµουνιστές την ικανότητα ανάλογης επεξεργασίας µε κατάλληλες µορφές και τρόπους σε όλη τη διαδικασία, την προετοιµασία ενός αγώνα, τη διεξαγωγή του αλλά πολύ περισσότερο στη συζήτηση των συµπερασµάτων. Απαιτείται να ανέβουν η ικανότητα, η ευθύνη, η συλλογικότητα των καθοδηγητικών Οργάνων και των Κοµµατικών Οµάδων σε όλη την κλίµακα στην επεξεργασία των πλαισίων πάλης και της τακτικής µας στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα. Κυρίως να εκφραστεί στην ικανότητα διαµόρφωσης ενός ολοκληρωµένου σχεδίου για την ανάπτυξη κρίσιµων µετώπων πάλης για τη συσπείρωση, κινητοποίηση, αλλά και τον προσανατολισµό των εργαζοµένων.
Παρεµβαίνουµε και διαµορφώνουµε πλαίσιο πάλης σε όλα τα ζητήµατα που προκύπτουν από τις ίδιες τις εξελίξεις και αφορούν τη ζωή των εργαζοµένων. Ανοίγουµε τα ζητήµατα µε όρους αντεπίθεσης και όχι απλώς άµυνας, αναδεικνύοντας τον πραγµατικό αντίπαλο, το ίδιο το σύστηµα της καπιταλιστικής εκµετάλλευσης, που εκφράζεται σε όλες τις πλευρές της ζωής των εργαζοµένων.
Οι συνέπειες από την πολύχρονη εφαρµογή των ιδιωτικοποιήσεων, των περικοπών κρατικών δαπανών για κοινωνικές υπηρεσίες, αλλά και οι συνέπειες από τη στήριξη του ελληνικού κράτους στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους, σε συνδυασµό µε τη σχετικά πολύχρονη θητεία της ΝΔ στην κυβέρνηση, σε συνδυασµό µε τις συνέπειες της αντεπανάστασης και το συνολικό πισωγύρισµα, δηµιουργούν έδαφος, για να δυναµώσει ένα «ρεύµα» ρεφορµισµού που καλλιεργείται από τις δυνάµεις της σοσιαλδηµοκρατίας και του οπορτουνισµού, που ουσιαστικά επιδιώκουν το εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα να γίνει όχηµα στην αναµόρφωση του αστικού πολιτικού συστήµατος, βάζοντας πλάτη στην ανάδειξή τους στην αστική κυβέρνηση που θα αντικαταστήσει τη ΝΔ. Τα συνθήµατα της «επανακρατικοποίησης», «των µέτρων αντιµετώπισης της ακρίβειας, ενάντια στην αισχροκέρδεια», της πίεσης για «εξανθρωπισµό του ΝΑΤΟ», κ.ά. προβάλλονται ως εναλλακτική «προοδευτική», «αριστερή» κυβερνητική πολιτική, ακόµα και µε ρόλο µεταβατικό για την ήττα του καπιταλισµού. Ενώ πρόκειται για καθαρά αποπροσανατολιστικά πολιτικά αιτήµατα που ταυτόχρονα συνοδεύονται από επίθεση στο Κόµµα για «κηδεµόνευση» του κινήµατος ή για «πολιτικοποίησή» του.
Ορισµένες δυνάµεις της σοσιαλδηµοκρατίας και του οπορτουνισµού προβάλλουν τη γραµµή στήριξης της Ρωσίας και της Κίνας απέναντι στις ΗΠΑ και την ΕΕ, ως µέσο για την «ήττα του ΝΑΤΟ», «ήττα της ΟΝΕ» ή και «έξοδο από την ΕΕ», καλλιεργώντας αυταπάτες σχετικά µε τον χαρακτήρα αυτών ή άλλων ιµπεριαλιστικών ενώσεων. Το ίδιο όσον αφορά τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο, αφού καλούν το εργατικό κίνηµα σε συµµαχία µε µέρος αστικών δυνάµεων στην κατεύθυνση αναβίωσης της γραµµής των «αντιφασιστικών µετώπων». Οι θέσεις αυτές µάλιστα εµφανίζονται ως «συγκρουσιακές», σε αντίθεση µε τη γραµµή του ΚΚΕ που διαστρεβλώνεται ως «συµβιβασµένη µε το σύστηµα», που δήθεν «τα παραπέµπει όλα στην επανάσταση και τον σοσιαλισµό».
Η επίδραση και πίεση αυτών των θέσεων σε ριζοσπαστικές δυνάµεις στο εργατικό κίνηµα σηµαίνει ουσιαστικά την αναβίωση µε νέα µορφή της λογικής των σταδίων και της στρατηγικής πρότασης που επικαλείται την «ενότητα στο πρόβληµα» ως γραµµή συσπείρωσης. Μια γραµµή που έχει καταδικαστεί και ξεπεραστεί από την ίδια τη ζωή, από την πείρα της ταξικής πάλης, για αυτό έχει απορριφθεί από το Κόµµα µας στην προγραµµατική του επεξεργασία, µε τις αποφάσεις των Συνεδρίων του, στην καθηµερινή δράση µας στη βάση της στρατηγικής µας. Θέτουµε στο επίκεντρο της συζήτησης ότι στο πιεστικό ερώτηµα «τι να γίνει άµεσα», η απάντηση είναι ότι πρέπει να δυναµώσουν η συζήτηση και η δράση για τη συγκέντρωση δυνάµεων, η πάλη για τα µέτωπα που βγάζουν οι ίδιες οι εξελίξεις, µε πολιτική ταξικής σύγκρουσης που ωριµάζει τις εργατικές συνειδήσεις, ώστε να δώσουν αποφασιστικά τη µάχη για ριζικές ανατροπές στην οικονοµία και την πολιτική εξουσία. Σε αυτήν την κατεύθυνση, το κύριο είναι να συστηµατοποιηθεί, να πυκνώσει η ιδεολογική – πολιτική µας παρέµβαση προς τους συνδικαλισµένους και µη εργαζόµενους, ειδικότερα σε όσους και όσες συσπειρώνονται στο κίνηµα, να ενταθεί η διαπάλη µέσα σε αυτούς, αλλά κυρίως η αυτοτελής δράση του Κόµµατος. Στα ψηφοδέλτιά µας συσπειρώνονται χιλιάδες αγωνιστές. Προτεραιότητα αποκτά το κέρδισµα του µεγαλύτερου µέρους τους µε τη στρατηγική του Κόµµατος, η ωρίµανση των πρωτοπόρων ως κοµµουνιστών και η σχεδιασµένη ένταξή τους στο Κόµµα.
Προϋπόθεση είναι να αφοµοιώνεται καλύτερα και πιο έµπρακτα στη δουλειά µεγαλύτερου τµήµατος στελεχών και µελών του Κόµµατος η Απόφαση της ΚΕ για ανέβασµα του ιδεολογικοπολιτικού υποβάθρου, µε συστηµατική προσπάθεια αυτοµόρφωσης, µε αφοµοίωση των συλλογικά επεξεργασµένων θέσεών µας, η ανάπτυξη της ετοιµότητας, της ικανότητας δράσης σε όλες τις συνθήκες, µέσα στις οποίες οφείλουµε να έχουµε µαχητική και κλιµακούµενη παρέµβαση, συστηµατική προβολή της στρατηγικής και των θέσεών µας για όλα τα µεγάλα ζητήµατα της ζωής των µισθωτών, των παιδιών τους, την οργάνωση της πάλης και τη συσπείρωση περισσότερων δυνάµεων.
Κρίσιµο ζήτηµα για την καθοδηγητική δουλειά είναι η εκτίµηση των διαθέσεων των µαζών. Η ικανότητα όµως να εκτιµάµε σωστά τις διαθέσεις, πώς σκέφτονται πλατιά η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα δεν αρκεί και για την ουσιαστική παρέµβαση, την εξασφάλιση κάθε δυνατότητας για τον ταξικό προσανατολισµό στη διάθεση κινητοποίησης. Τα κοµµατικά όργανα και τα στελέχη δεν είναι παρατηρητές και αξιολογητές «διαθέσεων», αλλά απαιτείται να βλέπουν πώς επιδρά η δική µας παρέµβαση και στη διαµόρφωσή τους αλλά και πώς τις παίρνουν υπόψη τους, όχι για να υποταχθούν σε αυτές αλλά για να τις ανεβάσουν – όσο αυτό είναι δυνατόν – σε συγκεκριµένη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική – αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση.
Μια νέα εκδήλωση οικονοµικής κρίσης, και µάλιστα σε συνθήκες στροφής στην πολεµική οικονοµία, θα συνοδευτεί από νέες ανακατατάξεις στην κλαδική διάρθρωση, νέες επιπτώσεις στους εργαζόµενους, από νέα αντιλαϊκά µέτρα στα εργασιακά, ασφαλιστικά και συνδικαλιστικά δικαιώµατά τους, ένταση της φοροληστείας και αρπαγή των αποθεµατικών των ασφαλιστικών ταµείων, άνοδο των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και περαιτέρω περικοπές των δαπανών για Υγεία, Παιδεία, κοινωνικές παροχές, νέα επίθεση σε µισθολογικά δικαιώµατα και στις Συλλογικές Συµβάσεις, παραπέρα ιδιωτικοποιήσεις σε κρίσιµες υποδοµές, στο νερό, στην Ενέργεια, στις Μεταφορές. Θα δυσκολέψει συνολικά την όποια µικρή έστω σήµερα ικανοποίηση αναγκών, ρίχνοντας κι άλλο την τιµή της εργατικής δύναµης σε σχέση πάντα µε τις τεράστιες αυξήσεις σε τιµές εµπορευµάτων και υπηρεσιών. Θα δηµιουργήσει και θα αυξήσει κατακόρυφα τις µόνιµες βλάβες υγείας, µε την ένταση της εκµετάλλευσης, µε την αύξηση του απλήρωτου εργάσιµου χρόνου.
Ταυτόχρονα, η στροφή στην πολεµική οικονοµία θα συνοδευτεί από αυταρχισµό, ως κρατική καταστολή και εργοδοτική τροµοκρατία, περιορισµό και απαγόρευση της πολιτικής και συνδικαλιστικής δράσης, διώξεις πρωτοπόρων εργαζόµενων καθώς επίσης και προσπάθεια ενσωµάτωσης, µε υλικούς όρους, εργαζοµένων στους στόχους της πολεµικής βιοµηχανίας. Κρίσιµο θέµα είναι το Κόµµα να είναι σε ετοιµότητα και επαγρύπνηση, µε την πρωτοπόρα δράση του, µε τη δράση των κοµµουνιστών στο εργατικό – λαϊκό κίνηµα να καλλιεργεί την αλληλεγγύη, τη µαζική λαϊκή πάλη, τη µαχητική αντιµετώπιση των απαγορεύσεων, δυναµώνοντας το κύρος τού παραδείγµατος που εµπνέει, διώχνει τον φόβο, παρακινεί για δράση.
Το κύριο για τη δουλειά του Κόµµατος στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα είναι να γίνουν πιο αποφασιστικά και µεγάλα βήµατα στην πορεία ανασύνταξης του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήµατος, στην ισχυροποίηση της αντικαπιταλιστικής – αντιµονοπωλιακής γραµµής πάλης. Για ένα κίνηµα που δεν θα υποτάσσεται στη στρατηγική του κεφαλαίου, των αστικών κυβερνήσεων, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Δεν θα υποτάσσεται στη γραµµή «τα κεφάλια µέσα» και στη στήριξη των «εθνικών» στόχων του κεφαλαίου. Δεν θα συνταχθεί µε τους εκµεταλλευτές του για να γίνουν αυτοί ισχυρότεροι. Κίνηµα, το οποίο θα συµβάλλει µε τη διεθνιστική δράση και αλληλεγγύη να µη διαχωριστούν οι εργάτες όλου του κόσµου, παίρνοντας το µέρος του ενός ή του άλλου ληστή του πλούτου που παράγουν. Αυτό χρειάζεται να εκφραστεί και µε την ενίσχυση της σχεδιασµένης παρέµβασής µας στους µετανάστες, για την άνοδο του βαθµού οργάνωσης των µεταναστών στα συνδικάτα, την ενεργή συµµετοχή τους, την ανάδειξη και εκλογή τους στα Διοικητικά Συµβούλια των συνδικάτων όλων των βαθµίδων.
Τα βήµατα που έχουν πραγµατοποιηθεί σε µια σειρά κλάδους πρέπει να επιταχυνθούν. Να αναδεικνύεται ο πραγµατικός, άδικος, ταξικός χαρακτήρας του αστικού κράτους, ενός κράτους, ικανού µόνο για να προστατεύει τα κέρδη και την εκµετάλλευση από τους καπιταλιστές. Από αυτήν την επιδίωξη πηγάζει ο βάρβαρος και αντιλαϊκός, δολοφονικός χαρακτήρας του είτε σε καιρό πολέµου είτε σε καιρό ειρήνης, που δεν αλλάζει και δεν εξανθρωπίζεται, µόνο ανατρέπεται. Ένα κίνηµα που θα έχει σταθερό µέτωπο µε τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισµό σε ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και σε άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, µε τη γραµµή της ταξικής συνεργασίας και της «κοινωνικής ειρήνης» που ενισχύουν τη χειραγώγηση και την εκµετάλλευση των εργαζοµένων.
Συνολικά, το ΚΚΕ, µε τα στελέχη και τα µέλη του παλεύουν δραστήρια για την ανασύνταξη του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήµατος, για την υπεράσπιση των δικαιωµάτων των εργαζοµένων, για αυξήσεις στους µισθούς και Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας, για σύγχρονες κοινωνικές υπηρεσίες, Παιδεία και Υγεία – Πρόνοια, µε βάση τις δυνατότητες που διαµορφώνει η ανάπτυξη της επιστήµης, ασφαλείς και αναβαθµισµένες, αποκλειστικά κρατικές µαζικές µεταφορές µε γνώµονα τις λαϊκές ανάγκες και όχι το καπιταλιστικό κέρδος, νερό κοινωνικό αγαθό και όχι εµπόρευµα, λαϊκή στέγη και όχι πλειστηριασµοί πρώτης κατοικίας και επαγγελµατικής στέγης, για ζωή ολόκληρη και όχι µε δόσεις, µε ελεύθερο χρόνο, για φυσική αγωγή και αθλητισµό, για πολιτισµό και ψυχαγωγία, για διακοπές για όλους τους εργαζόµενους, για την απεµπλοκή της χώρας µας από τον ιµπεριαλιστικό πόλεµο. Ένα κίνηµα που θα καλλιεργεί την οργανωµένη απειθαρχία και την αγωνιστική αναµέτρηση τόσο µε την πολιτική του κεφαλαίου όσο και µε την προσπάθεια το κίνηµα να γίνεται σκαλοπάτι της αστικής κυβερνητικής εναλλαγής, να συµβάλλει στην ωρίµανση του υποκειµενικού παράγοντα για την αποφασιστική σύγκρουση και ρήξη µε την εκµεταλλευτική εξουσία. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η ενίσχυση και διεύρυνση του ΠΑΜΕ, ως ταξικού πόλου στο συνδικαλιστικό κίνηµα, είναι σηµαντική για να συγκροτηθεί ένα πανελλαδικά συντονισµένο, ενιαίο κίνηµα, µε κοινές θέσεις και στόχους διεκδίκησης, για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών των εργαζοµένων.
Κεντρικό καθοδηγητικό πρόβληµα και καθήκον παραµένει η ιδεολογικοπολιτική βοήθεια προς τα στελέχη και µέλη που δρουν στις γραµµές του συνδικαλιστικού κινήµατος, η βοήθεια προς τις Κοµµατικές Οµάδες. Η λειτουργία πολλών Κοµµατικών Οµάδων είναι τυπική, συνεδριάζουν λίγο πριν από το ΔΣ των σωµατείων και πολλές φορές µε το ίδιο περιεχόµενο. Η δουλειά ορισµένων Κοµµατικών Οµάδων, ο τρόπος που δουλεύουµε µε πολλούς πρωτοπόρους αγωνιστές, που είναι στα συνδικαλιστικά µας ψηφοδέλτια, δεν βαθαίνει στον προσανατολισµό και στο περιεχόµενο µε το Πρόγραµµα του Κόµµατος, δυσκολεύονται στην εξειδίκευση της δουλειάς και στην επεξεργασία της στρατηγικής µας σε κάθε κλάδο.
Η καθοδήγηση των Κοµµατικών οµάδων εργατικών σωµατείων, Εργατικών Κέντρων χρειάζεται να προσανατολίζει στην εκτίµηση της συµµετοχής των γυναικών στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα, µε αντίστοιχα µέτρα για την άνοδό της. Η συµµετοχή των γυναικών στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα παραµένει πολύ πίσω από το ποσοστό των µισθωτών γυναικών στο σύνολο των µισθωτών, παρά ορισµένα βήµατα βελτίωσης σε αρχαιρεσίες πρωτοβάθµιων σωµατείων ορισµένων κλάδων. Με βάση τον σταθερό έλεγχο, οι Κοµµατικές Οµάδες των Εργατικών Κέντρων, Οµοσπονδιών, εργατικών σωµατείων, χρειάζεται να προσανατολίζονται σε µέτρα που αφορούν στη βελτίωση του περιεχοµένου λειτουργίας των σωµατείων, προσανατολισµένα σε κάθε πλευρά της ζωής της εργαζόµενης γυναίκας και της οικογένειάς της (π.χ. Υγεία, Παιδεία, Προσχολική και Ειδική Αγωγή, φροντίδα ηλικιωµένων, δηµιουργική αξιοποίηση του µη εργάσιµου χρόνου, Πολιτισµός). Να διαπερνούν το πλαίσιο πάλης για τις Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας.
Έχει δυναµώσει η απαίτηση των καθοδηγητικών Οργάνων να έχουν πιο συστηµατική και σε βάθος ενασχόληση µε τη δουλειά του Κόµµατος στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνηµα και τη στήριξη των κοµµατικών στελεχών που είναι χρεωµένα σε αυτά, να διευρυνθούν και να βαθύνουν οι δεσµοί µας µε νέες δυνάµεις, που έχουµε αποσπάσει τα τελευταία χρόνια από την πολιτική και συνδικαλιστική επιρροή των άλλων δυνάµεων. Αυτό οπωσδήποτε αφορά όλα τα Όργανα και τις ΚΟΒ, όχι µόνο τις Κλαδικές, Επιχειρησιακές αλλά και τις Εδαφικές, κάτι που δυστυχώς δεν το έχουµε µέχρι στιγµής πετύχει. Οι χιλιάδες εργαζόµενοι που συµµετέχουν στα ψηφοδέλτια, τα νέα εκλεγµένα στελέχη σε όλες τις βαθµίδες του συνδικαλιστικού κινήµατος χρειάζονται καθοδηγητική βοήθεια, για να αποκτήσουν ισχυρή ιδεολογική, πολιτική υποδοµή. Αυξηµένα είναι τα κριτήρια ανάδειξης στελεχών σε θέσεις ευθύνης και ιδιαίτερα στις κεντρικές Κοµµατικές Οµάδες. Κρίσιµο στοιχείο είναι η ουσιαστική λειτουργία των Κοµµατικών Οµάδων και η συνεργασία τους µε τα Γραφεία των Επιτροπών Περιοχής.
4. Η παρέµβαση του Κόµµατος και η ευθύνη του εργατικού κινήµατος για την κοινωνική συµµαχία σε αντικαπιταλιστική – αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση
Έχουν γίνει βήµατα στο να συνειδητοποιείται το γεγονός ότι η κοινωνική συµµαχία δεν αποτελεί απλά έναν συντονισµό διαφόρων σχηµάτων που φτιάχνονται για να διευκολύνουν την άνοδο του κινήµατος, αλλά συµµαχία κοινωνικών δυνάµεων στην κατεύθυνση της ανατροπής του καπιταλισµού και της οικοδόµησης του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού.
Πρόκειται για µια προοπτική που αντικειµενικά συµφέρει την πλειοψηφία των αυτοαπασχολούµενων τόσο της πόλης όσο και της υπαίθρου, τα λαϊκά στρώµατα, που υποφέρουν από τον ανταγωνισµό µε τα µονοπώλια, συνθλίβονται από το καπιταλιστικό κράτος που τα υπηρετεί.
Είναι ευθύνη πρώτα και κύρια της πρωτοπόρας τάξης, της εργατικής τάξης, να προετοιµάσει το έδαφος σε αυτήν την κατεύθυνση. Σήµερα αυτή η προσπάθεια παίρνει τη µορφή της έκφρασης αλληλεγγύης, της κοινής δράσης, του συντονισµού για οξυµένα λαϊκά προβλήµατα ανάµεσα στους φορείς των διαφόρων κινηµάτων.
Από αυτήν τη σκοπιά, πρέπει να σχεδιάζεται η συγκεκριµένη δουλειά των κοµµουνιστών µέσα στα σωµατεία, να δυναµώνει ο προσανατολισµός των συνδικάτων που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ σε αυτήν την κατεύθυνση. Με πρωτοβουλία των Εργατικών Κέντρων, των Οµοσπονδιών και των σωµατείων να αναπτύσσεται η επαφή µε τους φορείς των αυτοαπασχολουµένων (αγροτών, ΕΒΕ κ.λπ.) µε την κατάλληλη κάθε φορά µορφή και τρόπο απεύθυνσης. Η πείρα έχει δείξει ότι για να διαµορφώνονται προϋποθέσεις συσπείρωσης χρειάζεται συστηµατική δουλειά διαφώτισης από πριν, επεξεργασµένα πλαίσια που να φωτίζουν τις αιτίες και την προοπτική.
Σηµείο αναφοράς είναι τα κοινά συλλαλητήρια Εργατικών Κέντρων – αγροτικών φορέων µε κορύφωση το µεγάλο συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας τον Φλεβάρη ου 2024. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι δράσεις που έχουν αναπτυχθεί έχουν παροδικό χαρακτήρα, γεννιούνται και εξελίσσονται στη βάση αγώνων που ξεσπούν από την οξύτητα των προβληµάτων που εκδηλώνονται σε διάφορες συνθήκες, κύρια σε τοπικό επίπεδο καθώς και στην αλληλεγγύη του εργατικού µε το αγροτικό και φοιτητικό κίνηµα. Δεν έχει πάρει πιο στέρεα και µόνιµα χαρακτηριστικά στη βάση ενός κοινού πλαισίου διεκδικήσεων σε αντικαπιταλιστική – αντιµονοπωλιακή κατεύθυνση.
Ξεχωρίζει το παράδειγµα του συντονισµού κοινής δράσης εργατικών σωµατείων και φορέων του λαϊκού κινήµατος που αναπτύχθηκε στη Λάρισα, που έχει έναν πιο µόνιµο και διευρυµένο χαρακτήρα µε το πλαίσιο πάλης που επεξεργάζεται και προβάλλει σε κάθε φάση το Εργατικό Κέντρο Λάρισας. Χωρίς προχειρότητες και εκτιµώντας εκεί που ωριµάζει, οι Κοµµατικές Οργανώσεις µπορούν να δουν αντίστοιχες πρωτοβουλίες µόνιµου συντονισµού φορέων και σε άλλες περιοχές όπου υπάρχουν προϋποθέσεις. Σε αυτήν τη φάση, ό,τι έχει επιτευχθεί αφορά κοινή δράση στο επίπεδο των συνεπειών από την κυρίαρχη πολιτική, στη βάση της αντίθεσης στην κυβερνητική πολιτική. Παρότι σε αυτήν τη διαδικασία ανοίγονται αιχµές για τον ρόλο του αστικού κράτους, την πολιτική στήριξης των µονοπωλίων, τον ρόλο της ΕΕ, εντούτοις απέχει πολύ ακόµα από αυτό που χαρακτηρίζεται αντιµονοπωλιακός – αντικαπιταλιστικός προσανατολισµός.
