Η κρίση ζητά την αλλαγή μας (της Κωνσταντίνας Κούρτη)
Της
Κωνσταντίνας Κούρτη
Αποχαιρετήσαμε μια ακόμη χρονιά για να υποδεχτούμε το 2024 με πολλά ασύμβατα μεταξύ τους συναισθήματα. Χαρά γιατί το δώρο της ζωής είναι εδώ, αγωνία για τις εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει, θλίψη γιατί μεγαλώνουμε αγνοώντας την διάρκειά μας, αισιοδοξία ότι κάτι καινούριο μπορεί ν’ αναδυθεί απ’ τον καθένα μας, δυσθυμία για την μη αντιστρεψιμότητα του ΠΑΝΔΑΜΑΤΩΡΟΣ χρόνου.
Το ανθρώπινο είδος, μοναδικό στον πλανήτη με επίγνωση αυτής της ιδιότητας του χρόνου, διάνυσε διάφορα στάδια μέχρι να την συνειδητοποιήσει. Πέρασαν πάρα πολλοί αιώνες για να ξεπεραστεί η ιδέα της αριστοτελικής κυκλικότητας του χρόνου και να αντικατασταθεί από την δυτική φιλοσοφία που τον παρουσιάζει ως ένα βέλος κινούμενο διαρκώς έμπροσθεν, χωρίς την δυνατότητα της αντιστροφής, της κυκλικής ή της όπισθεν κίνησης. Έτσι συνδέθηκε η έννοια του χρόνου με την ιδέα της προόδου και της εξέλιξης.
Υπό αυτήν την έννοια της εξέλιξης, κάθε έτος που αφήνουμε πίσω μας κληροδοτεί το αποτύπωμά του από τα πεπραγμένα. Όχι μόνο τα δικά μας αλλά και του μικρού – μεγάλου κόσμου μας, της κοινωνίας μας, της πατρίδας μας, της ηπείρου, του πλανήτη μας.
Γεννιέται λοιπόν το ερώτημα ποιο κεντρικό θέμα πλαισίωσε το 2023, μέσα από την ένταση, την επαναληψιμότητα και τα αποτελέσματά του στο συλλογικό μας συναίσθημα και στην ποιότητα της καθημερινότητάς μας. Μην υποτιμώντας τα τραγικά γεγονότα στα Τέμπη, τις πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές από πυρκαγιές, πλημμύρες και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα, η γενικευμένη βία καταρρίπτει κάθε προηγούμενο ρεκόρ και αναδεικνύεται ως κυρίαρχο.
Είναι αδιαμφισβήτητο πλέον γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια, με ιδιαίτερη έξαρση την χρονιά που πέρασε, ολοένα αυξάνονται οι διαφορετικές μορφές της στην πατρίδα μας, σ’ ένα τοπίο που μοιάζει εντελώς ανίκανο, άβουλο και απρόθυμο να την αντιμετωπίσει και να την περιορίσει.
Ας αναρωτηθούμε όμως η βία είναι υπόθεση όλων μας ή κάποιων μειοψηφικών ομάδων με ευδιάκριτα χαρακτηριστικά, όπως των οπαδών, των κατά συρροή δολοφόνων, των οικονομικών απατεώνων, των εγκληματιών, των συμμοριών κτλ.;
Η απάντηση ας δοθεί από τον καθένα μας χωριστά αλλά και από το συλλογικό μας κριτήριο, καθώς η βία εισρέει ύπουλα μέσα από τις απλές καθημερινές συνήθειες με τέτοια ταχύτητα, όπου μεταλλάσσεται σταδιακά σε μια παγιωμένη κατάσταση που παραλύει τα αντανακλαστικά μας, αφού ξεγελάει η πλαστή όψη της κανονικότητάς της.
