«Δυστυχήματα από κύνα λυσσώντα εις χωρίον Μαραντοχώριον, δήμου Ευγήρου (1902)» – Το Λυσσιατρείο του Παναγιώτη Παμπούκη στην Αθήνα
Μεσαιωνική εικόνα με λυσσασμένο σκύλο
«Δυστυχήματα από κύνα λυσσώντα
Εις χωρίον Μαραντοχώριον, δήμου Ευγήρου, κατά τηλεγραφικήν εκείθεν είδησιν, κύων λυσσών έδηξε τους Αριστόδημον Σκληρόν, Απόστολον Κονιδάρην, Πάνον Ζαμπέλην και τον υιόν του τελευταίου. Ο κύων δήξας εταίρους κύνας και αίγας εγένετο άφαντος τραπείς εις φυγήν.
Υποθέτομεν ήδη ότι οι αρμόδιοι θα φροντίσωσι να αποστείλωσι τους δηχθέντας εις τον εν Αθήναις Λυσσιατρείον του κ. Παμπούκη». (Δημοσίευμα τοπικής εφημερίδας το 1902).
Ο Παναγιώτης Παμπούκης, που αναφέρεται στο δημοσίευμα, υπήρξε σπουδαία προσωπικότητα. Γεννημένος το 1858 στην Ακράτα Αιγιαλείας, σπούδασε Ιατρική, ενώ ασχολήθηκε από νεαρή ηλικία και με μεταφράσεις. Υπηρέτησε ως γιατρός του Δημοτικού Νοσοκομείου Αθηνών και στην συνέχεια (1883), με υποτροφία της Μονής Πεντέλης, απέκτησε την ειδικότητα της Μικροβιολογίας στο Παρίσι και μαθήτευσε στο Ινστιτούτο Παστέρ ασχολούμενος με την θεραπεία της λύσσας.
Το Λυσσιατρείο Παμπούκη επί της οδού Πατησίων (Πηγή: taathinaika.gr)
Η παραμονή του στο Ινστιτούτο Παστέρ και η ενασχόλησή του με την αντιλυσσική θεραπεία, υπήρξαν στοιχεία τα οποία τον καθιστούσαν πολύτιμο για την Ελλάδα, όπου η λύσσα κυριολεκτικώς «θέριζε». Το 1895, κατόρθωσε να εξασφαλίσει σύμβαση με το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναλάμβανε επί μία 15ετία να χορηγεί 12.000 δραχμές για την δωρεάν θεραπεία των «απόρων λυσσοδήκτων», επιτρέποντας ταυτοχρόνως τις δωρεές υπέρ του Λυσσιατρείου, το οποίο ανέγειρε ο Π. Παμπούκης εντός οικοπέδου έκτασης 4,5 περίπου στρεμμάτων το οποίο έβλεπε στην οδό Πατησίων. (Πηγή: taathinaika.gr).
Ο Παναγιώτης Παμπούκης (Πηγή: taathinaika.gr)
Δεν θυμάμαι την εποχή τη δική μου να έχει νοσήσει κανείς στο χωριό μου από λύσσα ή πολύ περισσότερο να έχει πεθάνει κάποιος από την αρρώστια αυτή. Τα συμπτώματα όμως της νόσου, όπως αυτά έφτασαν στα αυτιά μας μέσα από την προφορική παράδοση, ιδιαίτερα η σιελόρροια (αφροί στο στόμα) και η υδροφοβία (φόβος για το νερό), έκαναν τη φαντασία να καλπάζει.
Ιδιαίτερη μνεία γινόταν στο χωριό μου σε ένα εικοσάχρονο παιδί, τον Βαγγέλη Κονδυλάτο, γιο του Στάθη Κινδυλάτου, που είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του Αγίου Νικολάου στα Κολυβάτα Αλεξάνδρου. Είχε νοσήσει με λύσσα μετά από δάγκωμα μολυσμένου σκύλου στη Νικιάνα και τελικά πέθανε από την αρρώστια αυτή. Λέγεται ότι ο σκύλος είχε δαγκώσει και άλλους ανθρώπους καθώς και ζώα, μετά από κάποια κοινωνική εκδήλωση που οι περισσότεροι άνθρωποι κοιμόντανε στην εξοχή λόγω του καλοκαιριού. Οι άλλοι όμως προλάβανε να κάνουν τη σχετική θεραπεία και σώθηκαν. Τα ζώα που είχαν μολυνθεί θανατώθηκαν συμπεριλαμβανομένης και μιας φοράδας που θανατώθηκε με πυροβολισμό από την χωροφυλακή.
Η λέξη «λύσσα» προέρχεται από το ρήμα «λύω», που μεταξύ άλλων έχει και την σημασία του «αφήνω ελεύθερο» δίνοντας στην λέξη λύσσα τη σημασία της ορμής ή της μανίας, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο του λογικού. Η «λύσσα» αναφέρεται στα πολύ παλιά κείμενα της αρχαιότητας, όπως στον Όμηρο (Ιλιάδα Θ’219, και Ι’239), με την έννοια της μανιώδους ορμής. Ο Ηρακλής σύμφωνα με τη μυθολογία (Ηρακλής Μενόμενος, Ευριπίδης) υπέφερε από ένα είδος επιληψίας, τη μανία ή λύσσα. Η σημασία της λύσσας στο παρελθόν ήταν διαφορετική από ότι είναι σήμερα.
