Σπυριδιώνης: Ο απίθανος «Βασιλεύς της Λευκάδος» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Σπυριδιώνης: Ο απίθανος «Βασιλεύς της Λευκάδος»

σπυριδιώνης_3Σπυριδιώνης, ένας απίθανος τύπος που γεννήθηκε στη Λευκάδα και έφυγε αργότερα για τη Ζάκυνθο. Εκεί γνώρισε πολλούς από τους οπλαρχηγούς της επανάστασης του ΄21. Αυτοσυστήνονταν ως «Βασιλεύς της Λευκάδος» … για να προαχθεί αργότερα σε «βασιλιά της Ελλάδας». Ακολούθησε τον Νικηταρά σε όλες του τις μάχες στον Μωριά, όταν ξεκίνησε η επανάσταση. Μπήκε από τους πρώτους στο ελεύθερο Ναύπλιο χωρίς να παραιτηθεί από τους τίτλους του: «Ο Καποδίστριας κυβερνήτης… εγώ βασιλεύς της Ελλάδας», έλεγε.

Καυστικός στα δίστιχα, που τα σκάρωνε στη στιγμή, θα μπει στο στόχαστρο του Γεωργίου Κουντουριώτη, αρχηγού του Εκτελεστικού, με το ανεπανάληπτο «Βουλευταί κι΄ Εκτελεσταί – Πωλειταί κι΄ Αγορασταί», που έγινε λαϊκό σλόγκαν για τα τεκταινόμενα της εποχής. Θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το Ναύπλιο και να φύγει για την Αθήνα, όπου θα γίνει τρία μόλις χρόνια αργότερα πρωτεύουσα της Ελλάδας. Από εδώ είναι και το παρακάτω περιστατικό με το «γεύμα των Βαυαρών αξιωματικών».

Το πραγματικό του όνομα ήταν Σπύρος Μεταξάς. «Μπουρανέλλος» γέννημα και θρέμμα της πόλεως, εύθυμος χαρακτήρας και πειραχτήριο. (Δες κι εδώ). Αν ήταν «τρελός», τύφλα να έχουν οι γνωστικοί… Κι αν άξιζε κάποιος για βασιλιάς της Λευκάδας αυτός δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Σπυριδιώνη!

σπυριδιώνης

Ο Σπυριδιώνης και το γεύμα των Βαυαρών αξιωματικών

Του Δημήτρη Γιαννουκάκη

Ελάτε αγαπητοί μου αναγνώστες να κάνωμε μαζί έναν περίπατο στα παλιά χρόνια. Ελάτε να κάνωμε μια αναδρομή στο παρελθόν, ν΄ ανασηκώσωμε μια χιλιοσκονισμένη κι΄ αραχνιασμένη κουρτίνα για να γνωρίσωμε μερικούς ξεχασμένους τύπους της παλιάς Αθήνας, από την εποχή του Όθωνα ίσαμε σήμερα…

Κι΄ έχει δα από τύπους η Αθήνα, άλλο τίποτε. Αλήτες είναι ή φιλόσοφοι; Ζητιάνοι είναι ή τρελλοί; Κανένας δεν σκέφτηκε ποτέ να εμβαθύνη στο φαινόμενο αυτό -κοινωνικό φαινόμενο- της τρελλής και φιλοσοφημένης αλητείας. Κουρελήδες οι περισσότεροι, ελεεινοί και αξιοδάκρυτοι κατόρθωσαν ν΄ αποσπούν την συμπάθεια του λαού, της μεγάλης μάζας που διασκέδαζε με τα καμώματά τους… Ισορροπημένοι μια φορά δεν ήτανε. Τρελλοί βέβαια, άκακοι και ακίνδυνοι τρελλοί όλοι τους γινόντουσαν εύκολα γνωστοί στο λαό που τους αγαπούσε και τους πείραζε.

Αυτό το πείραγμα δυνάμωνε την τρέλλα τους και την έφτανε σε σημείο ακινδύνου παροξυσμού. Κι΄ επάνω στον παροξυσμό τους άρχιζε το γλέντι της μάζας, του όχλου, του λαού… Και τότε γινόντουσαν ακόμη πιο αγαπητοί οι άνθρωποι αυτοί […].

