Η περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Κυ, Σεπ 27th, 2015

Η περίπτωση των Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία

Σύντομη αναφορά στα 55 χρόνια από την επίσημη έναρξη της μετανάστευσης στη Γερμανία

1ΑΤΟΜΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΙΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ δια την απασχόλησιν Έλληνος εργαζομένου

Σε μία από τις διαφημίσεις που κυκλοφορούν αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο, ζητούνται Ελληνες εργάτες για την Ελβετία. Παράλληλα, η Γερμανία έχει ήδη ανακοινώσει ότι μετά χαράς θα υποδεχτεί Σύρους πρόσφυγες αναγκαίους για τη συμπλήρωση του εργατικού δυναμικού της. Η υπόθεση μας πάει πίσω στο 1960, καθώς φέτος συμπληρώθηκαν 55 χρόνια από την υπογραφή της συμφωνίας για τη μεταφορά Ελλήνων εργατών στη Γερμανία. Η σχετική επέτειος στα 50χρονα γιορτάστηκε με διάφορες φιέστες. Φέτος δεν έγιναν, καθώς για την ελληνική κοινωνία ο όρος μετανάστευση κατοχυρώνεται ήδη σαν αιμορραγία: Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, στα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης 250.000 νέοι άνθρωποι έχουν φύγει έξω για σπουδές ή για δουλειά, όχι γιατί αυξήθηκαν έξω οι ευκαιρίες, αλλά γιατί έγινε δεδομένο το αδιέξοδο μέσα. Η μετανάστευση ποτέ δεν ήταν ευκαιρία, ήταν πάντα κατάρα για τον τόπο. Διευκόλυνε την ντόπια κυβέρνηση να εμφανίσει μείωση της ανεργίας, τους έξω καπιταλιστές να έχουν ακόμα πιο φτηνό εργατικό δυναμικό, που πίεζε το εκεί ντόπιο και τις όποιες κατακτήσεις του.

2Τα νιάτα της Ελλάδας στα σκλαβοπάζαρα της Δυτικής Γερμανίας

Διαχείριση εργατικής δύναμης

Για την Ελλάδα, η μετανάστευση δεν είναι κάτι καινούργιο. Ούτε το 1960 ήταν. Είχαν προηγηθεί κύματα από την αρχή του αιώνα. Σε προηγούμενο αφιέρωμα του «Ρ» διαβάζουμε:

«Η Ελλάδα έκανε εξαγωγή εργατών ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Στην περίοδο 1900-1930 σπρώχτηκαν στη μετανάστευση 402.538 Ελληνες (384.000 προς Βόρεια Αμερική, οι υπόλοιποι Καναδά και Αυστραλία). Ανέκαθεν, η κυρίαρχη τάξη της χώρας υποστήριζε τη μετανάστευση, την πρόβαλλε σαν «μέτρο οικονομικής βοήθειας» από αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες στις φτωχές, υπανάπτυκτες. Ηταν μια σχέση «δούναι και λαβείν» μεταξύ καπιταλιστών. Ενα «κράτα με να σε κρατώ» στην ενιαία εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.

3Τα νιάτα της Ελλάδας στα σκλαβοπάζαρα της Δυτικής Γερμανίας

Στις δεκαετίες 1950-1960 υπερσυγκεντρώθηκε πληθυσμός στα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην Αθήνα 2.530.207, σε συνολικό πληθυσμό 8.736.367. Οι βασικές αιτίες της εσωτερικής μετανάστευσης ήταν οικονομικοπολιτικές. Η αστική τάξη χρειαζόταν συγκεντρωμένη, φτηνή εργατική δύναμη, μικρό μεταφορικό κόστος κ.λπ. Συνέβαλε το μετεμφυλιακό πολιτικό κλίμα, το ξερίζωμα των κομμουνιστών, της φτωχολογιάς της υπαίθρου, η μεγάλη ανεργία και υποαπασχόληση της αγροτιάς, όλοι όσοι κατέκλυζαν τις πόλεις για ένα ξεροκόμματο.

Υπολογίζεται ότι το 1961 οι άνεργοι στην Ελλάδα ήταν 238.900 ή 6,5% του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων (2,8 εκατ.). Μαζί με τους υποαπασχολούμενους, κυρίως στη γεωργία, έφταναν τις 863.600 ή το 26,6% του συνολικού αριθμού των απασχολούμενων.

