Μια μαρτυρία του παλαίμαχου κομμουνιστή Κώστα Κολυβά (Μπερδεμπέ) για τη σύλληψή του από τη Χούντα του 1967 και την εξορία
Η δημιουργία της πρώτης παράνομης οργάνωσης του ΚΚΕ στη Λευκάδα κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών
Πορεία Ειρήνης το 1965 στη Λευκάδα. Δεύτερος από αριστερά ο Κώστας Κολυβάς (Μπερδεμπές) και δίπλα του o Αριστ. Σούνδιας (Γαδής)
Ελάχιστες είναι στον τόπο μας, τη Λευκάδα, οι καταγεγραμμένες μαρτυρίες για το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη του 1967, που εκτελέστηκε από μια ηγετική ομάδα μεσαίων στελεχών του στρατού (συνταγματάρχες και αντισυνταγματάρχες) με επικεφαλής την «τριανδρία» Γ. Παπαδόπουλου, Στ. Παττακού και Ν. Μακαρέζου.
Σύλληψη πολίτη στη Χούντα (Φωτό: Fred Ihrt)
Πολλοί από τους συλληφθέντες την εποχή εκείνη από τα όργανα της Χούντας έχουν φύγει πια από τη ζωή χωρίς να έχουν αφήσει τις μαρτυρίες τους, και όσοι λίγοι ενδεχόμενα το έχουν κάνει δεν έχουν δημοσιευτεί ακόμη τα γραπτά τους, που ίσως να βρίσκονται στα χέρια συγγενών τους. Στο θησαυροφυλάκιο επίσης της συλλογικής μνήμης του τόπου μας, τη Χαραμόγλειο Βιβλιοθήκη, όπου ανατρέξαμε δεν μπορέσαμε να βρούμε τίποτε σχετικό. Κι αυτό, να λέμε την αλήθεια, το θεωρούμε μεγάλο κρίμα. Εμείς θα συνεχίσουμε να σκυλάβουμε στις στάχτες της μνήμης κι ας διακινδυνεύουμε κατά διαστήματα να κατηγορηθούμε για «αναμόχλευση πολιτικών παθών» – δεν θα είναι η πρώτη φορά.
Το στρατόπεδο της Γυάρου τον Σεπτέμβρη του 1967 (Φωτό: Fred Ihrt, που είχε πετάξει με ένα μονοκινητήριο Piper πάνω από το στρατόπεδο)
Ήδη από τη πρώτη μέρα του πραξικοπήματος συνελήφθησαν σε όλη την Ελλάδα πάνω από 1.000 άτομα, κυρίως κομμουνιστές, αριστεροί, αλλά και βασικοί εκπρόσωποι του αστικού πολιτικού κόσμου, ο πρωθυπουργός Π. Κανελλόπουλος, ηγέτες κομμάτων, κυβερνητικά στελέχη, κ.α. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία έως τις 30 του μήνα είχαν συλληφθεί 8.270 άνδρες και γυναίκες, ενώ κόμματα και ξένοι ανταποκριτές κάνουν λόγο ακόμα και για 10-12.000. Το επόμενο διάστημα τα κολαστήρια της Γυάρου, της Λέρου, της Αλικαρνασσού, του Ωρωπού, τα κρατητήρια της διαβόητης ΕΑΤ-ΕΣΑ κ.α. γέμισαν αγωνιστές.
Το στρατόπεδο της Γυάρου τον Σεπτέμβρη του 1967 (Φωτό: Fred Ihrt)
Εκατοντάδες ήταν οι συλλήψεις που έγιναν και στο νησί μας. Ένα νησί με πλούσιες αγωνιστικές παραδόσεις, που ας σημειωθεί ότι είχε επανεκλέξει στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964 για δεύτερη φορά βουλευτή τον υποψήφιο της ΕΔΑ Ξενοφώντα Γρηγόρη. Οι εκλογές που είχαν προκηρυχτεί για τις 28 Μάη του 1967 δεν έγιναν ποτέ.
