Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Το καταναλωτικό όραμα βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατική μας συνείδηση» | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News

Εβδομαδιαία στήλη «Το Κέρας της Αμάλθειας»: «Το καταναλωτικό όραμα βλάπτει σοβαρά τη δημοκρατική μας συνείδηση»

Consumismo

«ΤΟ ΚΕΡΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΛΘΕΙΑΣ»
του Χρήστου Σκιαδαρέση, Φιλολόγου, Μέλους της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λευκαδικών Μελετών

Στις μέρες μας θεωρείται πλέον κοινή διαπίστωση ότι η δημοκρατία βιώνει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της, αφού, παρά την πανθομολογούμενη αξία της, δεν δείχνει ικανή να ανταποκριθεί σωστά στα καθήκοντά της, είτε αυτά σχετίζονται με τα θέματα της οργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης και της προώθησης του κοινού συμφέροντος είτε με τη βελτίωση των όρων της καθημερινής ζωής των πολιτών.

Πολλοί διανοούμενοι, μάλιστα, αποδίδουν τη «δοκιμασία» της στον υλικό ευδαιμονισμό και την καταναλωτική νοοτροπία από την οποία εμφορούνται οι πιο πολλοί πολίτες -και, μάλιστα, νεαρής ηλικίας- σήμερα, που τους αναγκάζει να επιδίδονται εμμονικά στο κυνήγι του κέρδους και της ατομικής ευμάρειας και να αδιαφορούν παντελώς για τις κοινωνικές ανάγκες και τα αγαθά της συλλογικής ζωής.

Στα πλαίσια αυτά, οι ίδιοι πνευματικοί άνθρωποι συσχετίζουν -και όχι αδίκως, φυσικά- την υποβάθμιση της δημοκρατικής συνείδησης των πολιτών με το μοντέλο της οικονομικής ανάπτυξης που έχουν υιοθετήσει οι πιο πολλές αναπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες κοινωνίες του πλανήτη μας, το καπιταλιστικό˙ το μοντέλο αυτό αφενός προτρέπει τις βιομηχανίες να παράγουν άφθονες ποσότητες υλικών αγαθών και, αφετέρου, τους πολίτες να επιδίδονται σε ένα ξέφρενο κυνήγι αγοράς τους.

Ειδικότερα, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η μόδα και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις, επιδιώκοντας την τόνωση της αγοράς, την αύξηση της κίνησης του χρήματος, άρα και την αποκόμιση του μεγαλύτερου δυνατού κέρδους για αυτούς, προέβαλαν συστηματικά το καταναλωτικό όραμα, που υποσχόταν στους πολίτες την καλοπέραση, την αφθονία και τη σιγουριά, καθώς και την άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.

Οι πολίτες -όλων των κοινωνικών τάξεων, πόσω μάλλον των χαμηλότερων- δελεάστηκαν από τις δυνατότητες της άνετης και πολυτελούς διαβίωσης που τους προσφέρονταν και στράφηκαν μανιωδώς στην ικανοποίηση των δευτερευουσών αναγκών τους, προσδοκώντας να βιώσουν νέες συγκινήσεις και απολαύσεις, που θα έκαναν πιο πλήρη και ευτυχισμένη τη ζωή τους.

Το αποτέλεσμα, φυσικά, ήταν να γίνουν άπληστοι, σπάταλοι, ατομικιστές και να υποκαταστήσουν τις γνήσιες αξίες της ζωής με τις νόθες του πλούτου και της αυτοπροβολής.

Έτσι, λησμόνησαν σιγά – σιγά ότι αποτελούν μέλη μιας κοινότητας και ότι, ως μέλη της, είναι υπεύθυνα για τα ζητήματά της και τη διαμόρφωση των όρων της ζωής μέσα σε αυτήν και μεταβλήθηκαν σε homo consumens (= άνθρωπος καταναλωτής), σε αδηφάγους και ακόρεστους καταναλωτές που νοιάζονται μόνο για τη συσσώρευση υλικών αγαθών, την πρόσκαιρη απόλαυσή τους και την κάλυψη των εσωτερικών τους κενών με μία συνεχή και αυξανόμενη κατανάλωση, που γρήγορα, φυσικά, αποδείχθηκε ότι ήταν ψευδαπάτη και σοβαρή πλάνη.