Για την αστική τάξη η μετανάστευση ήταν ευλογία. Τα κόμματα της πλουτοκρατίας, με έκδηλη ακόμα την αγωνία τους για την αντιμετώπιση του ΚΚΕ, την καθυπόταξη του εργατικού – λαϊκού κινήματος, φρόντισαν να απαλλαγούν από ένα σημαντικό τμήμα αυτού του εργατόκοσμου, εξάγοντάς τον στις αναπτυγμένες βιομηχανικά καπιταλιστικές χώρες. Εδιωξαν ανεργία και κοινωνικές εντάσεις. Εξασφάλισαν εισαγωγή ξένου συναλλάγματος, που ελάττωνε πιέσεις στο ισοζύγιο πληρωμών κ.λπ.

Χαρακτηριστική η δήλωση ειδικού συμβούλου του ελληνικού υπουργείου Εργασίας το 1965: «Οι μετακινηθέντες προς Γερμανίαν απλώς ανεκούφισαν την αγοράν εργασίας εκ των πιεστικών επιπτώσεων ας θα υφιστάμεθα μοιραίως με όλας τας εντεύθεν δυσμενείς οικονομικάς και ιδία κοινωνικάς συνεπείας»».

Ο ανθός του λαού

Στοιχεία της ΕΣΥΕ και άλλα δείχνουν ότι στην πενταετία 1956-1960 μετανάστευσαν 162.000 Ελληνες (το 52% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1961-1965 466.000 (25% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1966-1970 365.000 (38% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1971-1975 177.000 (36% στις υπερπόντιες χώρες). Το 1976-1977 37.000 (38% στις υπερπόντιες χώρες). Στα αντίστοιχα διαστήματα, το ποσοστό μεταναστών ανδρών στις ηλικίες 20-44 ετών ήταν 72% του συνόλου των αποδημούντων, 79%, 73%, 65% και 66%.

Στη δεκαετία 1961-1971 έφυγαν 892.175 άτομα σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης (βασικά στη λεγόμενη Δυτική Γερμανία), κυρίως άνδρες αλλά και γυναίκες, ηλικίας 18-35 χρόνων. Το 90% προερχόταν από την ελληνική επαρχία, άκληροι, μικροαγρότες, δίχως πείρα βιομηχανικού εργάτη. Συνυπολογίζοντας ναυτεργάτες και όσους καταχωρήθηκαν ως «προσωρινώς μεταναστεύσαντες», ο συνολικός αριθμός ξεπερνούσε το ένα εκατομμύριο εργαζόμενους Ελληνες.

Στο δεύτερο τόμο του Δοκιμίου της Ιστορίας του ΚΚΕ αναφέρεται σχετικά:

«Το μεταναστευτικό κύμα κατευθύνθηκε κυρίως προς τη Δυτική Ευρώπη, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους που κατευθυνόταν προς ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά. Για τη δεκαετία 1957-1966 υπολογίζονται 679.000 μετανάστες, κατανεμημένοι σε 185.000 την πρώτη πενταετία 1957-1961 και 494.000 τη δεύτερη 1962-1966. Οι μόνιμα μεταναστεύσαντες στην περίοδο 1961-1965 αποτελούσαν το 2,9% του πληθυσμού στην Ελλάδα το 1961.

Μελέτη του ΚΜΕ δίνει για την περίοδο 1946-1977 1.282.502 μόνιμα μεταναστεύσαντα άτομα (εκ των οποίων τα 237.767 άτομα στην περίοδο 1946-1960 και τα 1.044.735 άτομα στην περίοδο 1961-1977). Αλλη μελέτη υπολογίζει ότι από το 1950 ως το 1971, ο αριθμός των μεταναστών ξεπέρασε τις 60.000 το χρόνο και ότι από την Ελλάδα, στην περίοδο 1901-1919, μετανάστευαν κάθε χρόνο κατά μέσο όρο γύρω στα 19.000 άτομα. Στα 1920-1940 ο αριθμός αυτός έφτασε τις 28.000».

Η συμφωνία

Το 1960 υπογράφηκε η διαβόητη «Ελληνογερμανική συμφωνία», που, όπως προπαγανδίστηκε δεόντως από τις δύο κυβερνήσεις, θα «έλυνε» τα μεγάλα προβλήματα των Ελλήνων μεταναστών. Στη Γερμανία ονομάστηκε και «διπλή συνθήκη», καθώς υπογράφτηκε μεταξύ Δ. Γερμανίας και Ισπανίας στις 29/3/1960 και ακολούθησε η υπογραφή με την Ελλάδα στις 30/3/1960 της «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις». Αντίστοιχες διακρατικές συμφωνίες της Δ. Γερμανίας: το 1955 με Ιταλία (για εισαγωγή Ιταλών εργατών), το 1961 με Τουρκία, το 1963 με Μαρόκο, το 1964 με Πορτογαλία, το 1965 με Τυνησία και το 1968 με Γιουγκοσλαβία. Ετσι οι Γερμανοί μεγαλοβιομήχανοι εξασφάλιζαν φτηνό εργατικό δυναμικό για τη ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία τους. Παράλληλα, η Δ. Γερμανία αποκαταστούσε σχέσεις εξωτερικής πολιτικής και με χώρες που είχαν υποφέρει από τη ναζιστική κατοχή.