Το στρατόπεδο της Γυάρου τον Σεπτέμβρη του 1967 (Φωτό: Fred Ihrt)
Στις συλλήψεις αυτές συνέδραμαν τα επίσημα όργανα του κράτους, την Αστυνομία Πόλεων (όπου υπήρχε) και τους κατά τόπους Σταθμούς Χωροφυλακής, οι ΤΕΑτζήδες. Τα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης) ήταν μια παραστρατιωτική οργάνωση στην υπηρεσία των κυβερνήσεων της δεξιάς και όχι μόνο. Επανδρώνονταν με πολίτες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν οπαδοί της άκρας Δεξιάς και της Δεξιάς. Βασικός ρόλος των TEA στην ύπαιθρο ήταν η διατήρηση του κλίματος του Εμφυλίου Πολέμου -του μονομερούς Εμφυλίου Πολέμου που διατηρούσαν όλες οι μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο κυβερνήσεις-, η διατήρηση κλίματος φοβίας και πίεσης και βέβαια των περίφημων «Πιστοποιητικών Κοινωνικών Φρονημάτων», σε βάρος των αριστερών και των δημοκρατών.
Παρέλαση ΤΕΑ Στρυμονικού σε εθνική επέτειο
Στα ΤΕΑ καλούνταν επιλεκτικά πολίτες που θεωρούνταν «εθνικόφρονες» ή νέοι που ανήκαν σε οικογένειες «εθνικοφρόνων». Τα TEA προήλθαν από τα MAY, που έδρασαν κυρίως στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Τα MAY ήταν «Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου» και μεγάλο μέρος των μελών τους ήταν ακροδεξιοί, μέλη των μοναρχοφασιστικών συμμοριών των ετών 1944-1947, οι οποίες στη συνέχεια βαφτίστηκαν Τμήματα επιστράτων χωροφυλάκων ή MAY. Τα μέλη των TEA είχαν βέβαια και κάποια «αβαντάζ». Έβρισκαν πιο εύκολα κρεβάτι σε νοσοκομείο, έπαιρναν πιο εύκολα δάνεια, είχαν κάποιες «προσβάσεις» που δεν είχαν οι απλοί πολίτες, σε διορισμούς, σε διευκολύνσεις, σε πιστοποιητικά… Ανάλογα με το μέγεθος του χωριού ήταν οργανωμένοι σε διμοιρίες ή ομάδες και σε κάποιο κεφαλοχώρι ήταν η έδρα του Τάγματος των TEA. Διοικούνταν από μονίμους ή εφέδρους αξιωματικούς.
Παρέλαση ΤΕΑ Στρυμονικού σε εθνική επέτειο
Έκαναν κάθε τόσο ασκήσεις στρατιωτικές, σκοποβολή, λάβαιναν μέρος σε παρελάσεις, φορούσαν στρατιωτική στολή και για σοβαρές παραβάσεις αναγόμενες στην «υπηρεσία» παραπέμπονταν σε Στρατοδικείο. Την εποχή εκείνη, 1965-1967, συνήθως τα όπλα των TEA ήταν αποθηκευμένα είτε στην «κοινότητα» ή σε άλλο κτίσμα. Όμως ένας αριθμός «εμπίστων» είχαν τα όπλα στα σπίτια τους, «παράνομα», κάτι που όλος ο κόσμος στο χωριό το ήξερε και κυρίως η αστυνομία και η χωροφυλακή. Αυτοί ήταν οι «μικροί δικτατορίσκοι» στα χωριά, «λύνοντας και δένοντας».
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι υπήρξαν και εξαιρέσεις. Κάποιοι ΤΕΑτζήδες αρνήθηκαν, προς τιμήν τους, να συμμετάσχουν στο όργιο των συλλήψεων, ιδιαίτερα σε χωριά όπου οι κοινωνίες ήταν μικρές και κλειστές. Να προσθέσουμε επίσης ότι πολλοί είναι σήμερα αυτοί που δεν καμαρώνουν για τη δράση τους την εποχή εκείνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όσους κι αν απευθυνθήκαμε δεν μπορέσαμε να βρούμε καμία φωτογραφία από τη δράση των ΤΕΑ της εποχής εκείνης στο νησί μας. Λιγάκι παράξενο βέβαια αν σκεφτεί κανείς ότι συμμετείχαν ακόμη και σε παρελάσεις με την ευκαιρία εθνικών γιορτών.
