Σκάμνα, ένα από τα πιο ευχάριστα και προσιτά φρούτα άλλοτε
Τα σκάμνα (μούρα), ο καρπός δηλαδή της σκαμνιάς (μουριάς), ήταν παλιά για τα παιδιά ένα από τα πιο ευχάριστα και προσιτά φρούτα την εποχή του καλοκαιριού. Σκαμνιές (μουριές) υπήρχαν πολλές. Με μαύρα σκάμνα που ήταν και τα πιο χυμώδη και πιο νόστιμα και άσπρα σκάμνα.
Σήμερα πια δεν τους δίνει κανείς σημασία, αλλά όπως έχουμε ακούσει σε κάποια χωριά τα φύλαγαν ακόμη και οι αγροφύλακες. Αυτό όμως δεν το θυμάμαι να γίνεται στο χωριό μου.
Γράφει για τον καρπό και το ξύλο της Μουριάς -της Μορέας όπως την αποκαλεί- ο Π.Γ. Γεννάδιος («Λεξικόν Φυτολογικόν», Αθήνα, 1914): «Ο καρπός της είναι οπώρα ουχί μεν εκλεκτή, πλην, ένεκα της ευθηνίας και της πρωϊμότητός της, εκ των συχνά χρησιμοποιουμένων παρά τω λαώ. Ενιαχού τα μόρα ή μούρα αποσταζόμενα παρέχουσιν οινόπνευμα καλής ποιότητος. Το ξύλον της Μορέας είναι κιτρινωπόν, σκληρόν και διαρκέστατον, διο και χρησιμοποιείται ιδίως εις την αμαξοπηγίαν. Ο φλοιός των ετησίων και διετών ράβδων της είναι ισχυρότατος και χρησιμοποιείται συνηθέστατα υπό των κηπουρών προς περίδεσιν των εμβολίων και των στυλωμάτων.
Πολλαχού ο φλοιός ούτος χρησιμεύει προς κατασκευήν χάρτου, ενιαχού δε λαμβάνεται εξ αυτών κλωστική ύλη (ιταλ. gelsolino) εξ ης κατασκευάζονται υφάσματα. Η Μορέα είναι προστούτοις χρήσιμος προς κατάρτισιν δενδροστοιχειών, δια την χρήσιν δε ταύτην παρ΄ ημίν δέον να προτιμώνται τα άρρενα υποκείμενα τα οποία μη φέροντα καρπόν, δεν ενοχλούνται υπό τον αγυιοπαίδων». (Παρεμπιπτόντως την τελευταία λέξη την συναντά κανείς συχνά σε παλιά δημοσιεύματα εφημερίδων και σημαίνει το παιδί που γυρίζει στις γειτονιές αλητεύοντας, το παιδί του δρόμου).
Στο Εγχειρίδιο Φυσικής Ιστορίας του Σπυρίδωνος Μηλιαράκη (Αθήνα, 1906) διαβάζουμε για τη Μορέα:
«Το δένδρον τούτο της Περσίας και Κίνας, το οποίον καλλιεργείται και εις την νότιον Ευρώπην, έχει φύλλα ικανώς μεγάλα, καταπράσινα, ωοειδή ή καρδιόσχημα, απλά, ενίοτε εξ εντομών εις ολίγους λοβούς, αδρά, έχοντα τα χείλη, κεχαραγμένα πριονειειδώς. Τα άνθη της είναι αφανή και και εκφύονται πολλά ομού από μικρός τινος μίσχου, όστις βραδύτερον φέρει τον καρπόν, τον κοινώς ονομαζόμενον μούρον.
Ο καρπός της λευκής μορέας είναι λευκός και γλυκύς, της μελαίνης ερυθρός προς το μέλαν και υπόγλυκυς και όξινος προς γεύσιν. Η μέλαινα μορέα διακρίνεται προς τούτοις και εκ των φύλλων, τα οποία είναι αδρότερα των της λευκής και χνοώδη εκατέρωθεν.
Η λευκή μορέα είναι χρήσιμος εις την μεταξοσκωληκοτροφίαν και ως τροφή των ανθρώπων δια των καρπών της. Η μέλαινα μορέα ολίγον χρησιμεύει σις την μεταξοσκωληκοτροφίαν· εκ των καρπών της πιεζομένων κατασκευάζεται σιρόπιον και εξάγεται δριμύ την γεύσιν οινόπνευμα, εκ δε του ξύλου της κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα, ιδίως τορνευτικής εργασίας».