Ο συγκριτικά πιο αρνητικός συσχετισµός π.χ. στο κίνηµα των ΕΒΕ σε σχέση µε το αγροτικό κίνηµα, το γεγονός ότι δεν έχει διαχωριστεί το κίνηµα των αυτοαπασχολουµένων από την κυριαρχία των καπιταλιστών, κάνει πιο απαιτητική την ιδεολογικοπολιτική πάλη µέσα στο κίνηµα, την προώθηση πλαισίων πάλης σε αντιµονοπωλιακή – αντικαπιταλιστική κατεύθυνση και όχι στενά συντεχνιακή. Το ίδιο απαιτείται και στους αγρότες που έχουν γίνει ορισµένα βήµατα, ώστε να συνειδητοποιείται και να γίνεται ολοένα και περισσότερο αποδεκτή η ανάγκη κοινής δράσης µε τους υπόλοιπους εργαζόµενους στο κίνηµα. Σε αυτήν την κατεύθυνση βοήθησε, κατά τους πρόσφατους κύκλους αγροτικών κινητοποιήσεων, η επεξεργασµένη παρέµβαση για το θέµα της µεγάλης διαφοράς στην τιµή «από το χωράφι στο ράφι», που αναδείκνυε τα µονοπώλια και το κράτος που τα υπηρετεί ως τον κοινό αντίπαλο των αγροτών, των εργατών και των υπόλοιπων λαϊκών στρωµάτων. Αυτό το ζήτηµα αποτέλεσε βασική αιχµή παρέµβασης τόσο των εργατικών συνδικάτων που συµπαρατάχτηκαν στις αγροτικές κινητοποιήσεις όσο και των αγροτικών – συνδικαλιστικών δυνάµεων που συσπειρώνονται στην Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων (ΠΕΜ). Η επιµονή στη στοχοποίηση του κοινού αντιπάλου αποτελεί ένα καθοδηγητικό νήµα, που µπορεί να συµβάλει στο να συνειδητοποιείται βαθύτερα η ανάγκη δράσης µε χαρακτηριστικά µονιµότερου συντονισµού.
Σίγουρα ξεχωρίζει, ως καθοδηγητικό ζητούµενο, το πώς σε όλα τα κινήµατα κατακτιέται, να διαπερνά την καθηµερινότητα της συλλογικής δράσης, η πάλη για τα µεγάλα γενικά κοινωνικά προβλήµατα, σε κατεύθυνση διεκδίκησης του συνόλου των σύγχρονων αναγκών, που αντικειµενικά µπορούν να αποτελέσουν και το έδαφος της κοινής δράσης των εν δυνάµει συµµάχων κοινωνικών δυνάµεων.
Στο κίνηµα των αυτοαπασχολουµένων ΕΒΕ απαιτείται επίµονη προσπάθεια για να διευρυνθεί το πλαίσιο πάλης, πέραν των άµεσων ζητηµάτων φορολογίας, χρεών κ.λπ., κυρίως όµως για να καµφθούν συντεχνιακές διεκδικήσεις, που κυριαρχούν όπου δεν είµαστε πλειοψηφία. Η πανδηµία έδωσε ορισµένη θετική πείρα. Θετική προσπάθεια έγινε επίσης µε αφορµή τα «Τέµπη», τις πληµµύρες στη Λάρισα, την Υγεία, τους πλειστηριασµούς.
Στο αγροτικό κίνηµα έχει βοηθήσει η προσπάθεια ενιαιοποίησης του πλαισίου πάλης, το οποίο εµπλουτίζεται και επικαιροποιείται µε βάση τα τρέχοντα οξυµένα προβλήµατα και ανοίγει µια σειρά από ζητήµατα που αφορούν γενικότερα τη ζωή στην ύπαιθρο.
Β. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥΣ
1. Τα λαϊκά µεσαία στρώµατα στην πορεία από το 21ο Συνέδριο µέχρι σήµερα. Ιδιαίτερες οι απαιτήσεις της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης στους αυτοαπασχολούµενους
Στην περίοδο από το 21ο Συνέδριο δεν σηµειώθηκαν ριζικές αλλαγές στην εξέλιξη των λαϊκών µεσαίων στρωµάτων, ώστε σήµερα να εντοπίζουµε νέες τάσεις. Η επιστροφή της οικονοµίας σε ρυθµούς ανάπτυξης, έστω και χαµηλούς µετά την πανδηµία, ευνόησε ιδιαίτερα την αυτοαπασχόληση στους κλάδους επισιτισµού – τουρισµού, κατασκευών, λογιστικών – φοροτεχνικών υπηρεσιών, συνοδευµένη όµως από συνθήκες υπερεργασίας. Αντίθετα, ο περιορισµός της αυτοαπασχόλησης στο λιανικό εµπόριο συνεχίστηκε, παρά την ανάπτυξη συνολικά του κλάδου. Η τάση συγκεντροποίησης ενισχύθηκε και από το ηλεκτρονικό εµπόριο και τις ψηφιακές πλατφόρµες.
Οι µηχανισµοί ενσωµάτωσης και εξαγοράς, που αφορούν τους αυτοαπασχολούµενους, διαπερνούν το σύνολο του αστικού κρατικού µηχανισµού (κεντρικού και τοπικού), µε την εµπλοκή όλων των αστικών κοµµάτων, στοιχείο που αντικειµενικά εξασφαλίζει την πρόσδεση των µικροαστικών στρωµάτων στην εξουσία της αστικής τάξης.
Ο αυτοτελής ιδεολογικοπολιτικός αγώνας του Κόµµατος στους αυτοαπασχολούµενους και στη διαπάλη που διεξάγεται µέσα στο κίνηµά τους έχει ιδιαίτερη απαιτητικότητα, αφού απευθύνεται σε ατοµικούς ιδιοκτήτες, που συχνά χρησιµοποιούν µισθωτή εργασία κι αισθάνονται να θίγονται από κατακτήσεις της εργατικής τάξης (υποχρεωτική ασφάλιση, αυξήσεις µισθών, ωράριο εργασίας κ.λπ.). Την ίδια στιγµή, η αντικειµενική τάση επιδείνωσης των λαϊκών τµηµάτων των αυτοαπασχολουµένων είναι το έδαφος για τη συσπείρωσή τους µε το ΚΚΕ.
Η άνοδος της πολιτικής επιρροής του Κόµµατος που καταγράφηκε στις εκλογές της περιόδου (βουλευτικές, δηµοτικές, περιφερειακές, ευρωεκλογές) εκφράστηκε και στους αυτοαπασχολούµενους. Ωστόσο, καθυστερεί σηµαντικά η εξειδικευµένη αυτοτελής ιδεολογική – πολιτική µας παρέµβαση, όχι τόσο ως προς τρέχουσες ανάγκες τους, την αντικειµενική τάση συρρίκνωσής τους στον καπιταλισµό, αλλά ως προς τη δηµιουργική τους ένταξη στην πάλη για τον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό, µέσα και από την κατανόηση της θέσης που θα έχουν στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής παραγωγής.
Επιβεβαιώνεται ότι απαιτείται ένας πιο ισχυρός πυρήνας κοµµατικών µελών και οπαδών αυτοαπασχολουµένων σε όλα τα µεγάλα αστικά κέντρα και κλάδους. Τα σταθερά βήµατα που σηµειώνονται σε ορισµένες πόλεις, αναδεικνύουν ότι όπου εξασφαλίζεται σχετική βελτίωση στην ικανότητα καθοδήγησης της παρέµβασής µας σε αυτές τις κοινωνικές δυνάµεις, οδηγεί και σε σταθεροποίηση της κοµµατικής παρέµβασης και των αποτελεσµάτων.
Η παρέµβαση του Κόµµατος για την ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής – αντιµονοπωλιακής γραµµής πάλης στο συνδικαλιστικό κίνηµα των αυτοαπασχολουµένων έγινε πιο σύνθετη λόγω της µεγάλης αντιφατικότητας που χαρακτηρίζει την πορεία της αυτοαπασχόλησης, ειδικότερα των πιο λαϊκών τµηµάτων.
Τα βασικά µέτωπα που ξεχώρισαν αυτήν την 4ετία ήταν η πάλη για την απόκρουση των συνεπειών από την περίοδο της πανδηµίας και στη συνέχεια ενάντια στον νέο φορολογικό νόµο και τον ψηφιακό στραγγαλισµό των µικροεπιχειρήσεων (βλ. Mydata), στα οποία οι δυνάµεις µας πρωτοστάτησαν. Επίσης, συµµετείχαν στις κινητοποιήσεις για τις συνέπειες από φυσικές καταστροφές, για την εκτίναξη των τιµών στην Ενέργεια, ενάντια στους πλειστηριασµούς, αλλά και σε ορισµένες µαζικές κλαδικές κινητοποιήσεις π.χ. ταξί, λογιστές. Θετικές ήταν πρωτοβουλίες π.χ. για την προστασία από επαγγελµατικές ασθένειες και ατυχήµατα, µε αποτέλεσµα µια ευρύτερη συσπείρωση σωµατείων.
Ωστόσο, η αγωνιστική δραστηριότητα των αυτοαπασχολουµένων – πλην των επιστηµόνων αυτοαπασχολουµένων- σε σχέση µε άλλες κοινωνικές δυνάµεις, παραµένει γενικά χαµηλή, παρά τη συσσωρευµένη ανασφάλεια.
Ο συσχετισµός στο συνδικαλιστικό κίνηµα παραµένει αρνητικός, παρά τις αυξοµειώσεις της επιρροής µας από κλάδο σε κλάδο. Καταγράφουµε διακριτή άνοδο στην ΕΣΕΕ και τους εµπορικούς συλλόγους, έχει σταθεροποιηθεί το κύρος της ΟΒΣΑ, που εξακολουθεί να λειτουργεί ως αγωνιστική προµετωπίδα στην Αττική, βελτιώνεται η κατάσταση στη Λάρισα, δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη ή και σε ορισµένους κλάδους όπως οι φοροτέχνες/λογιστές. Ταυτόχρονα όµως παραµένουν καθυστερήσεις σε µαζικούς κλάδους όπως οι Κατασκευές, οι Μεταφορές, οι λαϊκές αγορές, που αντανακλώνται και στη συνδικαλιστική µας επιρροή στη ΓΣΕΒΕΕ.
Η υπόθεση συγκρότησης αγωνιστικού Πανελλαδικού Πόλου Οµοσπονδιών – σωµατείων ΕΒΕ παραµένει ουσιαστικά στάσιµη όσο δεν µετράµε βήµατα στην αλλαγή συσχετισµού στα πρωτοβάθµια σωµατεία και τις δευτεροβάθµιες Οµοσπονδίες, τοπικές και κλαδικές.
Δύο παράγοντες επιδρούν συνδυαστικά: Ο µικρός αριθµός των δικών µας δυνάµεων ώστε να επιδρούµε πιο αποφασιστικά και η κυριαρχία των εκπροσώπων των καπιταλιστών στα συνδικαλιστικά όργανα του κινήµατός τους, που πολιτικά εκφράζεται µε κυριαρχία των ΝΔ – ΠΑΣΟΚ και µε συστηµατική παρέµβαση µηχανισµών (δήµων, Περιφερειών, συνδικαλιστικών και επιµελητηριακών µηχανισµών) που διαµορφώνουν σχέσεις υλικής ενσωµάτωσης, εξαγοράς.
2. Το κύριο πρόβληµα της κοµµατικής δουλειάς
Το κύριο πρόβληµα εντοπίζεται στη δυσκολία συνδυασµένης καθοδήγησης σε όλη τη δοµή του συνδικαλιστικού κινήµατος, ή έστω στους µαζικότερους φορείς του, στο περιεχόµενο, στην επεξεργασία και προώθηση της γραµµής µας, αλλά στα αναγκαία οργανωτικά µέτρα που απαιτούνται ανά πόλη, κλάδο, µε σχέδιο διάταξης δυνάµεων, συγκρότησης Βοηθητικών Επιτροπών και Κοµµατικών Οµάδων, σταθερό έλεγχο. Πρόκειται για παρέµβαση απαραίτητη ώστε να αντιµετωπίζουµε τα εµπόδια που ορθώνουν οι άλλες δυνάµεις, εκεί όπου δρούµε ως µειοψηφία αλλά και να εξασφαλίζουµε σταθερά αναβαθµισµένη λειτουργία του Οργάνου ώστε να επιδρά στη µαζικοποίηση και µαχητικοποίηση ευρύτερων δυνάµεων εκεί όπου πλειοψηφούµε.
Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτείται:
• Ένταξη όλων των κοµµατικών µελών αυτοαπασχολουµένων στα σωµατεία τους ανεξάρτητα από την κοµµατική οργανωτική ένταξή τους (αν εντάσσονται δηλαδή σε ΚΟΒ ΕΒΕ ή Εδαφική).
• Καταγραφή και αξιολόγηση του κοµµατικού περίγυρου. Εξασφάλιση αντίστοιχης ένταξής του στο µαζικό κίνηµα, στο αντίστοιχο σωµατείο και στις αγωνιστικές δραστηριότητές του.
• Επιβεβαιώνουµε ως βασικούς κλάδους στην παρέµβασή µας το Εµπόριο και τους εµπορικούς συλλόγους, τα κλαδικά σωµατεία στις Κατασκευές (ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, ψυκτικοί), τη Μεταποίηση (κύρια µέταλλο, ξύλο), την Εστίαση, την επισκευή αυτοκινήτων, στους φοροτέχνες/λογιστές, στις λαϊκές αγορές καθώς και σε άλλα σωµατεία που κρίνουµε κατά περιοχή ότι µπορούµε να έχουµε θετικά αποτελέσµατα.
Επικεντρώνουµε στα εξής κύρια ζητήµατα καθοδήγησης των αυτοαπασχολουµένων της πόλης:
• Συνέχεια του ιδεολογικοπολιτικού εξοπλισµού µε τις Αποφάσεις της Συνδιάσκεψης, ώστε να κατανοούνται οι ιεραρχήσεις σε ποιους επαγγελµατίες απευθυνόµαστε, να κατανοούνται οι εγγενείς αντιφάσεις στη ριζοσπαστικοποίηση των µικροαστικών στρωµάτων, από το στελεχικό δυναµικό ιδίως. Η υποτίµηση της δουλειάς από την πλευρά οργάνων και στελεχών, η µη έγκαιρη αντιµετώπιση σχηµατοποιήσεων και υποκειµενισµών έχει ως αποτέλεσµα τέτοιες κοινωνικές δυνάµεις -πολυπληθείς στα αστικά κέντρα- να διαµορφώνουν ανασταλτικές συνθήκες και για τη στάση της εργατικής τάξης.
• Οργάνωση πιο συστηµατικής ιδεολογικοπολιτικής συζήτησης µε τον περίγυρο του Κόµµατος µε άξονα την προγραµµατική θέση µας για το πώς στον σοσιαλισµό το µεγαλύτερο µέρος των αυτοαπασχολουµένων εντάσσεται άµεσα στην κοινωνική παραγωγή και στον κεντρικό σχεδιασµό ως εργαζόµενοι, ενώ παραµένουν ελάχιστες µορφές αυτοαπασχόλησης, θέση που πρέπει να συνδυάζεται και µε τη διαφώτιση για την αντικειµενική πορεία τους στον καπιταλισµό, παρά τις αντιφάσεις µε τις οποίες εξελίσσεται. Χρειάζεται υποµονή, γιατί το στοιχείο της ατοµικής ιδιοκτησίας δεν ξεριζώνεται εύκολα, έχει υπαρκτή υλική βάση. Αλλά, κι από την άλλη, οι συνέπειες της υπερεργασίας στην υγεία, στην ποιότητα ζωής, οι συνέπειες της ατοµικής ευθύνης της επιχειρηµατικότητας διαµορφώνουν όρους κατανόησης του πλεονεκτήµατος της άµεσα κοινωνικής παραγωγής, κρατικού εµπορίου και των κοινωνικών υπηρεσιών. Μόνο σε αυτήν την κατεύθυνση είναι δυνατή η διαµόρφωση µιας πρωτοπορίας, πολύ περισσότερο η στρατολογία των πιο πρωτοπόρων στοιχείων από αυτό το κοινωνικό στρώµα στο Κόµµα της εργατικής τάξης.
• Καλύτερη παρακολούθηση εξελίξεων και τάσεων. Κατανόηση της αντιφατικής πορείας των αυτοαπασχολουµένων και της µεγάλης ανοµοιογένειας από κλάδο σε κλάδο, περιοχή σε περιοχή, ανάλογα µε τις αστικές προτεραιότητες, τον ρυθµό συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, τις ανάγκες των µονοπωλίων για «στεφάνη» µικρών επιχειρήσεων κ.λπ.
Συνέχεια στη θετική προσπάθεια µελέτης των µεταβολών των αυτοαπασχολουµένων χωρίς προσωπικό στους βασικούς κλάδους, αλλά και σχετικά νέων φαινοµένων, όπως η επέκταση του ηλεκτρονικού εµπορίου και η κυριαρχία των ψηφιακών πλατφορµών στο Εµπόριο, µε παραπέρα εµβάθυνση. Πιο συστηµατική µελέτη για την παρέµβαση της Τοπικής και Περιφερειακής Διοίκησης, για την εκτίµηση της πορείας σχετικών προγραµµάτων (π.χ. open malls) σε συνεργασία µε την αντίστοιχη Διατµηµατική Επιτροπή και τις Κοµµατικές Οργανώσεις.
• Κατάκτηση τακτικής συζήτησης στα Όργανα. Συγκεκριµένη εξέταση της προόδου που σηµειώνεται, των δυσκολιών που καλούµαστε σε κάθε φάση να ξεπεράσουµε, της επεξεργασίας της διαπάλης. Επιλογή κατάλληλων υπευθύνων χωρίς συνεχείς αλλαγές στις χρεώσεις, ουσιαστική κατανόηση της καθοδηγητικής τους ευθύνης στο πλαίσιο του καταµερισµού του Οργάνου. Συγκρότηση και συστηµατική καθοδήγηση Κοµµατικών Οµάδων και Βοηθητικών Επιτελείων δίπλα στα όργανα.
• Σχέδιο οικοδόµησης κατά κλάδο. Ειδική δουλειά διαµόρφωσης κοµµατικών πυρήνων, παρέµβαση στα αντίστοιχα σωµατεία, αξιοποιώντας το σύνολο των κοµµατικών δυνάµεων ΕΒΕ. Επεξεργασµένη γραµµή, για να πρωτοστατήσουµε στις εξελίξεις που συχνά έχουν διαφορετική ένταση και απαιτήσεις ανά κλάδο.
• Συγκεκριµένη µελέτη σε ζητήµατα διάταξης που αντικειµενικά προκύπτουν από τα παραπάνω: Η διάταξη µε Κλαδικές ΚΟΒ στις Τοµεακές Οργανώσεις σε ΚΟ Αττικής και Κεντρική Μακεδονία δίνει θετική πείρα, ενώ παραµένει η ανάγκη ενίσχυσης της καθοδηγητικής δουλειάς στις Εδαφικές Τοµεακές Οργανώσεις. Να εξεταστεί το ενδεχόµενο συγκρότησης Τοµεακής Επιτροπής σε µεγάλα αστικά κέντρα καθώς και στα υπόλοιπα µικρότερα αστικά κέντρα, η συγκρότηση νέων ΚΟΒ ΕΒΕ και στην πορεία, ανάλογα µε την πρόοδο, η συγκρότηση Κλαδικών ΚΟΒ κατασκευών/µεταποίησης, υπηρεσιών, εµπορίου, εστίασης.
• Ιδιαίτερο καθοδηγητικό ζήτηµα συνιστά η καλλιέργεια διάθεσης για προσφορά στη βάση της στρατηγικής του Κόµµατος, µε τον απαραίτητο ιδεολογικοπολιτικό εξοπλισµό, η αναβαθµισµένη ατοµική στήριξη, ώστε να µαχητικοποιούνται δυνάµεις, να αναδεικνύονται οργανωτικά και συνδικαλιστικά στελέχη σε συνθήκες επιµήκυνσης του χρόνου εργασίας που αφορά και τα µέλη του Κόµµατος.
Γ. ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΕ ΑΥΤΟ
1. Η κατάσταση στους βιοπαλαιστές αγρότες, η ανασυγκρότηση του κινήµατος και η ενίσχυση της αντιµονοπωλιακής κατεύθυνσης
Οι συνθήκες βιοπορισµού των αγροτών αντικειµενικά έχουν δυσκολέψει. Παράγοντες που επιδρούν σε αυτήν την εξέλιξη είναι η πολιτική και ο σχεδιασµός της ΚΑΠ της ΕΕ, που εξειδικεύεται µε τις κυβερνητικές αποφάσεις, η καταστροφή µεγάλου µέρους της παραγωγής από φυσικά φαινόµενα, οι χαµηλές τιµές που σε αρκετά προϊόντα δεν καλύπτουν το υψηλότατο κόστος παραγωγής κ.ά. δηλαδή ουσιαστικά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστηµα, οι οικονοµικοί νόµοι που το διέπουν. Η όξυνση των προβληµάτων έχει αντιφατική επίδραση στη συνείδηση των αγροτών. Αρκετοί είναι οι αγρότες που κατανοούν την κατάσταση, αγωνιούν για την προοπτική τους ως αγροτοπαραγωγοί, για τη δυνατότητα να έχουν ικανοποιητικό εισόδηµα και δείχνουν διάθεση να αγωνιστούν. Από την άλλη, η δυσκολία επιβίωσης φέρνει απογοήτευση που µπορεί, σε ορισµένες περιπτώσεις, να εκφράζεται και µε χαµηλή συµµετοχή στις κινητοποιήσεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ παρεµβαίνει επεξεργασµένα, µε σχέδιο, ώστε να ενσωµατώσει κάθε αγροτικό φορέα που εκδηλώνει ακόµα και την παραµικρή αγωνιστική πρόθεση: Με συνεχείς συναντήσεις στο υπουργείο, µε µοίρασµα και ορισµένων χρηµάτων τις παραµονές των κινητοποιήσεων και πολύ περισσότερων υποσχέσεων και «ταξιµάτων» για επιπλέον κονδύλια που θα διεκδικηθούν από την ΕΕ, µε ρουσφέτια, ακόµα και µε εκβιασµό ή και εκφοβισµό. Τα υπόλοιπα αστικά κόµµατα στα λόγια υποστηρίζουν τον δίκαιο αγώνα των αγροτών, στην πράξη παίζουν αποτρεπτικό ρόλο στη συµµετοχή στα µπλόκα, πολύ περισσότερο µε την Πανελλαδική Επιτροπή των Μπλόκων (ΠΕΜ). Υπονοµευτικός είναι ο ρόλος της Τοπικής – Περιφερειακής Διοίκησης, των συνεταιρισµών, των Οµάδων Παραγωγών, των διεπαγγελµατικών οργανώσεων, που πραγµατοποιούν και στηρίζουν διάφορες συσκέψεις στον αντίποδα των συσκέψεων µε πρωτοβουλία της Πανελλαδικής Επιτροπής Μπλόκων (ΠΕΜ). Επιδιώκουν να συζητιούνται τα αγροτικά προβλήµατα χωρίς να προσανατολίζονται στην ανάπτυξη αγώνων. Αυτήν την τάση διαβούλευσης µε την κυβέρνηση αντιπροσωπεύουν και ορισµένοι αγροτικοί φορείς. Προσπαθούν να σπείρουν την απογοήτευση και τη µοιρολατρία προκειµένου να υπονοµεύσουν τις αγροτικές κινητοποιήσεις και ιδιαίτερα αυτές µε τη µορφή µπλόκου. Καταφεύγουν σταθερά στον αντικοµµουνισµό και τη στοχοποίηση της ΠΕΜ, µε στόχο να αποµακρύνουν δυνάµεις που την προσεγγίζουν και σε ορισµένες περιπτώσεις το καταφέρνουν.
Οι αγροτικές κινητοποιήσεις µε τη µορφή µπλόκου της περιόδου 2022-2025 ήταν αποτέλεσµα επίµονου κοµµατικού σχεδιασµού για επεξεργασία αιτηµάτων, για διεργασίες από τα κάτω µε συντονισµό φορέων, που δεν ήταν µόνο αγροτικοί, όπως για παράδειγµα στη Θεσσαλία και αλλού για τις πληµµύρες και τις µεγάλες καταστροφές. Ήταν αποτέλεσµα της δουλειάς του οργανωµένου κινήµατος στο οποίο δρουν τα µέλη και στελέχη του Κόµµατος, µε καλύτερο προσανατολισµό ανοίγµατος στους αγρότες και κύρια σε αυτούς που εξαρτούν την επιβίωσή τους από την αγροτική δραστηριότητα, µε βάση τα συνδυασµένα κριτήρια που έχουµε προσδιορίσει. Στην αποκορύφωση των κινητοποιήσεων της περιόδου Δεκέµβρη 2023 – Φλεβάρη 2024, που έβαζαν στο στόχαστρο και την ΚΑΠ, συνέβαλαν και οι αγροτικές κινητοποιήσεις σε µεγάλες χώρες της ΕΕ. Η µαζικότητα αλλά και οι µορφές των ευρωπαϊκών αγροτικών κινητοποιήσεων άσκησαν επίδραση στη συνείδηση των αγροτών στην Ελλάδα και συνέβαλαν στη µαζική κινητοποίηση και αγροτών που δεν είχαν ξαναβγεί µέχρι τότε σε µπλόκα. Αναπτύχθηκαν µπλόκα και πολύµορφες κινητοποιήσεις σε όλη την Ελλάδα από τον Έβρο µέχρι την Κρήτη και από την Ήπειρο µέχρι και τη Ρόδο, µε τη Θεσσαλία να παίζει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξή τους, παρά το γεγονός ότι δεν έγινε κατορθωτό το στήσιµο ενιαίου µπλόκου στη Νίκαια.