Άνδρες των ΜΑΥ σε υπηρεσιακή ενέδρα το 1948 (Πηγή)
Αφήνουμε τον παλαίμαχο κομμουνιστή μπάρμπα Κώστα Κολυβά (Μπερδεμπέ) να μας διηγηθεί (όταν του πήραμε τη συνέντευξη ήταν 97 ετών): |
«Με πιάσανε στις 29 Απρίλη του 1967, το Μέγα Σάββα, στους Σκάρους. Με το δεύτερο κύμα των συλλήψεων. Τους άλλους τους είχαν πιάσει τη μέρα που έγινε το πραξικόπημα. Τον Φώντα Κατωπόδη τον Κοτά, που ήταν γραμματέας της ΕΔΑ και άλλους (σ.σ. γραμματέας της ΕΔΑ την εποχή εκείνη ήταν ο Θεράπος, ο Φώντας Κατωπόδης ήταν μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής της ΕΔΑ). Δεν θυμάμαι ποιος ήταν γραμματέας στους Λαμπράκηδες.
Τους είδα από τον Παλιοβορό που κατέβαινα (σ.σ. τοποθεσία στο δάσος των Σκάρων) που περίμεναν κάτω στου «Μουσταφά» (σ.σ. τοποθεσία όπου είχαν την καλύβα τους οι Μπερδεμπέοι). Ήταν η ώρα που θα αρμέγαμε τα γίδια. Ήμουν με τα πράματα και τον Γιώργο τον Καλαβρέζο (Σούνδια) και του είπα μόλις τους είδα: αυτοί έρχονται για μένα (σ.σ. το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον συντοπίτη του Γιώργο Σούνδια που βρίσκεται εν ζωή και το θυμάται). Μπορούσα να φύγω αλλά σκέφτηκα τι θα γινόντανε οι άλλοι. Ότι είναι ας το πάθω εγώ, να μην πάει και το σπίτι τελείως…
Ήταν ο σταθμάρχης της Χωροφυλακής Αλεξάνδρου, ένας χωροφύλακας και δυο Αλεξανδρίτες (από το χωριό Αλέξανδρος) ΤΕΑτζήδες, ο Β.Μ. και ο Ε.Μ.. Τον χωροφύλακα τον βρήκα όταν απολύθηκα. Ήταν στα Λαζαράτα τότε, μετά την κατάργηση του σταθμού Χωροφυλακής στον Αλέξανδρο. Μου πέρασαν χειροπέδες και με πήγαν στον σταθμό χωροφυλακής στα Μαυροϊννάτα (σ.σ. ο μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής του Αλεξάνδρου που σήμερα αποκαλείται Αλέξανδρος). Εκεί βρήκα τον Αριστείδη το Γαδή (Σούνδια) που τον είχαν πιάσει κι αυτόν. Μετά φέρανε από τα Πλατύστομα και τον Αλέκο το Φίλιππα. Από κει μας πήγανε στη Καρυά -οι τρεις μας είμαστε δεν ήταν άλλοι από την Καρυά- και μετά στις φυλακές στη Λευκάδα. Εκεί κάτσαμε καμιά βδομάδα. Ήταν και οι άλλοι Λευκαδίτες που τους είχαν πιάσει τις πρώτες μέρες. Μετά ήρθε ένα αρματαγωγό έξω από το Κάστρο και μας φόρτωσαν για τα Γιούρα. Στο δρόμο φόρτωσαν κι άλλους από άλλα μέρη. Μάζευε ίσα κάτου. Δεν θυμάμαι, αλλά πρέπει να πήρε και από Κεφαλονιά και Ζάκυνθο. 1200 άτομα είμαστε, από όλες τις περιοχές.
