Για το Πορσάνικο μαχαίρι και τον Μαστροπάνο (Κότσινο)
Ομιλία του Στάθη Κονιδάρη στην εκδήλωση μνήμης και τιμής για τους Πορσάνους μαχαιροποιούς που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Παρασκευής 10 Μάη 2024 στον Πόρο Λευκάδας, με αφορμή την θρησκευτική εορτή του Αγίου Νικολάου.
Πρώτος από αριστερά ο Στάθης Κονιδάρης. Στη μέση ο Σπ. Σκλαβενίτης
Αναφορά στις συνθήκες ζωής του χωριού.
Για να γνωρίσουμε καλύτερα τον άνθρωπο πρέπει να τον δούμε στον τόπο και το χρόνο που έζησε. Έτσι πριν μιλήσω για τον συγχωριανό μας Μαστροπάνο ή Κότσινο (1900-1977), θεωρώ απαραίτητο να αναφερθώ στη ζωή του χωριού εκείνα τα δύσκολα χρόνια και ιδιαίτερα την εικοσαετία 1940-1960, όπως τα έζησα και τα θυμάμαι.
Δεν διεκδικώ καμιά αντικειμενικότητα γιατί ο λόγος μου είναι επηρεασμένος από την νοσταλγία 60 χρόνων αλλά και από την προσωπική θεώρηση των πραγμάτων. Αυτή την εικοσαετία την έζησα μαζί με τους δικούς μου, τους συνομήλικους, τους φίλους και τους συγχωριανούς. Διαμορφώθηκα σαν άνθρωπος μέσα στην αντικειμενική πραγματικότητα της εποχής. Αυτές οι προσλαμβάνουσες καθόρισαν και την υπόλοιπη ζωή μου.
Ζήσαμε τον πόλεμο και τις συνέπειές του (κατοχή, εμφύλιος) τους καταστρεπτικούς σεισμούς το 1948 και το 1953. Οι συνέπειες κάθε πολέμου είναι τραγικές και το χωριό μας τις πλήρωσε με αρκετό αίμα. Γι’ αυτό πρέπει να πολεμάμε μόνο για την ειρήνη. Μετά τον πόλεμο οι συνθήκες διαβίωσης στο χωριό ήταν δραματικές, ιδιαίτερα για τους φτωχούς που ήταν και η πλειοψηφία. Οι ανάγκες επιβίωσης διώξανε τα νιάτα στην εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Οι μανάδες και οι πατεράδες αποχωρίστηκαν από τα παιδιά τους και εμείς από τους φίλους μας. Παιδιά από τα δώδεκα τους χρόνια ξενιτεύτηκαν ή πήγαν στα καράβια. Το χωριό μας έχασε τα νιάτα του. Όσοι έμειναν πίσω αναγκάστηκαν να στηρίξουν τις οικογένειες τα παιδιά και τους γέρους με υπεράνθρωπες προσπάθειες. Μεγάλη σημασία δόθηκε σε όσα παιδιά απέμειναν να σπουδάσουν για μια καλύτερη ζωή.
Πριν το ξύπνημα της φύσης ξυπνούσε και η εργατιά. Μαζί με τα κοκόρια άκουγες το κελάδημα των πουλιών, τις φωνές των σκυλιών και των γαιδάρων, τα σφυρίγματα των ανθρώπων που καλούσαν τους εργάτες για τις τράτες, τον μελωδικό ήχο του κόρνου (κόχυλα) που καλούσε τους λιοτρουβιάριδες. Με το φέξιμο χτυπούσε η καμπάνα για το σχολείο, το αμόνι του Μαστροπάνου, το μάγγανο και ο αργαλιός από τις γυναίκες. Αυτά τα όμορφα ξυπνήματα χάθηκαν ανεπιστρεπτί γιατί η ζωή αλλάζει προς το καλύτερο.
Οι βασικές ασχολίες στο χωριό ήταν η καλλιέργεια της ελιάς, η καλλιέργεια του σιταριού, των ζωοτροφών, της πατάτας, των κηπευτικών, η φροντίδα κατοικίδιων ζώων για γάλα και κρέας, το ψάρεμα, το μπάρκο στα καράβια και το εποχικό ξενοδούλιο ανδρών και γυναικών, στις όχθες του Αχελώου.
Οι αγρότες με το τσαπί και τον κασμά σκάβανε και το παραμικρό κομμάτι γης. Το ξύλινο αλέτρι με βόδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, όργωνε για σιτάρι και ζωοτροφές, η καλλιέργεια των αμπελιών, ακολουθούσε θερισμός, το αλώνισμα και ο τρύγος. Το μάζεμα της ελιάς μια εργασία επίπονη κάτω από πολύ δύσκολες καιρικές συνθήκες.