Από την ώρα, λοιπόν, που ο άνθρωπος υποδουλώθηκε ψυχικά στα υλικά αγαθά και τις επίπλαστες ανάγκες που του δημιούργησαν οι μηχανισμοί της κατανάλωσης, έχασε την εσωτερική του ελευθερία, έπαψε να ψάχνει γύρω του και μέσα του, για να ανακαλύψει τον λόγο της ύπαρξής του και το νόημα της ζωής του, και αλλοτριώθηκε.

Έγινε ένα ψυχρό, υπολογιστικό ον, που άρχισε να αξιολογεί τους συμπολίτες του με κριτήριο την οικονομική τους δύναμη και τη δυνατότητα που έχουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά του.

Από τη στιγμή, μάλιστα, που οι επιχειρήσεις άρχισαν να παράγουν προϊόντα που δεν προορίζονταν να διαρκέσουν πολύ αλλά να φθείρονται γρήγορα, το άγχος του επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο και η σχέση εξάρτησής του από την κατανάλωση και τον υλισμό έγινε ακόμη μεγαλύτερη και στενότερη.

Έφτασε, έτσι, στο σημείο να μην καταναλώνει για να ζει αλλά να ζει για να καταναλώνει και να παραμελήσει όλες τις πρωτεύουσες πνευματικές και ψυχικές ανάγκες του, μία από τις οποίες είναι, φυσικά, και η ικανοποίηση που προσφέρει η γνήσια επαφή του με το συνάνθρωπο, όπως και η ανιδιοτελής ενασχόλησή του με τα συλλογικά κοινωνικά αγαθά, όπως η παιδεία, η υγεία, η πρόνοια, ο πολιτισμός, το περιβάλλον, η πολιτική.

Και επειδή οι πιο πολλοί δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζήσουν το καταναλωτικό όνειρο και να συμμετέχουν ενεργά σε αυτή την καταναλωτική σπατάλη, έγιναν στην χειρότερη περίπτωση βίαιοι και εγκληματικοί και στην καλύτερη εγωκεντρικοί, «ρηχοί», ιδιοτελείς, κυνικοί και αδιάφοροι για τα κοινωνικά δρώμενα, άρα και τις δημοκρατικές διεργασίες.

Αν, λοιπόν, θέλουμε να επαναδραστηριοποιήσουμε κοινωνικά και πολιτικά τους πολίτες, θα πρέπει οι φορείς αγωγής και, κυρίως, η οικογένεια και το σχολείο, να μεταβάλλουν την υλιστική και καταναλωτική νοοτροπία των νέων και να τους μεταστρέψουν το ενδιαφέρον στην κοινωνική και πολιτική «στράτευση».

Καταρχάς, οι γονείς, με τη νουθέτηση, το θετικό παράδειγμα και την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης των παιδιών τους μπορούν να συντελέσουν τα μέγιστα στη μεταβολή της καταναλωτικής τους συμπεριφοράς και στη διαμόρφωση ενός αισθήματος κοινωνικής ευθύνης.

Αυτό θα επιτευχθεί εάν οι γονείς συνομιλούν συχνά με τα παιδιά τους, εάν τα ενθαρρύνουν να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, καθήκοντα και ρόλους μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον, εάν τους προσφέρουν δυνατότητες ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους, χωρίς, όμως, εκείνα να υπερβαίνουν τα εσκαμμένα και να παλινδρομούν προς τυχόν άλογες και ενστικτώδεις συμπεριφορές.

Αυτό, με τη σειρά του, προϋποθέτει γονείς που θα βρίσκονται σε διακριτική επαφή με τα παιδιά τους, που θα βάζουν αμέσως «φρένο» σε κάποια κακότροπη συμπεριφορά ή παρέκκλισή τους, που δεν θα υποκινούνται από ιδεολογικές αγκυλώσεις και μικροκομματικές αντιλήψεις αλλά θα συζητούν μαζί τους επιδιώκοντας να διαμορφώσουν μια σφαιρική αντίληψη σε αυτά και μια πνευματική ποιότητα στον τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων γύρω τους.