Μας έβγαλε στα Γιούρα. Αυτοί που ήταν στελέχη, το γιατρό τον Ξενοφώντα Γρηγόρη (πήγαινα και με έβλεπε γιατί είχα πάθει ζημιά), τον παπά-Στάθη (Κτενά) και άλλους, τους πήγαν στα κτίρια. Κάποιους άλλους τους βάλανε σε κάτι κοτέτσια που είχαν φτιάξει οι παλιοί (πολιτικοί κρατούμενοι) δίπλα από τα κτίρια. Εμάς, καμιά εκατοστή, Λευκαδίτες οι περισσότεροι, μας βάλανε σε ένα ακρωτήριο και μας δώσανε σκηνές να τις στήσουμε. Εμείς το ονομάσαμε Κανάβεραλ. Μας δώσανε και κάτι άδεια στρώματα και κόβαμε κάτι που ήταν σα θρούμπες και τα γεμίζαμε. Στη σκηνή ήμουνα με τον Τέλη Φατούρο, τον Βελισσάρη Κονιδάρη, τον Νίκο Σουμίλα και τον Στάθη Καράμπαλη. Δεν θυμάμαι αν ήταν και ο Γιώργος ο Βρεττός. Φύγανε πολλοί τότε, όσοι υπέγραφαν (σ.σ. έκαναν δηλώσεις μετάνοιας). Αργότερα που άδειαζαν σιγά σιγά τα κτίρια μας μετέφεραν εκεί. Στα Γιούρα καθίσαμε μέχρι το Σεπτέμβρη. Είχε έρθει ένας απ΄ αυτούς να μας δει και τον γκρέμισε ο αέρας. Κι είπε ότι πρέπει να φύγουμε από εκεί. Κι αναγκαστήκανε κι αυτοί και μας πήγαν με αρματαγωγό μετά στη Λέρο, στο Παρθένι και στο Λακκί.
Ο Στάθης Καράμπαλης, στο κέντρο της φωτογραφίας (1), στη Β΄ Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης (14 Μάη 1964)
Εκεί που μας πήγαν εμάς, στο Λακκί, ήταν οι Ιταλοί παλιά και είχαν εγκαταστάσεις μεγάλες. Στο θάλαμο που έμενα είμαστε 200 άτομα. Σε διπλά κρεβάτια. Και δεν θέλαμε να πάμε, πως είμαστε γερόντοι, πως είμαστε ανάπηροι. «Βγείτε οι γερόντοι εδώ, βγείτε οι ανάπηροι εκεί», μας μοίρασαν στα τρία. Οι γερόντοι και οι ανάπηροι πήγαν στα κάτω κρεβάτια.
Απολύθηκα τον Ιούνη του 1970. Ήρθε δυο φορές και με επισκέφτηκε η γυναίκα μου η Θοδώρα με τον Νιόνιο τον ανιψιό μου. Εν τω μεταξύ η Χούντα στριμώχνονταν από τις διαμαρτυρίες και απόλαε σιγά σιγά κρατούμενους. Αυτοί γυρεύανε δηλώσεις, αλλά… Με κάλεσε η ασφάλεια και μου είπε: «Δεν θέλουμε να μας κάνεις δήλωση, αλλά να μας πεις ότι θα πας κάτου και θα κάτσεις ήσυχα». «Και τότε που με πιάσανε ήσυχα καθόμουνα, τους είπα. Ξέρετε τι έκανα; Γίδια φύλαγα!».