Έγιναν ορισµένα βήµατα στη δουλειά µε το ενοποιητικό διεκδικητικό πλαίσιο της ΠΕΜ το οποίο είχε ευρύτερη επίδραση σε αγρότες και ήταν το βασικό εργαλείο της παρέµβασής µας σε όλες τις κινητοποιήσεις της περιόδου. Στη διαπάλη αντιµετωπίστηκαν σε έναν βαθµό, κυρίως µέσω του πλαισίου πάλης, ζητήµατα που έχουν να κάνουν µε τη διάσπαση ανά περιοχή ή ανά προϊόν, τα οποία υποδαυλίζονται από τον αντίπαλο στο έδαφος υπαρκτών διαφοροποιήσεων ως προς το αγροτικό εισόδηµα και τη σχέση του µε τις επιδοτήσεις. Το κύριο είναι η διείσδυση σε πολιτικά αποπροσανατολισµένες και χειραγωγούµενες λαϊκές δυνάµεις, αξιοποιώντας τις νέες δυνατότητες που ανοίχτηκαν, να δυναµώσει η επαφή και η ιδεολογική – πολιτική συζήτηση µε ευρύτερες αγροτικές δυνάµεις.
Κατανοείται πλέον καλύτερα ότι η ΠΕΜ είναι µορφή πανελλαδικού συντονισµού των Αγροτικών Συλλόγων (ΑΣ) και των Οµοσπονδιών Αγροτικών Συλλόγων (ΟΑΣ) µε ένα ενιαίο συνεκτικό πλαίσιο πάλης που κατά καιρούς επικαιροποιείται. Η ΠΕΜ έχει ως άτυπο όργανο τη Γραµµατεία της όπου σήµερα συµµετέχουν εκπρόσωποι ΟΑΣ και ΑΣ. Είναι αγροτοσυνδικαλιστές κοµµουνιστές και από άλλους πολιτικούς χώρους. Οι οικονοµικές και πολιτικές εξελίξεις, η διαπάλη µέσα στην ΠΕΜ δείχνει ότι η πορεία αγροτοσυνδικαλιστών ως προς την πολιτική συνειδητοποίησή τους είναι αντιφατική, µε αποτέλεσµα να υπάρχουν και πιο σταθερή και πιο συνειδητή συµπόρευση κάποιων, αλλά και ταλαντεύσεις και πισωγυρίσµατα κάποιων άλλων. Αυτό επιδρά όχι µόνο θετικά αλλά και αρνητικά στη λειτουργία της ΠΕΜ.
Σε κάθε περίπτωση, ανασυγκρότηση του κινήµατος σηµαίνει µαζικοποίηση των ΑΣ, των ΟΑΣ, συγκρότηση νέων ΑΣ ανά χωριό ή οµάδα χωριών και ΟΑΣ σε επίπεδο νοµού, ριζοσπαστικοποίηση του πλαισίου πάλης, ζωντανή λειτουργία και παρέµβαση που συµβάλλει στο να ξεπερνιούνται δυσκολίες επίδρασης σε ευρύτερο κόσµο. Να αντιµετωπιστεί το σοβαρό πρόβληµα στη λειτουργία των δοµών του κινήµατος που διαπιστώνεται σε αρκετές περιπτώσεις, που εκφράζεται και ως σηµαντική και επικίνδυνη καθυστέρηση ή αλλεπάλληλη αναβολή εκλογών σε Αγροτικούς Συλλόγους (ΑΣ), στα συνέδρια σε Οµοσπονδίες Αγροτικών Συλλόγων (ΟΑΣ). Χρειάζεται µεγαλύτερη επιµονή, ευθύνη να µην κατακερµατίζεται µια πανελλαδική δράση στην οποία καλεί η ΠΕΜ. Είναι όρος για την αναζωογόνηση των Συλλόγων η προσέλκυση σε αυτούς των πολλών νέων ανθρώπων που συµµετέχουν στα µπλόκα που είναι νέοι αγρότες, παιδιά αγροτών κ.λπ. Πολλοί από αυτούς δεν κατοικούν στα χωριά αλλά στις πόλεις – κωµοπόλεις εξαιτίας των ελλείψεων σε υποδοµές κ.λπ. των χωριών. Γι’ αυτό έχει σηµασία η συζήτηση και η δράση των ΑΣ να επεκτείνεται και σε γενικότερα ζητήµατα µε επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες. Έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί η εµπειρία σε ό,τι αφορά τις µορφές πάλης, να εναλλάσσονται σε µια διαδικασία κλιµάκωσης ή και αποκλιµάκωσης του αγώνα, να εµφανίζονται και νέες. Έχει σηµασία αυτή η πείρα να µεταδοθεί, να γίνει αντιληπτή από το σύνολο του κοµµατικού δυναµικού, ώστε να µεταδίδεται και σε πιο άπειρες αγροτικές δυνάµεις, να γίνεται ικανότητα διαπάλης µέσα στο κίνηµα.
Παραµένει η ανάγκη διεύρυνσης της συζήτησης για τις αιτίες των προβληµάτων, ώστε αυτά να συσχετίζονται µε το κοινωνικοοικονοµικό και κατά συνέπεια το πολιτικό σύστηµα, τον καπιταλισµό και να αναδεικνύεται η ανάγκη µονιµότητας και κατεύθυνσης της πάλης κ.λπ. Μας ανοίγει δρόµους η επιµονή στη διαπάλη στο θέµα της ΚΑΠ, τον ρόλο και τον προσανατολισµό που έχει, ότι µόνο χειρότερη γίνεται καθώς εξυπηρετεί τα συµφέροντα των αντιπάλων των αγροτών που είναι ίδιοι µε τους αντιπάλους των εργατών. Ιδιαίτερα τώρα που ο σκεπτικισµός των αγροτών έχει µεγαλώσει και συνειδητοποιείται καλύτερα κι από άλλες λαϊκές δυνάµεις ότι πράγµατι η ΚΑΠ είναι εργαλείο συγκέντρωσης της παραγωγής και της γης σε λιγότερα χέρια, έχει αυξηθεί η αµφισβήτηση της ΕΕ ή ακόµα και η αποδοχή ότι στέκεται εχθρικά απέναντι στους αγρότες. Ταυτόχρονα, απαιτείται συνεχής επεξεργασµένη και προσανατολισµένη παρέµβαση για αποδυνάµωση της απατηλής πολιτικής θέσης για µεταρρύθµιση της ΚΑΠ προς όφελος των βιοπαλαιστών αγροτών σε όλη την ΕΕ. Δυνατότητες για πιο µαζικό άνοιγµα της συζήτησης αυτής δηµιουργήθηκαν µετά την πρόσφατη αποκάλυψη του µεγάλου σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, το οποίο δεσπόζει ακόµα στην πολιτική επικαιρότητα και αποδεικνύει µε τραγικό τρόπο όλα όσα προειδοποιούσε το ΚΚΕ και το ίδιο το αγροτικό κίνηµα µέσα από τις κινητοποιήσεις του ενάντια στην ΚΑΠ και τον τρόπο της χορήγησης των επιδοτήσεων. Ιδιαίτερα, κρίκο συσπείρωσης και κοινής δράσης µπορεί να αποτελέσει το επόµενο διάστηµα, µε ακόµα µεγαλύτερη ένταση, το αίτηµα εγχώριας παραγωγής φθηνών και ποιοτικών τροφίµων καθώς ακόµα και τα ίδια τα ευρωενωσιακά επιτελεία εκτιµούν ότι το πρόβληµα των τιµών των τροφίµων πρόκειται να οξυνθεί, οµολογούν ότι η υλοποίηση των στόχων της ΚΑΠ και της «εξωστρέφειας» οδηγεί σε περαιτέρω αυξήσεις των τιµών των τροφίµων.
Το επόµενο διάστηµα να ανοίξει καλύτερα στο αγροτικό κίνηµα το ζήτηµα της πάλης ενάντια στην εµπλοκή της χώρας στους ιµπεριαλιστικούς πολέµους µε την αποκάλυψη των συνεπειών από τη συµµετοχή στο ΝΑΤΟ και τους ιµπεριαλιστικούς σχεδιασµούς στην περιοχή, έχοντας ως αφετηρία τις συνέπειες των ιµπεριαλιστικών αντιθέσεων (π.χ. εµπάργκο σε Ρωσία) στο αγροτικό εισόδηµα, την εκτίναξη του κόστους παραγωγής (λιπάσµατα, άρδευση, Ενέργεια κ.λπ.) κ.ά. Σε αυτήν την πείρα να επενδυθεί η αποδυνάµωση ανοχής, αναµονής όχι µόνο στο σηµερινό κυβερνητικό κόµµα αλλά σε κάθε αστικό κόµµα και όλους µαζί τους συµµάχους τους. Η πολεµική προετοιµασία της ΕΕ απαιτεί επιπλέον κονδύλια από τον προϋπολογισµό της, ενώ στο πλαίσιο των συζητήσεων για την ΚΑΠ µετά το 2027 ήδη έχει βρεθεί στο τραπέζι το ενδεχόµενο ανακατεύθυνσης προς τα εκεί µέρους των κονδυλίων της.
Στη διαπάλη βρίσκεται σταθερά το «νέο µοντέλο» της αγροτικής παραγωγής, αυτό που βάζει πιο ωµά η κυβέρνηση αλλά και τα αστικά κόµµατα συνολικά, ακολουθώντας και τη γραµµή της ΕΕ για αγρότες – επιχειρηµατίες κ.λπ. Προσπαθούν να εγκλωβίσουν στη «διέξοδο» των διαφόρων προγραµµάτων – µέτρων της ΚΑΠ, κοµµένων και ραµµένων στα µέτρα της κερδοφορίας εµπόρων – βιοµηχάνων – τραπεζών, να τους φέρουν σε σύγκρουση µε το πλαίσιο αιτηµάτων της ΠΕΜ, όπως αυτά για τις εγγυηµένες τιµές στον παραγωγό, τη µείωση του κόστους παραγωγής, έργα υποδοµής και πρόληψης των καταστροφών, που βρίσκονται στον αντίποδα του σχεδιασµού µε κριτήριο τον καπιταλιστικό ανταγωνισµό. Υπάρχει µεγάλη πείρα στον αγροτόκοσµο που µε τη δική µας παρέµβαση µπορεί να κατασταλάζει σε γνώση: Αυτό το «νέο µοντέλο» είναι το παλιό, αυτό που βιώνει χρόνια, το µοντέλο της ΚΑΠ και του καπιταλισµού, που κατά διαστήµατα αλλάζει την προτίµησή του σε κάποιο προϊόν, καλλιέργεια κ.λπ.
Η ΠΕΜ και το οργανωµένο κίνηµα είναι σταθερά στο στόχαστρο όλων των αστικών πολιτικών δυνάµεων, είτε το οµολογούν φανερά είτε συγκαλυµµένα. Επιδιώκουν να στηρίξουν ένα κίνηµα που θα λειτουργεί ως συνοµιλητής και σύµβουλος της εκάστοτε κυβέρνησης και του υπουργείου. Προβάλλουν πιο έντονα ως στόχο ένα «νέο σύγχρονο» αγροτικό κίνηµα, στηριγµένο σε «νέα πρόσωπα», αιτήµατα και µορφές δράσης, τεχνοκρατικό και «ακηδεµόνευτο», που θα κάνει προτάσεις προς την κυβέρνηση µέσα στα όρια της ΚΑΠ και του συστήµατος. Με αυτό επιδιώκουν να πολεµήσουν το διεκδικητικό, αντιµονοπωλιακό αγροτικό κίνηµα. Στοχεύουν επίσης σε αγροτόκοσµο που κατορθώνει ακόµα να επιβιώνει και αξιοποιούν ως πολιορκητικό κριό την Περιφερειακή – Τοπική Διοίκηση, τους Συνεταιρισµούς, τις Διεπαγγελµατικές Οργανώσεις κ.λπ. Χρειάζεται καλύτερη προετοιµασία των δυνάµεών µας για την αποδόµηση της γραµµής «ακηδεµόνευτο – ακοµµάτιστο κίνηµα». Να µη διστάζουµε να ανοίγουµε την αναγκαία διαπάλη συνολικά στο κίνηµα (ΑΣ, ΟΑΣ, Επιτροπές Μπλόκων) αλλά και στη Γραµµατεία της ΠΕΜ. Δίνουµε µάχη να συµµετέχουν και να οργανώνονται σε Αγροτικούς Συλλόγους όλοι οι αγρότες που δείχνουν και την παραµικρή διάθεση να αγωνιστούν, χωρίς να εξετάζουµε την πολιτική τους τοποθέτηση. Δεν παραιτούµαστε από την προσπάθεια αυτό το κίνηµα να αποκτά περιεχόµενο που να στοχεύει τον πραγµατικό αντίπαλο των βιοπαλαιστών αγροτών, δηλαδή αντιµονοπωλιακό – αντιΚΑΠ περιεχόµενο, µε αιτήµατα – πλαίσιο πάλης µε αιχµή την επιβίωση των βιοπαλαιστών αγροτών, µε πανελλαδικό συντονισµό µέσω της ΠΕΜ κ.λπ. Αυτό δεν µπορεί να γίνει χωρίς την πρωτοπόρα παρέµβαση των κοµµουνιστών αγροτών που συµµετέχουν στους Αγροτικούς Συλλόγους, στις Οµοσπονδίες, στην ΠΕΜ. Χωρίς τη συγκεκριµένη παρέµβαση το κίνηµα δεν θα είναι τίποτε άλλο παρά δεκανίκι είτε της εκάστοτε κυβέρνησης και της ΕΕ, είτε της επιδίωξης µιας αστικής κυβερνητικής εναλλαγής, δεκανίκι επόµενης κυβέρνησης, ευάλωτο στη δηµαγωγία των αστικών κοµµάτων κ.λπ. Το «ακηδεµόνευτο» – «ακοµµάτιστο» που προβάλλουν οι άλλες αστικές και οπορτουνιστικές δυνάµεις είναι πλήρης κηδεµονία, χειραγώγηση από τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, τα µονοπώλια, τα αστικά κόµµατα, τις κυβερνήσεις και τις διακρατικές συµµαχίες τους.
2. Για την καθοδηγητική ικανότητά µας
Ζήτηµα διαπάλης είναι και η προσπάθεια που γίνεται να καλλιεργηθεί στους αγρότες κλίµα απογοήτευσης, ότι «µε τους αγώνες δεν βγαίνει τίποτα» κ.λπ. Απαιτείται καλή προετοιµασία, πιο στοχευµένη δουλειά, που να περιλαµβάνει εκτός από απτά παραδείγµατα για την ανάδειξη της πείρας από το τι έχει κερδίσει ο αγρότης από τον αγώνα του, από τον προσανατολισµό του κινήµατος και των αιτηµάτων του µε µέτωπο στις κυβερνήσεις, στους εµποροβιοµήχανους και την ΕΕ και µια δουλειά που να πηγαίνει σε µεγαλύτερο βάθος, να σχετίζεται µε την προοπτική του αγρότη στον καπιταλισµό και τη θέση του στον σοσιαλισµό.
Χρειάζεται να επιµείνουµε, ώστε να συνειδητοποιείται από τον βιοπαλαιστή αγρότη το γεγονός ότι η αγροτική παραγωγή είναι υποταγµένη στη βιοµηχανία, η οποία ελέγχει τόσο τις απαραίτητες εισροές της όσο και τις πρώτες ύλες που αυτή παράγει. Στον καπιταλισµό αυτή η πραγµατικότητα συνθλίβει τον αγρότη, που είναι αναγκασµένος να αγοράζει ακριβά τα βιοµηχανικά προϊόντα µιας χούφτας µονοπωλίων και να πουλάει φθηνά τα δικά του στα µονοπώλια της εµπορίας και της µεταποίησης, καθώς υπάρχει τεράστιο χάσµα ανάµεσα στην παραγωγικότητα της δικής του εργασίας και αυτής στη βιοµηχανία. Η εργατική εξουσία είναι αυτή που θα εξασφαλίσει την απαλλαγή του βιοπαλαιστή αγρότη από τα δεσµά του κεφαλαίου.
Ο γεωργός, ο κτηνοτρόφος, ο µελισσοκόµος, ο ψαράς δεν πρέπει να φοβηθεί τον στόχο της ανατροπής του σηµερινού συστήµατος της εκµετάλλευσης, το πέρασµα στην εργατική εξουσία της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασµού της παραγωγής, µε κρατικό εµπόριο και µε κίνητρο της παραγωγής την ικανοποίηση των διευρυνόµενων κοινωνικών αναγκών.
Απαιτείται συνεχής, σχεδιασµένη και ελεγχόµενη στην υλοποίησή της καθοδηγητική ευθύνη, όλων των Οργάνων από την ΚΕ και τις ΕΠ έως τις ΤΕ και τα Γραφεία των ΚΟΒ. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ουσιαστική και όχι κατ΄ όνοµα χρέωση υπευθύνων µε εξασφάλιση γνωστικών και χρονικών προϋποθέσεων για την ενασχόλησή τους, η καθοδηγητική έγνοια από τους Γραµµατείς των οργάνων, η εξασφάλιση συνθηκών συλλογικότητας, όπως συνεδριάσεις, συσκέψεις, συγκρότηση Βοηθητικών Επιτροπών σε επίπεδο ΕΠ και ΤΕ, Κοµµατικών Οµάδων και η ουσιαστική λειτουργία τους, µε επιµονή στον σχεδιασµό, εξειδίκευση, ιεραρχήσεις βηµάτων, προσαρµογές µε βάση την επικαιρότητα. Ειδικότερη πλευρά του σχεδιασµού αφορά την ανάδειξη νέων αγροτοσυνδικαλιστών, τη στοχευµένη στρατολόγηση αγροτών και αγροτισσών, την εξειδίκευση της ιδεολογικής δουλειάς στους αγρότες. Η στάθµη της παρέµβασης των κοµµουνιστών, σε συνδυασµό φυσικά µε τα αντίστοιχα µέτρα για να βελτιώνεται η διοχέτευση και η εµβέλεια των θέσεών µας στο στρώµα των αγροτών, είναι διαδικασία σύνθετη µε επιτυχίες αλλά και µε οπισθοχωρήσεις.
Δ. ΓΙΑ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΡΙΩΝ ΣΤΟ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ (ΟΓΕ)
Τα βήµατα που µετράµε από το 21ο Συνέδριο
Οι κατευθύνσεις του 21ου Συνεδρίου για τη δράση των κοµµουνιστριών στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα, µέσω των Συλλόγων και Οµάδων της Οµοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας (ΟΓΕ), είχαν συµβολή στον προσανατολισµό των καθοδηγητικών οργάνων για την ενίσχυση της συµµετοχής των γυναικών κοµµατικών µελών, κυρίως λόγω της πιο βαθιάς κατανόησης από τις κοµµουνίστριες του χαρακτήρα της ΟΓΕ. Ως µαζική οργάνωση συσπειρώνει γυναίκες µε κοινωνικοταξικά κριτήρια, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, αναπτύσσοντας αγωνιστική διεκδικητική δράση για κάθε πλευρά της οικονοµικής – κοινωνικής ζωής της γυναίκας και αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ταξικότητα της γυναικείας ανισοτιµίας, τον ρόλο των αστικών κυβερνήσεων και των κοµµάτων, που ακολουθούν τις κατευθύνσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην ένταση των σύγχρονων µορφών της γυναικείας ανισοτιµίας.
Το προηγούµενο διάστηµα, υπήρξαν ορισµένα βήµατα στην άνοδο της συσπείρωσης γυναικών εργατικής – λαϊκής ένταξης και καταγωγής στους Συλλόγους και τις Οµάδες της, στη συγκρότηση νέων Οµάδων της ΟΓΕ. Ταυτόχρονα, αναβαθµίζονται οι απαιτήσεις ώστε να ανέβει η ικανότητα των γυναικείων κοµµατικών µελών να δουλεύουν µε πλατύτερες µάζες γυναικών των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων, που δεν συµµετέχουν στα σωµατεία και στους Συλλόγους τους. Η ουσιαστική συµµετοχή των κοµµουνιστριών σε όλη τη δραστηριότητα των Γυναικείων Συλλόγων και Οµάδων της ΟΓΕ – και όχι η τυπική στις εκλογές για ΔΣ – είναι προϋπόθεση για την προσέλκυση στο κίνηµα νέων δυνάµεων γυναικών.
Για την περίοδο που εξετάζουµε, επιβεβαιώθηκε ότι κεντρικές πρωτοβουλίες της ΟΓΕ για κρίσιµα µέτωπα πάλης βοηθούν στην καλύτερη αφοµοίωση της γραµµής συσπείρωσης στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα, τροφοδοτώντας αντίστοιχες παρεµβάσεις των Συλλόγων και Οµάδων (Σ/Ο) της ΟΓΕ, όπως στο θέµα της πολύµορφης βίας κατά των γυναικών. Η κεντρική ηµερίδα της ΟΓΕ, µε τη συµµετοχή δεκάδων εργατικών σωµατείων και άλλων φορέων του λαϊκού κινήµατος, η έκδοση των υλικών της µαζί µε την αρθρογραφία του «Δελτίου», τις κεντρικές αγωνιστικές πρωτοβουλίες, που έχουν τροφοδοτήσει ουσιαστικά το περιεχόµενο και τις µορφές παρέµβασης των Σ/Ο. Αντίστοιχη θετική πείρα υπάρχει και από τη συζήτηση σε Σ/Ο της ανακοίνωσης της ΟΓΕ για τον νόµο σχετικά µε την επέκταση του γάµου και της κοινής γονικής µέριµνας σε οµόφυλα ζευγάρια, εκλαϊκεύοντας τις κοµµατικές θέσεις και προσαρµόζοντας την αντιπαράθεση µε την κυρίαρχη αντίληψη.
Παραµένει, όµως, η ανάγκη µιας πιο ουσιαστικής συζήτησης στα ΔΣ των Σ/Ο των θέσεων για τη γυναικεία ισοτιµία και χειραφέτηση, ώστε να γίνονται δύναµη διεκδικητικής δράσης για τα προβλήµατα των γυναικών, που να απευθύνεται και να συσπειρώνει, να µαχητικοποιεί νέες δυνάµεις. Βέβαια, η αφοµοίωση των θέσεων του Κόµµατος και της επεξεργασµένης προώθησής τους σε θέσεις και διεκδικητικό πλαίσιο της ΟΓΕ απαιτεί χρόνο συλλογικής µελέτης, συζήτησης και σχεδιασµού δράσης.
Την περίοδο αυτή εκφράστηκε µεγαλύτερη δυσκολία από τα γυναικεία κοµµατικά µέλη να δουλέψουν στους Συλλόγους και Οµάδες της ΟΓΕ µε το ζήτηµα του ιµπεριαλιστικού πολέµου και της στάσης του εργατικού – λαϊκού κινήµατος, που διαπερνά σταθερά ως κατεύθυνση τα υλικά, τις αγωνιστικές δράσεις της ΟΓΕ. Η αδυναµία στην αφοµοίωση των θέσεών µας έχει ως αποτέλεσµα είτε να κυριαρχούν πασιφιστικές αντιλήψεις, είτε να υπάρχει δυσκολία ενασχόλησης, είτε να µην µπορούν να αντιστοιχηθούν οι µορφές δράσης µε το περιεχόµενο. Έτσι αναχαιτίζεται η κατεύθυνση ώστε τα ΔΣ των Σ/Ο να ξεδιπλώσουν πρωτοβουλίες που θα ευαισθητοποιούν και θα κινητοποιούν ευρύτερα γυναίκες των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων, όχι µόνο ως έκφραση αλληλεγγύης στους λαούς που βρίσκονται στο στόχαστρο της ιµπεριαλιστικής επιθετικότητας, όπως ο Παλαιστινιακός λαός.