σπυριδιώνης_2

Και αν πρόκειται να εκθέσωμε την ιστορία αυτών των τύπων αξίζει να αρχίσωμε από τον Σπυριδιώνη.

Τρία χρόνια έχουν περάσει που η πρωτεύουσα της μικρής Ελλάδος έχει μεταφερθή από το Ναύπλιον στην Αθήνα.

Στην καινούργια πρωτεύουσα έχουν συγκεντρωθή όλες οι εξουσίες και αρχές. Όμως μαζί με τους Έλληνες, που μαζεύονται στην καινούργια πρωτεύουσα από όλα τα μέρη της Ελλάδας και από το εξωτερικό ακόμη δεν είναι λίγη η αλητεία που θα ΄ρθη να βρη εύκολη ζωή με την επαιτεία στην Αθήνα.

Με την επαιτεία, την κατεργαριά, την κλοπή, την απάτη. Γιατί μαζεύεται στην καινούργια πρωτεύουσα κάθε καρυδιάς καρύδι, από την Ρούμελη, τον Μωριά, τη Θεσσαλία, τα νησιά.

1838…! Είναι ένα όμορφο καλοκαιρινό απόγευμα. Την πρωϊνή ζέστη την έχει καλύψει ένα δροσερό μελτέμι και δεν είναι λίγοι οι Αθηναίοι που βγαίνουν από τα στενά της Πλάκας, για να περπατήσουν λίγο γύρω από την Ακρόπολι. Στις εξοχές, δεν τολμούν να πάνε. Η ληστεία οργιάζει και οι ληστές φτάνουν καμιά φορά ως τους Αμπελοκήπους, τους Αγγελοκήπους, όπως τους λέγανε παλαιότερα και τους βρήκαμε παρεφθαρμένους σε Αμπελοκήπους, οι νεώτεροι.

Είναι λοιπόν ένα όμορφο καλοκαιριάτικο δειλινό, όταν λίγο πιο πέρα από την Αγία Τριάδα, εκεί που προχωρεί η Ιερά Οδός, ακούγονται τρομακτικές κραυγές.

– Πιάστε ΄τον… πιάστε ΄τον…

– Ποιον; Πού;

– Τον στρατηγό… πιάστε ΄τον τον άτιμο…

Σε λίγα λεπτά αναστατώνεται η ήρεμη εκείνη και μακρινή συνοικία. Άνθρωποι τρέχουν επάνω κάτω, φωνές ακούγονται, δεκάδες γαυγίσματα μπερδεύονται στις ανθρώπινες φωνές, ενώ προς την οδό Πειραιώς, ένας άνθρωπος με στολή στρατηγού, με σωρό τα παράσημα στο στήθος του και κόκκινο πηλήκιο με πολύχρωμα λοφία, τρέχει… τρέχει κυνηγημένος από αστυνομικούς κλητήρες και μερικούς πολίτες.

– Πιάστε ΄τον… Πιάστε ΄τον…

Δεξιά κι΄ αριστερά διασταυρώνονται οι φωνές… Και τα γαυγίσματα των σκύλων, αραιώνουνε σιγά σιγά, μα ακούγονται πάντα. Κι΄ ο στρατηγός τρέχει… Τρέχει…μόνο; Πιλαλάει, καλπάζει ο παράξενος στρατηγός με τα παράσημα και τα φτερά στο κεφάλι… Τρέχει και χάνεται…

Και το ανθρωποκυνήγι σταματά. Σ΄ ένα εξοχικό κέντρο μαζεύονται μερικοί κλητήρες της αστυνομίας και μερικοί περβολάρηδες της γειτονιάς γιατί υπήρχαν εκεί περιβόλια και ακούνε τον κυρ΄ Βασίλη, τον ιδιοκτήτη του εξοχικού κέντρου «Το Πράσινο δεντρί» να λέη:

– Τον άτιμο… θα τον σκοτώσω…

– Ποιον;

– Τον Σπυριδιώνη

– Ο Σπυριδιώνης ήτανε;

– Αυτός ο άτιμος… αυτός.

– Αυτός που πιλαλούσε;

– Αυτός ο θεομπαίχτης. θα τον σκοτώσω. Μ΄ έκαψε, μ΄ αφάνισε.

