Ο ιστορικός, ο άνθρωπος Σπύρος Ασδραχάς (του Βαγγέλη Σακκάτου) | Λευκαδίτικα Νέα - Lefkada News
Published On: Δε, Ιαν 1st, 2018

Ο ιστορικός, ο άνθρωπος Σπύρος Ασδραχάς (του Βαγγέλη Σακκάτου)

Σπύρος Ασδραχάς: Οι Σφακιώτες της Λευκάδας και ο υποτιθέμενος κρητικός αποικισμός

periodiko

Συντάκτης: Βαγγέλης Σακκάτος

Με τον άξιο ιστορικό και εγκάρδιο φίλο Σπύρο Ασδραχά, Λευκαδίτη εκ πατρός και Κεφαλονίτη εκ μητρός, γεννημένο το 1933 στο Αργοστόλι, εγγονό, από τη μητέρα του, του επί μακρόν προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κεφαλονιάς, Νικολάου Κρητικού, υπήρξαμε «Λουμιδικοί» στη δεκαετία του 1950, δηλαδή θαμώνες του λογοτεχνικού καφενείου και παταριού του Λουμίδη, που ήταν στη Σταδίου, ανάμεσα στις στοές Νικολούδη και Πεσμαζόγλου, στέκι σημαντικών μορφών των ελληνικών γραμμάτων και των τεχνών εκείνης της εποχής, απ’ όπου πολλά ωφεληθήκαμε, και υπήρξαμε αγαπητοί και αλληλοεκτιμώμενοι φίλοι – φιλία και αλληλοεκτίμηση που διατηρήθηκε διά βίου.

Στο «πατάρι» από τους παλιούς, τακτικός θαμώνας ήταν ο Μάρκος Αυγέρης, αραιότερα ο Βάρναλης, σπάνια ο Κορδάτος που το τακτικό στέκι του ήταν κάθε πρωί στο βιβλιοπωλείο του Καραβάκου, στην αρχή της Σοφοκλέους, λίγο μετά τη Σταδίου, και από τους νεότερους ο Στάθης Πρωταίος, ο Νίκος Καρούζος, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Μίλτος Σαχτούρης και από τους πιο νέους ήμασταν μια παρέα αρκετά μεγάλη, ο γράφων, ο Σπύρος, ο Δημήτρης Κωστελένος, ο Γιάννης Νεγρεπόντης, ο Οδυσσέας Ζούλας, ο Αντώνης Καρκαγιάννης, ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος, ο Λεωνίδας Ζενάκος, ο Κώστας Κουτούλης, ο Βαγγέλης Τσακιρίδης, ο Σπύρος Γκίνης, ο Βαγγέλης Παναγόπουλος, ο ηθοποιός Κώστας Γιαννατάς και κάποιοι ακόμα που τώρα μου διαφεύγουν.

Τον Σπύρο τον περνούσα τρία χρόνια. Είχα αρχίσει να δημοσιογραφώ από το 1950 και από το 1956 να εκδίδω βιβλία.

Ο Σπύρος σπούδαζε στο Ιστορικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1960, που πήρε το πτυχίο του, εγώ βρέθηκα -κάτω από παρά τη θέλησή μου συνθήκες- για 32 χρόνια εκτός Ελλάδας μετανάστης και για 8 χρόνια πολιτικός πρόσφυγας με ακυρωμένο διαβατήριο και πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία.

Το 1959 ιδρύσαμε με τον Κεφαλονίτη-Ληξουριώτη δικηγόρο Γεράσιμο Λουκέρη τις εκδόσεις «Πυρφόρος» και εκδώσαμε την «Επτανησιακή Πρωτοχρονιά 1960», Ετήσια Λογοτεχνική, Καλλιτεχνική, Ιστορική και Λαογραφική Εκδοση, με σκοπό να την εκδίδουμε κάθε χρόνο.

Εγώ είχα την ευθύνη της σύνταξης και ο Χρήστος Θεοχαράτος, «φευγάτος» κι αυτός, την επιμέλεια ύλης. Η έκδοσή της αποτέλεσε φιλολογικό γεγονός.

Συνεργάζονταν οι σημαντικότεροι από τους τότε Επτανήσιους δόκιμους λογοτέχνες και καλλιτέχνες, οι τότε ακόμα επιζώντες τελευταίοι της Επτανησιακής Σχολής, όπως οι Μαρίνος Σιγούρος, Νίκος Λευτεριώτης, Ειρήνη Δενδρινού, Διονύσιος Ρώμας, Γεράσιμος Σπαταλάς, Ντίνος Κονόμος και ανθολογούνταν όλοι οι κλασικοί της Επτανήσου.

