Το παλιό λιτρουβιό του Κώστα Μανωλίτση (Κωσταρά – Πατσούλια), ένα από τα εννέα λιτρουβιά που λειτουργούσαν στην περιοχή της Νικιάνας | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Δε, Δεκ 18th, 2023

Το παλιό λιτρουβιό του Κώστα Μανωλίτση (Κωσταρά – Πατσούλια), ένα από τα εννέα λιτρουβιά που λειτουργούσαν στην περιοχή της Νικιάνας

Η μηχανή (πιεστήριο) είχε κατασκευαστεί στον Πειραιά από το μηχανουργείο-εργοστάσιο «ΤΖΩΝ ΜΑΚ ΔΟΥΑΛΛ & ΒΑΡΒΟΥΡ»

8_litrovio_patsoulia

Από τον Επίσκοπο μέχρι το Κεραμιδάκι σε μήκος και σε πλάτος από τον Καλογερόκαμπο μέχρι τα ριζά του δάσους των Σκάρων, απλώνονταν, κυρίως, τα λιοστάσια των κατοίκων των ορεινών οικισμών της κοινότητας Αλεξάνδρου. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι στο επίνειο των χωριών αυτών, τη Νικιάνα, είχαν κατασκευαστεί ή μετεγκατασταθεί μετά τον πόλεμο του 1940 τα περισσότερα λιτρουβιά.

1_litrovio_patsoulia

Χαρακτηριστικό της μεγάλης ελαιοπαραγωγής είναι ότι, όπως γράφει ο Πανταζής Κοντομίχης στην εργασία του «ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ (Λαογραφικά Λευκάδος)» και μνημονεύει στην ανάρτησή του με τίτλο «Μνήμες μέσα σε παλιά λιτρουβειά» ο αείμνηστος γεωπόνος Μπάμπης Λάζαρης, στην περιοχή της Νικιάνας λειτουργούσαν μετά τον πόλεμο τα εξής 8 λιτρουβιά: 1) Γιάννη Δαμιανή, 2) Θεοφάνη Βρεττού (Μελένιου), 3) Περικλή Δουβίτσα, 4) Νίκου Γράψα (Αρίδια), 5) Θεολ. Σούνδια, 6) Γεωργίου Μανωλίτση (Παπάτσα), 7) Κώστα Μανωλίτση (Κωσταρά – Πατσούλια), 7) Νικολάου Κόκλα (Προκόπη), ενώ δεν αναφέρεται το λιτρουβιό του Σπύρου Μανωλίτση (Πίπα ή Στεφανή) που είναι σήμερα ανακαινισμένο και διατηρείται σε καλή κατάσταση.

14_litrovio_patsoulia

Το λιτρουβιό του Κώστα Μανωλίτση (Κωσταρά – Πατσούλια) βρίσκεται στα αριστερά του δρόμου που οδηγεί στους Αγίους Πατέρες, λίγο πριν φτάσουμε στην βρύση «στου Παύλου» με κατεύθυνση από τη Νικιάνα προς το μοναστήρι. Σε μια τσιμεντένια βάση διαβάζουμε την χρονολογία 1953 (;) και τα αρχικά Β.Μ. Εκείνο που διακρίνεται ακόμη σήμερα είναι η σιδερένια μηχανή (πιεστήριο). Μέσα στο γκρεμισμένο κτίσμα βρίσκονται ακόμη τα λιθάρια, όπως είχαμε δει παλιότερα αλλά σήμερα δεν φαίνονται πλέον λόγω της πυκνής βλάστησης. Η μηχανή έχει κατασκευαστεί «ΕΝ ΠΕΙΡΑΙΕΙ» από το μηχανουργείο-εργοστάσιο «ΤΖΩΝ ΜΑΚ ΔΟΥΑΛΛ & ΒΑΡΒΟΥΡ».

4_litrovio_patsoulia

Όπως γράφει το site astypalaia.wordpress.com, η ιστορία του Τζων Μακ Δούαλλ (John McDowall) στην Ελλάδα ξεκίνησε το έτος 1855, όταν σε ηλικία 25 ετών, μηχανικός του Βρετανικού Εμπορικού Ναυτικού, έφθασε με εμπορικό πλοίο στο λιμάνι της Πάτρας, όπου στο ναυλωτικό γραφείο του Βαλέριου γνώρισε τον απαρχαιωμένο και προβληματικό τρόπο άλεσης των σιτηρών, που ως αποτέλεσμα είχε την παραγωγή κακής ποιότητας αλεύρου για την παραγωγή ψωμιού, λόγω της έλλειψης μηχανημάτων καθώς την εποχή εκείνη στην Ελλάδα δεν υπήρχαν ατμοστρόβιλοι και η παραγωγή γινόταν με την χρήση ανεμόμυλων. Αμέσως κατάλαβε ότι η Ελλάδα ήταν χώρα βιομηχανικά ανεκμετάλλευτη και πρόσφορη για τέτοια δραστηριότητα.