Παρά τα βήµατα που έχουν γίνει στην αφοµοίωση της γραµµής συσπείρωσης σε όλα τα µέτωπα πάλης, δεν αναιρούνται κενά ακόµα και σε θέµατα που βρίσκονται διαχρονικά στο επίκεντρο των αγωνιστικών πρωτοβουλιών των Σ/Ο, όπως της Υγείας που µπορεί να αποτελέσει κρίσιµο µέτωπο πάλης στην κοινή δράση της ΟΓΕ µε τα σωµατεία των υγειονοµικών, µε άλλα εργατικά σωµατεία, ενώσεις αυτοαπασχολουµένων, Αγροτικούς Συλλόγους, Φοιτητικούς Συλλόγους. Αντίστοιχα, στο µέτωπο της Παιδείας υπάρχουν µεγάλα περιθώρια εµπλουτισµού της δράσης των Γυναικείων Συλλόγων της ΟΓΕ µε ζητήµατα του περιεχοµένου της Εκπαίδευσης. Εξάλλου, η παρέµβαση της ΟΓΕ σε µαθητές/τριες στις σχολικές τάξεις και σε εκπαιδευτικούς µε περιεχόµενο πλευρές της γυναικείας ανισοτιµίας, που συζητιούνται στα σχολεία, συνεχίζει να ανοίγει δρόµους επικοινωνίας, επαφής και αγωνιστικής δράσης.
Τα παραπάνω αφορούν στη στήριξη από τα καθοδηγητικά όργανα των Κοµµατικών Οµάδων των Συλλόγων Γυναικών της ΟΓΕ, ώστε να ανταποκριθούν σε συνθήκες αντιφατικής εξέλιξης της συµµετοχής των γυναικών στην κοινωνική εργασία, της άρσης κάποιων ανισοτιµιών και ταυτόχρονα της διαµόρφωσης νέων ανισοτιµιών ή και ιδιαίτερων αναγκών. Σε αυτό το έδαφος αναζωογονήθηκε η αστική και οπορτουνιστική παρέµβαση στο φεµινιστικό κίνηµα, γεγονός που επιβάλλει πιο απαιτητική αντιπαράθεση από το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα.
Ζήτηµα προς κατάκτηση συνιστά η τακτική και ουσιαστική λειτουργία των ΔΣ των Σ/Ο της ΟΓΕ, η σταθερότητα, η συνέχεια στον σχεδιασµό δράσης τους, µε ανάθεση ευθύνης και σε άλλες γυναίκες του Σ/Ο. Συνεπώς, χρειάζονται συχνές Γενικές Συνελεύσεις, θεµατικές συσκέψεις για την εξασφάλιση της συµµετοχής όλο και περισσότερων γυναικών που συσπειρώνονται στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα. Απαιτείται δηµιουργικό πνεύµα από τις κοµµουνίστριες για να ξεπερνιούνται δυσκολίες που συναντούν στις συνεδριάσεις των ΔΣ, ως απόρροια και των σύγχρονων όρων εργασίας και ζωής των γυναικών µε τα ελαστικά και ακατάστατα ωράρια και µε την ευθύνη των παιδιών στις πλάτες των νέων µητέρων. Απαιτείται εµπιστοσύνη στις προτάσεις – πρωτοβουλίες και ανάθεση ευθύνης σε όλα τα µέλη των ΔΣ και των Σ/Ο.
Η στάση των κοµµουνιστριών στα ΔΣ και στις ΓΣ των Σ/Ο χρειάζεται να ενθαρρύνει τις γυναίκες που συσπειρώνονται να εκφράζουν απορίες, σκέψεις, προβληµατισµούς, προτάσεις, για να αναπτύσσεται η διαπάλη µε τις σύγχρονες αστικές και µικροαστικές αντιλήψεις για το γυναικείο ζήτηµα και το φεµινιστικό κίνηµα, να συνειδητοποιούνται οι ριζοσπαστικές διεκδικήσεις και τα αιτήµατα, να αποφασίζονται οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες και πολύµορφες παρεµβάσεις που θα διευρύνουν τους δεσµούς µε τις γυναίκες των λαϊκών δυνάµεων. Σε αυτήν τη βάση, οι συνεδριάσεις δεν θα καταλήγουν σε ένα στεγνό καθηκοντολόγιο – ηµερολόγιο εξορµήσεων για ένα ζήτηµα που αναδεικνύει η ΟΓΕ ή αφορά ευρύτερα το εργατικό – λαϊκό κίνηµα (π.χ. εξορµήσεις για απεργίες, κινητοποιήσεις ΠΑΜΕ, πλειστηριασµοί κ.λπ.) Η διακίνηση του «Δελτίου» της ΟΓΕ και των ανακοινώσεών της δεν θα γίνεται τυπικά, αλλά θα αξιοποιούνται ως όπλο ενηµέρωσης και διαφώτισης. Η πολιτιστική δηµιουργία µπορεί να αποτελέσει πηγή έµπνευσης, κοινωνικής ευαισθητοποίησης και συνειδητοποίησης καθώς και οι ερασιτεχνικές καλλιτεχνικές οµάδες µε ευθύνη των ΔΣ των Σ/Ο. Έτσι, µπορεί να ξεπεραστεί η επετειακή δράση αρκετών Σ/Ο µε αφορµή την 8η Μάρτη και την Παγκόσµια Μέρα εξάλειψης της βίας κατά των γυναικών.
Η δράση των κοµµουνιστριών στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα δεν έρχεται σε αντίθεση, δεν υποκαθιστά τη συµµετοχή των γυναικών στο κλαδικό ή επιχειρησιακό εργατικό Σωµατείο, στην Ένωση Αυτοαπασχολουµένων ή στον Εµπορικό Σύλλογο, στον Αγροτικό Σύλλογο. Αντίθετα, διαµορφώνει κίνητρα για τέτοια συµµετοχή, προϋποθέσεις για τον σχεδιασµό εξειδικευµένης παρέµβασης αυτών των σωµατείων στις γυναίκες µε αναφορά σε διεκδικήσεις για τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Σε αυτήν τη βάση, η ΟΓΕ συµβάλλει στην προώθηση της κοινωνικής συµµαχίας χωρίς να αντιπροσωπεύει µια ξεχωριστή κοινωνική συνιστώσα της.
Η κοινή δράση της ΟΓΕ µε φορείς της κοινωνικής συµµαχίας του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήµατος, του αγροτικού, των αυτοαπασχολούµενων, του φοιτητικού, άλλων επιµέρους κινηµάτων χρειάζεται να γίνει πιο ουσιαστική, ώστε να συµβάλλει στην ανάπτυξη της µαζικότητας των εκδηλώσεων και των µορφών πάλης, όπως και στην καλύτερη γνώση των κοινών προβληµάτων και των αιτιών τους. Να ξεπεράσει έναν τυπικό χαρακτήρα µε πρωτοβουλία είτε των καθοδηγητικών οργάνων, είτε των προέδρων των φορέων. Να κατακτήσουµε την ουσιαστική συνεργασία, µε συζήτηση του στόχου – του σχεδίου – του περιεχοµένου κάθε δράσης, των ενεργειών κλιµάκωσης, µε διατύπωση κοινών αιτηµάτων, του πλαισίου πάλης, της προετοιµασίας για υλοποίηση των αγωνιστικών κινητοποιήσεων ή εκδηλώσεων µε ουσιαστική συµµετοχή των ΔΣ και των µελών των αντίστοιχων φορέων.
Χρειάζεται πιο αποφασιστικά να προχωρήσει ο σχεδιασµός παρέµβασης της ΟΓΕ -κυρίως στο επίπεδο των Σ/Ο- στα Πανεπιστήµια για τη γνωριµία των φοιτητριών µε το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα. Σε αυτήν την κατεύθυνση µπορούν να συµβάλουν οι φοιτήτριες µέλη της ΚΝΕ, εκλεγµένες σε ΔΣ Φοιτητικών Συλλόγων.
Η πείρα δείχνει ότι η σχεδιασµένη και οργανωµένη κοινή δράση των Σ/Ο της ΟΓΕ µε Συλλόγους Γονέων µπορεί να ανοίξει δρόµους µιας ευρύτερης παρέµβασης στις γειτονιές (σε θέµατα του εκπαιδευτικού συστήµατος π.χ. ενάντια στις συγχωνεύσεις τµηµάτων- σχολείων, ενάντια στις εξαρτήσεις και τη ναρκω-κουλτούρα, για το περιεχόµενο της σεξουαλικής αγωγής κ.ά.). Ταυτόχρονα, ανοίγει τον δρόµο αξιοποίησης στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνηµα γυναικών που δραστηριοποιούνται στους Συλλόγους Γονέων.
Απαραίτητη προϋπόθεση για όλα τα παραπάνω είναι αποφασιστικά να βελτιωθεί ο σχεδιασµός διάταξης στελεχών και κοµµατικών δυνάµεων από τα καθοδηγητικά όργανα, ώστε να εξασφαλίζεται ένας απαιτούµενος χρόνος στην απόκτηση γνώσης και πείρας. Αυτό αφορά τις εκλεγµένες στα ΔΣ των Σ/Ο, τη συγκρότηση Κοµµατικών Οµάδων, την καθοδήγησή τους και πάνω απ’ όλα τη χρέωση υπευθύνων στα καθοδηγητικά οργανα.
Αντίστοιχη στήριξη χρειάζεται στην ΚΝΕ, όπου το ποσοστό των εκλεγµένων γυναικείων µελών της ΚΝΕ στα όργανα του κινήµατος είναι πολύ χαµηλότερο από το ποσοστό των γυναικών µελών της ΚΝΕ.
Ε. Ο ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ ΣΕ ΟΞΥΜΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ
1. Η αστική στρατηγική στον τοµέα της Παιδείας και η παρέµβαση του Κόµµατος στο κίνηµα
Από την περίοδο του 21ου Συνεδρίου η αστική στρατηγική στην Εκπαίδευση βαδίζει στους εξής βασικούς άξονες:
α) Προώθηση νέων ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που απαιτούνται για την εργασιακή ένταξη στην καπιταλιστική οικονοµία στο έδαφος της ανάπτυξης νέων µέσων παραγωγής, αλλά και για τη διαιώνιση της αστικής ιδεολογικής κυριαρχίας.
β) Πιο στενή σύνδεση των εκπαιδευτικών δοµών µε τις ανάγκες του κεφαλαίου, η οποία εξυπηρετείται και από την επίκληση της «αυτόνοµης» και διαφοροποιηµένης και σε µια πορεία κατηγοριοποιηµένης λειτουργίας τους.
γ) Επιτάχυνση των διαδικασιών «αξιολόγησης» και πιστοποίησης του συνόλου του εκπαιδευτικού έργου υπό το πρίσµα της πιο αποδοτικής λειτουργίας τους για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της.
Πιο συγκεκριµένα, αυτήν την περίοδο το κυβερνητικό έργο της ΝΔ επιταχύνθηκε µε ψήφιση νέων αντιδραστικών νόµων (νόµος πλαίσιο για Πανεπιστήµια, ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστηµίων, Επαγγελµατική Εκπαίδευση και Κατάρτιση, ιδιωτική εκπαίδευση) και µε εφαρµογή συνολικά του αντιδραστικού νοµοθετικού πλαισίου που ήδη υφίσταται. Ξεχωρίζουν οι τοµές στα προγράµµατα σπουδών στα Πανεπιστήµια, οι συγχωνεύσεις – αναδιατάξεις εκπαιδευτικών µονάδων και µε την επίκληση της «αριστείας» (σχολείων, ΣΑΕΚ, πανεπιστηµιακών τµηµάτων) στο φόντο και της συνολικότερης περιστολής δαπανών που αναδεικνύει -και από αυτήν την οπτική- τις προτεραιότητες και ιεραρχήσεις κατεύθυνσης των κρατικών δαπανών για την Εκπαίδευση για την ικανοποίηση των σχεδιασµών του κεφαλαίου σε βάρος των κοινωνικών, µορφωτικών αναγκών της πλειοψηφίας.
Εντείνεται, επίσης, η πολιτική – ιδεολογική παρέµβαση της αστικής τάξης και των µηχανισµών της, πέρα από το καθαυτό σχολικό πρόγραµµα σπουδών. Στις συνθήκες γενίκευσης των ιµπεριαλιστικών πολέµων και της στοίχισης της Ελλάδας µε την πλευρά του ΝΑΤΟ, γίνονται πιο συχνές οι παρεµβάσεις του ΝΑΤΟ, του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ, της ΕΕ και άλλων ιµπεριαλιστικών µηχανισµών στην Εκπαίδευση. Στο έδαφος αυτό ενισχύονται τα κατασταλτικά – πειθαρχικά µέτρα απέναντι στο εκπαιδευτικό κίνηµα σε κάθε χώρο µε διώξεις, νέο πλαίσιο λειτουργίας των Πανεπιστηµίων, κ.ά.
Οι δυνάµεις του Κόµµατος και της ΚΝΕ παρεµβαίνουν στους χώρους της Εκπαίδευσης µε σύνθετη και πρωτοπόρα δράση. Αναδεικνύουν µε επιχειρήµατα τις ταξικές αιτίες των προβληµάτων, τις σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες που προκύπτουν από την ανάπτυξη της επιστήµης, ασκούν διαπάλη µε παλιά και σύγχρονα αστικά φιλοσοφικά ρεύµατα και ιδεολογήµατα, οργανώνουν και συσπειρώνουν ευρύτερες λαϊκές και νεανικές δυνάµεις σε κατεύθυνση ρήξης µε τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές, για να µπαίνουν εµπόδια και να αποσπώνται κατακτήσεις που µπορούν να δώσουν αυτοπεποίθηση για τη δύναµη της λαϊκής – νεανικής πάλης.
Από την περίοδο µετά το 21ο Συνέδριο, σε µια σειρά από εκλογικές µάχες προβάλλει ένας νέος, θετικός συσχετισµός στους φορείς του κινήµατος στους χώρους της Εκπαίδευσης. Διαµορφώνεται µάλιστα η δυνατότητα αυτός ο συσχετισµός να εδραιωθεί ως τέτοιος και να επεκταθεί.
Πιο συγκεκριµένα: Από το 2022 αναδεικνύεται πρώτη δύναµη το ψηφοδέλτιο της «Πανσπουδαστικής» στις φοιτητικές εκλογές. Στις εκλογές στη ΔΟΕ και στην ΟΛΜΕ, το 2024, το ψηφοδέλτιο της «Αγωνιστικής Συσπείρωσης Εκπαιδευτικών» αναδείχτηκε για πρώτη φορά, πρώτη και δεύτερη δύναµη, αντίστοιχα. Θετικοί είναι και οι συσχετισµοί στην ΑΣΓΜΕ, όπου το ψηφοδέλτιο της «Δηµοκρατικής Ενότητας Γονέων» έλαβε -για άλλη µια φορά- την απόλυτη πλειοψηφία των αντιπροσώπων, µε περίπου 70%. Αντίστοιχα, ξεχωρίζει η προσπάθεια των µαθητικών δυνάµεων της ΚΝΕ που µαζί µε άλλους αγωνιστές µαθητές παίζουν ουσιαστικά πρωτοπόρο ρόλο στην οργάνωση των αγώνων, ενώ η Συντονιστική Επιτροπή Μαθητών Αθήνας είναι πλατιά κατοχυρωµένη στη συνείδηση των µαθητών σε πανελλαδικό επίπεδο. Σηµαντικά είναι τα βήµατα στη συγκρότηση και στην εδραίωση θετικών συσχετισµών στους Συλλόγους Σπουδαστών στους χώρους Κατάρτισης (δηµόσια και ιδιωτικά ΙΕΚ, ΑΕΝ κ.ά.) µε χιλιάδες νέους να συµµετέχουν στις εκλογές για την ανάδειξη ΔΣ, στα οποία πρωτοστατούν µέλη της ΚΝΕ και άλλοι αγωνιστές σπουδαστές. Θετική πορεία επίσης καταγράφεται στην ΠΟΣΔΕΠ αλλά και στους εργαζόµενους στα Πανεπιστήµια.
Στην περίοδο από τη διεξαγωγή του 21ου Συνεδρίου, διαµορφώθηκαν σοβαρά µέτωπα αντιπαράθεσης µε την κυβερνητική πολιτική στην Παιδεία, που «σφραγίστηκαν» από την προσπάθεια των δυνάµεων του Κόµµατος και της ΚΝΕ να αναδεικνύονται οι ταξικές παράµετροι και η πολιτική διέξοδος από τα προβλήµατα.
Η εφαρµογή της αντιδραστικής «αξιολόγησης» συνεχίζει να ασθµαίνει, σηµειώθηκαν µαζικότατες κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών. Σηµειώθηκαν µεγάλες µαθητικές κινητοποιήσεις ενάντια στην Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, αγώνες που στηρίχτηκαν από την Ανώτατη Συνοµοσπονδία Γονέων Μαθητών Ελλάδας (ΑΣΓΜΕ), µε σηµαντική έκφραση της αλληλεγγύης σε επίπεδο σχολείου, που έσπαγε στην πράξη τις προσπάθειες «κοινωνικού αυτοµατισµού» κ.ά. Αναπτύχθηκαν µεγαλειώδεις κινητοποιήσεις ενάντια στον νόµο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήµια που -σε συνδυασµό µε τη σταθερή πολιτική παρέµβαση του Κόµµατος και της ΚΝΕ- έπληξαν το κυβερνητικό αφήγηµα περί προόδου και σε µια πορεία αντέστρεψαν και την επιδιωκόµενη κοινωνική συναίνεση, δηµιούργησαν όρους αµφισβήτησης των κατευθύνσεων της ΕΕ και ανέδειξαν την κοινωνική ανάγκη για αποκλειστικά δηµόσιες δωρεάν και αναβαθµισµένες σπουδές.
Στην ηγεσία όλων αυτών των αγώνων βρέθηκαν κοµµουνιστές. Ξετυλίγοντας µια βασανιστική ιδεολογική – πολιτική προσπάθεια που δεν ήταν παράλληλος δρόµος µε τη δουλειά στις µάζες, αλλά µέσα στις µάζες, µε όπλο την πρόταση του ΚΚΕ για την Προσχολική Αγωγή, για το 12χρονο σχολείο, για τα Πανεπιστήµια και την Επαγγελµατική Εκπαίδευση. Με πολύ καλύτερους όρους κατανόησης ότι οι στρατηγικές µας θέσεις και προτάσεις αφορούν το σήµερα, είναι ρεαλιστικές και αναγκαίες και είναι όπλο για την κατανόηση των αλλαγών, θεµελιώνουν ένα επεξεργασµένο πλαίσιο πάλης που δίνει διέξοδο στις σύγχρονες ανάγκες.
Στο επίκεντρο των προσπαθειών µας θέτουµε τη βελτίωση της λειτουργίας και της δράσης των φορέων του κινήµατος, την άνοδο της συµµετοχής στις διαδικασίες τους, τη δηµιουργία δοµών -όπου δεν υπάρχουν- που θα διευκολύνουν και θα υπηρετούν τις διεκδικήσεις για το σύνολο των σύγχρονων αναγκών τους.
Η αναβάθµιση της ζωής των φορέων του κινήµατος µε ευθύνη των κοµµουνιστών αποτελεί και από αυτήν τη σκοπιά απάντηση στα σχέδια απαξίωσης και εκφυλισµού τους, κυρίως του φοιτητικού κινήµατος αλλά όχι µόνο, στο έδαφος και της χαµηλής συµµετοχής σε διαδικασίες αλλά και αξιοποιώντας τη δράση άλλων δυνάµεων που εκ των πραγµάτων διευκολύνουν τα κυβερνητικά σχέδια.
Αυτά τα στοιχεία, τόσο της ανάγκης να δυναµώνουν η οργάνωση, η συλλογική συζήτηση και δράση, οι υποδοµές στο κίνηµα, είναι δεµένα και αλληλοτροφοδοτούµενα µε το περιεχόµενο, µε την προβολή των πραγµατικών σηµερινών δυνατοτήτων και αναγκών. Μέσα στις δοµές του κινήµατος µπορεί να ανοίξει µια πιο ουσιαστική συζήτηση και προβληµατισµός για ζητήµατα επιστηµονικών αντικειµένων, διδακτικής και παιδαγωγικής, και άλλα όπως Ιστορίας, κ.λπ.
Δηλαδή στους χώρους της εκπαίδευσης που έχουν εκ λειτουργίας και φύσης του επαγγέλµατος µια δεδοµένη «διανοητική», ιδεολογική λειτουργία, δεν µπορούµε να συζητήσουµε για την καθηµερινότητα της εργασίας ή των σπουδών χωρίς να συζητήσουµε για το περιεχόµενό τους.
Βασικό καθήκον του Κόµµατος στους χώρους της Εκπαίδευσης
Το σύνολο των εξελίξεων στην Εκπαίδευση δίνει τη δυνατότητα να κατανοηθεί ότι οι εκσυγχρονισµοί που επιχειρούν οι αστικές κυβερνήσεις δεν µπορούν ούτε θέλουν να απαντήσουν στις νέες προκλήσεις της γνώσης, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάµεων, που απαιτούν υψηλό γενικό µορφωτικό επίπεδο καθώς και δεξιότητες στη χρησιµοποίηση υπερσύγχρονων τεχνολογικών µέσων. Επιδιώκουν να προσαρµόσουν τη Γενική Εκπαίδευση στις σύγχρονες ανάγκες του καπιταλισµού, σε βάρος της γενικής µόρφωσης. Στους αστικούς προβληµατισµούς και για την Ελλάδα εντοπίζεται το πρόβληµα του συνολικότερου µορφωτικού επιπέδου ως προϋπόθεσης και για την αφοµοίωση του πνευµατικού πλούτου που δηµιουργεί η ανθρωπότητα.
Πρόβληµα όµως που δεν µπορεί να επιλυθεί καθολικά µε ολόπλευρη µόρφωση, µε απόκτηση διαλεκτικής υλιστικής γνώσης και µεθοδολογίας, καθώς ο καπιταλισµός αδυνατεί να δώσει διέξοδο σε αυτήν την ανάγκη και δυνατότητα. Αντίστοιχα, µια σειρά φαινόµενα συµπεριφοράς εντός σχολείου (bullying, κ.ά) αναδεικνύουν ανάγλυφα την «κρίση νοµιµοποίησής» του, την «αποτυχία» να δηµιουργηθούν όροι «σχολικής κοινότητας», πρόβληµα που εκφράζει γενικότερες αλλαγές στην κοινωνική συνείδηση.
Απ’ αυτήν την άποψη, η δουλειά µε τη στρατηγική του Κόµµατος, µε τις προγραµµατικές εξειδικεύσεις σε κάθε χώρο και εκπαιδευτική βαθµίδα συµβάλλει αποφασιστικά στην ικανότητα επεξεργασίας στόχων πάλης µέσα στη ζωντανή δράση στο κίνηµα. Δίνει τη δυνατότητα να αντιµετωπίζεται ταξικά και επιχειρηµατολογηµένα η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική στον χώρο της Παιδείας. Λειτουργεί προωθητικά και στην ενασχόληση µε µια σειρά από νέα ζητήµατα που εµφανίζονται ή και προβλήµατα που µε οξύτητα ανακύπτουν στην Εκπαίδευση, αν κι εκφράζουν τα προβλήµατα της εξέλιξης της αστικής κοινωνίας (π.χ. γλωσσική φτώχεια, bullying, επίδραση στις νεανικές συνειδήσεις από την καπιταλιστική αξιοποίηση του διαδικτύου κ.ά.).
Η πείρα επιβεβαιώνει ότι στον βαθµό που µέσα στο κίνηµα ή και αυτοτελώς ως Κόµµα θέτουµε στο επίκεντρο ζητήµατα που «καίνε», αφορούν στο περιεχόµενο της σχολικής γνώσης, της ανάπτυξης της επιστήµης σε κάθε χώρο, οι πρωτοβουλίες αγκαλιάζουν νέες δυνάµεις. Αυτό επιβεβαιώνεται περίτρανα από τη συµµετοχή γονιών σε συζητήσεις για θέµατα εξαρτήσεων, bullying, από τη συµµετοχή κυρίως εκπαιδευτικών σε εκδηλώσεις και ηµερίδες, τη µαζική διακίνηση του «κόκκινου Αερόστατου» µε τις ξεχωριστά ενδιαφέρουσες και χρήσιµες θεµατικές του εκδόσεις, από τη συµµετοχή επίσης φοιτητών σε εκδηλώσεις γύρω από το επιστηµονικό αντικείµενο και την εργασιακή προοπτική.
