Ο Χωριάτης
Του Αλέκου Φίλιππα – Πλατύστομα
Χαρισμένο στους χωριάτες όλου του κόσμου
Εγώ ΄μαι ο γιος της μάνας Γης ο βαριοποσταμένος | |
που με ιδρό και κάματο τις μέρες μου διαβαίνω | |
και δε χορταίνω το ψωμί μάηδε τον έρμο ύπνο. | |
Κατ΄ απ΄ τον ήλιο τον καφτό μου πιάνετ΄ η ανάσα | |
και λέου σ΄ απόσκιο να ήμουνα κοντά σε κρύα βρύση | |
να δρόσιζα τα χείλη μου που τ΄ άφριξεν η δίψα | |
να ξάπλωνα και το κορμί που τρέμ΄ από το μόχτο. | |
Κι άλλοτε μες στη χειμωνιά, στη μπόρα, στο χαλάζι, | |
μέσα στο ανεμόβροχο, στην παγωνιά, στο χιόνι, | |
γυρίζω για το σπίτι μου από τα λασποδρόμια. | |
Στην πόρτα στέκει γνοιστικιά ή άξια μου γυναίκα | |
οργώνοντας με τη ματιά τη μουσκεμένη στράτα, | |
κι όταν θα φτάσω στην αυλή τρέχει και ξεφορτώνει | |
το ζωντανό και στο παχνί το σέρνει και το δένει, | |
κι έπειτα τ΄ αλλαξίμια μου τα φρεσκομπαλωμένα | |
μου φέρνει και το σάγιασμα διπλό τριπλό το ρίχνει | |
να κάτσω δίπλα στη φωτιά π΄ αναροφάει τα ξύλα | |
καμίν΄ ασίγαστο π΄ ορμάει ψηλά στα κεραμίδια | |
να κάψει έγνοιες και καημούς της κουρσεμένης ζήσης. | |
Κοντά μου στέκουν τα παιδιά γλυκοχαμογελώντας | |
και τα γερόντια της φωτιάς τη χόβολη ξεθάλουν. | |
Και τώρα που τα χρόνια μου βαραίνουν το κορμί μου | |
όπως το στάχυ τ΄ ώριμο την καλαμιά βαραίνει | |
βαθειά μ΄ ένα παράπονο το λογισμό θολώνει | |
εγώ που μέλι κουβαλώ στου κόσμου την κυψέλη | |
γιατί την καταφρόνηση νάχω για πλερωμή μου. | |
Αυτό για πέστε μου θεοί γιατί ξεθεμελιώνω | |
τους θρόνους σας όσο ψηλά στον Όλυμπο κι αν στέκουν. | |
Έχω το νεύρο σίδερο και την ψυχή μ΄ ατσάλι. |
————————————————————————————————————————–
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ηχώ της Λευκάδας», φύλλο 114.