7_litrovio_patsoulia

Και κατέστρωσε σχέδιο για την μόνιμη εγκατάστασή του στην Ελλάδα, για την δημιουργία μονάδας βιομηχανικής παραγωγής. Μετά την πάροδο 3 ετών εγκατέλειψε την Αγγλία και πήγε στην Σύρο, όπου κατάφερε να προσληφθεί αρχικά, ως μηχανικός στην ΑΤΜΟΠΛΟΪΑ ΣΥΡΟΥ. Με τη δραστηριότητά του αυτή κατάφερε να μαζέψει τα πρώτα κεφάλαια με τα οποία ήρθε στο μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της χώρας, τον Πειραιά, όπου και ίδρυσε μαζί με τον επιχειρηματία Σεφερλή, ατμόμυλο για την βιομηχανική παραγωγή αλεύρου. Η επιχειρηματική επιτυχία ήταν, όπως αναμενόταν, μεγάλη. Η οικονομικότερη, ποιοτικότερη και γρηγορότερη εκμετάλλευση των σιτηρών άλλαξε τον τρόπο παραγωγής και εκμεταλλεύσεις του βασικότερου είδους διατροφής σε ολόκληρη την χώρα. Παράλληλα ο Μακ Δούαλλ απόκτησε και την Ελληνική υπηκοότητα.

10_litrovio_patsoulia

Το 1868 ήταν καθοριστικό για την μετέπειτα πορεία του. Το χρόνο αυτό αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες το πανίσχυρο μηχανουργείο Βασιλειάδη, το οποίο μεταφέρθηκε στη Δραπετσώνα. Ο Μάκ Δούαλλ το θεώρησε ευκαιρία και ίδρυσε το δικό του μηχανουργείο – εργοστάσιο στον Πειραιά. Στο μηχανουργείο – εργοστάσιο του Μακ Δούαλλ εργάζονταν περίπου 420 εργάτες και τεχνίτες υπό την αυστηρή και καθοριστική επίβλεψή του, αριθμός τεράστιος για την βιομηχανική πραγματικότητα της χώρας, όχι μόνο την εποχή αυτή αλλά και μέχρι σήμερα. Στο μηχανουργείο – εργοστάσιο κατασκευάζονταν μικροί και μεγάλοι ατμόμυλοι καθώς και άλλα σημαντικά για την χώρα βιομηχανικά δημιουργήματα, καθοριστικά για την είσοδό της στην βιομηχανική εποχή.

Το εργοστάσιο Μακ Δούαλλ παρήγαγε σπουδαιότατα μηχανήματα με τα οποία εφοδίασε τόσο την αγορά της χώρας όσο και τις αγορές του εξωτερικού όπως, ελαιουργικές μηχανές, υδραυλικές μηχανές έως και 300 τόνων, κλωστικές μηχανές, νηματουργικές και άλλες, υποστηρίζοντας σε εθνικό πλέον επίπεδο την βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας. Για το έργο αυτό τιμήθηκε με πληθώρα διακρίσεων, επαίνων και παρασήμων από το Ελληνικό Κράτος. To 1878 συνεταιρίστηκε με τον επίσης Σκωτσέζο Γουλιέλμο Βαρβούρ (William Barbour), που ήταν σύζυγος μιας από τις κόρες του, και ίδρυσαν την εταιρεία «John McDowall & Barbour».

Για το «κάμωμα της ελιάς», το άλεσμα δηλαδή του ελαιόκαρπου στο λιτρουβιό, γράφει ο Πανταζής Κοντομίχης («Τα Γεωργικά της Λευκάδας», Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1985):

«Τα λιτρουβειά ήταν επιμήκη, χαμηλά και πέτρινα βιοτεχνικά κτίρια με πολύ γερή κατασκευή και στις εξής διαστάσεις: μήκος από 15 μέχρι και 25 μέτρα, πλάτος από 8 μέχρι και 15 και ύψος γύρω στα 3,50 μ. Είχαν μια μεγάλη κεντρική πόρτα, τοξοειδή απάνω και μια πισινή ακριβώς απέναντι, ως βοηθητική. Παράθυρα είχαν 4-5, από δύο στις επιμήκεις πλευρές και ένα σε μια από τις πλάγιες. Όλος ο εσωτερικός χώρος ήταν ελεύθερος, αβέρτος, όπως έλεγαν, και περιλάμβανε τις παρακάτω εγκαταστάσεις: α) την αλεστική ή αλώνι, όπου αλέθονταν οι ελιές με τα λιθάρια, β) τη μηχανή, όπου στίβονταν το ζυμάρι και γ) το βίντζι και παλιότερα ο αργάτης, εξαρτήματα έλξεως της μεγάλης μανιβέλλας της μηχανής. Στο χώρο αυτό υπήρχαν ακόμα το καζάνι για το βράσιμο του νερού, ο μεγάλος πάγκος για να γιομίζουν απάνω τα τσόλια με ζυμάρι, οι καπάσες και οι πίλες για την προσωρινή αποθήκευση του λαδιού και τα μέτρα. Τέτοια λιτρουβεία υπήρχαν σε όλα τα χωριά του νησιού και στην Πόλη. Υπολογίζομε ότι προπολεμικά υπήρχαν γύρω στα 170 λιτρουβειά στα χωριά και 10-15 στη Χώρα».