Η επιλογή

Διαβάζουμε σε αφιέρωμα του «Ρ»: «Οι Γερμανοί βιομήχανοι και μεγαλοεπιχειρηματίες ζητούσαν «τεμάχια» (έτσι τους αποκαλούσαν), νέους, υγιείς ανθρώπους, για να εργαστούν στη βαριά βιομηχανία και τα ορυχεία. Με την υπογραφή της σύμβασης, άνοιξαν στην Αθήνα (επί της οδού Βίκτωρος Ουγκώ) και το 1962 στη Θεσσαλονίκη (επί της οδού Δωδεκανήσου) οι εν Ελλάδι Γερμανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη Ελλήνων εργατών.

Σχηματίζονταν ατέλειωτες ουρές, υπερπροσφορά νέων δυνατών ανθρώπων, πρόθυμων να εργαστούν σκληρά. Σύμφωνα με το γερμανικό κέντρο τεκμηρίωσης για τη μετανάστευση στη Γερμανία «DOMID», μόνο μέσα στις δύο πρώτες βδομάδες λειτουργίας του γραφείου στην Αθήνα, υπέβαλλαν αίτηση 4.500 Ελληνες. Η κοσμοσυρροή αυτή οδήγησε να ανοίξει γραφείο και στη Θεσσαλονίκη.

Οι Επιτροπές εξέταζαν εξονυχιστικά την υγεία των υποψηφίων (μετρήσεις μυών, ακτινογραφίες θώρακος, οδοντιατρικές εξετάσεις) και τι «ειδικές» γνώσεις τυχόν είχαν, οργάνωναν και το ταξίδι τους. Ανθρωποι με δύο δόντια χαλασμένα, από το υστέρημά τους πλήρωναν οδοντίατρο να τα σφραγίσει, για να καταφέρουν να φύγουν. Βουλευτές της ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου έταζαν ως ρουσφέτι μια θέση στις λίστες υποψήφιων προς μετανάστευση. Διερμηνείς, λαμόγια της εποχής, παράγοντες με τάχα επιρροή στις Επιτροπές, ζητούσαν μπαξίσι για να μεσολαβήσουν».

Δυο κονσέρβες, μια κουκέτα

Οι επιλεγέντες έπαιρναν «πράσινη κάρτα» εργασίας. Αρχικά το ταξίδι ξεκινούσε από τον Πειραιά με το φέρι μποτ «Κολοκοτρώνης». Εφταναν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και από ΄κει με τρένο στη Γερμανία. Από το 1964, μια φορά τη βδομάδα ταξίδευαν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προς Μόναχο με ειδικές αμαξοστοιχίες, υπερπλήρεις, που συνήθως μετέφεραν πάνω από 1.000 άτομα. Τα ταξίδια αυτά η γερμανική διοίκηση μέχρι το 1972 τα χαρακτήριζε «μεταφορές». Την αποβάθρα (υπ΄ αριθμ. 11) όπου τερμάτιζαν τα τρένα αυτά στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας, οι μετανάστες την έλεγαν «αποβάθρα» ή «γραμμή της ελπίδας». Δύο κόσμοι, αντίθετα συμφέροντα, διαφορετικές προσεγγίσεις.

Για το ταξίδι με το τρένο «φιλεύσπλαχνοι» Γερμανοί μεγαλοκεφαλαιούχοι προμήθευαν τα «τεμάχια» με ένα σακούλι εφοδίων: δυο κονσέρβες (μια με σαρδέλες, μια με κορν-μπιφ), ένα καρβέλι ψωμί, λίγες ελιές κι ένα κομμάτι τυρί. Από Θεσσαλονίκη προς Μόναχο πολλοί κάθονταν πάνω στη βαλίτσα τους στη διάρκεια όλου του ταξιδιού, που κρατούσε δυόμιση μέρες.

Η στέγαση των μεταναστών εργατών γινόταν σε υποτυπώδεις συνθήκες, σε παραπήγματα που προέρχονταν κυρίως από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάθε εργάτης είχε στη διάθεσή του ένα κρεβάτι σε κουκέτα, ένα ντουλάπι που κλείδωνε, μια θέση στο τραπέζι του φαγητού και μια καρέκλα.