Υπ’ αυτήν την έννοια, τα αποτελέσµατα αυτά στη δράση µας είναι θετικά, γιατί είναι καρπός µιας δουλειάς που υλοποιεί και γονιµοποιεί συµπεράσµατα που βγάλαµε συλλογικά στο 21ο Συνέδριο του Κόµµατος.
Έχουν γίνει βήµατα στην κατανόηση, πρώτα απ’ όλα «από τα πάνω», δηλαδή καθοδηγητικά, ότι το εκπαιδευτικό πρόβληµα πρέπει να αντιµετωπιστεί ως κοινωνικό – πολιτικό πρόβληµα, και από την άποψη της γενικής θεωρητικής τοποθέτησης, αλλά και από την άποψη διατύπωσης επιχειρηµάτων και επεξεργασίας στόχων πάλης που ενοποιούν τα επιµέρους κινήµατα και φορείς στο µέτωπο της Παιδείας.
Οι θέσεις µας δηµιουργούν όρους απεγκλωβισµού απέναντι στις υπαρκτές διαφορετικές συνταγές διαχείρισης στην Εκπαίδευση, που προωθούν όµως την ίδια στρατηγική, όπως αυτή εκφράζεται στη συνέχεια που υπάρχει ανάµεσα στις κυβερνήσεις στα κρίσιµα ζητήµατα: Στην εµβάθυνση της επιχειρηµατικής δράσης στα Πανεπιστήµια, στην κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών δοµών (σχολείων, ΑΕΙ, κ.λπ.), στην άµεση παρέµβαση του κεφαλαίου στους προσανατολισµούς όλων των εκπαιδευτικών βαθµίδων, στην επέλαση µιας αγοράς προσόντων που υπονοµεύει το πτυχίο.
Το επόµενο διάστηµα, βασικό καθήκον του Κόµµατος και της ΚΝΕ στους χώρους της Εκπαίδευσης είναι η ενίσχυση της ιδεολογικής – µορφωτικής προσπάθειας µε επίκεντρο την εκλαΐκευση της πρότασης του Κόµµατος για την Παιδεία, την εργασία, την Υγεία, το σύνολο των κοινωνικών αναγκών στον σοσιαλισµό – κοµµουνισµό, την αποκάλυψη του αστικού επιχειρήµατος περί της «ουδετερότητας» της επιστήµης, τη διαπάλη µε τον σύγχρονο ιδεαλισµό και τον «ατοµικό δικαιωµατισµό», τον ιστορικό αναθεωρητισµό και αντικοµµουνισµό, µε την ανάδειξη των σύγχρονων δυνατοτήτων των παραγωγικών δυνάµεων, πρώτα απ’ όλα του ανθρώπου, που ο καπιταλισµός περιορίζει.
Να ανοίξει σε όλες τις βαθµίδες συζήτηση και δράση στη βάση της ενότητας παιδεία – οικονοµία – κοινωνία – ιδεολογία, δηλαδή µε τη στρατηγική του Κόµµατος.
Οι επεξεργασίες προγραµµατικής εξειδίκευσης του Κόµµατος για την Προσχολική Αγωγή, για το σχολείο και για το Πανεπιστήµιο, καθώς και µια σειρά άλλες εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής», το περιοδικό «Θέµατα Παιδείας» αποτελούν όπλα στη σύνθετη πολιτική και ιδεολογική διαπάλη που µπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην οργάνωση και στη δυναµική του εκπαιδευτικού κινήµατος. Ως εκ τούτου, απαιτείται, παίρνοντας µέτρα, να ενθαρρυνθεί και να οργανωθεί η συζήτηση µε βάση τις παραπάνω εκδόσεις.
Συνεχίζουµε, οργανώνουµε και σταθεροποιούµε την πλούσια πολυθεµατική και πολύµορφη παρέµβαση µε επίκεντρο το σχολείο, το µάθηµα και τις άλλες δραστηριότητες που διεξάγονται σε αυτό. Αναβαθµίζουµε την ολόπλευρη καθοδηγητική στήριξη και τη διατµηµατική συνεργασία, επικεντρώνοντας στους εκπαιδευτικούς και στις µαθητικές δυνάµεις της ΚΝΕ.
Συµβάλλουµε πιο αποφασιστικά, ώστε στο σύνολο των ΚΟΒ και των ΟΒ στα Πανεπιστήµια να χτίζεται η υπεροχή, στηριγµένη στη µαρξιστική µόρφωση, στην ικανότητα παρακολούθησης του αντικειµένου σπουδών και ανάπτυξης κριτικής σκέψης. Ο ολοκληρωµένος σχεδιασµός µας πρέπει να περιλαµβάνει το πρόγραµµα σπουδών, την παρέµβαση στο επιστηµονικό αντικείµενο, τη διαµόρφωση ενός βασικού υπόβαθρου γνώσης για να αναπτυχθεί η κριτική στάση, τη σύνδεση της δράσης για τα εργασιακά – επαγγελµατικά δικαιώµατα, την καλλιέργεια κριτηρίων για τον ρόλο του επιστήµονα.
Παράλληλα, έως το 23ο Συνέδριο, µε ευθύνη της νέας ΚΕ και των αντίστοιχων Τµηµάτων της, χρειάζεται να γίνει αντίστοιχη επεξεργασία για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, µελετώντας και την πλούσια σοσιαλιστική πείρα. Επίσης, απαιτείται να δηµιουργηθεί θεωρητική υποδοµή για την απάντηση σε νέα ζητήµατα που προκύπτουν µέσα από την ανάπτυξη της αστικής εκπαίδευσης, όπως εφαρµογή της Τεχνητής Νοηµοσύνης κ.ά.
2. Για τη δράση µας στον τοµέα της Υγείας
Όλα τα τελευταία χρόνια, τα ζητήµατα της υγείας του λαού, στις συνθήκες πανδηµίας και στη συνέχεια, βρέθηκαν στο επίκεντρο της παρέµβασης του Κόµµατος.
Η πανδηµία COVID-19 ανέδειξε µε δραµατικό τρόπο τα όρια και τα αδιέξοδα ενός εµπορευµατοποιηµένου συστήµατος Υγείας, προσαρµοσµένου στις ανάγκες της κερδοφορίας και όχι της πρόληψης και της φροντίδας του λαού. Το ΚΚΕ, από την αρχή, βρέθηκε στην πρώτη γραµµή του αγώνα για την ενίσχυση του δηµόσιου συστήµατος Υγείας, διαµορφώνοντας αιτήµατα ζωτικής σηµασίας για τη σωτηρία του λαού, όπως µαζικές προσλήψεις µόνιµου προσωπικού, µονιµοποίηση των συµβασιούχων, επίταξη του ιδιωτικού τοµέα Υγείας χωρίς αποζηµίωση, αναβάθµιση των Πρωτοβάθµιων Δοµών Υγείας.
Με συνεχείς παρεµβάσεις µέσα και έξω από τη Βουλή και στους µαζικούς φορείς, στήριξε τους αγώνες των υγειονοµικών, των σωµατείων, των µαζικών φορέων για τη λήψη ουσιαστικών µέτρων προστασίας της υγείας και της ζωής. Έσπασε το σιωπητήριο που προσπάθησαν να επιβάλουν η κυβέρνηση και τα αστικά κόµµατα. Από τότε µέχρι σήµερα, όταν και επιχειρήθηκε το «ξέπλυµα» των εγκληµατικών ευθυνών του κράτους και των κυβερνήσεων, το ΚΚΕ στάθηκε απέναντι, αποκαλύπτοντας τη συνέχιση της εµπορευµατοποίησης και την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της Υγείας.
Η στρατηγική του κεφαλαίου για την Υγεία διαµορφώνεται µε βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, του ΟΟΣΑ και άλλων ιµπεριαλιστικών οργανισµών και εξειδικεύεται από την κυβέρνηση της ΝΔ µε στόχο την παραπέρα εµπορευµατοποίηση του δηµόσιου συστήµατος Υγείας (επέκταση των ΣΔΙΤ, λειτουργία των δηµόσιων µονάδων Υγείας ΑΕ µε «ασθενείς – πελάτες»), την ενίσχυση του επιχειρηµατικού – ιδιωτικού τοµέα, την περαιτέρω εκµετάλλευση κρίσιµων τοµέων (φάρµακο, πρόληψη, διαγνωστικές εξετάσεις, ψηφιακή Υγεία) από τους επιχειρηµατικούς οµίλους.
Τα τελευταία χρόνια, η αστική πολιτική ενισχύει τα µέτρα υπέρ της ανάπτυξης της ασφαλιστικής και ιδιωτικής φροντίδας Υγείας. Η ίδια η κρατική πολιτική ενθαρρύνει την ιδιωτική ασφάλιση. Από την πανδηµία και έπειτα καλλιεργείται µε εντυπωσιακούς ρυθµούς το αφήγηµα της «ατοµικής ευθύνης». Το αστικό κράτος επιδιώκει να µεταφέρει την ευθύνη πρόληψης και φροντίδας στο άτοµο που καλείται να αναζητήσει µόνο του υπηρεσίες, να πληρώνει, να διαχειρίζεται το ρίσκο της υγείας του «κατά περίπτωση», απαλλάσσοντας το κράτος από την υποχρέωση καθολικής φροντίδας.
Η στρατηγική του κεφαλαίου και οι αναδιαρθρώσεις οδηγούν σε νέα βάρη για τον λαό, εντείνουν τις ταξικές ανισότητες στην Υγεία και καθιστούν την πρόσβαση σε αυτές προνόµιο για λίγους. Για τους πολλούς θα ισχύει η παροχή ελάχιστων υπηρεσιών και αυτές µε ηµεροµηνία λήξης.
Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στην οργάνωση κινητοποιήσεων υγειονοµικών, εργαζοµένων σε νοσοκοµεία και µονάδες Υγείας, µε τη συγκρότηση Επιτροπών Αγώνα, µε την ενίσχυση των σωµατείων, µε κοινή δράση µε σωµατεία άλλων κλάδων. Η δράση αυτή ανέδειξε ότι η πάλη για το µεγάλο µέτωπο της Υγείας δεν είναι υπόθεση µόνο των υγειονοµικών, αλλά συνολικά του εργατικού – λαϊκού κινήµατος.
Από τις πολυήµερες απεργίες και κινητοποιήσεις της ΟΕΝΓΕ και σωµατείων υγειονοµικών, τις δράσεις στα νοσοκοµεία, τις παρεµβάσεις στα Κέντρα Υγείας, µέχρι την αγωνιστική παρέµβαση σε κάθε γειτονιά, δηµιουργήθηκαν εστίες αντίστασης και διεκδίκησης. Η πείρα επιβεβαιώνει ότι η αλλαγή συσχετισµών στο κίνηµα περνά µέσα από τον αγώνα για κάθε µικρό ή µεγάλο πρόβληµα, µαζί µε τη διεκδίκηση ριζικών αλλαγών µακριά από την «κινούµενη άµµο» της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που στην Υγεία περνάει µέσα από νέες κερδοφόρες επενδύσεις των µονοπωλίων του κλάδου.
Την περίοδο αυτή ενισχύθηκαν κι άλλο τα ψηφοδέλτια όπου συµµετέχουν οι κοµµουνιστές στα νοσοκοµεία, στους γιατρούς, σε σωµατεία της ιδιωτικής Υγείας και των ιδρυµάτων Πρόνοιας. Ενισχύθηκαν οι δυνάµεις µας στην ΟΕΝΓΕ, κατακτήθηκε η πρώτη θέση στην ΕΙΝΑΠ, σε διάφορες Ενώσεις Γιατρών και σε αρκετά µεγάλα νοσοκοµεία της χώρας. Τη µάχη για τη βελτίωση του συσχετισµού κόντρα στις δυνάµεις του συµβιβασµού, της ενσωµάτωσης και του οπορτουνισµού τη δίνουµε µαζί µε εκατοντάδες συναγωνιστές, φίλους του Κόµµατος που αντιστέκονται, εκτός των άλλων, στη βαθιά υλική και ιδεολογική ενσωµάτωση που επιχειρείται στους χώρους της Υγείας.
Το ΚΚΕ θέτει στο επίκεντρο της δράσης του τα ζητήµατα της υγείας του λαού ως µέτωπο πάλης που ενισχύει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής συµµαχίας ανάµεσα στους υγειονοµικούς, στους εργαζόµενους σε κρίσιµους τοµείς του δηµοσίου και του ιδιωτικού τοµέα, τους αυτοαπασχολούµενους, τη νεολαία, τις γυναίκες των λαϊκών στρωµάτων.
Αιχµές στη δράση µας αποτελούν:
• Η αποκάλυψη του χαρακτήρα των µεταρρυθµίσεων στην Υγεία και η δηµιουργία εστιών αντίστασης στα αντιλαϊκά σχέδια.
• Η πάλη για ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς, αξιοπρεπείς µισθούς, µαζικές προσλήψεις µόνιµων υγειονοµικών.
• Η στήριξη της πρόληψης, της Πρωτοβάθµιας Φροντίδας, της δωρεάν φαρµακευτικής περίθαλψης.
• Η διεκδίκηση ενός αποκλειστικά δηµόσιου, καθολικού, σύγχρονου και δωρεάν συστήµατος Υγείας – Πρόνοιας, απαλλαγµένου από την επιχειρηµατική δράση.
• Η πανελλαδική δράση οφείλει να συνδυάζεται µε τοπικές παρεµβάσεις, µε σύνδεση των ζητηµάτων υγείας µε την ακρίβεια, τον πόλεµο, την εργασία, τη ζωή συνολικά.
Η απάντηση, για να αξιοποιηθούν οι σύγχρονες δυνατότητες της επιστήµης, για να ζει ο λαός περισσότερο και καλύτερα, βρίσκεται στην ανατροπή του καπιταλισµού, στην πάλη για τη νέα σοσιαλιστική οργάνωση της κοινωνίας και της οικονοµίας, όπου οι άµεσοι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου θα απολαµβάνουν τα αποτελέσµατα της εξέλιξης στην ιατρική επιστήµη και έρευνα.
Η επιστήµη και η τεχνολογία µπορούν σήµερα να προσφέρουν πολλά στον άνθρωπο: Πρόληψη νοσηµάτων, µακροζωία, καλύτερη ποιότητα ζωής. Τα όποια επιστηµονικά επιτεύγµατα δεν αξιοποιούνται προς όφελος της πρόληψης και της δωρεάν περίθαλψης και αποκατάστασης, αλλά προς όφελος της κερδοφορίας των λίγων για να βαθαίνει η εκµετάλλευση της εργατικής δύναµης, επιδιώκοντας να ξεπεραστούν τα βιολογικά όρια του ανθρώπινου οργανισµού. Το ΚΚΕ παλεύει για τη σοσιαλιστική οργάνωση του συστήµατος Υγείας όπου:
• Η Υγεία αποτελεί κοινωνικό δικαίωµα και όχι εµπόρευµα.
• Η επιστηµονική γνώση αξιοποιείται κεντρικά, µε σχεδιασµό, για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών.
• Το φάρµακο, η έρευνα, οι δοµές πρωτοβάθµιας – δευτεροβάθµιας και τριτοβάθµιας περίθαλψης, η πρόληψη εντάσσονται σε ένα ενιαίο, κρατικό, αποκλειστικά δηµόσιο σύστηµα Υγείας – Πρόνοιας και κοινωνικής ιδιοκτησίας στα µέσα παραγωγής – δηλαδή στο πλαίσιο της εργατικής εξουσίας.
• Ο εργαζόµενος δεν αντιµετωπίζεται ως κόστος, αλλά ως δηµιουργός του πλούτου, δικαιούται και απολαµβάνει τη ζωή και την υγεία του.
Γι’ αυτό η πάλη του Κόµµατος σήµερα για τα ζητήµατα της Υγείας δεν περιορίζεται σε αιτήµατα ανακούφισης, αλλά συνδέεται µε την αναγκαιότητα του Σοσιαλισµού, της κοινωνίας που βάζει στο επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες του ανθρώπου και όχι το κέρδος.
Πιο ειδικά για την παρέµβασή µας στους χώρους της Πρόνοιας
Σταθερό µέτωπο πάλης του Κόµµατος αποτελεί η παρέµβασή µας σε ζητήµατα αναπηρίας και χρόνιας πάθησης. Ζητήµατα που αποτελούν ένα επιπλέον «βαρίδι» στη ζωή της εργατικής – λαϊκής οικογένειας συνολικά και όχι µόνο του ίδιου του ανάπηρου. Ξεκινούν από την Προσχολική Αγωγή και Εκπαίδευση του παιδιού µε αναπηρία και το ακολουθούν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του, στο επίπεδο της θεραπείας, της αποκατάστασης, της εργασιακής και κοινωνικής του ένταξης ή της κοινωνικής του προστασίας. Η στρατηγική της κυβέρνησης στον χώρο της αναπηρίας κινήθηκε στη γραµµή υλοποίησης των κατευθύνσεων της ΕΕ και του κεφαλαίου, δηλαδή στη λογική περικοπών – περιορισµών κοινωνικών παροχών, δραµατικής συρρίκνωσης ή κλεισίµατος των αντίστοιχων κρατικών δοµών στο όνοµα της «αποϊδρυµατοποίησης» και της «αποασυλοποίησης». Την ίδια στρατηγική, από άλλη σκοπιά, υπηρετεί και η εµπορευµατοποίηση των πρόσθετων αναγκών των αναπήρων και των χρονίως πασχόντων σε όλα τα επίπεδα, Υγεία, Εκπαίδευση, Αθλητισµός, Πολιτισµός, αναψυχή.
Με την έννοια αυτή, τα ζητήµατα της αναπηρίας, της χρόνιας πάθησης, της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης άπτονται συνολικότερα των αναγκών της εργατικής – λαϊκής οικογένειας και αφορούν σε µεγάλο τµήµα της εργατικής τάξης. Γι’ αυτό και δεν αποτελούν στενά και µόνο αντικείµενο της πολιτικής και µαζικής παρέµβασης των ΚΟ στην Υγεία και την Πρόνοια όπου υπάρχουν, αλλά ευρύτερα του κοµµατικού µας δυναµικού, σε πανελλαδικό επίπεδο.
Το διάστηµα από το 21ο Συνέδριο και µετά συνεχίστηκε και εντάθηκε η προσπάθεια να παρέµβουµε στο αναπηρικό κίνηµα µε τις συσπειρώσεις που έχουµε διαµορφώσει (κύρια µέσω της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα Αναπήρων – ΣΕΑΑΝ – και του Ενιαίου Συλλόγου Γονέων και Κηδεµόνων ΑµεΑ Αττικής) για τα οξυµένα ζητήµατα των αναπήρων και χρονίως πασχόντων όπως οι υποθεραπείες και οι υποµεταγγίσεις, η κακή κατάσταση στις υποδοµές των δηµόσιων Ειδικών Σχολείων, η ακραία υποβάθµιση των δηµόσιων κλινών αποκατάστασης, οι αυξήσεις στη συµµετοχή των ασφαλισµένων σε φάρµακα και θεραπείες.
Η διαµόρφωση αιτηµάτων και πλαισίων πάλης, που αφορούν στην αναπηρία, πρέπει να γίνει υπόθεση κάθε ταξικού Σωµατείου, Οµοσπονδίας και Εργατικού Κέντρου, συνολικά του εργατικού κινήµατος µε κεντρικό άξονα: «Πρόνοια κοινωνικό αγαθό και όχι εµπόρευµα», «Απαγόρευση κάθε επιχειρηµατικής δράσης φανερής ή συγκαλυµµένης στους ευαίσθητους τοµείς της αναπηρίας και της χρόνιας πάθησης». Με αυτό το περιεχόµενο, οι δυνάµεις µας στο αναπηρικό κίνηµα διεξάγουν τη διαπάλη µε τον κυβερνητικό συνδικαλισµό και τον ρεφορµισµό που επικρατεί στις ηγεσίες των συνδικαλιστικών οργάνων των αναπήρων (ΕΣΑµεΑ, ΠΟΣΓΚΑµεΑ).
Νέο στοιχείο και αιχµή στην πάλη µας αποτέλεσε το µέτωπο των κατασχέσεων και πλειστηριασµών της πρώτης κατοικίας οικογενειών µε ανάπηρο µέλος. Το πλήθος τέτοιων οικογενειών αποδεικνύει µε δραµατικό τρόπο ότι η αναπηρία στον καπιταλισµό µπορεί να γίνει αιτία φτωχοποίησης. Στο µέτωπο αυτό, έγινε προσπάθεια συµπόρευσης των αναπήρων µε Εργατικά Κέντρα, σωµατεία και την επιτροπή του ΠΑΜΕ για τους πλειστηριασµούς. Αποκτήθηκε επαφή µε δεκάδες Συλλόγους χρόνιων πασχόντων, έγιναν κοινοβουλευτικές συναντήσεις και παρεµβάσεις, προχωρήσαµε σε µαχητικές και επαναλαµβανόµενες κινητοποιήσεις για να µην ξεσπιτωθούν οι ανάπηροι και οι οικογένειές τους. Πρόκειται για µια πολύτιµη πείρα εργατικής – λαϊκής αλληλεγγύης, απέναντι στις λογικές της ατοµικής ευθύνης και της µοιρολατρίας που καλλιεργούν οι µηχανισµοί του συστήµατος.
3. Για την εξασφάλιση της λαϊκής στέγης και η πάλη κατά των πλειστηριασµών
Ένα ζήτηµα στο οποίο ξεχώρισε η παρέµβαση του Κόµµατος ήταν η πάλη ενάντια στους πλειστηριασµούς και η προβολή του µεγάλου θέµατος της λαϊκής στέγης.
Έγινε προσπάθεια να αναδειχθεί πως το βασικό κοινωνικό δικαίωµα για ασφαλή στέγη έρχεται σε αντίθεση µε την εµπορευµατοποίηση της γης, την καπιταλιστική αγορά στην κατοικία, τον ρόλο των κατασκευαστικών οµίλων και των τραπεζών, τη στρατηγική της ΕΕ και την πολιτική της σηµερινής κυβέρνησης, όπως και των προηγούµενων.
Με τις επεξεργασίες, τις εκδηλώσεις και τις παρεµβάσεις του Κόµµατος φωτίστηκαν µια σειρά από παράγοντες που οξύνουν το στεγαστικό πρόβληµα, όπως:
• Η υπονόµευση και τελική κατάργηση της προστασίας της πρώτης κατοικίας των υπερχρεωµένων νοικοκυριών.
• Η ένταση της εµπορευµατοποίησης µε την απεριόριστη εξάπλωση των βραχυχρόνιων µισθώσεων (τύπου Airbnb) και του καθεστώτος της golden visa.
• Η επιδείνωση της αναλογίας πραγµατικών µισθών και κόστους στέγασης (που αφορά τόσο τη µεγάλη αύξηση των τιµών των ενοικίων όσο και την αποπληρωµή των ληστρικών στεγαστικών δανείων), η συγκέντρωση της γης στους οµίλους, η επιβολή του ΕΝΦΙΑ, η ενεργειακή ακρίβεια και η αύξηση της ενεργειακής φτώχειας.
Φωτίστηκαν, δηλαδή, οι παράγοντες που οδηγούν στη µείωση του ποσοστού ιδιοκατοίκησης και στην αύξηση των δαπανών στέγασης, οι οποίες φτάνουν να εξαφανίζουν ακόµα και το 40% του διαθέσιµου εισοδήµατος για ένα στα τέσσερα νοικοκυριά. Πρόκειται για οξυµένο πρόβληµα που αγκαλιάζει συνολικά την ΕΕ, όπου καταγράφεται την τελευταία δεκαετία πολύ µεγαλύτερη αύξηση των τιµών των κατοικιών και των ενοικίων, σε σχέση µε την αύξηση των πραγµατικών µισθών.
Αναδείχθηκε, επίσης, η έλλειψη ουσιαστικών προσεισµικών ελέγχων και γενικότερα αντισεισµικής θωράκισης καθώς και χωροταξικού – πολεοδοµικού σχεδιασµού, µε γνώµονα το σύνολο των λαϊκών αναγκών.