Τη μηχανή, δηλαδή το πιεστήριο, την περιγράφει ως εξής:

«Τα παλιά πιεστήρια ήταν εξ ολοκλήρου ξύλινα, κατασκευασμένα στο νησί από έμπειρους ξυλοτέχνες. Όλο το συγκρότημα ακουμπούσε σε βάση πέτρινη, ατόφια που την έλεγαν κάτω πλάντρα και είχε μήκος 2 μέτρα, πλάτος 1 και πάχος 0,60 περίπου. Στις δυο άκρες της πλάντρας μπήγονταν σε σκαλισμένες υποδοχές δυο χοντρά δοκάρια μήκους 3 μέτρων, που ακουμπούσαν ψηλά στα μαδέρια της στέγης. Αυτά τα ΄λεγαν αδράχτια ή κατάρτια και ήταν τετραγωνικά ως το ύψος του μισού μέτρου. Από κει και πάνω γίνονταν κοχλιωτά. Ψηλότερα υπήρχε μια άλλη πλάντρα, ξύλινη όμως, που είχε δυο τρύπες, μια σε κάθε άκρη της, απ΄ τις οποίες περνούσαν οι δυο άκρες των αδραχτιών. Η πλάντρα τούτη κρεμόταν απ΄ την οροφή με καρούλια και κατέβαινε ή ανέβαινε κατά την περίσταση. Προορισμός της ήταν να πιέζει τα τσόλια ή τα σφυρίδια, που ήταν γιομάτα ζυμάρι ελιάς. Στις δυο πάνω άκρες των καταρτιών ταίριαζε από ένα τρίποδο σφοντύλι με θηλυκό κοχλία για να βιδώνεται στο κοχλιωτό αδράχτι. Κάθε σφοντύλι είχε τρεις προεξοχές, ακτίνες. Σ΄ αυτές τις ακτίνες έβαναν αντιστύλι ξύλινες μανιβέλλες και τα βίδωναν προς τα κάτω. Καθώς αυτά κατέβαιναν, κατέβαινε και η πλάντρα που με τη σειρά της πίεζε τα τσόλια, τα ΄στιβε κι έβγαινε το λάδι.

Η μηχανή αυτή είναι το πιο παλιό πιεστήριο που ξέρομε. Στα νεώτερα χρόνια, μετά το 1900 πάνω κάτω, άρχισαν σιγά-σιγά να τοποθετούνται σιδερένιες μηχανές, που τις έφερναν από την Ιταλία, κυρίως. Η νέα μηχανή είχε κι αυτή τα δυο αδράχτια και την πλάντρα αλλά δεν είχε τα σφοντύλια. Η πίεση στην πλάντρα γινόταν από την βίδα, έναν κοχλιωτό άξονα ανάμεσα στα δυο κατάρτια, που ανεβοκατέβαινε, καθώς βίδωνε στο βουβό, ένα επιστύλιο που ένωνε τα δυο αδράχτια. Πάνω από την πλάντρα η μηχανή είχε ένα άλλο εξάρτημα, την καστάνια, που σε μια υποδοχή της, τη χέρα, έμπαινε μια μεγάλη χοντρή ξύλινη μανιβέλλα, την οποίαν τραβούσαν με το βίτζι για να πιέζονται τα σφυρίδια. Τη μανιβέλλα τραβούσε προς το βίτζι ένα σχοινί που στη συνέχεια τυλιγόταν σ΄ έναν άξονα τοποθετημένον οριζόντια σ΄ αυτό. Για τη λειτουργία αυτή το βίτζι είχε δεξόζερβα δυο οδοντωτούς τροχούς και δυο μανιβέλλες αντίστοιχα με την περιστροφή τους. Καθώς γύριζαν οι τροχοί το σκοινί τραβούσε τη χοντρή μανιβέλλα, που με τη σειρά της κατέβαζε την πλάντρα. Το βίτζι το δούλευαν δύο εργάτες, λιτρουβιαραίοι. Σημειώνομε εδώ πως πριν βάλουν βίτζι είχαν άλλο μέσο έλξεως της μανιβέλλας, τον αργάτη. Δηλ. ένα τετράγωνο ή στρογγυλό περιστρεφόμενο μαδέρι, που άρχιζε από το δάπεδο και κατέληγε στα δοκάρια της οροφής. Τούτος ο άξονας σε ύψος ενός μέτρου περίπου είχε δυο τρύπες διαμπερείς έξω κι έξω, απ΄ όπου περνούσα δυο μικρότερα δοκάρια-μανιβέλλες σε οριζόντια θέση και σχημάτιζαν ένα είδος ανεμιδιού. Οι λιτρουβιαραίοι εδώ γύριζαν τις μανιβέλλες αυτές με φόρα και το σκοινί, τραβώντας τη χοντρή μανιβέλλα της μηχανής, τυλιγόταν στο χοντρό κάθετο μαδέρι του αργάτη.