Τι να πρωτομετρήσουμε σ’ αυτό το πανδαιμόνιο; Την παράλογη και αυθαίρετη οδική συμπεριφορά, το αχαλίνωτο υβρεολόγιο με αστείες αφορμές, την γενικευμένη απειθαρχία σε κανόνες, τον στραγγαλισμό της γλώσσας, την επίδειξη μαγκιάς με απειλές, την ηχορύπανση από «φτιαγμένες» εξατμίσεις, την αλόγιστη χρήση βεγγαλικών και καπνογόνων σε ασήμαντους εορτασμούς, την «κινητή» και «ακίνητη» μουσική στη διαπασών, τις ταγκιές και τα σπρέι σε ιερά μνημεία, σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, την υπερπληθώρα σκουπιδιών, την κακοποίηση ζώων;
Πόσα ακόμα μπορούν να καταγραφούν αναδεικνύοντας το πρόβλημα της βίας σε μείζον. Κι ερχόμαστε στο συγκλονιστικότερο είδος με ταχύτατη εξάπλωση του στους σχολικούς και εξωσχολικούς χώρους, την παιδική και εφηβική βία!
Ποιοι λόγοι οδηγούν τα παιδιά ανεξαρτήτου φύλου σε τέτοια εκτόνωση μίσους, αποστροφής, εκφοβισμού και εντέλει εγκληματικής συμπεριφοράς;
Πολυπαραγοντικό το ζήτημα αυτό. Στην ιεραρχία όμως των βασικών αιτιών στο βάθος των αιώνων, εξακολουθεί να κατέχει την πρωτιά η σχέση που οικοδομείται μέσα στην οικογένεια, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά. Η σημερινή ελληνική οικογένεια, ως πρωταρχικό κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού, πολλές αλλαγές έχει υποστεί στην διαδρομή των εξελίξεων της τεχνολογίας και της δομής της.
Δεν είναι μόνο η ισχυρή παρουσία της χειραφετημένης μητέρας που άλλαξε ή ενίσχυσε ρόλους μέσα στην οικογένεια αλλά και η τάση των δύο γονέων για αποποίηση του γονεϊκού ρόλου ως κατευθυντήρια δύναμη πορείας και ανατροφής των παιδιών.
Βιώνουμε την εποχή όπου υπάρχει διάχυτος ο φόβος των γονέων να γαλουχήσουν, να συμβουλεύσουν και να δείξουν στα παιδιά τους πώς να λειτουργούν σε κάθε ομάδα ένταξής τους, πώς να αποκτούν αξιακό – ηθικό κώδικα συμπεριφοράς, πώς να διαχωρίζουν το αρνητικό από το θετικό, το σημαντικό από το ασήμαντο, την ευγένεια από την αγένεια, το ψέμα από την αλήθεια.
Μέσα στην σύγχυση των καθημερινών διεκπεραιώσεων, τον οικονομικό υπολογισμό και την τακτοποίηση λογαριασμών, την διευθέτηση του περιορισμένου χρόνου, τον υπερβολικό εγκλωβισμό των παιδιών σε εναλλαγή εξωσχολικών δραστηριοτήτων, την αντιμετώπιση όλων των έκτακτων και απρόβλεπτων γεγονότων, ο γονιός αποκαμωμένος από την κραιπάλη του κυνηγητού και της κοστοβόρας μέριμνας, παραλείπει να δώσει τον ουσιαστικό χρόνο (όχι σε ποσότητα αλλά σε ποιότητα) της σχέσης με τον/την σύζυγό του και τα παιδιά του. Η δυνατότητα συζήτησης μοιάζει ανέφικτη, ο διάλογος, η ακρόαση, η επιχειρηματολογία, η παρατήρηση του εαυτού και των γύρω, η περιγραφή συμβάντων, η αφήγηση εμπειριών, όλα τόσο μακρινά και ξένα όσο και πολύτιμα συνάμα.