Έγινε προσπάθεια να αποκαλυφθεί ο ψευδεπίγραφος χαρακτήρας των προτάσεων της κυβέρνησης και των σοσιαλδηµοκρατικών κοµµάτων που κινούνται στο πλαίσιο εµπορευµατοποίησης της κατοικίας, αποδοχής ως τετελεσµένων των χιλιάδων πλειστηριασµών, διασφάλισης νέων επενδυτικών ευκαιριών εκµετάλλευσης των κρατικών κτιρίων και της γης από τους οµίλους. Να προβληθεί γιατί η ολοκληρωµένη απάντηση στο πρόβληµα της στέγης προϋποθέτει την οικοδόµηση του σοσιαλισµού, τον κεντρικό σχεδιασµό και τη µετατροπή των κατοικιών και της γης σε κοινωνική περιουσία.
Απέναντι στο «τσουνάµι» των πλειστηριασµών έγινε συστηµατική προσπάθεια παρέµβασης, αρχικά από την Επιτροπή του ΠΑΜΕ ενάντια στους πλειστηριασµούς, που απλώθηκε σε πολλές πόλεις της χώρας και γειτονιές της Αττικής, παρεµβαίνοντας και σώζοντας στην κυριολεξία εκατοντάδες πρώτες κατοικίες εργατικών και λαϊκών νοικοκυριών, απειθαρχώντας στους κατασταλτικούς νόµους και στο άδικο νοµοθετικό πλαίσιο, που ξεριζώνει τις φτωχές οικογένειες από τα σπίτια τους και ενισχύει τη συγκέντρωση των ακινήτων στα «κοράκια» και στα διάφορα επιχειρηµατικά funds. Ορισµένες κινητοποιήσεις, όπως στην Ελευσίνα, στα Πετράλωνα, στου Ζωγράφου, στη Θήβα, στη Χαλκιδική κ.α., έγιναν σηµείο αγωνιστικής αναφοράς για ολόκληρες πόλεις στη σύγκρουση µε την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης.
Αυτή η παρέµβαση εκφράστηκε µε το δυνάµωµα του κύρους του Κόµµατος και του ΠΑΜΕ, που αναγνωρίζονται από ευρύτερα λαϊκά τµήµατα ως οι δυνάµεις που µε σταθερότητα και συνέπεια ασχολούνται µε το συγκεκριµένο θέµα. Από πολλά στόµατα ακούστηκε να λένε «πήγαινε στο ΠΑΜΕ να σώσεις το σπίτι σου». Είναι αγωνιστική πρωτοβουλία που ανοίγει τον δρόµο, συµβάλλει στον συντονισµό των αγώνων µε τα µικροµεσαία στρώµατα της πόλης και της υπαίθρου, για να γίνονται βήµατα στην υπόθεση της κοινωνικής συµµαχίας στο µεγάλο θέµα της λαϊκής στέγης.
Στο µέτωπο αυτό έχουµε συγκεντρώσει σηµαντική αγωνιστική πείρα από τη δράση ενάντια στους πλειστηριασµούς, η οποία αποτελεί παρακαταθήκη για να κλιµακωθεί ο αγώνας για το δικαίωµα του λαού στη στέγη:
• Για να υπάρξει σχεδιασµός µε ευθύνη του κράτους, επαναλειτουργία του ΟΕΚ, αξιοποίηση του αποθέµατος των κρατικών κτιρίων.
• Προστασία της πρώτης κατοικίας απ’ τους πλειστηριασµούς και τα «κοράκια» των τραπεζών και των funds µε κατάργηση της αντιδραστικής νοµοθεσίας.
• Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για τη λαϊκή κατοικία, περιορισµούς στη βραχυχρόνια µίσθωση και κατάργηση της golden visa.
• Αναβάθµιση και επέκταση των φοιτητικών εστιών.
• Φθηνό ρεύµα για τον λαό, ουσιαστικές αυξήσεις µισθών και κρατική στήριξη του κόστους στέγασης των λαϊκών οικογενειών.
4. Για τη δράση µας στον Πολιτισµό
Την τετραετία που µεσολάβησε από το προηγούµενο Συνέδριο συνεχίστηκε µε πλατύτερη διείσδυση η πολύµορφη πολιτιστική παρέµβαση του Κόµµατος.
Μέσα από την πλούσια και υψηλής στάθµης δραστηριότητα που αναπτύχθηκε µε µεγάλες συναυλίες, τα Φεστιβάλ ΚΝΕ – «Οδηγητή», το 6ο, κατά σειρά, Επιστηµονικό Συνέδριο, τη λειτουργία του χώρου Πολιτισµού «Γιώργης Βαρλάµος», τα αφιερώµατα σε καλλιτέχνες, τις εκθέσεις, τις πρωτοβουλίες του Στεκιού του ΚΣ της ΚΝΕ, δυνάµωσε η προσπάθεια να αναδειχτεί και να διαδοθεί το χρήσιµο κοινωνικά έργο κορυφαίων Ελλήνων και ξένων δηµιουργών, αλλά και να δοθεί µια δυνατότητα σε νεότερους ελπιδοφόρους καλλιτέχνες να παρουσιάσουν το έργο τους. Σηµαντικές εκδηλώσεις µε σοβαρή απήχηση πραγµατοποίησαν και αρκετές Οργανώσεις Περιοχής, αξιοποιώντας την κεντρική πείρα.
Επιβεβαιώνεται µέσα και από τον Πολιτισµό ο ανατρεπτικός και ριζικά διαφορετικός χαρακτήρας του Κόµµατός µας από αυτόν των αστικών κοµµάτων, που δεν αναπτύσσουν ούτε στοιχειώδη πολιτιστική δραστηριότητα, καθώς καλύπτονται από την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και αισθητική.
Διευρυµένο ήταν και το δυναµικό των καλλιτεχνών, διανοουµένων και άλλων εξειδικευµένων σε θέµατα Τέχνης εργαζοµένων που συµµετείχαν ή συνέβαλαν ενεργητικά στην κοµµατική πολιτιστική δραστηριότητα, ως αποτέλεσµα του πολιτικού ενδιαφέροντος του Κόµµατος για την Τέχνη και τους καλλιτέχνες, σε συνδυασµό µε τη δράση των κοµµατικών δυνάµεων στο µαζικό κίνηµα των καλλιτεχνών και εργαζοµένων στον Πολιτισµό. Ωστόσο, αυτή η συµβολή καλλιτεχνών στην πολιτιστική δράση του Κόµµατος ούτε επαρκεί, ούτε θα πρέπει να θεωρείται δεδοµένη. Η σταθερή ανάπτυξη διαπροσωπικής επαφής και συζήτησης είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για να δηµιουργούνται στέρεοι πολιτικοί και ιδεολογικοί δεσµοί ιδιαίτερα µε τους νεότερους καλλιτέχνες, µε τους οποίους οι σχέσεις µας χρειάζεται να ενισχυθούν και να διευρυνθούν.
Φαίνεται πως σταδιακά υποχωρεί η αντίληψη -που είχε διαπιστωθεί στο 20ό Συνέδριο- ότι ο πολιτισµός αποτελεί διακοσµητικό στοιχείο της πολιτικής µας. Ωστόσο, δεν κατανοείται ακόµη ενιαία το πώς ο πολιτισµός µπορεί να συµβάλει στην προώθηση της στρατηγικής µας πρότασης για επαναστατική αλλαγή της κοινωνικής πραγµατικότητας. Φυσικά, κανείς δεν έχει την αυταπάτη ότι η Τέχνη µπορεί να αλλάξει την πραγµατικότητα, υποκαθιστώντας την ταξική πάλη. Η Τέχνη µπορεί όµως να επηρεάσει εκείνους που θα την αλλάξουν, να επιδράσει στη συνείδηση της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωµάτων, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων. Για να µπορέσει, ωστόσο, να ξεδιπλώσει τη µεταµορφωτική της δύναµη χρειάζεται σταθερή, οργανική σύνδεσή της µε το εργατικό κίνηµα και την κοµµατική πολιτική δράση.
Σε ό,τι αφορά το κίνηµα, η σύνδεση αυτή προϋποθέτει πρώτα – πρώτα όλες οι µεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που επηρεάζουµε (Εργατικά Κέντρα και Οµοσπονδίες, Σωµατεία) να εντάξουν στον προγραµµατισµό τους σε σταθερή βάση την πολιτιστική δραστηριότητα, φροντίζοντας το περιεχόµενό της να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης ταξικής πάλης. Αυτό, µε τη σειρά του, θα επιφέρει πολλαπλασιαστικά αποτελέσµατα προς τα κάτω, στα σωµατεία και τους συλλόγους.
Η αξιοποίηση του πολιτισµού στη δράση των Κοµµατικών Οργανώσεων επιβάλλει πρώτα απ΄ όλα τη συγκρότηση σταθερών Επιτροπών Πολιτισµού σε κάθε Οργάνωση Περιοχής και όχι µόνο υπεύθυνου, που ούτε κι αυτός υπάρχει σε κάποιες Οργανώσεις, ενώ σε άλλες βρισκόταν όλο αυτό το διάστηµα σε διαρκή αντικατάσταση. Η σταθερότητα είναι περισσότερο από αναγκαία, για να µπορέσουν κάποια στελέχη να εξειδικευτούν σε έναν τοµέα µε ειδικές απαιτήσεις, όπως αυτός του Πολιτισµού, που προϋποθέτει ενδιαφέρον, παρακολούθηση των εξελίξεων στον χώρο, αλλά και κάποια εξοικείωση µε το αντικείµενο της Τέχνης.
Στο µελετητικό πεδίο, συνεχίστηκε η επεξεργασία παλιών και νεότερων θεµάτων Λογοτεχνίας, Τέχνης και Αισθητικής. Πιο συγκεκριµένα:
Ολοκληρώθηκε το Επιστηµονικό Συνέδριο για την ΕΑΜική και αστική λογοτεχνία της δεκαετίας 1940 – 1950. Εκδόθηκε επιστηµονική έρευνα για την πολιτική δραστηριότητα των λογοτεχνών τη δεκαετία 1930 – 1940. Πραγµατοποιήθηκε έκδοση για τη λογοτεχνία και την Τέχνη της Κοµµούνας, µε αφορµή τα 150 χρόνια από την Κοµµούνα του Παρισιού, στην οποία περιέχονται και πρωτότυπες µεταφράσεις ποιηµάτων και τραγουδιών από τους αντιπροσωπευτικότερους λογοτέχνες, που συµµετείχαν ή παρακολούθησαν στενά τα γεγονότα (Ποτιέ, Κλεµέν, Ρεµπώ, Βερλαίν, Ουγκώ κ.ά.). Διευρύνθηκε η µελέτη σε θέµατα µαρξιστικής αισθητικής µε την εξέταση της εξέλιξής της στην ΕΣΣΔ, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που ακολούθησε την οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ έως τη δεκαετία του 1970. Έγινε µια πρώτη διερεύνηση στη σχέση Τεχνητής Νοηµοσύνης και Τέχνης κάτω από το πρίσµα της µαρξιστικής φιλοσοφίας και ειδικότερα της µαρξιστικής θεωρίας για την ανθρώπινη ψυχολογία. Επεκτάθηκε προηγούµενη επεξεργασία για το ιδεολογικό περιεχόµενο στην πολιτιστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, µελετήθηκε η ευρωενωσιακή και κυβερνητική πολιτική ειδικότερα στον οπτικοακουστικό τοµέα και υπήρξε µια πρόοδος στην επεξεργασία θεµάτων της πολιτιστικής κληρονοµιάς.
Παρά τα όποια επιτεύγµατα στην πολιτιστική δουλειά του Κόµµατος, υπάρχει ακόµη µεγάλη απόσταση από το να κατακτηθούν η γνώση και η ικανότητα αντιπαράθεσης µε τις αστικές θεωρίες που διδάσκονται στα Πανεπιστήµια για το περιεχόµενο της Τέχνης (Σχολή της Φραγκφούρτης, µεταµοντερνισµός κ.ά.).
Ακόµη µεγαλύτερο πρόβληµα αποτελεί η σοβαρή καθυστέρηση που παρουσιάζεται στη µελέτη, αφοµοίωση και διάδοση των επεξεργασιών που έχουν ήδη πραγµατοποιηθεί, τόσο των πρόσφατων, όσο και των προηγούµενων για τον ρόλο της Τέχνης, τον σοσιαλιστικό ρεαλισµό, τη ρώσικη πρωτοπορία, τον µεταµοντερνισµό, παρότι αποτελούν αντικείµενα έντονης διαπάλης µέσα στο πλέγµα Πανεπιστηµίων, Ιδρυµάτων, Κρατικών Οργανισµών και Επιχειρηµατικών Οµίλων, µιας διαπάλης που επιδρά σοβαρά στις νεότερες γενιές καλλιτεχνών.
Αποτελεί ανάγκη οι άµεσα σχετικές µε τον Πολιτισµό Οργανώσεις των ΑΕΙ (Φιλολογικό, Θεατρικών Σπουδών, Μουσικών Σπουδών, ΑΣΚΤ, Αρχιτεκτονική) να µεταφέρουν το περιεχόµενο αυτών των επεξεργασιών στους χώρους των Πανεπιστηµίων, οργανώνοντας εκδηλώσεις µε θέµατα προσαρµοσµένα στις ανάγκες κάθε Τµήµατος (π.χ. βιβλιοπαρουσιάσεις συνεδρίων για τη λογοτεχνία, εκδηλώσεις για λογοτέχνες, µεταµοντερνισµός κ.ά.).
Σηµαντική παράµετρος, για να εδραιωθεί και να εξελιχθεί η παρέµβαση του Κόµµατος στον Πολιτισµό είναι η ανάδειξη µιας νέας γενιάς καλλιτεχνών – δηµιουργών και επιστηµόνων στον χώρο της Τέχνης και της Λογοτεχνίας, που θα διαθέτουν υψηλή ειδίκευση και µαρξιστική µόρφωση. Χρειάζεται, εποµένως, να αντιµετωπιστεί η απροθυµία που παρατηρείται στη συνέχιση των σπουδών σε επίπεδο διδακτορικού στα θεωρητικά αντικείµενα της Λογοτεχνίας και των Τεχνών, µια κατάσταση που στις σηµερινές συνθήκες οξύτατης αντικοµµουνιστικής επίθεσης οδηγεί σε µια -χωρίς ισχυρό αντίλογο- οπισθοδρόµηση αυτές τις επιστήµες. Να σχεδιαστεί µε τις αντίστοιχες Οργανώσεις στα Πανεπιστήµια αυτή η προσπάθεια ανάδειξης.
Η κυβερνητική πολιτική της τετραετίας χαρακτηρίστηκε από τη διεύρυνση της επιχειρηµατικής λειτουργίας και της εµπορευµατοποίησης του Πολιτισµού, µε ακραίες εκδηλώσεις στον τοµέα της πολιτιστικής κληρονοµιάς (π.χ. επιδείξεις µόδας και διαφηµίσεις σε εµβληµατικούς αρχαιολογικούς χώρους). Παράλληλα, προωθήθηκε η στενότερη υπαγωγή της πολιτιστικής παραγωγής στην πολιτική της εξωστρέφειας, µε βαθύτερη πρόσδεση του Πολιτισµού στον Τουρισµό και εκµετάλλευσή του, για να προβληθεί και να ενισχυθεί η παρουσία της χώρας στο διεθνές πεδίο. Η πολεµική εµπλοκή της χώρας και η πολεµική προετοιµασία έφεραν πιο ενεργά στο προσκήνιο την πολιτιστική διπλωµατία, µε πρόσφατο παράδειγµα την προσπάθεια να ξεπλυθεί µέσω του πολιτισµού το κράτος-δολοφόνος του Ισραήλ. Η διασφάλιση της «κοινωνικής συνοχής» -δηλαδή η συµφιλίωση της εργατικής τάξης µε το κεφάλαιο- εξακολουθεί να αποτελεί πάγιο ιδεολογικό στόχο της αστικής τάξης για τον Πολιτισµό, µε βασικό όχηµα τις ανορθολογικές θεωρίες του µεταµοντερνισµού, όπως αυτές περί κοινωνικής κατασκευής της γλώσσας, του φύλου κ.λπ. αλλά και ο αντικοµµουνισµός.
Στο έδαφος αυτό, όλο το προηγούµενο διάστηµα, προβλήθηκαν αντιστάσεις από την πλευρά των καλλιτεχνών, τόσο µε το καλλιτεχνικό έργο, όσο και µε τη µαζική τους δράση. Από το ξέσπασµα της πανδηµίας και ύστερα αναπτύχθηκαν µεγάλοι αγώνες στον χώρο των καλλιτεχνών και θεαµατική αύξηση της συµµετοχής τους στα σωµατεία του κλάδου. Σήµερα, παρά την κάµψη των αγωνιστικών διαθέσεων, παραµένει αυξηµένος ο βαθµός της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης και συµµετοχής στις αρχαιρεσίες, ενώ αυξηµένη είναι και η συµµετοχή των σπουδαστών δραµατικών σχολών στον Σύλλογό τους. Επίσης, µε έγκαιρη πρωτοβουλία των κοµµατικών δυνάµεων ιδρύθηκαν δύο νέοι φορείς στον νευραλγικό και ραγδαία αναπτυσσόµενο Οπτικοακουστικό Τοµέα (Ο/Α), το Σωµατείο Εργαζοµένων Ο/Α Τοµέα και η Ένωση Σκηνοθετών Δηµιουργών.
Όλο αυτό το διάστηµα, οι δυνάµεις µας δοκιµάστηκαν στη σκληρή αντιπαράθεση µε τις θεωρίες του δικαιωµατισµού, βρισκόµενες ταυτόχρονα αντιµέτωπες µε το ρεφορµιστικό ρεύµα, όπως εκφράζεται µέσα από ένα συνονθύλευµα δυνάµεων της σοσιαλδηµοκρατίας, του οπορτουνισµού, αλλά και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Οι δυνάµεις αυτές εξακολουθούν να ηγούνται στην ΠΟΘΑ, παρά τη βελτίωση του συσχετισµού στο Σωµατείο των Ηθοποιών, όπου οι δυνάµεις µας κατάκτησαν ξανά την 1η θέση. Η κατάκτηση της υπεροχής µας στη διαπάλη µε αυτές τις δυνάµεις έχει ως θεµελιακή προϋπόθεση να καταργηθεί η απόσπαση των οικονοµικών διεκδικήσεων των καλλιτεχνών από την προβολή και ζύµωση της καλλιτεχνικής και αισθητικής µας αντίληψης, που εµφανίζεται στη δράση µας. Το επόµενο διάστηµα, θα πρέπει να φροντίσουµε οι θέσεις και οι επεξεργασίες µας για την Τέχνη και τον Πολιτισµό να αφοµοιωθούν από τις κοµµατικές δυνάµεις και να διαπεράσουν όλο το περιεχόµενο της µαζικής δουλειάς µας. Ως γραµµή συσπείρωσης στο κίνηµα να αναδειχτεί η αντίληψή µας ότι ο Πολιτισµός δεν µπορεί να είναι εµπόρευµα και σε ηµερήσια διάταξη να τεθεί το ερώτηµα «πώς, τι, για ποιον και για ποιον σκοπό δηµιουργεί ο καλλιτέχνης». Η θεωρητική γνώση στο αντικείµενο της Τέχνης, σε συνδυασµό µε το πρωτοπόρο καλλιτεχνικό έργο και την πρωτοπόρα στάση στο κίνηµα, είναι οι αναγκαίες συνθήκες για να ενισχυθούν το κύρος και η ικανότητα των δυνάµεών µας να συσπειρώνουν καλλιτέχνες και σωµατεία στον αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα και τον απανθρωπισµό του ανθρώπου που φέρνει ο καπιταλισµός. Αυτές οι προϋποθέσεις αποκτούν σήµερα ακόµη µεγαλύτερη σηµασία, µε δεδοµένη την επίδραση που µπορούν να ασκήσουν η Τέχνη και οι καλλιτέχνες σε ευρύτερα λαϊκά στρώµατα.
5. Για την προστασία του περιβάλλοντος
Στο διάστηµα που µεσολάβησε απ’ το 21ο Συνέδριο, επιβεβαιώθηκε η ικανότητα επεξεργασίας θέσεων και άµεσης παρέµβασης του Κόµµατος ιδιαίτερα σε ζητήµατα πολιτικής προστασίας (φωτιές, πληµµύρες κ.ά.) και γενικότερα της προστασίας του περιβάλλοντος.
Αυτήν την περίοδο, η υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ για την «πράσινη µετάβαση» από την κυβέρνηση κινήθηκε στους ακόλουθους άξονες:
α) Στη διασφάλιση της κερδοφορίας των νέων «πράσινων επενδύσεων» καθώς και της παραπέρα εµπορευµατοποίησης σε σηµαντικούς τοµείς, από το νερό µέχρι τα απόβλητα και τα δάση.
β) Στην αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων, µε βάση την αρχή του κόστους – οφέλους για το κεφάλαιο και το κράτος του και ιδιαίτερα για τη διασφάλιση των «µατωµένων» πλεονασµάτων που απαιτεί η ΕΕ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, συνεχίστηκε η αποσύνδεση και υποβάθµιση της πρόληψης σε σχέση µε την αντιµετώπιση των φυσικών καταστροφών, οι τεράστιες ελλείψεις αναγκαίων υποδοµών (π.χ. αντιπληµµυρικά έργα) και ελέγχων (π.χ. προσεισµικός έλεγχος) καθώς και της αναγκαίας στελέχωσης και διασφάλισης του ρόλου και των µέσων των κρατικών υπηρεσιών (π.χ. Πυροσβεστική, Δασική Υπηρεσία, Πολεοδοµία).
γ) Στην υπαγωγή της Πολιτικής Προστασίας στο πλαίσιο της πολεµικής οικονοµίας και προετοιµασίας µέσα απ’ τον σχεδιασµό διασφάλισης της ανθεκτικότητας του συστήµατος και ιδιαίτερα των κρίσιµων υποδοµών από «εξωτερικές και εσωτερικές απειλές».
Με µια σειρά από ηµερίδες, εκδόσεις, παρεµβάσεις στη Βουλή και στην Ευρωβουλή αναδείξαµε τις πραγµατικές αιτίες δηµιουργίας και όξυνσης των περιβαλλοντικών προβληµάτων και τις εγκληµατικές ευθύνες της κυβερνητικής πολιτικής.
Αποκαλύψαµε τον εχθρικό, για τον λαό, χαρακτήρα του αστικού κράτους, το οποίο διαχρονικά ούτε θέλει ούτε µπορεί να διασφαλίσει την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και επιχειρεί να συγκαλύψει τον ρόλο του µε την επίκληση της «κλιµατικής κρίσης». Φωτίσαµε τις αρνητικές συνέπειες, για τον λαό, των σχεδίων παραπέρα εµπορευµατοποίησης του νερού µε πρόσχηµα την αντιµετώπιση της λειψυδρίας, των επικίνδυνων σχεδίων προώθησης της καύσης αποβλήτων και της παράδοσης των δασών σε ιδιώτες διαχειριστές.
Αποδείξαµε ότι ο µηχανισµός της Πολιτικής Προστασίας αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της στρατηγικής της λεγόµενης «Εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και του ΝΑΤΟ.
Η πολιτική µας παρέµβαση εστίασε στην προβολή της υπεροχής του σοσιαλισµού για τη διασφάλιση της ισόρροπης σχέσης της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής µε το περιβάλλον, στον αντίποδα του καπιταλιστικού συστήµατος και της στρατηγικής του κεφαλαίου και της ΕΕ, που το εµπορεύεται και το υποβαθµίζει.
Οι δυνάµεις του ΚΚΕ έπαιξαν ρόλο στην προστασία της ζωής και της λαϊκής περιουσίας από καταστροφές σε κατοικηµένες περιοχές, όπως η φωτιά στη Β. Εύβοια, η πληµµύρα στη Θεσσαλία, οι φωτιές στην Ηλεία, στον Έβρο, στην Αττική, στην Αχαΐα, που έφτασαν σε βιοµηχανικές περιοχές.
Σε όλες τις περιπτώσεις, αποδείχθηκε ότι απαιτούνται παρεµβάσεις αποφασιστικές, µαχητικές, δυναµικές, άµεσες ενέργειες για την προστασία του λαού.