Η κτηνοτροφία απαιτούσε την εικοσιτετράωρη παρουσία των κτηνοτρόφων με αποτέλεσμα να στερούνται ολοκληρωτικά την οικογενειακή και κοινωνική ζωή. Το ψάρεμα με τις τράτες, τα δίχτυα, το παραγάδι, το γυαλί, το καμάκι, το αρπάι και κάθε αυτοσχέδιο μέσο προσπαθούσαν οι ψαράδες να αποκτήσουν τον επιούσιο με αμφίβολο κάθε φορά αποτέλεσμα. Το αυτοσχέδιο (παράνομο) ψάρεμα με δυναμίτη, πληρώθηκε με ακρωτηριασμούς και με τη ζωή αρκετών φτωχών ψαράδων. Τα παράτολμα ταξίδια με μικρές βάρκες φορτωμένες μέχρι τα μπούνια να μεταφέρουν ξύλα, από την Άτοκο στις όχθες του Αχελώου, μόνο με κουπιά ή με πανί, ούτε οι θαλασσοπόροι δεν θα το τολμούσαν. Μάρτυρες ο Νίκος Σκλαβενίτης του Ανδρέα και ο Νίκος Σκλαβενίτης του Βασίλη, που το έχουν ζήσει.
Στην κατοχή με τις βάρκες και τα καΐκια το κοντραμπάντο, λαθραία συναλλαγή, κάτω από το μάτι του κατακτητή π.χ. λάδι με σιτάρι, όσπρια κλπ. μεταξύ Λευκάδας Ακαρνανίας έσωσε τους Πορσάνους και τους Λευκαδίτες.
Οι μαραγκοί με ένα σκεπάρνι και μια πλάνη οι χτίστες με ένα μυστρί και ένα σφυρί φτιάχνανε έπιπλα, σπίτια, βάρκες από υλικά που βρίσκανε στο περιβάλλον. Οι τσαγκάρηδες με το καλαπόδι και το σουβλί.
Όλες οι εργασίες γίνονταν με πρωτόγονα μέσα και υπερβολική σωματική προσπάθεια. Οι δύσκολες συνθήκες εργασίας και η έλλειψη μέσων προστασίας προκαλούσαν αρρώστιες που τις αντιμετώπιζαν με γιατροσόφια.
Όμως τα βράδια περνούσαν από τα καφενεία (μόνη διασκέδαση της εποχής) για την απαραίτητη επικοινωνία. Βρίσκανε το κέφι να παίξουν χαρτιά να αστειευτούν να μιλήσουν για πολιτική, για προβλήματα του χωριού και να καλαμπουρίσουν. Μαζί με τους άνδρες και οι γυναίκες (αυτά τα προικισμένα από τη φύση πλάσματα και αδικημένα, επί αιώνες, από την ανδροκρατούμενη κοινωνία), συμμετείχαν σε όλες τις δουλειές και επιπλέον είχαν τα παιδιά και το σπίτι. Τις θυμάμαι να σηκώνονται μαύρα μεσάνυχτα να ζυμώσουν το ψωμί να ανάψουν το φούρνο να ψήσουν το ψωμί να ετοιμάζουν τα παιδιά και στη συνέχεια με το φέξιμο να πηγαίνουν στις ελιές. Τις θυμάμαι στο μάγγανο, στο αδράχτι, την ανέμη, στη ρόκα, στο διασίδι στον αργαλειό να φτιάχνουν ρούχα και υφάσματα από λινάρι ή από μαλλί.
Τις θυμάμαι να φτιάχνουν σαπούνι από λάδι και ποτάσα για το πλύσιμο. Τις θυμάμαι με την πουνιάτα στο κεφάλι (χαρακτηριστική εικόνα Λευκαδίτισσας), να τροφοδοτούν το σπίτι με νερό. Τις θυμάμαι στις ελεύθερες ώρες τους, με περίσσια τέχνη να κεντάνε να πλέκουν και να τραγουδάνε, να καληορίζουν για τους ξενιτεμένους, ή να μοιρολογάνε για τους πεθαμένους μας.
Παρά όμως τα πολλά προβλήματα το χωριό είχε μια ζωντάνια που πολλοί σήμερα θα τη ζήλευαν. Οι άνθρωποι του χωριού κουβαλούσαν τη λαϊκή σοφία, που σμίλεψε πείρα αιώνων και τη μετέφεραν εμπλουτίζοντάς την από γενιά σε γενιά.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές πως να ονομάσω τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου και καταλήγω πως πρέπει να τους αποκαλέσω αφανείς ήρωες και ηρωίδες της καθημερινότητας.