Πενήντα πέντε χρόνια μετά, οι συνθήκες της μετανάστευσης μοιάζουν διαφορετικές. Η αιτία και το αποτέλεσμα παραμένουν ίδια. Αλλάζουν οι εθνικότητες στα κύματα των μεταναστών, παραμένει η άγρια εκμετάλλευσή τους, ντυμένη μάλιστα και με αρκετές δόσεις φιλανθρωπίας.

Σ΄ ό,τι αφορά ειδικά τους Ελληνες μετανάστες, ισχύει γι΄ αυτούς ό,τι ακριβώς και για τους Γερμανούς εργάτες. Πλήττονται εξίσου από μια σειρά αντιδραστικές ρυθμίσεις που προωθούνται την τελευταία δεκαετία με ταχύτατους ρυθμούς.

(Αναδημοσίευση από τον «Κυριακάτικο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ» – 27 Σεπτέμβρη 2015)


Displaying 1 Comments
Have Your Say
  1. Ο/Η thodoris aravanis λέει:

    ΄Για την περίπτωση της μετανάστευσης , προς την Αυστραλία, την δεκαετία του 1950, υπάρχει το παρακάτω πραγματικό περιστατικό σε ορεινό χωριό της Λευκάδος.
    2 Νεαροί της εποχής ( γεννηθέντες ο ένας το 1922 ο άλλος το 1923)ήθελαν να μεταναστεύσουν και προσπαθούσαν να φκιάξουν τα χαρτιά των για την Αυστραλία.
    Και οι δύο νεαροί απείχαν απ τις εκλογές του 1946, που στο χωριό αυτό η αποχή ήταν μεγαλύτερη απ την συμμετοχή.
    Ο γεννηθείς το1920ναρός είχε πρώτον εξάδελφο μεγαλύτερο στα χρόνια αρκετά, τον σκληρό αυτοβούλως διορισθέντα κυβερνητικό χαυχέ , και κουμανταδόρο της εθνικοφροσύνης στο χωριό, που ακόμα και οι αστυνομικοί του χωριού εφοβούντον.
    Με παρέμβαση στην αστυνομία του σκληρού πρώτου εξαδέλφου χαυχέ, δεν επετράπει στους δύο νεαρούς να μεταναστεύσουν, διότι το παρελθόν των δεν ήταν καθαρό » κατά την έκφραση της εποχής ».
    Ο γεννηθείς το 1922 εξάδελφος και 30 χρόνια μικρότερος απ τον χαυχέ, δεν είχε και από πρίν και καλές σχέσεις με τον χαυχέ, επειδή ήταν γνωστή στην μικρή κοινωνία του χωριού, ότι ο χαυχές ήταν χαφιές και ουσιαστικά άνθρωπος της ανωτάτης χαυχετικής ( χαφιετικής) αρπαχτής.
    Ο διοικητής όμως της αστυνομίας της περιοχής την εποχή αυτή, ήταν κυνηγός και στο κυνήγι πήγαινε με συγγενή του νεαρού εξαδέλφου του χαυχέ. Και ο διοικητής της αστυνομίας είχε αποκαλύψει στον συγγενή κυνηγό, ότι η παρέμβαση του χαυχέ, εγγράφως μάλιστα , ήταν αυτή που απαγόρευσε την μετανάστευση των παραπάνω δύο νεαρών, ο ένας εκ των οποίων ήταν και ο πρώτος εξάδελφος του χαυχέ. Υπεσχέθει και προσπάθησε δε ο αστυνομικός διοικητής αυτός να ξεμπλοκάρει τα έγγραφα, για να μεταναστεύσουν οι παραπάνμω δύο νεαροί. Μια και όπως είπε ο ίδιος ο αστυνομικός διευθυντής , δεν ζητούσαν τίποτα παραπέρα τα φτωχόπαιδα προς μετανάστευση του ορεινού χωριού παρά να βρούνε ένα κομμάτι ψωμί ακόμα και μεταναστεύοντας.
    Το αποτέλεσμα της προσπαθείας αυτής εκ μέρους του αστυνομικού διευθυντού, ήταν τελικά η επί το χειρότερο μετάθεση του παραπάνω αστυνομικού δντή, με παρέμβαση πάλι του ίδιου του χαυχέ.
    Μετά από χρόνια, ο αστυνομικός Δντής αυτός επεσκέφθη ως συνταξιούχος το ορεινό χωριό, βρήκε κάποιους παλιούς γνωστούς και το φίλο του κυνηγό ( σε μεγάλη ηλικία αυτός πλέον). Και απεκάλυψε ότι η τότε παρέμβαση του χαυχέ , για αυτόν, τον αστυνομικό διευθυντή στο ορεινό Χωριό της Λευκάδος την δεκαετία του “950, του επέφερε μεγάλα υπηρεσιακά προβλήματα όλα τα υπόλοιπα χρόνια της αστυνομικής του πορείας.