Καθοριστικό ρόλο, για να ηγηθούµε στην πάλη, έπαιξε το γεγονός ότι οι δυνάµεις µας, µε αυτοθυσία και ηρωισµό, µπήκαν πρωτοπόρα στη µάχη καθώς και οι υποδοµές που έχουµε στο κίνηµα, ακόµα και αδύναµες, που προσανατολίστηκαν στην ανάληψη πρωτοβουλίας για την οργάνωση της αλληλεγγύης και της διεκδίκησης. Βγαίνει πείρα ότι σε τέτοιες καταστάσεις χρειάζεται άµεσα να δοθεί το στίγµα της συλλογικής διεκδίκησης και κινητοποίησης, µαζί µε την αλληλεγγύη, χωρίς αναµονή για την καταγραφή της καταστροφής.
Αποδείχθηκαν, επίσης, σωστές οι διεκδικητικές πρωτοβουλίες που πάρθηκαν µε διάφορες µορφές (συλλαλητήρια, παραστάσεις διαµαρτυρίας, Στέκια Αλληλεγγύης κ.λπ.). Η κατεύθυνση αυτή έδωσε τη δυνατότητα γρήγορα να αξιοποιηθούν πλατιές µάζες ανθρώπων, δίνοντας περιεχόµενο δράσης και κίνητρο κινητοποίησης, που σε διαφορετική περίπτωση µπορεί να έµεναν αδρανείς, να επιδρούσε η συστηµατική προσπάθεια του αντιπάλου σε τέτοιες καταστάσεις να µην εκφραστεί η οργή µε λαϊκή κινητοποίηση, να αναπαραχθεί κλίµα αναµονής για τα όποια µέτρα-ψίχουλα αποκατάστασης, σε συνδυασµό µε την προώθηση επενδυτικών σχεδίων πάνω στις καταστροφές, µετατρέποντάς τες σε «ευκαιρία» κερδοφορίας.
Σε κάθε περίπτωση, όµως, υπάρχει ένα γενικό, υποχρεωτικό, ενιαίο στοιχείο: Η ετοιµότητα, η ικανότητα, η θέληση και η γεµάτη αυταπάρνηση δουλειά του κοµµουνιστή και της κοµµουνίστριας, όπου κι αν βρίσκεται, κάτω απ’ όλες τις συνθήκες.
Είναι κρίσιµο να κατακτάµε βήµατα στη διαπάλη για τα ζητήµατα του περιβάλλοντος, στην προβολή του ταξικού χαρακτήρα της ανάπτυξης, στην πρόταξη διεκδικήσεων, που ικανοποιούν τις ανάγκες του λαού φωτίζοντας το Πρόγραµµα του ΚΚΕ. Όλα αυτά αποτελούν κριτήριο αποτελεσµατικότητας της καθοδηγητικής δουλειάς, της λειτουργίας και της δράσης των ΚΟΒ.
6. Για την αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, για τη Φυσική Αγωγή και τον Αθλητισµό
Όλο το προηγούµενο διάστηµα και ιδιαίτερα µετά το 21ο Συνέδριο αναπτύχθηκε µια πλατιά και πολύµορφη παρέµβαση στον χώρο της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισµού, που έρχεται σε αντιπαράθεση µε τις συνέπειες της κυριαρχίας της εµπορευµατοποίησης, που έχουν µετατρέψει την ανάγκη για άθληση και άσκηση σε πανάκριβη πολυτέλεια ή χόµπι για όσους προλαβαίνουν. Επιδιώξαµε η δραστηριότητα αυτή να έρχεται σε κόντρα µε την αξιοποίηση του Αθλητισµού για την προβολή των αξιών και των προτύπων του καπιταλισµού, του ανταγωνισµού, της αστικής ιδεολογίας.
Παράλληλα, έγινε προσπάθεια να συγκροτηθεί ένα ανθρώπινο δυναµικό στον τοµέα της Φυσικής Αγωγής (ΦΑ) και του Αθλητισµού στις Οργανώσεις Περιοχής, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση των εξελίξεων και η παρέµβασή µας τόσο στον Αθλητισµό και τις δοµές του (Οµοσπονδίες – Ενώσεις – Σωµατεία), όσο και στην Εκπαίδευση σε όλες τις βαθµίδες. Η κυρία δυσκολία παραµένει: Δεν κατανοείται ολόπλευρα η σηµασία της παρέµβασης του Κόµµατος στο µέτωπο του Αθλητισµού και η αντιστοίχηση οργανωτικών µέτρων και πρωτοβουλιών.
Η συνολική µας προσπάθεια γίνεται περισσότερο επιτακτική σήµερα, αν πάρει κανείς υπόψη ότι αναφερόµαστε σε έναν χώρο που, πέρα από την Εκπαίδευση, που αφορά τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθµίδων, τους µαθητές και τους γονείς, στο αγωνιστικό κοµµάτι, ο αριθµός των σωµατείων είναι περίπου 6.000. Συνοπτικά µιλάµε για έναν δοµηµένο χώρο και ένα σύνολο 500.000 περίπου ατόµων που από διαφορετική θέση (αθλητές , προπονητές, µέλη ΔΣ, γονείς), έχουν συστηµατική, αν όχι καθηµερινή, επαφή και ενασχόληση µε τον Αθλητισµό. Συνολικά, έχουµε να κάνουµε µε παραγωγικές ηλικίες που κοινωνικοταξικά µάς ενδιαφέρουν. Νέα ζευγάρια και νεολαία όπου ξεκινάει η ενασχόληση από µικρές ηλικίες. Όλα αυτά είναι στοιχεία που δείχνουν ότι η λαϊκή οικογένεια κάνει αγώνα για να κρατήσει τα παιδιά της σε επαφή µε ένα άθληµα, παρ’ όλες τις περικοπές που έχουν γίνει από πλευράς κρατικής στήριξης, εκτιµώντας και την πλήρη υποβάθµιση της Φυσικής Αγωγής και της σωµατικής δραστηριότητας στο σχολείο.
Όλα τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τον θετικό αντίκτυπο που έχουν όλες οι πρωτοβουλίες που παίρνουµε µαζί µε την ΚΝΕ, οι οποίες δεν περιορίζονται πλέον στα χρονικά όρια του Φεστιβάλ, αλλά απλώνονται όλο τον χρόνο, συνδυάζοντας την αθλητική δράση µε τη διεκδίκηση. Είναι σηµαντικό η συζήτηση για τα προβλήµατα, τις ελλείψεις, τα αιτήµατα, να εξειδικεύεται και να µετατρέπεται σε διεκδίκηση και σε επίπεδο δήµου – Περιφέρειας.
Στόχος µας είναι να διαµορφωθούν οι προϋποθέσεις µιας πλατιάς συσπείρωσης στον χώρο του Σωµατειακού Αθλητισµού, που να εκφράζει ανθρώπους σε επίπεδο Οµοσπονδιών, Ενώσεων και σωµατείων από όλα τα αθλήµατα, επιδιώκοντας να δυναµώσει το στίγµα της διεκδίκησης απέναντι στην εµπορευµατοποίηση του Αθλητισµού.
Σηµαντική, επίσης, πλευρά είναι να µεγαλώσει η συµµετοχή του κόσµου που παίρνει µέρος στα τουρνουά που οργανώνουν το ΠΑΜΕ και το ΜΑΣ . Αυτό θα γίνει όσο αυτά θα πυκνώνουν και σε συχνότητα αλλά και σε έκταση, αγγίζοντας και άλλες πόλεις, βάζοντας τα 15µελή και τα Συντονιστικά των µαθητών σε ανάλογη δράση. Χρειάζεται να ενταχθεί η άθληση ως δικαίωµα και διεκδίκηση ευρύτερα στο οργανωµένο λαϊκό κίνηµα, στους µαζικούς φορείς της νεολαίας.
7. Πάλη ενάντια σε όλα τα ναρκωτικά και όλες τις πολύµορφες εξαρτήσεις
Τα ναρκωτικά και οι εξαρτήσεις είναι αποτέλεσµα του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της οικονοµίας και της κοινωνίας. Εκεί εδράζονται και σ’ αυτήν τη βάση βρίσκουν έδαφος να διαδοθούν. Από αυτήν την άποψη, η τοξικοµανία και οι εξαρτήσεις θα αντιµετωπίζονται στο βαθµό που η πάλη ενάντιά τους θα συνδέεται µε την πάλη ενάντια στην εκµετάλλευση, µε την προοπτική της κατάργησής της.
Αντιπαλεύουµε την πολιτική της αστικής τάξης και της ΕΕ που πιστά έχουν υπηρετήσει µέχρι σήµερα όλες οι κυβερνήσεις στη χώρα µας, µε αποτέλεσµα να έχουν κλείσει όλα τα θεραπευτικά προγράµµατα, να αλλοιώνεται και να υποβαθµίζεται διαρκώς η ολοκληρωµένη θεραπεία των «στεγνών θεραπευτικών προγραµµάτων», να ενισχύεται η πολιτική της «µείωσης της βλάβης» (υποκατάστατα, Χώροι Εποπτευόµενης Χρήσης). Αντιπαλεύουµε την υποβάθµιση της Πρόληψης κατά των εξαρτήσεων µε αλλοίωση του περιεχοµένου της, προωθώντας η αστική τάξη την «υγιή χρήση», τον «λειτουργικό χρήστη», οδηγώντας παράλληλα τα 75 Κέντρα Πρόληψης της χώρας µας σε κλείσιµο.
Σήµερα απαιτείται ένα διευρυµένο κίνηµα, µε αιτήµατα που θα αντιπαλεύουν τις αιτίες που γεννούν και αναπαράγουν το κοινωνικό φαινόµενο των εξαρτήσεων. Τα µέλη του ΚΚΕ και της ΚΝΕ πρέπει να πρωτοστατήσουν σ’ αυτό το κίνηµα, να µαζικοποιήσουν και να διευρύνουν τη δράση του Εθνικού Συµβουλίου Κατά των Ναρκωτικών (ΕΣΥΝ). Να ενταθεί η δράση µας για το µέτωπο ενάντια στις εξαρτήσεις στους Συλλόγους Γονέων, στους Συλλόγους των Εκπαιδευτικών, στα εργατικά σωµατεία, στους Αθλητικούς και Πολιτιστικούς Συλλόγους.
Ως Κόµµα έχουµε κάνει βήµατα στην ενίσχυση του ιδεολογικού – πολιτικού και κοινωνικού µετώπου απέναντι στη διάδοση των ναρκωτικών και στον τρόπο ζωής που αυτά συµβολίζουν, ενισχύοντας και την προγραµµατική µας αντίληψη. Αντίστοιχα βήµατα µετράµε και στην «προβληµατική σχέση» µε το αλκοόλ που διαρκώς διευρύνεται στις νεότερες ηλικίες.
Χρειάζεται να ενισχυθεί η µελέτη µας, ως Κόµµα, και η διαµόρφωση πλαισίου πάλης και αιτηµάτων, στις συνέπειες και των συµπεριφορικών εξαρτήσεων (διαδίκτυο, Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, τζόγος) στη διαµόρφωση συνείδησης και δράσης στους νέους ανθρώπους, αλλά και πώς διαµορφώνεται αντίληψη ανοχής από ανθρώπους που κάνουν περιστασιακή ή και καθόλου χρήση, γεγονός που επιδρά πολλαπλασιαστικά και βαραίνει αρνητικά στην εξοικείωση µε αυτές.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Ο Απολογισµός της ΚΕ αφορά την πορεία από το 21ο Συνέδριο έως το 22ο Συνέδριο. Επειδή όµως, έχουν περάσει πάνω από 12 χρόνια από τη διεξαγωγή του Προγραµµατικού και Καταστατικού 19ου Συνεδρίου µας το 2013, αντικειµενικά θα επεκτείνουµε την εκτίµησή µας σε µεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει πρόοδος στην πορεία του Κόµµατος και της δουλειάς της Κεντρικής του Επιτροπής. Η πρόοδος αυτή εδράζεται στα εξής:
• Έχουµε πρόοδο στην παρέµβαση και ικανότητα καθοδήγησης κινηµάτων.
• Υπάρχει βελτίωση της ικανότητας συσπείρωσης, µε βάση τη γραµµή συσπείρωσης που έχουµε επεξεργαστεί στα µαζικά κινήµατα.
• Υπάρχει βελτίωση της ικανότητας άµεσης κοµµατικής και µαζικής παρέµβασης σε µεγάλα γεγονότα που έχουν συµβεί όλη αυτήν την περίοδο.
• Έχουµε θετικά βήµατα στην επεξεργασία της ιδεολογικής – πολιτικής διαπάλης και γενικά και σε επιµέρους µέτωπα και ζητήµατα.
• Υπάρχει σηµαντική αντανάκλαση αυτής της θετικής πορείας στην άνοδο της πολιτικής, εκλογικής και συνδικαλιστικής µας επιρροής αυτά τα χρόνια.
• Κρίνεται θετική η δράση και παρέµβασή µας στο Διεθνές Κοµµουνιστικό Κίνηµα, παρά τις µεγάλες δυσκολίες που αυτό αντιµετωπίζει.
Αν και δεν υποτιµάµε τα θετικά βήµατα, οφείλουµε ταυτόχρονα να εκτιµήσουµε αδυναµίες και ελλείψεις, µε δηµιουργική ανησυχία για την πορεία, στη βάση των καθηκόντων που θέσαµε µε τις Αποφάσεις του 21ου Συνεδρίου. Αυτές οι ελλείψεις και αδυναµίες εντοπίζονται:
• Στη θεωρητική, ιδεολογική υποδοµή και συνολική στάθµη του Κόµµατος που φθάνει έως τις ΚΟΒ και την ΚΝΕ και εκφράζεται φυσικά και στη µαζική διαπάλη στο κίνηµα.
• Στην εσωκοµµατική µας λειτουργία και την καθοδηγητική δουλειά, που δεν αντιστοιχεί στο στρατηγικό καθήκον του Κόµµατος, στον χαρακτήρα και τον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε.
• Το επίπεδο της καθοδήγησης αντανακλάται στην ΚΟΒ, στο εύρος και την ποιότητα των δεσµών της στον χώρο δράσης της, στον ρόλο της στο µαζικό κίνηµα, στην ταξική πάλη, σε όλες τις µορφές της, στην ικανότητα προσαρµογής σε απότοµες εξελίξεις.
• Στο πώς προετοιµάζεται η κοµµατική οικοδόµηση µε βάση τα κριτήρια και τους στόχους που έχουµε βάλει, δεδοµένου ότι παρουσιάζεται µεγάλη αναντιστοιχία µε την ίδια τη βελτίωση του ρόλου του Κόµµατος στο εργατικό, ευρύτερα στο λαϊκό κίνηµα.
• Στο πώς ασκείται ο καθοδηγητικός ρόλος και η βοήθεια στην ΚΝΕ.
• Χρειάζεται να µας απασχολήσει και να αναπτυχθεί προβληµατισµός ως προς την εκτίµηση των «πολυχρεώσεων» σε επίπεδο Γραφείων Περιοχής και Τοµεακών Γραφείων, κυρίως όσον αφορά την ταυτόχρονη χρέωση καθοδήγησης Οργανώσεων και τοµέων δουλειάς. Μπορεί η πείρα σε επίπεδο ΠΓ να είναι θετική, όµως, παρακάτω, στις ΕΠ και ΤΕ, συµβαίνει το αντίθετο, αφού εκφράζεται η έλλειψη συγκρότησης ουσιαστικών Βοηθητικών Επιτροπών, ώστε να προωθείται σωστά το περιεχόµενο της δουλειάς τοµέων δράσης.
• Παρουσιάζονται πολλά κενά και προβλήµατα, έτσι ώστε να κάνουν δυσδιάκριτο το βήµα για το ατσάλωµα και την επαναστατική διαπαιδαγώγηση, παίρνοντας υπόψη φυσικά, την πορεία ωρίµανσης του Κόµµατος και την κατακτηµένη πείρα και εµπειρία του.
Συµπερασµατικά, η εκτίµηση της συνολικής πορείας του Κόµµατος και της συµβολής σε αυτήν την πορεία του ανώτερου καθοδηγητικού του Οργάνου, της Κεντρικής Επιτροπής, ξεκινά από το αν η καθοδηγητική δουλειά µας αντιστοιχεί στον κατακτηµένο από το Κόµµα – προγραµµατικά και καταστατικά – επαναστατικό του χαρακτήρα, ζήτηµα που πρέπει να επιβεβαιώνεται συνεχώς, σε κάθε Συνέδριο, εµπλουτιζόµενο οπωσδήποτε µε τις ίδιες τις εξελίξεις και τη γενίκευση της πείρας της ταξικής πάλης.
Ως έναν βαθµό, ακόµα παρουσιάζεται πρόβληµα στην κατανόηση και περισσότερο στη δηµιουργική αφοµοίωση αυτού του προσανατολισµού, αυτού του κριτηρίου. Δεν έχει καλά χωνευτεί από κοµµατικά στελέχη και µέλη. Κατά βάση, δεν οφείλεται σε συνολικές ιδεολογικές παρεκκλίσεις και διαφωνίες, κυρίως έχει να κάνει µε την καθοδηγητική ικανότητα, την επιµονή, την απαραίτητη και αυξηµένη απαιτητικότητα, ξεκινώντας από την ίδια την ΚΕ και κλιµακούµενη αναλογικά στα παρακάτω όργανα.
Πολλές φορές, η καθηµερινότητα περιορίζεται σε ένα άθροισµα ενεργειών, µε κύριο βάρος τα οργανωτικά καθήκοντα, χωρίς να υπάρχει η ανάλογη έγνοια για το ανέβασµα της συνολικής ικανότητας του Κόµµατος, από την ΚΕ έως την ΚΟΒ, ακόµα και του ίδιου του περίγυρου, για την εξασφάλιση της ετοιµότητας να ανταποκριθούµε, ευρισκόµενοι µπροστά σε µεγάλες απαιτήσεις, δυνατότητες αλλά και δυσκολίες. Την καθηµερινή δουλειά µας πρέπει να διαπερνά η ιδέα ότι και η πιο «άχαρη», µικρή δουλειά µυρµηγκιού αποτελεί επαναστατική δουλειά, γίνεται κρίσιµο λιθαράκι στον συνολικό αγώνα για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Οι καθηµερινοί αγώνες για την απόσπαση κάποιων αποτελεσµάτων, κάποιων κατακτήσεων σε όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωµάτων, πιο αποτελεσµατικά πρέπει να συνδέονται µε την ταξική αντιπαράθεση, τη ρήξη, την ανατροπή.
Η ΚΕ συνέβαλε στο καθήκον της ανόδου του ιδεολογικού επιπέδου των στελεχών και µελών, ως βασικής προϋπόθεσης για την άνοδο της ικανότητας του Κόµµατος στην ταξική πάλη, στη διάδοση της πολιτικής και ιδεολογίας του. Όµως, ιδιαίτερα, το διάστηµα από τον Μάρτιο του 2023 έως τον Ιούνιο του 2024 πήγαµε πίσω στο καθήκον της υλοποίησης των συστηµάτων εσωκοµµατικής µόρφωσης, κάτω από την πίεση των αλλεπάλληλων εκλογικών αναµετρήσεων (διπλές βουλευτικές εκλογές τον Μάιο και Ιούνιο 2023, δύο γύροι δηµοτικών και περιφερειακών εκλογών τον Οκτώβριο 2023 και ευρωεκλογές τον Ιούνιο 2024).
Η ΚΕ ανταποκρίθηκε στα κρίσιµα ζητήµατα που προέκυψαν αυτήν την τετραετία, όπως οι 2 µεγάλοι ιµπεριαλιστικοί πόλεµοι στην περιοχή, στην πολύπλευρη ιδεολογική και πολιτική διαπάλη εντός της Ελλάδας, αλλά και στο πλαίσιο της Ευρώπης και του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος. Με αλλεπάλληλες συνεδριάσεις της ΚΕ και τη συζήτησή τους µέσα σε όλο το Κόµµα και την ΚΝΕ.
Αντίστοιχη ήταν και η ενασχόλησή της και η καθοδήγηση όλου του Κόµµατος στην ανάπτυξη του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήµατος, στην αλλαγή συσχετισµών στα πρωτοβάθµια και δευτεροβάθµια όργανα του κινήµατος, τόσο στους µισθωτούς του ιδιωτικού όσο και του δηµόσιου τοµέα. Επίσης, στους µεγάλους αγώνες για το έγκληµα στα Τέµπη, για την «πράσινη µετάβαση», την Ενέργεια, τον πληθωρισµό και την ακρίβεια, τους πλειστηριασµούς λαϊκών κατοικιών, τις φυσικές και άλλες καταστροφές.
Η ΚΕ διαχειρίστηκε µε επάρκεια και ικανότητα τα οικονοµικά του Κόµµατος, έβγαλε το Κόµµα από τη δίνη λαθεµένων επιλογών και µεγάλων οικονοµικών προβληµάτων και χρεών, που είχαν συσσωρευτεί από την κοµµατική κρίση του 1989 – 1991 και µας ακολουθούσαν σαν βαρίδια µέχρι το 19ο Συνέδριο, οπότε άρχισε και η δύσκολη και πολύχρονη φάση ανασυγκρότησης και εξυγίανσης.
Η ΚΕ µε πολιτική επάρκεια αντιµετώπισε τις διεργασίες στο αστικό πολιτικό σύστηµα, στο αστικό κράτος, την εµφάνιση και δηµιουργία νέων πολιτικών σχηµατισµών. Ανταποκρίθηκε στα πολύπλευρα και απαιτητικά καθήκοντα της κοινοβουλευτικής δουλειάς στο Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, µε παρεµβάσεις που έβαλαν τη σφραγίδα τους, άφησαν αποτύπωµα, εξόπλισαν χιλιάδες εργαζόµενους µε επιχειρήµατα, δηµιουργώντας αντισώµατα, στο µέτρο των δυνατοτήτων και των συσχετισµών φυσικά, απέναντι στον αποπροσανατολισµό, τη λαϊκίστικη δηµαγωγία και τα επικοινωνιακά «σόου», αναδεικνύοντας το Κόµµα σε σταθερή αναφορά καθαρού και έντιµου επιχειρηµατολογηµένου λόγου, για την υπεράσπιση των εργατικών – λαϊκών συµφερόντων.
Η ΚΕ µε µέτρο και σωστά αξιοποίησε όλες τις παραδοσιακές και σύγχρονες µορφές γραπτής και προφορικής προπαγάνδας, µαζικής πολιτικής διαφώτισης, εκλαΐκευσης της πολιτικής µας, δίνοντας τη δυνατότητα να την κάνουν κτήµα τους ευρύτερα λαϊκοί άνθρωποι.
Έκανε νέα υποδειγµατικά βήµατα στην ανάδειξη του Πολιτισµού, της Αισθητικής, της Τέχνης, όχι µόνο αναβαθµίζοντας τους θεσµούς των Φεστιβάλ της ΚΝΕ – «Οδηγητή», αλλά και κάνοντας παραπέρα σηµαντικά βήµατα µε τη συµµετοχή όλων των ΚΟ Περιοχής και των ΚΟΒ, ενώ η ΚΕ µπήκε µπροστά στη διεύρυνση του κύκλου συνεργασίας µε σπουδαίους καλλιτέχνες, ανθρώπους του Πολιτισµού, µε εµβληµατικές µεγάλες εκδηλώσεις που συζητιούνται στην ελληνική κοινωνία και σφραγίζουν την παρέµβαση του Κόµµατος στα πολιτιστικά δρώµενα του τόπου.
Η ΚΕ συνεδρίαζε τακτικά, µε µέσο όρο συχνότητας συνεδριάσεων µία φορά κάθε 40 µέρες, ενώ το ΠΓ και η Γραµµατεία ανελλιπώς συνεδρίαζαν εβδοµαδιαίως και ορισµένες φορές εκτάκτως, εξετάζοντας σε πολλές κοινές συνεδριάσεις ζητήµατα που προέκυπταν. Αν και είναι διασφαλισµένη η συλλογική λειτουργία, εντούτοις, θα πρέπει αυτή να αποκτήσει ανώτερα χαρακτηριστικά, άµεσης συλλογικής ανταλλαγής απόψεων, όταν προκύπτουν έκτακτα θέµατα µε ευθύνη του ΓΓ και του ΠΓ. Αντίστοιχα, η ΚΕ και η καθηµερινή ενεργή συµµετοχή των µελών της, και µε προσωπική ευθύνη τους, στον συλλογικό προβληµατισµό του ΠΓ, της Γραµµατείας, συνολικά του Κόµµατος, µε βάση την πορεία των εξελίξεων αλλά και τον καταµερισµένο ρόλο του καθενός και της καθεµιάς στον τοµέα δράσης του/της και ευρύτερα.