Ένας τέτοιος αφανής ήρωας ήταν και ο Μαστροπάνος, που ζούσε μέσα σε αυτές τις συνθήκες.
Σύντομο βιογραφικό με σεβασμό στη μνήμη του
Μαστροπάνος γνήσιος λαϊκός τεχνίτης-καλλιτέχνης. Τελευταίος εκπρόσωπος της οικογένειας των Κατωποδαίων που υπηρέτησαν την τέχνη του μαχαιροποιού από την εποχή της Ενετοκρατίας (1684), που φέρεται ότι έφερε αυτή την τέχνη στη Λευκάδα. Έχουμε πληροφορίες για τον Ιωάννη Κατωπόδη το 1800 και τα παιδιά του Θεοφύλακτο 1832 και Παναγιώτη 1839. Ο Μαστροπάνος σαν τελευταίος εκπρόσωπος αυτής της οικογένειας με την μακρά παράδοση, ανέβασε την τέχνη τους στο υψηλότερο επίπεδο έτσι που το μαχαίρι από εργαλείο να αναδειχθεί σε έργο τέχνης, που κοσμεί σήμερα προθήκες μουσείων και συμπεριλαμβάνεται στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μας.
Αν ανατρέξουμε αυτή τη χρονική περίοδο θα διακρίνουμε τη χρυσή κλωστή που διαπερνάει τόσες γενιές άξιων τεχνιτών για να φτάσει στο δικό μας Παναγιώτη. Δυστυχώς αυτή η χρυσή κλωστή κόπηκε απότομα με το θάνατο του μάστορα, παρά τις προσπάθειες που ο ίδιος έκανε, για να μεταδώσει την τέχνη του. Οι δύσκολες συνθήκες επιβίωσης κατά την πολεμική και μεταπολεμική περίοδο, έσπρωξαν τους νέους να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής έξω από τη χώρα μας με αποτέλεσμα το χωριό μας να πληγωθεί ανεπανόρθωτα. Έτσι κανένας νέος από το χωριό μας δεν κράτησε τη χρυσή κλωστή και να την συνεχίσει. Ευτυχώς και η τέχνη συνεχίστηκε σε άλλα χωριά και συνεχίζεται με επιτυχία.
Ο Μαστροπάνος, γεννήθηκε στις αρχές του 1900 και πέθανε το 1977. Η ζωή δεν του φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Παντρεύτηκε την Αποστολία, γυναίκα που αγάπησε και ευτύχισε να αποκτήσει μαζί της 4 παιδιά, τη Πολυξένη, τη Σοφία, τον Βαγγέλη και τον Γιάννη.
Η ευτυχία του κράτησε μέχρι που ο μεγάλος γιός του Βαγγέλης πήγε στρατιώτης και σκοτώθηκε 1948 ή 1949 ενώ είχε ήδη χάσει τη γυναίκα του. Προσπάθησε με μεγάλες θυσίες να σταθεί όρθιος και να στηρίξει τα παιδιά του. Δεν είχε την πολυτέλεια να θρηνήσει τους αγαπημένους του, έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά για την επιβίωση. Όταν τα παιδιά του μεγάλωσαν τα πιο μεγάλα, η Πολυξένη και ο Γιάννης έφυγαν από το χωριό, παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένεια, όμως μακριά του. Έμεινε μόνο με τη Σοφία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ανήμπορος πιά να εργαστεί, έζησε κοντά στα παιδιά και τα εγγόνια του.
Τον έζησα από την άνδρωσή μου μέχρι που έφυγε από το χωριό. Επισκέφτηκα πολλές φορές το εργαστήριό του. Ένας χώρος στο ισόγειο του σπιτιού του γεμάτος με τα σύνεργά του. Το φυσερό με το καμίνι, το αμόνι το σφυρί και διάφορα μικρά εργαλεία, απαραίτητα για τη δουλειά του. Όλα μαρτυρούσαν την προέλευσή τους που χανόνταν στο βάθος του χρόνου, από γενιά σε γενιά.
