72 χρόνια από τη δολοφονία Μπελογιάννη
Με αφορμή τη συμπλήρωση 72 χρόνων από την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη αναδημοσιεύουμε το βίντεο που επιμελήθηκε η ΚΝΕ για τον Νίκο Μπελογιάννη, το 2023, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την ίδρυση της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας (ΟΚΝΕ).
Τη φωνή του για την ηχογράφηση του βίντεο «χάρισε» ο ηθοποιός Ορέστης Τζιόβας.
***
Η ώρα είναι 3 μετά τα μεσάνυχτα, το ημερολόγιο γράφει 30 Μάρτη 1952. Στις φυλακές της Καλλιθέας επικρατεί νεκρική σιγή. Ακούγονται τα βαριά βήματα του δεσμοφύλακα. Φτάνει στο κελί του Νίκου Μπελογιάννη. Το ξεκλειδώνει, τον ξυπνάει. Δίπλα του στέκει, όπως ένα μακάβριο φάντασμα, ο βασιλικός επίτροπος συνταγματάρχης Αθανασούλης. Διαβάζει στον Μπελογιάννη την απόφαση να τον οδηγήσουν μαζί με τους συγκρατούμενούς του Ν. Καλούμενο, Η. Αργυριάδη και Δ. Μπάτση, στην εκτέλεση. Στις 3 και 20 η φάλαγγα βγήκε από τις πόρτες των φυλακών κατευθυνόμενη με δαιμονισμένη ταχύτητα προς το «συνήθη τόπο των εκτελέσεων», το Γουδί.
Το απόσπασμα παρατάσσεται με τα όπλα «επί σκοπόν». Είναι σκοτάδι ακόμα. Οι αρχιδήμιοι στρέφουν τους προβολείς των αυτοκινήτων στα πρόσωπα των μελλοθανάτων. Ωρα 4 και 12 λεπτά. Ακούγονται οι δολοφονικές ομοβροντίες. Το έγκλημα της κυβέρνησης Πλαστήρα ολοκληρώθηκε.
Οι εφημερίδες θα γράψουν, ότι ο Μπελογιάννης είχε ακούσει ήρεμος μ΄ ένα πικρό χαμόγελο, την καταδίκη του σε θάνατο, αποχαιρέτησε τους συγκρατουμένους του στις φυλακές και μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια. Ζητωκραύγασε για το ΚΚΕ και έπεσε από τις σφαίρες του αποσπάσματος. Ηταν 37 χρόνων.
(902.gr)
Από το Αρχείο του Ριζοσπάστη 29-03-1977: Αθηναίος δημοσιογράφος, αυτόπτης μάρτυρας αφηγείται – Έζησα την εκτέλεση
Δημοσιεύουμε τις εντυπώσεις Αθηναίου δημοσιογράφου, που παρακολούθησε την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του Η. Αργυριάδη, Ν. Καλούμενου και Δ. Μπάτση. Από τη δραματική αυτή αφήγηση του ανθρώπου που έζησε στιγμή προς στιγμή τον τραγικό επίλογο της πολιτικής εκείνης δολοφονίας, δίδεται ανάγλυφα το απαράμιλλο θάρρος, η φυσική παλληκαριά και το αδάμαστο φρόνημα του αξέχαστου Νίκου Μπελογιάννη, του αγωνιστή που έμεινε και θα μείνει στην Ιστορία με το όνομα: «Ο άνθρωπος με το κόκκινο γαρύφαλλο».
«Και ήταν τόσο η παλληκαριά του – γράφει ο συνάδελφος – που όλοι εμείς κυριευθήκαμε από δέος». Έμεινε στητός και ολόρθος ως την τελευταία του στιγμή. Γιατί ο Νίκος Μπελογιάννης δεν πήγαινε για θάνατο, αλλά όπως λέει και ο ποιητής, πήγαινε «να βρει τις ξαστεριές να δόσει από το φως του».
Έζησα τις τελευταίες στιγμές του Νίκου Μπελογιάννη, την ασέληνη εκείνη νύχτα της 30 του Μάρτη 1952.
Ήταν τόση η παλληκαριά του μπρος στο θάνατο που εμείς που παρακολουθήσαμε την εκτέλεση μείναμε άφωνοι. Και οι δήμιοι του καταλήφθηκαν από δέος μπροστά στον αγέρωχο, τον περήφανο αγωνιστή του ΚΚΕ, που αντιμετώπισε το απόσπασμα σαν πραγματικός ηγέτης του λαού.
Η αμετάκλητη απόφαση για την εκτέλεση του Μπελογιάννη και των συντρόφων του πάρθηκε στις 25 Μάρτη – μέρα Τρίτη. Την Κυριακή 30 Μάρτη, ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, Η. Αργυριάδης, Ν. Καλούμενος και Δ. Μπάτσης θα οδηγούνταν στο απόσπασμα.