Σε όλη αυτήν την προσπάθεια, σηµαντική ήταν η συµβολή των Τµηµάτων της ΚΕ, για τη στήριξη της δουλειάς και των επεξεργασιών του ΠΓ, της ΚΕ, της δουλειάς της Κοινοβουλευτικής Οµάδας, της Ευρωκοινοβουλευτικής Οµάδας, των Κοµµατικών Οµάδων στην Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση, στις δηµόσιες παρεµβάσεις του Κόµµατος, στη βοήθεια που πρόσφεραν στις Κοµµατικές Οργανώσεις µε συµµετοχή σε εκδηλώσεις, ηµερίδες, παρέµβαση σε εκλογικές διαδικασίες κ.ο.κ.
Στο διάστηµα από το 21ο Συνέδριο ολοκληρώθηκε η επεξεργασία και εκδόθηκε ο Γ2 τόµος του Δοκιµίου Ιστορίας του ΚΚΕ, που µελετά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας 1967 – 1974, ενώ τέθηκαν οι βάσεις για την επεξεργασία του Δοκιµίου για την περίοδο 1974 – 1991.
Με αφορµή ιστορικές επετείους, προβλήθηκαν πλατιά τα συµπεράσµατα των συλλογικών επεξεργασιών, που αφορούν την Ιστορία και τη στρατηγική του Κόµµατος και του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος (ειδικές εκδόσεις για τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, τον ξεσηκωµό του Πολυτεχνείου, έκθεση για το Επαναστατικό – Απελευθερωτικό 1944, έκδοση αρχειακών υλικών των συµµαχικών διασκέψεων, ντοκιµαντέρ για τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο).
Από αυτήν την πολύµορφη δραστηριότητα αναδεικνύεται ότι η επαφή µε την Ιστορία του Κόµµατος και του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος προσφέρει σηµαντικά εφόδια για τη θωράκιση της πρωτοπόρας δράσης σε έναν αρνητικό συσχετισµό δυνάµεων και την κατανόηση της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του Κόµµατος. Ο συγκεκριµένος προσανατολισµός διευκολύνεται από τη διατµηµατική συνεργασία και τη συνεργασία Τµηµάτων της ΚΕ και Κοµµατικών Οργανώσεων.
Προκύπτει, επίσης, η ανάγκη συνέχισης της συστηµατικής δουλειάς λειτουργίας και εµπλουτισµού του Ιστορικού Αρχείου, της συµβολής των Κοµµατικών Οργανώσεων σε αυτήν την κατεύθυνση καθώς και των σχεδιασµένων αναζητήσεων σε άλλα Αρχεία. Αυτή η δουλειά τροφοδότησε και συνεχίζει να τροφοδοτεί συλλογικές επεξεργασίες, εκθέσεις και επιστηµονικές µονογραφίες, που ασχολούνται µε βασικούς σταθµούς στην Ιστορία της εγχώριας και διεθνούς ταξικής πάλης.
Από το 21ο Συνέδριο µέχρι σήµερα πραγµατοποιήθηκαν επίσης κύκλοι σεµιναρίων σε εκπαιδευτικούς που διδάσκουν Ιστορία στην Πρωτοβάθµια και Δευτεροβάθµια Εκπαίδευση. Διοργανώθηκε επιστηµονική διηµερίδα, που άνοιξε µέτωπο µε τις αντιεπιστηµονικές µεθόδους µελέτης της Ιστορίας και το αστικό ρεύµα του ιστορικού αναθεωρητισµού, το οποίο εντάσσεται στις αιχµές της αντικοµµουνιστικής επίθεσης, στιγµατίζοντας περιόδους αγωνιστικής – επαναστατικής ανάτασης των εργατικών – λαϊκών δυνάµεων, διαστρεβλώνοντας την Ιστορία του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου, προωθώντας τον αντισοβιετισµό και το αντιδραστικό ιδεολόγηµα ταύτισης φασισµού – κοµµουνισµού, ταυτίζοντας την επαναστατική βία µε την τροµοκρατία.
Εξειδικευµένη παρέµβαση για τους µαθητές έγινε µε την επεξεργασία ιστορικών εκδόσεων που απευθύνονται σε παιδιά (Επανάσταση 1821, Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή, Β΄ Παγκόσµιος Πόλεµος, διαµελισµός της Γιουγκοσλαβίας).
Αν και έχουν σηµειωθεί ορισµένα βήµατα, ιδιαίτερα στο επίπεδο των καθοδηγητικών οργάνων, παραµένει ως πρόβληµα το γεγονός ότι βασικές επεξεργασίες του Κόµµατος, όπως οι τόµοι του Δοκιµίου Ιστορίας δεν έχουν µελετηθεί και αφοµοιωθεί ούτε από το σύνολο των ΚΝίτικων και κοµµατικών δυνάµεων, ούτε από το στελεχικό δυναµικό, ακόµα και σε Οργανώσεις, όπως της Σπουδάζουσας, των Εκπαιδευτικών και των Καλλιτεχνών, που εκ των πραγµάτων και από τη θέση τους βρίσκονται κάτω από τον συνεχή βοµβαρδισµό της αστικής ιδεολογίας.
Σε ορισµένο βαθµό αντιµετωπίστηκε η έλλειψη υπευθύνων τµηµάτων ή οµάδων δουλειάς, που ασχολούνται µε θέµατα Ιστορίας, σε περιοχές και σε µεγάλες πόλεις µε αντίστοιχα πανεπιστηµιακά ιδρύµατα, που είχε επισηµανθεί στο 21ο Συνέδριο. Ταυτόχρονα, παραµένει ο στόχος τακτικής και σχεδιασµένης λειτουργίας των υπαρχόντων τµηµάτων και οµάδων δουλειάς, η ελάφρυνση των υπευθύνων από την πολυχρέωση και η συµπλήρωση των κενών που εξακολουθούν να υπάρχουν.
Στην προσέγγιση και γνώση της ιστορικής αλήθειας και των συµπερασµάτων, όπως και στη διαπαιδαγώγηση των µελών του Κόµµατος και της ΚΝΕ καθώς και φίλων και οπαδών του Κόµµατος συνέβαλαν σηµαντικά οι επισκέψεις σε τόπους µαρτυρίου, στα µνηµεία, µουσεία, εκθέσεις που έχουν στηθεί σε διάφορες περιοχές της χώρας, µε την αποφασιστική και ουσιαστική συµβολή της Επιτροπής Μνηµείων και Μουσείων της ΚΕ του ΚΚΕ.
Στο διάστηµα από το 21ο στο 22ο Συνέδριο, διατρέχοντας όλο το Κόµµα από πάνω έως κάτω, στην ιδεολογική πάλη κυριάρχησαν ο ιµπεριαλιστικός πόλεµος στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, ζητήµατα αστικής διαχείρισης, µε βασικές αιχµές την έλλειψη υποδοµών πολιτικής προστασίας από φυσικά φαινόµενα, ασφάλειας µαζικών µεταφορών, φροντίδας υγείας, εκπαίδευσης, καθώς και υπεράσπισης του εργατικού και λαϊκού (αγροτικού, επαγγελµατιών πόλεων, συνταξιούχων) εισοδήµατος και των συνθηκών εργασίας, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα ζητήµατα όπως ανάπτυξη για ποιον, καπιταλιστική οικονοµική κρίση και ανάπτυξη, «πράσινη και ψηφιακή µετάβαση» και άλλα, διαπλεκόµενα µε τα επίκαιρα ζητήµατα της αναµόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήµατος, τη στρατηγική αντίληψή µας για τη µη συµµετοχή σε κυβερνήσεις στο πλαίσιο του καπιταλισµού κ.λπ. Αυτά αποτέλεσαν βασικούς άξονες της τρέχουσας πολιτικής πάλης που αφορούσε και τις 5 εκλογικές µάχες (2 βουλευτικές, 2 γύρους τοπικών – περιφερειακών, ευρωβουλευτικών).
Σε αυτήν τη βάση διαµορφώθηκε ιδιαίτερα ο άξονας της ιδεολογικοπολιτικής πάλης σχετικά µε την αναµόρφωση του αστικού πολιτικού συστήµατος και τη σοσιαλδηµοκρατία (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ κυρίως), το οπορτουνιστικό ρεύµα, αλλά και τα εκσυγχρονιστικά κυβερνητικά προγράµµατα (ΝΔ) για την «πράσινη ψηφιακή ανάπτυξη», για το σύγχρονο αστικό επιτελικό κράτος.
Διευρύνθηκε ο προσανατολισµός των ιδεολογικοπολιτικών παρεµβάσεών µας σε νέα µέτωπα, όπως για την κοινωνική επίδραση της Τεχνητής Νοηµοσύνης, των ιστορικών συµπερασµάτων ως προς καίρια στρατηγικά ζητήµατα της πάλης, για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, µε αιχµή το «επαναστατικό 1944».
Συνεχίστηκε η ερευνητική προσπάθεια για τη µελέτη της σοσιαλιστικής οικοδόµησης στον 20ό αιώνα, µε εκδόσεις και ηµερίδες για το σοσιαλιστικό κράτος και τα Σοβιετικά Συντάγµατα.
Αναπτύχθηκαν και ειδικότερα µέτωπα ιδεολογικοπολιτικής πάλης, αν και µε σηµαντική καθυστέρηση µε ευθύνη του ΠΓ και της ΚΕ, όπως για τον ατοµικό δικαιωµατισµό σε σχέση µε τις αστικές θεωρίες φύλου, πατριαρχίας, κινηµάτων και πολιτικών «συµπερίληψης» (π.χ., µε κριτήριο τη σεξουαλική συµπεριφορά), που η πάλη γενικεύτηκε µε αφορµή το γνωστό νοµοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ.
Ωστόσο, όσο πάµε προς τα κάτω, οι σηµαντικές επεξεργασίες µας και η γενίκευση της πλούσιας πρακτικής πείρας περιορίζεται, γιατί κατακερµατίζονται σε αποσπασµατική, ευκαιριακή κατά θέµα δράση.
Όσον αφορά το δίκτυο εσωκοµµατικής µόρφωσης, αυτό στηρίχτηκε στον µηχανισµό της ιδεολογικής δουλειάς (ΙΕ ΕΠ και ΤΕ κυρίως), που στήριξε Σχολές ΕΠ, Ενδιάµεσες Σχολές και Σχολές Δόκιµων Μελών. Για την τετραετία αθροιστικά παρουσιάζεται ένας σηµαντικός όγκος µαθηµάτων σε Συνελεύσεις ΚΟΒ, ακόµα και συζητήσεων σε ΤΕ.
Χωρίς να υποτιµάµε την αξία τους, δεν πρέπει να µας κρύψουν σηµαντικές αδυναµίες, που αποτελούν «βαρίδια» σε µεγάλο βάθος χρόνου, που εµποδίζουν τη σφυρηλάτηση των απαιτούµενων κοµµουνιστικών χαρακτηριστικών στις σηµερινές πολύ πιο απαιτητικές συνθήκες.
Πού εντοπίζουµε ορισµένα κύρια προβλήµατα µε πρωταρχική ευθύνη της Κεντρικής Επιτροπής:
Ο σχεδιασµός, η οργάνωση, ο έλεγχος της καθηµερινής ιδεολογικής, πολιτικής και µαζικής παρέµβασης δεν πραγµατοποιείται µε αποφασιστική συνέπεια και συνέχεια στη βάση της διαλεκτικής σχέσης επαναστατικής θεωρίας – επαναστατικής πράξης.
Αυτό το πρόβληµα εκδηλώνεται:
α) Μέσω της στασιµότητας, ακόµα και πτώσης στην αγορά – µελέτη – αξιοποίηση του «Ριζοσπάστη», της ΚΟΜΕΠ, του ιδεολογικού – πολιτικού – ιστορικού κ.λπ. βιβλίου, του «Οδηγητή».
β) Με χρονικά διαστήµατα αναβολών – αναστολών στη γενική ή την ειδική συζήτηση ιδεολογικών και θεωρητικών θεµάτων (περίοδος των 5 αλλεπάλληλων εκλογικών µαχών).
γ) Στην αδυναµία ιδεολογικής προετοιµασίας αρκετών νέων δυνάµεων, που αφορά και την ανάγκη ενίσχυσης της κοµµουνιστικής αφοµοιωτικής ικανότητας της ΚΝΕ, αλλά και την ιδεολογική προετοιµασία αγωνιστών από το εργατικό και το λαϊκό κίνηµα.
δ) Στην αδυναµία πολύπλευρης ανάπτυξης στελεχών, µε αποτέλεσµα την υπερχρέωση κάποιων στελεχών, προβλήµατα στη διάταξη στελεχών, στη στελέχωση Βοηθητικών Επιτροπών.
ε) Στη σχετική αδυναµία µεγάλου µέρους των µελών µας και των ΚΟΒ για σταθερή δουλειά στον χώρο ευθύνης τους µε την ουσία του Προγράµµατος του Κόµµατος.
Σήµερα η αναβάθµιση της ιδεολογικοπολιτικής αστικής παρέµβασης δεν αφορά µόνο την αναµόρφωση του αστικού πολιτικού συστήµατος και του αστικού κράτους (επιτελικό ψηφιακό κράτος), την προσπάθεια αναστύλωσης της σοσιαλδηµοκρατίας και στοίχισης του λαού πίσω απ’ τους στόχους του κεφαλαίου για την «αύξηση της ανταγωνιστικότητας και τη γεωπολιτική αναβάθµιση της χώρας», τον εγκλωβισµό στο αστικό δίπολο εθνικισµού – κοσµοπολιτισµού, ως δύο όψεις της αστικής ιδεολογίας. Αφορά τη βαθύτερη αστική επίθεση διάβρωσης και υπονόµευσης της διαµόρφωσης ταξικής συνείδησης στην εργατική τάξη, ιδιαίτερα στις νεότερες παραγωγικές ηλικίες, γενικότερα στη νεολαία, που εκφράζεται και µε τη σχεδιασµένη προώθηση των αντιλήψεων του σύγχρονου υποκειµενικού ιδεαλισµού.
Κωδικοποίηση συγκεκριµένων καθηκόντων σχετικά µε τις επόµενες επεξεργασίες µας έως το 23ο Συνέδριο
1. Στο πλαίσιο της ερευνητικής προσπάθειας για τη µελέτη της σοσιαλιστικής οικοδόµησης κατά τον 20ό αιώνα, µε βάση τη δουλειά που προηγήθηκε (εκδόσεις, ηµερίδα της ΚΕ κ.λπ.), ιδιαίτερα σχετικά µε το εποικοδόµηµα και το σοσιαλιστικό κράτος:
• Να ολοκληρωθεί και να εκδοθεί το δεύτερο µέρος της µελέτης για τις αλλαγές στο Σοβιετικό Σύνταγµα, που περιλαµβάνει και τα συµπεράσµατα. Να προχωρήσει και να εµπλουτιστεί η έρευνα µε την αντίστοιχη πείρα της Γερµανικής Λαοκρατικής Δηµοκρατίας.
• Να προχωρήσει η µετάφραση – έκδοση βασικών έργων και η προσπάθεια κριτικής παρουσίασης της συζήτησης για το Δίκαιο και γενικότερα για τη σοσιαλιστική οικοδόµηση στη Σοβιετική Ένωση.
• Να προχωρήσει το ζήτηµα της µελέτης Λαϊκών Δηµοκρατιών που δηµιουργήθηκαν µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο καθώς και η πορεία της Κοµµουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ).
• Να σχεδιαστεί η µελέτη της πορείας καπιταλιστικοποίησης της Κίνας. Επίσης οι εξελίξεις στην Κούβα.
2. Με βάση τις επιµέρους επεξεργασίες των προηγούµενων χρόνων για βασικές πλευρές του σύγχρονου διεθνούς ιµπεριαλιστικού συστήµατος (ανάπτυξη παραγωγικών δυνάµεων – Τεχνητή Νοηµοσύνη, πολεµική οικονοµία και καπιταλιστική κρίση, ενδοϊµπεριαλιστικές αντιθέσεις και επέκταση του ιµπεριαλιστικού πολέµου, σύγχρονο αστικό επιτελικό κράτος κ.λπ.), να προχωρήσει µια συνθετική µελέτη για τον ιµπεριαλισµό στον 21ο αιώνα, µια µελέτη που θα εξετάσει συνθετικά τις σύγχρονες µεταβολές στους υλικούς όρους και τις συνθήκες ζωής – εργασίας της εργατικής τάξης και την επίδρασή τους στη διαµόρφωση της ταξικής συνείδησης.
3. Αξιοποιώντας και την προηγούµενη, αποσπασµατική, όµως θετική πείρα, να αναβαθµιστεί και να σταθεροποιηθεί η διατµηµατική συνεργασία σε βασικά ζητήµατα όπως:
• Η πρόβλεψη και µελέτη των νέων προβληµάτων και συνεπειών από την ένταξη της Τεχνητής Νοηµοσύνης στην οικονοµική και κοινωνική ζωή. Η προσπάθεια φιλοσοφικής γενίκευσης των επιστηµονικών επιτευγµάτων και επεξεργασίας της γραµµής µας και της αναγκαίας προσαρµογής για τη διαπάλη στα ΑΕΙ – Ερευνητικά Κέντρα, αλλά και στο κίνηµα. Μπορούµε στο διάστηµα που αποµένει πριν από το 22ο Συνέδριο να δροµολογήσουµε συνεδρίαση της ΚΕ για τα θέµατα της Τεχνητής Νοηµοσύνης.
• Η στήριξη της ΚΝΕ στη διαπάλη µε τον υποκειµενικό ιδεαλισµό, ατοµικό δικαιωµατισµό και αυτοπροσδιορισµό φύλου, ταυτότητας µε την ατζέντα του ευρωατλαντισµού περί συµπερίληψης και πολλαπλών ταυτοτήτων. Επίσης, στη µελέτη του τρόπου ζωής της σηµερινής νεολαίας, που αφορά υπερβολική χρήση διαδικτύου, Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, αντιδραστικών ή ψευδεπίγραφων «αντιεξουσιαστικών» θέσεων, που διοχετεύονται µέσω των Τεχνών. Η ανάδειξη των κοµµουνιστικών αρχών και αξιών και της σηµασίας της κοµµουνιστικής διαπαιδαγώγησης σε αντιπαράθεση µε τα αστικά πρότυπα για τη ζωή της νεολαίας.
• Η µελέτη για το ΚΚ στις σύγχρονες συνθήκες, σε συνδυασµό µε τη βαθύτερη διερεύνηση των αιτιών της µακρόχρονης υποχώρησης του επαναστατικού εργατικού κινήµατος σε σχέση µε τις αναβαθµισµένες δυνατότητες ενσωµάτωσης της εργατικής τάξης. Η συνθετική προσπάθεια για την αναβάθµιση της διαπάλης στα ζητήµατα που αφορούν το αστικό εποικοδόµηµα, στις σύγχρονες συνθήκες.
• Η κριτική της αστικής πολιτικής για τη νεανική παραβατικότητα.
• Η αναβάθµιση της διατµηµατικής επεξεργασίας για την παρέµβασή µας στις Περιφέρειες και τους δήµους.
• Η παρέµβασή µας στο ζήτηµα του δηµογραφικού και η διαπάλη µε την αστική πολιτική.
• Οι µέθοδοι διδασκαλίας στην Α΄βάθµια και Β΄βάθµια Εκπαίδευση συνολικά και κατά επιστηµονικό πεδίο.
4. Με βάση το πλούσιο θεωρητικό, ιστορικό και εκλαϊκευτικό υλικό που διαµορφώσαµε τα προηγούµενα χρόνια, να επικαιροποιηθεί το σχέδιο αφοµοίωσης και αυτοτελούς προβολής βασικών θέσεων του Προγράµµατος (αναγκαιότητα σοσιαλιστικής επανάστασης, σηµασία συγκέντρωσης δυνάµεων γι’ αυτήν, νοµοτέλειες σοσιαλιστικής οικοδόµησης), ως κατεύθυνση ιδεολογικής δουλειάς στα Όργανα και στις ΚΟΒ. Να δοθεί έµφαση στην αναβάθµιση της ικανότητας διαπάλης µε την αντίληψη για «εξανθρωπισµό του συστήµατος» – δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισµού. Επίσης, σχετικά µε το τι κίνηµα χρειάζεται για να νικήσει πραγµατικά η εργατική τάξη, για τις προϋποθέσεις αντοχής στον σηµερινό αρνητικό συσχετισµό, όταν δεν υπάρχουν άµεσα ορατά θετικά αποτελέσµατα.
5. Ολοκλήρωση του τελευταίου µέρους της µελέτης για την ταξική διαστρωµάτωση, που περιλαµβάνει την εξειδίκευση ανά Περιφέρεια, τα επίκαιρα ζητήµατα της διαπάλης και τα βαθύτερα συµπεράσµατα για τον σχεδιασµό της ταξικής πάλης.
6. Διακριτό µελετητικό καθήκον µε τη συµβολή αρµόδιων Τµηµάτων και Οργανώσεων αποτελεί η συνεχής παρακολούθηση, επεξεργασία, γενίκευση και πρόβλεψη του συνόλου των πλευρών που αφορούν το ζήτηµα της εξέλιξης του ιµπεριαλιστικού πολέµου και της διαρκούς στροφής στην πολεµική οικονοµία. Αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για τη στήριξη της εύστοχης κοµµατικής ετοιµότητας, την παρέµβαση και τη συµβολή στην προσπάθεια ανασύνταξης του Διεθνούς Κοµµουνιστικού Κινήµατος.
7. Η αναβάθµιση της διαπάλης µε την πολύπλευρη παρέµβαση σε θέµατα Ιστορίας, ιδεολογίας και πολιτισµού των αστικών Μέσων Μαζικής Ενηµέρωσης, µε την αξιοποίηση και συµπορευόµενων µε το Κόµµα ακαδηµαϊκών και επιστηµόνων.
8. Να προχωρήσει µε πιο γρήγορους ρυθµούς η µελέτη και συγγραφή του Δοκιµίου Ιστορίας του ΚΚΕ για την περίοδο 1974 – 1991.
9. Να προχωρήσουν τα Επιστηµονικά Συνέδρια της ΚΕ για τη λογοτεχνία.
10. Διοργάνωση Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης ή Ευρείας Συνόδου της ΚΕ για τη δουλειά του Κόµµατος στη νεολαία, το κίνηµά της και την ολόπλευρη βοήθεια στην ΚΝΕ.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με βάση την πλούσια πείρα που έχουµε αποκοµίσει όλα αυτά τα χρόνια, η ΚΕ οφείλει στο επόµενο διάστηµα καλύτερα να εντάξει το επαναστατικό µας Πρόγραµµα στα τρέχοντα καθήκοντα στην πορεία προς το επόµενο 23ο Συνέδριό µας.
Να το µελετάµε συνεχώς και να το προωθούµε, να ελέγχουµε τα διάφορα καθήκοντα, µε κριτήριο ότι ο καθηµερινός αγώνας από τη δική µας σκοπιά εντάσσεται στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισµού, για την εργατική εξουσία, τη σοσιαλιστική οικοδόµηση στην πορεία προς τον κοµµουνισµό, την ολόπλευρη προετοιµασία του Κόµµατος για την επιτέλεση όλων των καθηκόντων του όταν η επανάσταση µπει στην ηµερήσια διάταξη.
Ο καθηµερινός αγώνας, έτσι κι αλλιώς, σε τελευταία ανάλυση, κρίνεται και από τη γραµµή συσπείρωσης, και την ιδεολογική στήριξη, και τις µορφές πάλης, κατά πόσο διαπαιδαγωγούν στη λογική της συνολικής ταξικής αναµέτρησης, της σύγκρουσης, της ανατροπής.
Αξιοποιώντας την πλούσια συσσωρευµένη πείρα, την επεξεργασµένη επαναστατική στρατηγική και δηµιουργική, συλλογική ανάπτυξη της κοσµοθεωρίας µας, µε βάση τις νέες και συνεχείς εξελίξεις, την εµπιστοσύνη στις αρχές λειτουργίας του επαναστατικού Κόµµατος της εργατικής τάξης της χώρας µας, σταθερά στις ράγες του Προλεταριακού Διεθνισµού, οργανώνουµε το Κοµµουνιστικό Κόµµα «παντός καιρού», έτοιµο για όλα, να ανταποκριθεί επάξια στις σύνθετες εξελίξεις, βγάζοντας στο προσκήνιο την εργατική τάξη, τον λαό, για την οριστική, αυτήν τη φορά, νίκη του σοσιαλισµού – κοµµουνισµού απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
Η ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
9 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2025