Εντυπωσιάστηκα και αναρωτήθηκα πως με αυτά τα πενιχρά μέσα κατόρθωνε ένα τόσο εκπληκτικό αποτέλεσμα. Μου λύθηκε η απορία όταν τον είδα να εργάζεται. Έπαιρνε το άμορφο ατσάλι το έβαζε στο καμίνι με τα αναμμένα κάρβουνα μέχρι να γίνει κατακόκκινο και μετά στα γρήγορα το ακουμπούσε στο αμόνι και με το σφυρί χτυπούσε ρυθμικά για να το διαμορφώσει σε ένα τέλειο μαχαίρι. Το χτύπημα και το πύρωμα επαναλαμβανόταν, καθώς και το βάπτισμα στο λάδι, μέχρι να πετύχει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εκεί καθώς χτυπούσε διεπίστωσα ότι οι χτύποι συγχρονίζονταν με τους χτύπους της καρδιάς του που τον καθοδηγούσαν να βγάλει από την ψυχή του το τέλειο σχήμα την τέλεια ποιότητα και τη συμμετρία που απαιτούσε η κάμα και η χειρολαβή. Πάνω στη κάμα με κερί και οξύ έγραφε στιχάκια δικά του ή κατά παραγγελία. Στη συνέχεια έπαιρνε τα κέρατα από σφαγμένα ζώα και τα διαμόρφωνε σε κατάλληλα σχήματα για να τα τοποθετήσει είτε σα λαβή είτε ανάμεσα στο ατσάλι και τον μπρούντζο.
Κατά μαρτυρία του Κώστα Πάνου Κατωπόδη (που κληρονόμησε γνήσιο μαχαίρι του 1964) ζητούσε από τον ίδιο και τους πιτσιρικάδες να του βρουν κατάλληλα κέρατα. Εκείνοι το έκαναν με χαρά γιατί αγαπούσαν την τέχνη του και χαίρονταν να τον εξυπηρετούν, εξ άλλου βοηθούσαν και στο φυσερό. Ήταν ήδη γέρος και ήθελε βοήθεια.
Η εξαιρετική τέχνη του ήταν αναγνωρισμένη στη Λευκάδα, στην ευρύτερη περιοχή της Ακαρνανίας της Ηπείρου και σε όλη την Ελλάδα και με τους Έλληνες μετανάστες ταξίδεψε Αμερική, Αφρική, Αυστραλία. Έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης όχι μόνο για την τέχνη του αλλά και για την προσωπικότητά του. Ήταν ένας άνθρωπος καλοσυνάτος, χαμηλών τόνων, ευγενικός, λιγομίλητος, μελαγχολικός και με αίσθηση του χιούμορ.
Αγαπούσε πολύ το κυνήγι και όταν ευκαιρούσε πήγαινε για να ξεφύγει από τα βάσανα. Αγαπούσε πολύ να διηγείται διάφορες ιστορίες που η καλλιτεχνική του φύση τις εμπλούτιζε με φανταστικές εικόνες και όμορφες υπερβολές. Άλλωστε αυτές οι υπερβολές, έκαναν μικρές ιστορίες να παραμείνουν σαν ιστορίες του Μαστροπάνου που ακόμα μας διασκεδάζουν.
Μπάρμπα Πάνο, το χωριό μας όσο ζούσες σε αγαπούσε και σε εκτιμούσε. Σήμερα, είμαστε όλοι εδώ για να σου πούμε ότι η τέχνη σου εντάχθηκε στην παγκόσμια άυλη πολιτιστική κληρονομιά εκπροσωπώντας τη χώρα μας και το νησί μας. Και ξέρεις ποιοι απαίτησαν με αίτημά τους προς το Υπουργείο Πολιτισμού να ενταχθεί η τέχνη σου στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά, είναι δύο φίλοι του χωριού μας που αγαπούν την τέχνη και την παράδοση. Είναι ο Σπύρος Σκλαβενίτης από το Κατωχώρι και ο Αριστοτέλης Βλάχος από την Καρυά, μαζί με την υποστήριξη του βουλευτή Λευκάδας κ. Αθανασίου Καββαδά. Τους είμαστε ευγνώμονες. Τους ευχαριστώ προσωπικά και εκ μέρους των συγχωριανών μου αν μου το επιτρέπουν και επειδή είναι παρόντες να τους το αποδείξουμε με ένα θερμό χειροκρότημα.
Αγαπητοί μου συγχωριανοί, καλεσμένοι και επισκέπτες έχουμε πολλά να κάνουμε για να αναδείξουμε τον πολιτισμό μας και θα χρειαστεί να επιστρατεύσουμε τις δικές μας δυνάμεις τις δυνάμεις των γειτονικών χωριών και των φίλων που επέλεξαν το χωριό μας, να μπολιαστούμε και από το δικό τους πολιτισμό. Να κάνουμε τα χωριά μας όπως το αξίζουν.
Πόρος 10 του Μάη 2024, ημέρα πανηγυριού για την ανοιξιάτικη γιορτή του Αγίου Νικολάου που τείνει να χαθεί.
Με την ελπίδα για νέο ξεκίνημα.
Στάθης Γ. Κονιδάρης