Προς τα τέλη του 1969 με αρχές του 1970 φέρανε κάτι δικαστικούς. Φώναξαν και μένα. Πήγα, ήταν τρία άτομα. Μου λέει ο ένας: «Έχω κάμει στη Λευκάδα. Έχω γνωρίσει τον γιατρό τον Γρηγόρη, επιστήμονας καλός, άνθρωπος καλός…». «Αυτός ο καλός ο άνθρωπος κι ο επιστήμονας», του απάντησα, «εδώ είναι το Λακκί κι αυτός είναι στο Παρθένι. Εδώ σας έστειλαν εσάς… Λένε προς τα έξω ότι κρατάνε μερικούς εγκληματίες. Τώρα έχετε το φάκελο μπροστά σας. Κοιτάξτε τα εγκλήματα που έκαμα». Πετιέται αυτός, που ήταν πρόεδρος εδώ στα δικαστήρια, μάλλον Αρτινός ήταν, και μου λέει: «Να, πήγες στην πορεία Ειρήνης…». «Ε, μωρέ», του λέω, «είναι έγκλημα να πας σε μια πορεία Ειρήνης; Στη Β΄ μαραθώνια Πορεία είμαστε ένα εκατομμύριο κόσμος -πολύς κόσμος πραγματικά- και μπορεί να ήσουνα και συ εκεί μέσα», και φώναζα. «Όχι κ. Κολυβά δεν είπα έτσι, δεν είπα έτσι…», και μετά άρχισε να τα γυρίζει και με ρώταγε «που ήταν η πορεία κ.λπ.». Σηκώθηκα και έφυγα…
Στο κέντρο της φωτογραφίας ο παπά-Στάθης (Κτενάς) και δεξιά δίπλα του ο Γιώργος Βρεττός (Τσιρίμπας)
Μετά, φαινόντανε τα πράγματα ότι ήθελαν να βγάλουν τον κόσμο. Αλλά με τι τρόπο. Με απόλυσαν το 1970, τον Ιούνη. Το 1971 ήταν που δημιουργήσαμε τον πρώτο πυρήνα του ΚΚΕ στο νησί της Λευκάδας. Ο Γιώργης (σ.σ. Γιώργος Βρεττός, είχε διατελέσει και πρώτος γραμματέας της οργάνωσης του ΚΚΕ στη Λευκάδα μετά τη νομιμοποίησή του το 1974) είχε αναλάβει την πρωτοβουλία. Δεν καλέστηκαν όσοι είχαν κάνει δήλωση. Μαζευτήκαμε στο σπίτι του Αντώνη του Μήτσουρα επτά άτομα.
Είμαστε εγώ, ο Αντώνης Μήτσουρας, ο Γιώργος Βρεττός, ο παπα-Στάθης (Κτενάς), ο Στάθης Καράμπαλης, ο Νίκος Καρελής και ο Φάνης Λογοθέτης (Μπαλωμένος) από το Μεγάλο Αυλάκι. Εκεί βγάλαμε επιτροπή να πάει επάνω (σ.σ. εννοεί στην Αθήνα) και να συνδεθεί με το Κόμμα. Βγάλαμε τον παπά-Στάθη και το Γιώργο το Βρεττό. Ο παπά-Στάθης ήταν άρρωστος και πήγε ο Γιώργος. Τα γραφεία γίνανε μετά που ήρθε ο Καραμανλής και νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ.
Κάποιος που είχε κάνει δήλωση (σ.σ. αναφέρει το όνομά του) ήταν στο ίδιο λεωφορείο του ΚΤΕΛ και πήγαινε στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του γιατρού του Ξενοφώντα Γρηγόρη τη Χαρίκλεια, την Αντριάννα που ήταν νοσοκόμα στην κλινική και ένα Καρσάνο που έμενε στην Πρέβεζα, όταν τους έπιασαν αργότερα που γίναμε και πάλι συλλήψεις και μου είπε: «Ξέρεις πως μου κάστηκε, εγώ να πηγαίνω στην Αθήνα για δουλειά και οι άλλοι εξορία…».
Αργότερα φέρανε και τις γυναίκες στο Λακκί. Είχε έρθει και η Θοδώρα (σ.σ. η γυναίκα του) και μου έφερε κάτι πράγματα και τους πήγα τυρί και λάδι (σ.σ. εννοεί στη Χαρίκλεια και την Ανδριάνα). Μας άφηναν σιγά σιγά από την εξορία. Τον Στάθη τον Καράμπαλη τον άφησα πίσω όταν απολύθηκα. Τον Φάνη τον είχαν αφήσει νωρίτερα, πάθαινε κρίσεις. Ο Αριστείδης ο Γαδής (Σούνδιας) είχε πάθει βαριά ψύξη, του είχε γυρίσει το στόμα, και τον απόλυσαν νωρίτερα.
____________________________________
Στην εξορία στα Γιούρα (Γυάρος) και στο Λακκί της Λέρου όλοι οι Λευκαδίτες που τον ήξεραν τον φώναζαν με το παρατσούκλι του, Μπερδεμπέ, σε σημείο μάλιστα που κάποιοι συνεξόριστοί του από άλλα μέρη να νομίζουν ότι αυτό είναι το επώνυμό του και να τον φωνάζουν κ. Μπερδεμπέ (υπάρχει ως επίθετο όπως και πολλά άλλα εξάλλου παρωνύμια).