Τα τσόλια τα τοποθετούσαν το ΄να πάνω στ΄ άλλο μέσα σε μεταλλικό ταψί την τέψα τοποθετημένη πάνω στην πέτρινη πλάντρα της μηχανής ανάμεσα από τα δυο αδράχτια. Μπροστά στην τέψα υπήρχε το σκαφίδι, ξύλινη ή πέτρινη δηλ. σκάφη μέσα στην οποία διοχετευόταν το λάδι με τα υγρά του. Το σκαφίδι είναι χωρισμένο στα δύο. Στο ένα μέρος κρατιέται το λάδι και στο άλλο ο λιόσμος.

Τα τσόλια που στήνονταν εκεί τα ΄λεγαν στάση. Σε κάθε στάση έβαναν 50 και περισσότερα τσόλια. Για κάθε στάση άλεθαν 13-14 λάτες (=μέτρα) ελιές. Κάθε λάτα χωράει 14-15 κοιλά ελιές. Από κάθε στάση έβγαιναν 5-6 μέτρα λάδι. Το κάθε μέτρο έχει 16 καρτούτσα (2,5 καρτούτσα = 1 οκά). Δυο στάσεις ελιές κάνουν μια καμωσά. Και όλη την ημέρα ένα λιτρουβειό έβγανε 3 καμωσιές = 6 στάσεις. Μετά το μέτρημα του λαδιού, που έκανε ο νοικοκύρης, ο καραβοκύρης του λιτρουβειού κρατούσε το ξάι του. Έπαιρνε από τα δέκα το ένα. Το λάδι το πήγαιναν στο σπίτι του νοικοκύρη, αν χρειαζόταν, οι λιτρουβιαραίοι. Οι ίδιοι με τ΄ άλογά τους κουβαλούσαν νύχτα και τις ελιές από το σπίτι στο λιτρουβειό.

Τέλος σημειώνουμε πως, εκτός από την πλερωμή που έδιναν ως ξάι στο λιτρουβιό, ο νοικοκύρης ήταν υποχρεωμένος να κάμει και τα έξοδα στους λιτρουβιαραίους. Και το φαγητό που τους πήγαινε ήταν πάντα μπόλικο και καλομαγειρεμένο.

Μετά τον πόλεμο του 1940 πολλά λιτρουβειά άλλαξαν όψη, συγχρονίστηκαν. Έτσι έχασαν και τη γραφική παλαιότητά τους. Εγκατέστησαν στα σπλάχνα τους αχόρταγες, βιαστικές και θορυβώδεις μηχανές και μαζί άλλαξαν και τ΄ όνομά τους. Έγιναν «υδραυλικά». Τούτη η μεταβολή της βίαιης απάρνησης του παρελθόντος στέρησε το λιτρουβειό από την ακατανίκητη αίγλη που είχε μια φορά κι έναν καιρό. Τι ήταν αυτό; Απλούστατα είχε προσωπικότητα, είχε ψυχή. Τώρα δεν έχει. Τελευταία ο συγχρονισμός έγινε πλήρης. Τώρα πάνε και τα «υδραυλικά». Οι μηχανές έγιναν ηλεκτροκίνητες και λειτουγούν αυτόματα. Πολλά σύγχρονα «ελαιοπιεστήρια» έγιναν συνεταιριστικά».


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η Σημαντικό λέει:

    Τα παλιά μηχανήματα ΜΑΚ ΔΟΥΑΛ έχουν ικανή βιομηχανική συλλεκτική αξία. Και μπορεί όλο αυτόν του μηχανισμό του λιτρουβιού , να τον συντηρήσουν οι κάτοικοι της περιοχής και να το εντάξουν σε μια έκθεση στην Νικιάνα.

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>