– Μα τι σου ΄ κανε;

– Είναι ανάγκη να σας πω; Δεν βλέπετε την καταστροφή;

Κοιτάζουνε όλοι εκεί που τους δείχνει ο κυρ΄ Βασίλης. Έξω από την αίθουσα του κέντρου, σ΄ έναν μπαξέ φυτευμένο με ήλιους και με ματζουράνες και βασιλικούς φουντωμένους ένα μεγάλο τραπέζι απλώνεται. Είναι τρία – τέσσερα ξύλινα μικρά τραπέζια ενωμένα που αποτελούν ένα στρωμένα όλα με κατάλευκα τραπεζομάντηλα και με αραδιασμένα πιάτα και ποτήρια για δέκα – δώδεκα άτομα. Mα τι έχει γίνει επάνω στο τραπέζι;

Σπασμένα πιάτα, σχισμένο το τραπεζομάντηλο, αναποδογυρισμένες οι καράφες με την ξανθή ρετσίνα και το κόκκινο μπρούσκο και καμιά δεκαριά πιατέλλες και γαβάθες… άδειες.

Λίγοι ώρα πριν αυτές οι γαβάθες ήτανε γεμάτες κρέατα ψητά, τυριά, ψωμιά, σαλάτες. Υπήρχαν δυό πιατέλλες με κοκορέτσι κι΄ άλλες δυό με σπληνάντερο… Τίποτε απ΄ αυτά δεν υπάρχει, μα τίποτε.

Και ο κυρ΄ Βασίλης δίνει εξηγήσεις:

– Γεύμα είχανε για σήμερα το βράδυ οι Βαυαροί αξιωματικοί… Και τι δεν μου είχανε παραγγείλει και τι δεν είχα ετοιμάσει…

– Λοιπόν;

– Τα είχα όλα έτοιμα, τα είχα βάλει στο τραπέζι γιατί όπου να ΄τανε θα ερχόντουσαν με τ΄ αμάξια τους, όταν…

-Όταν;

– Ήμουνα στην κουζίνα μου και κάτι ετοίμαζα, όταν ακούω γαυγίσματα έξω…

– Γαυγίσματα;

– Ναι… γαυγίσματα. Εγώ ξέρω ότι την πόρτα του μπαξέ μου την έχω κλειστή. Σκυλιά γυρίζουνε βέβαια απ΄ όξω αδέσποτα, ένα σωρό και για δάφτο κλείνω πάντα την πόρτα του μπαξέ. Μα βρέθηκε εκείνος ο άτιμος…

– Ποιος άτιμος;

– Ο Σπυριδιώνης…

– Λοιπόν;

– Ήρθε μέσα με γαλιφιά και μου ζήτησε να του δώσω λίγο ψωμάκι και λίγο προσφάϊ… του ΄δωσα, μήπως του αρνήθηκα; Του ΄δωσα του άτιμου που αν πέση στα χέρια μου δεν γλυτώνει… θα τόνε σκοτώσω κι΄ ας πάω και φυλακή.

– Τέλος πάντων, τι έκανε ο Σπυριδιώνης;

– Μου πιάνει την κουβέντα και μ΄ ερωτά: Εδώ θα φάνε απόψε οι Βαυαροί;

– Εδώ θα φάνε, του λέω… Και μου λέει:

Δεν ντρέπεσαι, εσύ πατριώτης άνθρωπος, να τραπεζώνης την ακρίδα; Ποια ακρίδα; των ερωτάω… Και μου λέει: Δεν διάβασες τι γράφει ο εθνικός μας ποιητής ο Σούτσος; Αν το διάβασες, τι μ΄ ερωτάς για ποια ακρίδα σου μιλώ… αν δεν το διάβασες δεν αξίζει νάσαι Έλληνας… Και για δαύτο θα τιμωρηθής… Βρε άμε στο γέρο διάβολο από δω, του λέω κι΄ εκείνη τη στιγμή ακούω τα γαυγίσματα, να γαυγίζουνε χίλια σκυλιά μαζί… Τι να ιδώ; Είχε ο άτιμος αφήσει ανοιχτή την πόρτα της μάντρας του μπαξέ και όλα τα σκυλιά της γειτονιάς μπήκανε, βρήκανε τα κρέατα και δεν αφήσανε μουδέ ψίχουλο, μουδέ κόκκαλο… Ιτς…

Ήτανε κατόρθωμα του Σπυριδιώνη αυτό…

Μα ποιος ήτανε ο Σπυριδιώνης; Κανένας δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια του κι΄ ούτε καν νοιαζότανε να μάθη. Οι Αθηναίοι της εποχής εκείνης ξέρανε πως ήταν ένας τολμηρός τρελλός, που έλεγε τις αλήθειες, όσες αλήθειες δεν τολμούσαν να πούνε οι άλλοι.

