Η κόκκινη θάλασσα (Διήγημα της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Δε, Αυγ 26th, 2024

Η κόκκινη θάλασσα (Διήγημα της Κατερίνας Λιβιτσάνου-Ντάνου)

1_menta

Στο σπίτι μας με την πέτρινη αυλή και το μεγάλο κήπο δεσπόζει η κόκκινη θάλασσα! Από τότε που θυμάμαι τον κόσμο αυτό το καταπράσινο φυτό, με τα μικρά φιλαράκια και τα κατακόκκινα άνθη, βασιλεύει σε σταθερή θέση, απέναντι ακριβώς από τη μεγάλη ξύλινη πόρτα εισόδου. Δε θέλει πολύ πότισμα, αντέχει στο κρύο, που δεν είναι και λίγο το Χειμώνα, και χαρίζει σε όποιον το αντικρίζει τα συναισθήματα της ελπίδας, της αγάπης, της αισιοδοξίας! Πολλαπλασιάζεται εύκολα και γρήγορα και μπορεί να γίνει ένα εντυπωσιακό και πανέμορφο λουλούδι, που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον στους περαστικούς ή τους επισκέπτες. Πολλοί μάλιστα από τους ξένους, γιατί οι ντόπιοι το ξέρουν, παρατηρώντας το δίπλα στο δρόμο, το αγγίζουν και ρωτούν διάφορα, το θαυμάζουν όμως περισσότερο μυρίζοντας το κόκκινο ανθάκι του, που μοσχοβολάει!

2_menta

Η κόκκινη θάλασσα, δε γνωρίζω το επιστημονικό της όνομα, ήταν το λουλούδι της ευτυχίας για τις παλιότερες γυναίκες του χωριού, που φρόντιζαν να το έχουν πάντα στα σπίτια τους, σε γλάστρες ή στο έδαφος, όπου μεγάλωνε και περισσότερο. «Να το προσέχεις σαν τα μάτια σου και αν σου πάθει ποτέ κάτι να το αντικαταστήσεις αμέσως, δεν πρέπει να λείπει από το σπίτι μας, έχε το καλά αυτό που σου λέω στο μυαλό σου», άκουσα κάποτε τη γιαγιά μου να λέει στη μητέρα μου σε υψηλό τόνο. Κι αμέσως μετά εκείνη να της υπόσχεται και να μου μεταφέρει το μήνυμα, δίχως εγώ φυσικά να δώσω και τόση σημασία.

Λίγες μέρες μετά, επιστρέφοντας το μεσημέρι από το σχολείο, πρόσεξα τη θάλασσα που είχε αρχίσει να μαραίνεται, τα άνθη της είχαν πέσει και τα φυλλαράκια κιτρίνιζαν και χάνονταν στο χώμα. Η μάνα μου είχε βάλει τα κλάματα, τη σκάλιζε, της έριξε φάρμακο και μιλούσε με τη γειτόνισσα, λέγοντας πως κάτι κακό θα συμβεί στην οικογένεια. Εκείνη φυσικά κι εγώ προσπαθήσαμε τότε να την παρηγορήσουμε, λέγοντας πως όλα αυτά είναι παλιές σκουριασμένες ιδέες, που θα έπρεπε να τις βγάλει από το μυαλό της και να βάλει άλλο φυτό στη θέση του, αν εκείνο μαραίνονταν τελικά. Λίγο αργότερα συνέβη μια αιφνίδια και πρόωρη απώλεια στο σπίτι μας, που δεν έχω το σθένος να την αναφέρω κι ούτε μπορώ να πω ,αν τελικά ήταν σύμπτωση ή προφητικός ο μαρασμός της θάλασσας!

Το ευγενές αυτό στοιχείο της ζωής μου, η κόκκινη θάλασσα που ακόμη και σήμερα είναι στην ίδια θέση και με περιμένει να δώσω την παρουσία μου, μου θυμίζει κυρίως τον παππού μου, τον Μιχάλη. Έναν αγνό οικογενειάρχη, που αγωνιζόταν σκληρά για την οικογένειά του, που πολέμησε στη Μικρά Ασία και είχε πολλά να πει για τη ζωή του. Κάποιες ώρες κατέβαινε στο καφενείο, στη μεγάλη πλατεία του χωριού, όπως άλλωστε έκαναν τότε όλοι οι συχωριανοί του, μετά την επίπονη αγροτική εργασία.