Τότε δημοσιεύσαμε εκεί και ένα από τα πρώτα κείμενα του Σπύρου. Ηταν 26 χρόνων. Ο τίτλος του κειμένου ήταν: «Οι Σφακιώτες της Λευκάδας και ο υποτιθέμενος κρητικός αποικισμός».

Πρόκειται για έρευνά του σχετική με τους ισχυρισμούς παλιότερων ιστορικών ότι οι κάτοικοι της κοινότητας Σφακιωτών της Λευκάδας (Σφακισάνοι και κατά τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στον «Φωτεινό» του) προέρχονται από Κρητικούς πρόσφυγες, μετά τον Τουρκο-Βενετικό Πόλεμο στην Κρήτη (1645-1669), άποψη που την αντικρούει με αδιάσειστα στοιχεία και ντοκουμέντα, αποδεικνύοντας πως τόσο το τοπωνύμιο όσο και οι κάτοικοι είναι πολύ παλαιότερα απ’ αυτόν τον πόλεμο στη Λευκάδα.

Αυτό το κείμενό του προσφέρω στη μνήμη του στην «Εφημερίδα των Συντακτών».

Ας είναι αιωνία η μνήμη του…

Οι Σφακιώτες της Λευκάδας και ο υποτιθέμενος κρητικός αποικισμός

«Το έτος 1357 οι κάτοικοι της Λευκάδας, υπήκοοι του Zorzi Gratiano, Αυθέντη Λευκάδος, υποκινούμενοι από το Νικηφόρο, Δεσπότη της Ηπείρου, και το Λεονάρδο Α΄ τον Τόκκο, παλατίνο κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, επαναστάτησαν εναντίον του Βενετού χωροδεσπότη τους, «ωχυρώθηκσαν εν τη ακροπόλει Επισκοπία και συνέκλεισαν αυτόν εκείνον (= τον Γρατιανό) εις την πρωτεύουσαν και το φρούριον αυτής».

Με το τοπωνύμιο Επισκοπία δηλούται η Επισκοπή, ήγουν μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου το Γενέσιον, έδρα των Επισκόπων μέχρι το 1513 και Αρχιεπισκόπων μέχρι το 1697 της Λευκάδας, που κείται στο χωριό Σπανοχώρι της Κοινότητας Σφακιωτών.

Η ύπαρξη της Επισκοπής στην περιοχή Σφακιωτών έκαμε τον Αρ. Βαλαωρίτη να ονομάσει στο ατέλειωτο έργο του «Φωτεινός», που αναφέρεται σ’ αυτήν ακριβώς την επανάσταση, τους επαναστάτες «Σφακισάνους», ήγουν κατοίκους των Σφακιωτών.

Ετσι ο ήρωάς του Φωτεινός, απαντώντας στην ερώτηση του Gratiano,

– Πούθε κατάγεσαι μωρέ; λέγει:

– Εδώθε…. Σφακισάνος.

Και ο Λευκάδιος ιστορικός Σπ. Βλαντής αναγράφει πως «κατετρόπωσαν [εν. τον Gratiano] οι γενναίοι Σφακισάνοι».

Στα παραπάνω ο σύγχρονος Λευκάδιος ιστορικός Κωνσταντίνος Μαχαιράς παρατηρεί ότι οι επαναστάτες κατά του Zorzi Gratiano αποκλείεται να ήταν Σφακισάνοι, γιατί η συστάδα των χωριών που φέρονται με το όνομα «Σφακιώτες» είναι μεταγενέστερη και καταχωρίζει μάλιστα χωρίο από προγενέστερη μελέτη του Σπ. Βλαντή, κατά το οποίο «πολλοί των κατοίκων του χωρίου Σφακιωτών είναι απόγονοι Κρητών, μεταναστευσάντων περί τα τέλη της 17ης εκατονταετηρίδος εκ Σφακίων, διατηρήσαντες το όνομα της μητροπόλεως και τας εις -άκης καταλήξεις των κυρίων ονομάτων» […]

Στο σημείωμά μας αυτό θα δείξουμε ότι το τοπωνύμιο είναι προγενέστερο και συνεπώς δεν οφείλεται στη μετοικεσία μερικών οικογενειών προσφύγων Κρητών στη Λευκάδα, μετά την κατάληψή της από τους Βενετούς το 1684.