Το τρομερό μυστικό τόξερε μόνο ο Άγγλος δημοσιογράφος Πράις, που βρισκόταν στην Αθήνα. Αν και θέλησε να το κρατήσει για λόγους αποκλειστικότητας, το τελευταίο 24ωρο άλλαξε γνώμη και ζήτησε τη βοήθεια δυο Ελλήνων δημοσιογράφων.
Το σχεδιάγραμμα της εκτέλεσης των Ν.Μπελογιάννη, Ν. Καλούμενου, Η. Αργυριάδη και Δ. Μπάτση
ΣΑΒΒΑΤΟ πρωί. Το φοβερό οδοιπορικό αρχίζει.
Πρώτα – πρώτα αναγνώριση του καθορισμένου χώρου για τις εκτελέσεις στο Γουδί. Εντοπίζουμε κάποιο παλιό πέτρινο πρόχωμα… Εκεί κάνανε ασκήσεις στρατιωτικά τμήματα, παλιότερα.
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ ακριβώς. Με χίλιες προφυλάξεις ανεβαίνουμε το Γολγοθά του Γουδιού από τη μεριά του συνοικισμού Ζωγράφου. Κρυβόμαστε. Μιλάμε ψιθυριστά, για λόγους ασφάλειας. Έχουμε ακόμα αμφιβολίες γι΄ αυτό που πρόκειται να συμβεί.
ΩΡΑ 2 μετά τα μεσάνυχτα. Τη σιγή σκίζει ο θόρυβος ενός «Τζέημς» που φέρνει στο χώρο των εκτελέσεων μισή διμοιρία από χωροφύλακες. Αυτοί παίρνουν θέση.
ΣΤΙΣ 3 και 45 ξεχωρίζουν στο σκοτάδι φανάρια αυτοκινήτων. Είναι η φάλαγγα που συνοδεύει τους μελλοθάνατους.
Ξάφνου, κάποιος προβολέας φωτίζει το χώρο. Με μάτια διεσταλμένα κοιτάζουμε.
Πρώτα σταματά ένα φορτηγό της ΕΣΑ. Αμέσως μετά, το συρματόφρακτο αυτοκίνητο με τους μελλοθάνατους. Τελευταίο, το φορτηγό με το εκτελεστικό απόσπασμα: ΕΣΑτζήδες και οπλίτες του Στρατού.
Το μακάβριο σκηνικό συμπληρώνουν τρία τζιπ. Είναι η Επιτροπή του Στρατοδικείου, οι αξιωματικοί της ΑΣΔΑΝ και της χωροφυλακής.
Μια ομάδα χωροφύλακες πλησιάζουν το συρματόφρακτο καμιόνι. Πρώτοι κατεβαίνουν οι σύντροφοι του Μπελογιάννη. Οι χωροφύλακες τους βοηθούν. Μετράμε: Ένας, δυο, τρεις. Ο Νίκος είναι τελευταίος. Πηδά κάτω. Σαν αίλουρος. Μόνος του. Ευθυτενής. Λεβέντικη κορμοστασιά και αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη. Ίδια, όπως ήταν όταν τον έσερναν στα στρατοδικεία. Ο Νίκος Μπελογιάννης!
Προχωρά, με βήμα σταθερό, στο Γολγοθά του Γουδιού. Ο χωροφύλακας που τον συνοδεύει σκοντάφτει και πέφτει χάμω. Εκείνος κοντοστέκεται. Τον περιμένει να σηκωθεί. Και ξαναρχίζει ψύχραιμος κι ατάραχος την πορεία προς το τέλος.
Όσοι παραβρίσκονταν στον τόπο της εκτέλεσης μένουν άφωνοι και εκστατικοί… Ένα ρίγος από δέος μας διαπερνάει.
Στις 4 και πέντε, ο Γραμματέας του στρατοδικείου, παρουσία του Επιτρόπου, διαβάζει την απόφαση και πρακτικό του Συμβουλίου Χαρίτων που απορρίπτει την αίτηση χάριτος. Το τελευταίο τόχε υπογράψει ο τότε βασιλιάς Παύλος Γλύξμπουργκ.
Ύστερα… Το εκτελεστικό απόσπασμα παίρνει θέση. Εσατζήδες οδηγούν τους μελλοθάνατους μπροστά. Ο Μπελογιάννης αρνείται να του πιάσουν το χέρι. Σκύβει και κάτι ψιθυρίζει.
– Σας παρακαλώ! Ξέρω το δρόμο μου!…
Δεν το ακούσαμε. Μας τόπαν μετά.
Έπειτα, συνέβη κάτι απρόοπτο, μα κι ανεξήγητο: Την ώρα που το απόσπασμα μπαίνει «επί σκοπόν» ο προβολέας που φωτίζει το τραγικό σκηνικό μισοσβήνει απότομα. Ένα αμυδρό φως διαγράφει τις σκιές των τεσσάρων παλληκαριών και των ανδρών του αποσπάσματος.
– Πυρ!
Και ο τραγικός επίλογος, που κράτησε την ανάσα ενός ολόκληρου λαού όλες εκείνες τις μέρες, έχει συντελεστεί.