Τα τελευταία όμως της ζωής του χρόνια, τότε που δεν μπορούσε να πάει πουθενά έξω από την αυλή, καθόταν σε μια πολυθρόνα, που ήταν έξω από την πόρτα , στη δεξιά μεριά της κι αγνάντευε το δρόμο και το βουνό με τα απέναντι σπίτια του χωριού. Μιλούσε με τους περαστικούς ή μάλλον εκείνοι στέκονταν και τον ρωτούσαν διάφορα, κυρίως όμως με την κόκκινη θάλασσα, που πάντα του χάριζε τα μοσχομυριστά της άνθη. Έλεγε διάφορα, δυσνόητα πολλές φορές, σταματούσε και ξανάρχιζε, με το κομπολόι στο χέρι, την τσόχινη σκούφια στο κεφάλι (την είχε παραγγείλει σε έναν Ξηρομερίτη), με τη μάλλινη ζώνη στη μέση (πάντα παραπονιόταν για τη μέση του).

Καθόταν εκεί με τις ώρες «πρόσεχε μην την πληγώσεις, είναι θάλασσα και είναι κόκκινη» μου έλεγε όταν βοτάνιζα τα λουλούδια κι άλλες φορές με φώναζε να μείνω κοντά του, να μου πει ιστορίες πολλές γι’ αυτή. Τον κοίταζα κι απομακρυνόμουν, γιατί νέος σαν ήταν, πάντα μου έδινε εντολές, που αμέσως έπρεπε να εκτελούνται, ήταν πολύ αυστηρός και σκληρός μαζί μου, έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Γι’ αυτό ποτέ δεν είχα την υπομονή να μείνω δίπλα του, να ακούσω ιστορίες. Πάντα πήγαινα κάπου, πάντα μου είχαν αναθέσει κάτι, έπρεπε να το κάνω, είχα και το σχολείο και τη μελέτη…

Γιατί η κόκκινη θάλασσα ήταν για εκείνον η δύσκολη ζωή του, αυτή στο στρατό, στη Μικρά Ασία, στον πόλεμο, με συνοδοιπόρους τον πόνο και το θάνατο, που βέβαια τους ξέφυγε και έμειναν στη μνήμη του ολοζώντανοι! Ήθελε να πει σε κάποιον τις εμπειρίες του, αλλά πού να καταλάβω εγώ! Μετάνιωσα που δεν κάθισα να μου εξηγήσει για τη δική του κόκκινη θάλασσα, να μου μάθει μια άλλη πλευρά της τότε εποχής όπως έλεγε.

Μια μέρα όμως, που έβλεπε ειδήσεις και ιστορίες προσφύγων από τα παράλια της Μικράς Ασίας (Τουρκίας δεν έλεγε ποτέ) βούρκωσε, έβγαλε ένα βαθύ αναστεναγμό, έκλεισε την τηλεόραση και πετάχτηκε από τη θέση του. Στηρίχτηκε στο μπαστούνι του και βγήκε στην αυλή. Κάθησε στην καρέκλα, απέναντι από την κόκκινη θάλασσα ,έβγαλε το μαντίλι από την τσέπη του και σκούπισε τα δάκρυα. Με φώναξε έντονα και με έβαλε να καθήσω στο πλακόστρωτο. «Σήμερα δε θέλω φαγητό, θα με ακούσεις, θέλω να σου πω τη δική μου Ιστορία. Όχι αυτή που μαθαίνετε στα βιβλία, αλλά μια διαφορετική και πονεμένη, αυτή που σε κάνει να καταλάβεις τις σκέψεις των αρχόντων και των αφεντάδων, σε όποια εποχή κι αν βρίσκεσαι, που σε ξυπνάει να δεις πώς όλοι αυτοί οι δυνατοί βλέπουν τον κόσμο, δίχως να υπολογίζουν τις ζωές και τις τύχες των λαών τους.