Το τοπωνύμιο «Σφακιώτες» αποδεικνύεται προγενέστερο από τη μετοικεσία Κρητών προσφύγων στην υπόλοιπη βενετοκρατούμενη Επτάνησο, απ’ όπου πέρασαν στη βενετοκρατούμενη από το 1684 Λευκάδα από τα εξής:

(α) στα σύγχρονα με την κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς έγγραφα ή έντυπα, στα οποία αναφέρεται το τοπωνύμιο, δεν υπάρχει και δήλωση του πιθανολογούμενου προγενέστερου, το οποίο με τον καιρό εξαλείφθηκε – αν βέβαια δεχθούμε πως οφείλεται στην τότε μετοικεσία Κρητών,

(β) και κυρίως γιατί μνημονεύεται ήδη στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στη Λευκάδα (1599-1684).

(α). Οι μνείες του τοπωνυμίου στα έγγραφα του Αρχειοφυλακείου Λευκάδας είναι πολλές και σε καμιά περίπτωση δεν παρατηρείται παράλληλη αναφορά του παλαιότερου υποτιθέμενου τοπωνυμικού. Το ίδιο ισχύει και για το έντυπο Stampa dei villici della villa Sfaciotes, μια πηγή γενικώτερης σημασίας για την περίοδο της Τουρκοκρατίας στη Λευκάδα και για την κατάσταση της γεωκτησίας στο νησί, ιδίως κατά τη Βενετοκρατία. Περιέχει δημόσια έγγραφα σχετικά με τις γαίες των Σφακιωτών κ’ εκδίδεται εξ αιτίας διαφορών των κατοίκων του χωριού και του Αθηναίου «κόμητος» Βερνάρδου Μακόλα, στον οποίον είχαν παραχωρηθή από τους Βενετούς μεγάλες εκτάσεις της περιοχής…

(β). Η δεύτερη και κύρια μαρτυρία είναι η μνεία του τοπωνυμίου κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στη Λευκάδα (1499-1684). Πρόκειται για ένα «ταπού», γραμμένο στην Τουρκική, στο οποίο αναφέρεται μεταβίβαση κτήματος ευρισκόμενου στο χωριό Σφακιώτες. Το «ταπού» (Ι) αυτό βρίσκεται στο Αρχειοφυλακείο Λευκάδας μαζί με άλλα όμοια τουρκικά έγγραφα και φέρει χρονολογία 1090 (= 1678). Στη δεύτερη σελίδα φέρει την (ΙΙ) αμέσως δημοσιευόμενη ελληνική ένδειξη και στην πρώτη πάνω από την τουρκική γραφή και κατ’ αντίστροφη φορά άλλη ένδειξη στα ιταλικά (ΙΙΙ).

Καταχωρίζομε (Ι) την περίληψη του «ταπού» και φωτοτυπικό του αντίγραφο, (ΙΙ) τη μνεία του τοπωνυμίου που βρίσκεται στο verso του «ταπού» και (ΙΙΙ) την ιταλική ένδειξη της παρουσίας του «ταπού» (26 Μαΐου 1695) σε αρμόδια υπηρεσία.

(Ι). Περίληψη του «ταπού». Ταπού εκδιδόμενο από το διοικητή του χωριού Ισφακιούρ κατά το σεληνιακό έτος 1090. Αφορά σε γαίες της μονής του Αγίου Ιωάννου, που κείται στο σύνορο του χωριού Ισφακιούρ, καταχωρισμένες στο όνομα των ιερέων Θεοφάνη (?) και Ανθίμου, οι οποίοι και πλήρωσαν τους φόρους και τα τέλη των γαιών.

1679 (ΙΙ) ταποι τουαγιου ιωαννου οιςτο σφακοισανικο] σινορο απο τομπρα ημαγα τονοιγιο] του χασανμπαιει

1969 ταπί του αγίου Ιωάννου εις το σφακισάνικο σύνορο από το μπραήμαγα, τον υγιό του χασάμπεη

(ΙΙΙ) Addi 26 Maggio 1695 s(tile) N(uovo). Presentata dal Padre Abbate de Coccigni Ecclisa in] essecussione del proclama et li fu anco restituita.