Λίγοι, πολύ λίγοι ξέρανε πως ο Σπυριδιώνης είχε γεννηθή στη Λευκάδα, έμενε όμως στη Ζάκυνθο, όπου ήτανε… βαρελοποιός και χαράκτης σφραγίδων, λίγα χρόνια πριν από το 1821. Εκεί, στη Ζάκυνθο ντυνόντανε με φανταχτερές στρατιωτικές στολές, παλιές, χιλιομπαλωμένες στολές Γάλλων στρατιωτών (γαλλική κατοχή στη Ζάκυνθο έως το 1809 όταν πήρανε τα Ιόνια νησιά οι Άγγλοι) και έλεγε πως είναι… Βασιλεύς της Λευκάδος. Οι Ζακυνθινοί, εύθυμοι πάντα τύποι, που μπορούνε και γνωστικό να τρελάννουνε, τον είχαν βρη μισοπάλαβο και τον είχαν αποτελειώσει.

Όμως στη Ζάκυνθο ο Σπυριδιώνης -το πραγματικό του όνομα ήταν Σπυρίδων μα το επώνυμό του δεν έγινε ποτέ γνωστό- ο Σπυριδιώνης λοιπόν στην Ζάκυνθο γνωρίστηκε με τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά και άλλους, οπλαρχηγούς που είχανε καταφύγει στην Ζάκυνθο πριν από το 1821 για να προετοιμάσουνε την εθνική εξέγερσι. Ο Νικηταράς τον είχε συμπαθήσει τον Σπυριδιώνη, γιατί έλεγε δίστιχα της στιγμής, έλεγε εύθυμες ιστορίες και όταν ο Νικηταράς πέρασε στην Πελοπόννησο για την Επανάστασι, πήρε και τον Σπυριδιώνη μαζί του, για τις εύθυμες ώρες της αναψυχής του.

– Φεύγω Σπυριδιώνη, του είπε ο Νικηταράς. Θάρθεις μαζί μου;

– Και το ρωτάς, στρατηγέ μου;

– Δεν είμαι στρατηγός, Σπυριδιώνη, καπετάνιος είμαι. Οπλαρχηγός, όπως κι΄ οι άλλοι.

– Σε κάνω εγώ στρατηγό, αποκρίθηκε ο Σπυριδιώνης.

– Εσύ; Και ποιος είσαι εσύ;

– Βασιλεύς της Ελλάδος θα γίνω.

– Μα είσαι βασιλεύς της Λευκάδας…

– Προβιβάζομαι στρατηγέ… και σε προβιβάζω κι΄ εσένα.

Έτσι ο Σπυριδιώνης ακολούθησε το Νικηταρά σε όλες του τις μάχες στον Μωριά, μαζί με τον Τσοπανάκο -άλλον περίφημο τύπο- κι έγραφαν μαζί ποιήματα. Ο Τσοπανάκος έγραφε τα πατριωτικά και ο Σπυρίδων τα εύθυμα. Είχε μια καταπληκτική ευχέρεια ν΄ απαντά με ομοιοκαταληξίες σε ό,τι του λέγανε κι΄ αυτό ενθουσίαζε τον Νικηταρά και τους άνδρες του.

Τον ερωτούσε μια μέρα ο Νικηταράς βλέποντάς τον να τρώη ένα καλαμπόκι βρασμένο με λίγο αλάτι:

– Σπυριδιώνη τι τρως;

– Τρέφομαι οικτρώς… απαντούσε ο Σπυριδιώνης.