Πώς θα δομηθεί η προσωπικότητα του παιδιού χωρίς αυτές τις πρωταρχικές κοινωνικές βάσεις μέσα από την οικογένειά του, ώστε να κατακτήσει την ζωή με θεληματικό πείσμα, με όραμα, με πίστη, με καθαρή συνείδηση;
Η ζωή δεν μας δόθηκε για το «μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει» αλλά για να την αντιμετωπίσουμε ως μητριά κι όχι ως προστατευτική μάνα και να την πορευτούμε σθεναρά. (Βασίλης Καραποστόλης)
Η έλλειψη όλων αυτών των κυρίαρχων δομικών στοιχείων της οικογένειας, οδήγησε αναπόφευκτα σε ό,τι πιο πρόσκαιρα ικανοποιητικό, αρεστό ή επιθυμητό τοποθετήθηκε ως επιλογή της ευκολίας, της ταχύτητας, του εντυπωσιασμού, της εικόνας, της ψευδαίσθησης, της απομάκρυνσης, της λήθης.
Η κυριαρχία της οθόνης, της κατ’ επίφαση επικοινωνίας, των χρωμάτων, των εναλλαγών ήχων, προσώπων, σκηνικών, προκλήσεων, εικόνων, δηλαδή των διαφημίσεων, σημείωσε θεαματικά αποτελέσματα στην επιρροή της πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη, νοητικά και ψυχικά, τέτοια ώστε τα κέντρα απεξάρτησης να φαντάζουν ελάχιστα με το πλήθος των κρουσμάτων.
Έτσι αυτόματα και ασυνείδητα εξαπλώθηκε ο εθισμός στην εξωτερική εικόνα, την φωτογραφία, την επίδειξη των προσωπικών και ιδιαίτερων στιγμών σε κοινή θέα για την αναβάθμιση της συλλογής των πιστών ακολούθων της προσωπικής, οικογενειακής, κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής.
Μέσα σ’ αυτό το συνονθύλευμα των επιρροών, το σχολείο σήμερα καλείται να καλύψει τα ανεκπλήρωτα κενά της οικογένειας, να απολογηθεί για τον πρωταρχικό του ρόλο, να διατηρήσει το δομικό σύστημα κανόνων λειτουργίας του, να προστατευτεί από τις κυριαρχικές απαιτήσεις γονέων ως προς το έργο του, να ισορροπήσει ακραίες συμπεριφορές τους, να διδάξει πρότυπα, να παλέψει σκληρά για την υπερπήδηση των εξωτερικών εμποδίων. Το τι αποτέλεσμα σημειώνει είναι ένα άλλο σοβαρό γεγονός που σχετίζεται άμεσα με το φιλότιμο, την προσωπική καλλιέργεια των εκπαιδευτικών, την κουλτούρα τους, την ευσυνειδησία για το λειτούργημά τους.
Μοναδική παγκόσμια πρωτιά ο αριθμός των αριστούχων μας ως απόφοιτοι πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. (Μαρία Ευθυμίου)
Ποιες είναι τώρα οι συνέπειες όλης αυτής της αφόρητα διαστρεβλωμένης ελληνικής πραγματικότητας στα Ελληνόπουλα; Είναι τα δυσάρεστα και αρνητικά συναισθήματα που κατέλαβαν κυρίαρχη θέση στην ψυχική τους ζωή. Ο εγκλωβισμένος θυμός, η αίσθηση ότι τίποτα δεν αξίζει για ν’ αγωνιστείς, η αυτολύπηση, το δυσαναπλήρωτο κενό από έλλειψη ορίων, ο αχαλίνωτος ετσιθελισμός λόγω της ασύδοτης επιτρεπτικότητας, το μίσος σε ό,τι και όποιον θέτει πλαίσιο συμπεριφοράς ή λειτουργίας, ο μηδενισμός, η ματαίωση, η αίσθηση πλήρους αποτυχίας ή και η ψευδαίσθηση της αυτοδικαίωσης μέσα από την καταστροφή, το ρήμαγμα, την λεηλάτηση, την χειροδικία, την βιαιοπραγία.