Μόνο ο Άγγλος δημοσιογράφος σήκωσε το κεφάλι. Αργότερα θα περιγράψει την τελευταία φάση της σκηνής.
Εμείς οι δυο με τα πρόσωπα κρυμμένα στις παλάμες, μείναμε εκεί – μαρμαρωμένοι.
Ακίνητοι για πολλή ώρα. Τρέμοντας…
Όταν η αυγή ρόδισε στον ουρανό, όλα είχαν τελειώσει. Ο Γολγοθάς του Γουδιού ξαναπήρε την πρώτη του όψη. Τα αυτοκίνητα έφυγαν αμέσως με μεγάλη ταχύτητα. Σαν κάποιος να τους κυνηγούσε. Κι οι σκοτωμένοι με το καμιόνι του Δήμου μεταφέρθηκαν στο Τρίτο Νεκροταφείο, στην Κοκκινιά.
Τρικλίζοντας κατεβήκαμε στην Αθήνα. Στο ύψος του σανατόριου της Σωτηρίας ακούμε φωνές, τραγούδια, κλάματα και μοιρολόγια ανακατεμένα. Οι άρρωστοι κρατούμενοι είχαν ξεσηκωθεί και άλλοι έκλαιγαν και άλλοι τραγουδούσαν.
– Πότε θα κάνει ξαστεριά, ποτέ θα φλεβαρίσει… (…)
Είκοσι πέντε χρόνια μετά την εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του, ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε την παραπάνω, ανώνυμη αλλά αυθεντική, μαρτυρία – καταγραφή των όσων συνέβησαν λίγο πριν περάσουν στην αθανασία οι τέσσερις κομμουνιστές.
Το πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη», με την ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ για την εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη
O Νίκος Μπελογιάννης γεννήθηκε το 1915 στην Αμαλιάδα και απ” τα μαθητικά του χρόνια εντάχθηκε στην ΟΚΝΕ. Το 1932 μπήκε στη Νομική Σχολή και το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ και την επόμενη χρονιά εκλέχτηκε Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Αμαλιάδας.
Λίγο αργότερα ακολούθησαν οι πρώτες διώξεις και εξορίες. Στα χρόνια της Κατοχής, απέδρασε και πήγε στην Πελοπόννησο, όπου ανέλαβε διάφορες κομματικές χρεώσεις, ενώ στη συνέχεια τοποθετήθηκε Καπετάνιος στη Μεραρχία του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου.
Μετά από την Απελευθέρωση, δούλεψε και πάλι στην ΚΟ Πελοποννήσου, ενώ αργότερα εντάχθηκε στον ΔΣΕ, όπου μεταξύ άλλων διετέλεσε υποδιοικητής της Σχολής Αξιωματικών του ΔΣΕ, Πολιτικός Επίτροπος της 102ης Ταξιαρχίας και κατόπιν της 10ης και 1ης Μεραρχίας.
Μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, πήρε και αυτός, όπως χιλιάδες άλλοι μαχητές, τον δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς. Το 1950, στην 7η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Νίκος Μπελογιάννης εκλέχθηκε αναπληρωματικό μέλος της και στις 7 Ιούνη έφτασε παράνομα στην Ελλάδα, με αποστολή την αναδιοργάνωση των παράνομων Οργανώσεων, που συνέχιζαν να δέχονται χτυπήματα από την Ασφάλεια.
Εξίμισι περίπου μήνες μετά την άφιξή του στην Ελλάδα (20/12/1950) συνελήφθη και για δέκα μήνες κρατήθηκε στην απομόνωση, παραμένοντας ανυποχώρητος, απορρίπτοντας τις δελεαστικές προτάσεις που του έγιναν για να σώσει τη ζωή του.
Στις δύο δίκες που έγιναν, στάθηκε αλύγιστος, υπερασπίστηκε με σθένος το ΚΚΕ. Καταδικάστηκε σε θάνατο τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη δίκη μαζί με άλλα μέλη και στελέχη του ΚΚΕ.
Στις 30 Μάρτη του 1952 εκτελέστηκε μαζί με τους συντρόφους του Ηλία Αργυριάδη, Νίκο Καλούμενο και Δημήτρη Μπάτση.
Με τη θυσία του ο Νίκος Μπελογιάννης έγινε σύμβολο της ανάγκης διαφύλαξης της αυτοτέλειας και της ανυποχώρητης επαναστατικής πάλης του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες. Γι” αυτό και στο πρόσωπό του τιμάμε τη θυσία όλων των κομμουνιστών, όλων των αλύγιστων της ταξικής πάλης. Εξάλλου, όπως σημείωσε ο ίδιος:
«Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει να “χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή, να αγωνίζεσαι στην πρώτη γραμμή γι” αυτήν. Όποιος δεν το κάνει αυτό σέρνεται πίσω απ” τη ζωή. Το ωραίο είναι καθετί που στολίζει τη ζωή, η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη…».
Βλ. περισσότερα:
Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1949-1967, τόμ. Γ1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2021, σελ. 195 – 200, 204 – 208, 221 – 245.
(Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη» 29/3/2023)