Σημειωτέον εδώ ότι πρέπει και οι ίδιοι οι γονείς να τηρούν όσα «διδάσκουν» και να είναι και οι ίδιοι πρότυπα δημοκρατικότητας τόσο στη σχέση τους μεταξύ τους και προς τα παιδιά τους όσο και στις σχέσεις τους προς τρίτους.

Εάν ο ένας γονιός σέβεται την προσωπικότητα και τα δικαιώματα του άλλου, μετά είναι πολύ εύκολο να περάσουν από το στάδιο της διδαχής στο στάδιο της εμπέδωσης του δημοκρατικού ήθους και στα παιδιά τους.

Φυσικά και το σχολείο επιτελεί καθοριστικό ρόλο στη διάπλαση της δημοκρατικής συνείδησης στους μαθητές.

Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει η σχολική μονάδα να είναι δημοκρατικά οργανωμένη, με την έννοια να ενθαρρύνει τους μαθητές να συμμετέχουν ενεργά στη ζωή του σχολείου -μέσω των δεκαπενταμελών και των πενταμελών των τάξεων- να παρέχει σε αυτούς μια ποιοτική ανθρωπιστική ή, καλύτερα, ανθρωποκεντρική παιδεία, να καλλιεργεί το συλλογικό πνεύμα και τις αρετές της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας, με την οργάνωση ομαδοσυνεργατικών «πρότζεκτ» ή καλλιτεχνικών εκθέσεων ή αθλητικών δρωμένων ή με τη σύνταξη σχολικής εφημερίδας ή με τη συμμετοχή μιας ομάδας μαθητών του σχολείου στους ετήσιους ρητορικούς αγώνες που διοργανώνονται μεταξύ εκπαιδευτικών μονάδων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Επίσης, θα πρέπει τα σχολεία να επισκέπτονται τα κέντρα λήψης αποφάσεων, όπως το Εθνικό Κοινοβούλιο, τα Δημαρχεία, τις Νομαρχίες και να παρευρίσκονται σε συνεδρίες, συσκέψεις, και συνελεύσεις των εθνικών ή τοπικών αρχόντων, για να παίρνουν οι μαθητές μια γερή «γεύση» του πώς ασκείται στην πράξη η δημοκρατική διακυβέρνηση και σε ποια προσκόμματα προσπίπτει.

Πάντως, η διάπλαση της δημοκρατικής συνείδησης δεν είναι υπόθεση μιας χρονιάς, ενός μόνο καθηγητή ή μιας πρόσκαιρης προσπάθειας, αλλά θα πρέπει να «δουλευτεί» μέσα στη διάρκεια της σχολικής ζωής, μέσα σε όλες τις σχολικές τάξεις και μαθητικές κοινότητες, με τους μαθητές σε ρόλο πρωταγωνιστή και συνδημιουργού της σχολικής ζωής και τους διδάσκοντες επόπτες και ενορχηστρωτές της όλης απόπειρας.

Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να συνειδητοποιηθεί από όλους τους φορείς αγωγής, δηλαδή την οικογένεια, το σχολείο, την πολιτεία, τους πνευματικούς ανθρώπους αλλά και τον καθημερινό πολίτη, φυσικά, ότι απαιτείται μια γενικότερη αλλαγή στον αξιακό προσανατολισμό της σύγχρονης κοινωνίας, που να θέτει στόχους ζωής διαφορετικούς από αυτούς της απεριόριστης παραγωγής και κατανάλωσης και να ορίζει την ανθρώπινη ευδαιμονία όχι μόνο με όρους υλικούς αλλά και πνευματικούς – ηθικούς.

Αν συνειδητοποιηθεί -από τους νέους κυρίως- ότι η εμπέδωση και εδραίωση της δημοκρατίας είναι ένας καθημερινός αγώνας και απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση αλλά και δια βίου προσπάθεια εκ μέρους όλων, τότε και μόνο τότε θα μπουν οι βάσεις για να εξυψωθεί η κοινωνία και οι πολίτες της να αρτιωθούν ηθικά και πνευματικά.