Πόσο αντέχουμε να παραμένουμε θεατές αυτού του διευρυμένου και νοσηρού φαινομένου; Πού πήγαν τα αντανακλαστικά μας; Μήπως «μαστουρωθήκαμε» από το όπιο της διεκδίκησης δικαιωμάτων και ξεχάσαμε ότι κάθε δικαίωμα συνοδεύεται αντίστοιχα κι από μια υποχρέωση; Τολμάμε να ψελλίσουμε αυτή την λέξη; Κι αν της προσθέσουμε κι εκείνη την καημένη και παραμελημένη «ευθύνη» πού θα βρούμε τόπο να θρονιάσουμε;
Ας ξεκινήσουμε ο καθένας από τον εαυτό του, μην περιμένοντας αποτελέσματα χωρίς δικές μας αλλαγές.
«Όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο, ας αλλάξει πρώτα τον εαυτό του». (Σωκράτης)
Το σήμερα, το τώρα είναι εδώ και ΠΡΟΣΔΟΚΑ από εμάς να δώσουμε ΤΟΝ ΚΑΛΟ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ.
Το κόστος του δεν είναι οικονομικό, αλλά ψυχικό, καθώς ζητά ενίσχυση της θέλησης για να εκπληρώσουμε τον υπαρξιακό μας σκοπό, δηλαδή την ΘΕΩΣΗ, το ανώτερο που μπορούμε.
«Και λέει τούτη τη φορά…αντί να άλλαζε ο χρόνος, να άλλαζε ο κόσμος». (Γ. Ποταμίτης).
Σαράκι εμπόλιασε βουβά κάθε εσωκύτταρό της
την ησυχία να μην βρει, ούτε το γιατρικό της,
τον ίσκιο της να κυνηγά, άγνωστο το Καλό της.
Κάποτε ονομάστηκε ελληνική εστία,
μεγάλης σπουδαιότητας, αντίρρηση καμία,
στα μέλη της εθέσπισε κανόνες, πειθαρχία
Γονεϊκό τον σεβασμό με στόχο νηνεμία,
διατάραξη θα σήμαινε κακό στην πεμπτουσία.
Έτσι πορεύτηκε θαρρείς στον άτεγκτο τον χρόνο
ίσια θωρώντας τους δεσμούς, καλά συντηρημένους
να τους εκαμαρώνουνε, ποτέ τους ξοδεμένους
Μα ήρθε η σύγχρονη εποχή, νέα τα δεδομένα
παντιέρα εσηκώθηκε, όλα ‘ναι θολωμένα
τα πράγματα επήρανε την θέση των ανθρώπων
και οι δεσμοί ξεπέσανε σε αμνησία των τρόπων
Τώρα η γλώσσα πιο πολύ πονεί κι αναστενάζει
και να ξεχάσει της ζητούν ο,τι την εκτινάσσει
σε δυνατό κριτήριο καταγωγής ΑΡΧΑΙΑΣ
μιας ιστορίας συνεχούς σε εξέλιξη μοιραίας.
Εφτώχυνε η έκφραση, οι σχέσεις μας σε κρίση,
εγωισμός κι έπαρση σε ξέφρενο μεθύσι
φαντάζουνε προσόντα μας σε κλίμακα ανιούσα
μα δεν γροικάμε την ζωή σε πλεύση κατιούσα.
Σε κρότους, ήχους δυνατούς κυκλοφορεί η ψυχή μας
τον έσω κόσμο της να δεις, της ύπαρξης πτυχή μας
που μοναξιά δεν ημπορεί, θλίψη δεν την αντέχει
μα τρόπο ακατάλληλο μοιάζει να τον κατέχει
για να βρει αγαλλίαση, χαρά κι ευθυμία
πίστη κι εναντίωση στη στέρφα επιθυμία.
Το μήνυμα ας λάβουμε οι φίλοι, οι γνωστοί μας
την έκφραση να νιώσουμε σε ανάγκη πια κοινή μας
Νίκαια, 14/1/2024
Κωνσταντίνα Κούρτη