…Ἕκτωρ δέ μέγα σθένεϊ βλεμεαίνων μαίνεται…
..ἀνέρας οὐδέ θεούς κρατεή δέ ἑ λύσσα δέδυκεν…
…τουτον δ᾽ ου δυναμαι βαλεειν κύνα λυσσητήρα…
Ομήρου «Ιλιάς»
Στην αρχαιότητα ως λύσσα θεωρούταν η παραφροσύνη, η παράφορη ορμητικότητα, η αλλοφροσύνη και η προσωρινή διατάραξη της λογικής. Μάλιστα η λύσσα προσδιόριζε μία λυκόμορφη θεότητα που μεταμόρφωνε το σκύλο σε λύκο. Ο Δημόκριτος, ο Αριστοτέλης και ο Γαληνός χαρακτήρισαν τη λύσσα ως υδροφοβικό πάθος ενώ πολλές αναφορές για τη νόσο καταγράφονται έως τον 5ο αιώνα μ.χ. Μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (5ος ως 16ος αιώνας μ.χ.) όπου δεν υπήρχαν καθόλου αναφορές για τη νόσο, το 1885 ο L.Pasteur παράγει τα πρώτα εμβόλια για προστασία έναντι του ιού της λύσσας.
Η λύσσα οφείλεται σε νευροτρόπους ιούς του γένους Lyssavirus της οικογένειας Rhabdoviridae, και μεταδίδεται σχεδόν σε όλα τα θερμόαιμα ζώα και τον άνθρωπο. Πρόκειται για μια ζωοανθρωπονόσο με σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Οι συνέπειες της νόσου είναι ιδιαίτερα σημαντικές σε λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες καθώς η λύσσα είναι μια από τις κυριότερες απειλές για τη
δημόσια υγεία για τα 2/3 του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδιαίτερα σε ενδημικές περιοχές της Αφρικής και της Ασίας. Η νόσος αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές ζωοανθρωπονόσους, ενώ ευθύνεται για δεκάδες χιλιάδες θανάτους ετησίως προσβάλλοντας κυρίως παιδιά.
Το ποσοστό θνησιμότητας λόγω λύσσας είναι το υψηλότερο από όλες τις λοιμώδεις νόσους δεδομένου ότι κατόπιν της εμφάνισης κλινικών συμπτωμάτων, η νόσος είναι πάντα θανατηφόρος πλην σπανίων εξαιρέσεων (Banyard et al., 2013). (Πηγή: ΥΠΑΑΤ – Εγχειρίδιο για τον έλεγχο και την πρόληψη της λύσσας).
Στον άνθρωπο η νόσος αργεί περισσότερο να εκδηλωθεί από ότι στα κατοίκιδια ζώα. Εκδηλώνεται από ένα χρόνο λίγων ημερών ως και μετά από χρόνια, συνήθως όμως σε 3-8 βδομάδες (χρόνος επώασης). Αρχικά τα συμπτώματα μπορεί να είναι παρόμοια με αυτά της γρίπης. Ανάμεσα στα κατοπινά συμπτώματα μπορούμε να συμπεριλάβουμε τη σωματική κατάπτωση, τις διαταραχές του ύπνου, τον πυρετό, σε πιο προχωρημένα στάδια σπασμούς με σιελόρροια και δίψα, φωτοφοβία και υδροφοβία (φόβος για το νερό) και στο τέλος παράλυση και θάνατο.
Μετά το 1987 η Ελλάδα ήταν χώρα απαλλαγμένη από τη λύσσα ως το φθινόπωρο του 2012. Στα πιθανά αίτια επανεμφάνισης 2 κυρίως παράγοντες έπαιξαν σημαντικό ρόλο: Η ύπαρξη της νόσου σε γειτονικές μας χώρες και η μετακίνηση των άγριων ζώων μέσω των συνόρων Πριν την επανεμφάνιση της λύσσας το 2012, το τελευταίο κρούσμα σε ζώο διαπιστώθηκε το 1987 σε σκύλο στην περιοχή του Έβρου και σε άνθρωπο το 1970
Την περίοδο 1951-1980 που ήταν μια περίοδος με έντονο πρόβλημα στην Ελλάδα, καταγράφηκαν 11.472 κρούσματα σε κατοίκιδια ζώα και 53 σε ανθρώπους. Το 1953 καταγράφηκαν 6 θάνατοι ανθρώπων από τον ιό της λύσσας και 4 το 1954. Η απαλλαγή της χώρας μας από τη λύσσα ως το 1987 επιτεύχθηκε με ευρείας έκτασης εμβολιασμούς και έλεγχο του πληθυσμού των αδέσποτων στα πλαίσια του προγράμματος καταπολέμησης λύσσας-εχινόκοκκου.
Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) του Υπουργείου Υγείας, η λύσσα παγκόσμια υπάρχει σε περισσότερες από 150 χώρες. Περισσότεροι από 55.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από λύσσα κυρίως στην Ασία και στην Αφρική. Οι περισσότεροι θάνατοι από λύσσα (το 99%) παγκόσμια οφείλονται σε επαφή με σκύλους και τα παιδιά ως 15 χρόνων αποτελούν το 40% όσων δαγκώνονται από ύποπτα για λύσσα ζώα. (Πηγή: Πανελλήνιος Κτηνιατρικός Σύλλογος).