Κανείς από αυτούς δεν υπολόγισε πως όταν η πατρίδα, ποια πατρίδα δηλαδή οι σύμμαχοι “οι φίλοι της”, αυτοί που θέλουν το καλό της, με κάλεσε να πολεμήσω άφησα πίσω μου τα πάντα κι ένα παιδί στην κοιλιά της γυναίκας μου! Στερήσεις, κούραση, αγώνας για επιβίωση. Έτσι για τη θέληση κάποιων έφτασα μέχρι το Σαγγάριο ποταμό κι έπειτα στη Σμύρνη. Κι έζησα όλο αυτό το κακό, βλέποντας πολλές φορές το χάρο με τα μάτια μου. Του ξέφυγα όμως του κερατά (βρίζει ασύστολα, δίχως συγνώμη, εκτονώνεται), αλλά χάθηκαν πολλοί συμπολεμιστές και φίλοι. Κι άλλοι γεύτηκαν την προσφυγιά, μπαίνοντας εκείνη τη νύχτα στις βάρκες κι όπου φύγει φύγει, για να ζήσουν! Πριν μερικά χρόνια συνάντησα έναν από αυτούς στον Πειραιά, με την οικογένειά του. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε, δεν μπορούσαμε να χωρίσουμε (πάλι κλαίει). Αχ ο πόλεμος, οι ξεριζωμοί, η ταλαιπώρια των ανθρώπων για τα γούστα των μεγιστάνων”. Κι άρχισε να κατεβάζει όλα τα ονόματα που θυμόταν, των ηγετών και των “φίλων τους” κι έπειτα τους συμπολεμιστές του, που σκοτώθηκαν .

Σηκώθηκα πάνω “σταμάτα παππού, δε θέλω να ξαναμιλήσεις ποτέ για τα χρόνια εκείνα, δε θέλω να γνωρίσω άλλη δυστυχία, μείνε στο τώρα, απόλαυσε ό,τι απομένει” κι έφυγα δίχως να περιμένω τίποτα. Μπήκα στο σπίτι, ήταν η μοναδική φορά που είδα τόση στεναχώρια στην ψυχή του, τόσο θυμό για τους πολιτικούς, τόσο πόνο για τους απλούς ανθρώπους, τους ξεριζωμένους με κάθε τρόπο…

Ο παππούς Μιχάλης δε στέκει πλέον απέναντι στην κόκκινη θάλασσα κι ας είναι στη θέση της αυτή. Όμως η συμπεριφορά του Ερντογάν τελευταία με τις ροές προσφύγων προς τα νησιά του Αιγαίου, οι αντιδράσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών και ο πόλεμος στην Ουκρανία που εδώ και κάμποσους μήνες μάς συγκλονίζει, δίχως να ξέρουμε την έκβαση και το τέλος του, μου τον έφεραν στο μυαλό μου, μου τρύπησαν την ψυχή και τη σκέψη τα λόγια του. Μακάρι να μπορούσα να τον ακούσω ξανά να μιλάει, να φιλοσοφεί τη ζωή! Αφού όμως αυτό δεν είναι εφικτό, ας προσέχω τουλάχιστον τη δική μου κόκκινη θάλασσα, με τους συμβολισμούς, την ομορφιά και τα βιώματα, που μου έχει χαρίσει. Έχει απλωθεί τόσο, που έπιασε τα κάγκελα του δρόμου και υποδέχεται τους ελάχιστους τώρα το Χειμώνα περαστικούς, ελπίζοντας πως με τον ερχομό της Άνοιξης αυτοί θα αυξηθούν, όπως και τα κόκκινα ανθάκια της, από τα οποία οι μέλισσες βολεύονται μια χαρά για την επίπονη αποστολή τους…

ΥΓ. Το διήγημα συμμετείχε το Mάη του 2022, σε Διαγωνισμό της pengreece για τη Μ. Ασία και τον ξεριζωμό. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΑΞΙΔΕΥΟΥΝ ΝΥΧΤΑ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΒΑΚΧΙΚΟΝ.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΙΒΙΤΣΑΝΟΥ – ΝΤΑΝΟΥ



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>