– Με το καλαμπόκι θα χορτάσης;

– Εγώ τρώω και συ να σκάσης…

Γελούσε ο Νικηταράς, γελούσε ο Κολοκοτρώνης, γελούσαν όλοι. Τέλος μια μέρα, ύστερα από μερικές μάχες, το Ναύπλιο έπεσε. Πρώτος-πρώτος μπήκε στο ελεύθερο Ναύπλιο ο Σπυριδιώνης κι΄ εγκαταστάθηκε εκεί, χωρίς να παραιτηθή από τον τίτλο του, όταν ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο σαν Κυβερνήτης.

– Ο Καποδίστριας κυβερνήτης… εγώ βασιλεύς της Ελλάδας, έλεγε πάντα.

Όμως στο Ναύπλιο είχε γίνει ενοχλητικός με τα πειράγματά του, γιατί τάβαζε με όλους, κανενός δεν έκανε χατήρι και ιδίως τα είχε με τον Κουντουριώτη. Ο λαός τον ελάτρευε κι΄ αυτό έδινε φτερά στον τρελλό Σπυριδιώνη να είναι ασύδοτος στα καυστικά του πειράγματα.

Ο Σπυριδιώνης και το αμίμητο δίστιχο…
«Βουλευταί κι΄ Εκτελεσταί / Πωλειταί κι΄ Αγορασταί»

Πραγματικά τσουχτερά, γιατί όταν στις πρώτες συνεδριάσεις των δύο σωμάτων, του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού της εποχής του Καποδίστρια, αποφασίστηκε να μοιραστούν τα τούρκικα τσιφλίκια για ευγνωμοσύνη στους Οπλαρχηγούς της Επαναστάσεως του 21, ο Σπυριδιώνης έβγαλε λόγο, έξω από το σπίτι του Γεωργίου Κουντουριώτη, προέδρου του Εκτελεστικού, όπου γινότανε η συνεδρίασις και σατιρίζοντας την απόφαση να μοιράσουν χαριστικά τα κτήματα στους καπεταναίους είπε κι΄ αυτό το δίστιχο, που αμέσως το πήρε στο στόμα του ο λαός:

– Βουλευταί κι΄ Εκτελεσταί
Πωλειταί κι΄ Αγορασταί…

Πραγματικός σάλος έγινε με το δίστιχο αυτό, που διακωμωδούσε την κυβέρνησι. Πικρή αλήθεια ήτανε, που έβγαινε από τα χείλη ενός τρελλού, όταν κάθε άλλος γνωστικός που το σκεπτότανε δεν μπορούσε να το εκστομίση. Και το πήρε ο λαός το δίστιχο και τόλεγε παντού:

– Τι έγινε σήμερα στο Εκτελεστικό;

– Τι να γίνη; Βουλευταί κι΄ Εκτελεσταί – Πωλειταί κι΄ Αγορασταί…

Ο πρόεδρος Κουντουριώτης θύμωσε. Και κάλεσε τον διευθυντή της Αστυνομίας να διώξη από το Ναύπλιο τον επικίνδυνο τρελλό.

– Θα φύγης… είπε ο αστυνόμος στον Σπυριδιώνη.

– Να φύγω κυρ΄ αστυνόμε. Αφού τα μεγάλα κεφάλια φοβούνται το μικρό το δικό μου, να φύγω.

– Που θα πας;

– Στην Αθήνα… αποκρίθηκε αδίστακτα ο τρελλός.

– Σε ποια Αθήνα μωρέ; Υπάρχει Αθήνα; Σωρός συντρίμμια υπάρχει και το Κάστρο, τίποτ΄ άλλο.

«Κάστρο» λεγότανε η Ακρόπολις. Ανένδοτος όμως ήτανε ο Σπυριδιώνης.

– Στην Αθήνα θα πάω…

– Βρε είναι έρημη η Αθήνα.

– Τι σας νοιάζει; Στην Αθήνα θα πάω.

Επέμενε ο τρελλός να πάη να εξορισθή στην Αθήνα. Και ο τρελλός εβγήκε γνωστικώτατος, γιατί τρία χρόνια αργότερα, στα 1835, η πρωτεύουσα της Ελλάδος, μεταφερότανε από το Ναύπλιο στην Αθήνα…

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερία «ΕΜΠΡΟΣ», Φύλλο του Σαββάτου 13 Αυγούστου 1960)

(Συνεχίζεται)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>