    Ο νεαρός – ο γεννηθείς το 1922πρώτος εξάδελφος του χαυχέ, από την δεκαετία του 1950 και λίγες μέρες μετά την αποκάλυψη ( μέσω του συγγενούς του),του ρόλου του χαυχέ ( εθνικοαμύντορα και εκλογοαμύντορα απέναντι στην αποχή του 1946), ο νεαρός λοιπόν συνάντησε κατά πρόσωπο τον εξάδελφό του χαυχέ, παρουσία και άλλων χωριανών στην πλατεία του χωριού και αφού παρουσία και άλλων τον κατέδειξε ως » νούμερο της αστυνομίας » του διάκοψε και την συγγένεια και δεν του ξαναμίλησε μέχρι τον θάνατο του χαυχέ την δεκαετία του 1980.
    Το όλο συμβάν είναι το πραγματικό που συνέβη, όπως συνέβη.
    Και η υπόθεση μετανάστευσης μετά τον πόλεμο και την δεκαετία του 1950 και του 1960, είχε κρατικώς εθνικιστικό
    εθνοπατερικό προσδιορισμό, ιδιαίτερα στην περιφέρεια της χώρας και παρά τις διακοματικές επιτροπές μετανάστευσης , που εκάστοτε ως δημοκρατικό προκάλυμα κατασκευάστηκαν.
    Τα κενά εγγραφής στην αντίστοιχη σελίδα του εκλογικού βιβλιαρίου , που σηματοδοτούσαν την αποχή απ τις εκλογές του 1946, και ταυτόχρονα αυτή η αποχή εκλαμβανόμενη ως μανιέρα για τον χαρακτηρισμό πολιτών μειωμένης εθνικοφροσύνης, μαζί με κάτι περίεργα χαρτιά που απαιτούνταν από τα κατά τόπους εθνικοφρονικά ιερατεία, μαζί με τσοπαναρέ’ι’κη χωροφυλακή στην Ελληνική επαρχία , επανδρωμένη από πρώην μπιστικούς ( τσοπάνους) Ηπειρώτες κυρίως απ την περιοχή Μετσόβου-Τζουμέρκων-Αβέρωφclub-
    και οι ντόπιοι ιδεολόγοι χαυχέδες μαζί με τους περιστασιακούς απ ανάγκη χαφιέδες,συγκρότησαν το μεταπολεμικό μεταναστευτικό status, απ την πλευρά της εκδόσεως των μεταναστευτικών αδειών προς τους όσους Έλληνες πολίτες ήθελαν να μεταναστεύσουν.
    Η ιστορία της μεταπολεμικής Ελληνικής μετανάστευσης, έχει μεγάλο βάθος μελέτης ακόμα- ούτε άρχισε καλά καλά ακόμα αυτή η μελέτη- υπό το πρίσμα της ανθρωποκεκτρικού προσδιορισμού της μετανάστευσης.
    Τα ποσοτικά στοιχεία που υπάρχουν, και ασφαλώς θα είναι με ικανό βαθμό προσδιορισμού επαρκή μια και υπήρχε μια στοιχειώδης κρατική μεταπολεμική οργάνωση- δεν είναι ικανά
    να προσεγγίσουν την ποιοτική διάσταση του θέματος, μια και η ποσοτική αυτή κρατική συγκέντρωση, είχε συγκεκριμένο εθνοπατερικό προσδιορισμό.
    Δεδομένου ότι στην ιστορική έρευνα και τεκμηρίωση,σημασία παίζουν και οι προφορικές για κάθε εποχή μαρτυρίες, μπορεί να υπάρχουν ακόμα στις μέρες μας λιγοστές τέτοιες , μια και τα χρόνια γεννεαλογικά παρήλθαν ως και δύο γενεές , από την μεταπολεμική εποχή και την δεκαετία του 1950 και χάθηκαν έτσι οι πρωτογενείς μαρτυρίες και χάνονται και οι δευτερογενείς αναφορές.
    Η διαλεκτική έτσι της ιστορικής έρευνας για την μετανάστευση στην μεταπολεμική Ελλάδα , θα μείνει για πάντα στην καλύτερη περίπτωση ημιτελής.

Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>