Κατά την 26 Μαΐου 1695, νέο ημερολόγιο. Παρουσιασθείσα από τον ηγούμενο της Κόκκινης Εκκλησάς σύμφωνα με την προκήρυξη και αποδοθείσα.

(ΙΙ) τουαγιου ιωαννου οιςτο σφακοισανικο σινορο: Πρόκειται για το ναό του αγίου Ιωάννου στην τοποθεσία «Ασφακιά» των Σφακιωτών. Ο ναός αυτός ήταν μετόχι του μοναστηριού «Κόκκινη Εκκλησά», που ιδρύθηκε κατά το έτος 1478.

(ΙΙΙ) Padre Abbate: Δεν πρόκειται για ιερέα ονομαζόμενον Αμπάτη, αλλά για τον ηγούμενο της μονής της «ΚόκκινηςΈκκλησάς». Πρβλ. και : «[…] dal Abbate del sudetto [: Κόκκινη Εκκλησά] convento Cipriano Vlassopulo».

Συμπερασματικώς λοιπόν λέγεται ότι οι καταλήξεις σε -άκης, που φέρουν τα ονόματα των κατοίκων των Σφακιωτών, και μάλιστα στο βαθμό που μπορούν να ελεγχθούν αυτά κρητικής προέλευσης, αποτελούν μεταγενέστερη ιστορική σύμπτωση. Θα χρειαζόταν συνεπώς άλλη έρευνα σχετικά με τις κρητικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν στη Λευκάδα κατά τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνα, η οποία όμως φεύγει από τα όρια και τις προθέσεις τούτου του σημειώματος. Οσο για το πρόβλημα μιας προγενέστερης εγκατάστασης Σφακιανών Κρητών στη Λευκάδα, από την οποία και να προέκυψε το τοπωνύμιο, αυτό μόνο υποθετικά μπορεί να τεθεί, δίχως μάλιστα πιθανότητες επαλήθευσης.

Ας σημειωθεί εξ άλλου ότι ο τύπος Σφακισάνος, που δηλώνει τον κάτοικο των Σφακιωτών στοιχεί προς τους: Πορ(ι)σάνος (του Πόρου), Εγκλουβισάνος (της Εγκλουβής), Καρ(υ)σάνος (της Καρυάς) κ.ά., που ακούγονται στη Λευκάδα δίπλα στους τύπους σε -ίτης (Αϊπετρίτης, Αγιομαυρίτης, Κατωχωρίτης κ.τ.λ.) και σε -ώτης (Βασιλικιώτης, Μεγανησιώτης, Αλατριώτης κ.τ.λ.). Πιθανώτερη φαίνεται η εκδοχή πως το έτυμο του τοπωνυμίου είναι το ασφάκα, ασφακιά (πρβλ. Αγιο Ιωάννη στην Ασφακιά), όθε προέκυψε το πληθυντικό Ασφακιώτες που μαρτυρείται σε έγγραφο του 1770: «εμις ι γιεροτες κατι[κοι] του χοργιονε ασφακιοτες» κ.τ.λ. Παράλληλα με τον τύπο Ασφακιώτες πρόκυψε κι ο τύπος Σφακισάνοι, όθε και το Σφακισάνικος κατ’ αναλογία προς το παραπάνω σε -άνος [πρβλ. και Πηγαδησάνοι, κατά παραφθορά Πιατσάνοι, όπου υποδηλώνεται τοπωνύμιο Πηγάδια (στα) και το αμάρτυρο Πηγαδιώτες].

Συνεπώς το εθνικό Σφακιώτες, με το οποίο δηλούνταν οι κάτοικοι της [Α]σφακιάς, μετέπεσε σε τοπωνυμικό κατά το Καρυώτες, προφανώς πρώην εθνικό (ετυμ. Καρυά), που μετέπεσε σε τοπωνυμικό. Το [Α]σφακιά – Σφακιώτες (ενώ: Περατιά – Περατιανοί, οπότε θα έπρεπε Σφακιανοί), κατά το παραπάνω Καρυά – Καρυώτες, όθε το εθνικό Καρυωταίοι.

ΣΠ. Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ

Σελίδες 295-300 της Ε.Π. (1960)».

Πηγή: www.efsyn.gr

(Σημ.: Το άρθρο μας στάλθηκε από αναγνώστη μας)



Αφήστε το σχόλιό σας

XHTML: You can use these html tags: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <s> <strike> <strong>